Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ



ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ
 
Η εισήγηση αυτή έχει αντικείμενο ένα σπουδαίο για τη ζωή των Χριστιανών θέμα, το θέμα που άφορα τα πάθη και την απάθεια, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξοδικά αναφέρεται σ’ όλους σχεδόν τους λόγους και τις ομιλίες του.

Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρω ότι ή πλούσια αποστολικό πατερική του πείρα δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε ότι ή διδασκαλία του για τα πάθη του ανθρώπου και την απεγκλωβίσει απ’ αυτά είναι προϊόν κάποιας ψυχολογικής γνώσεως ή καρπός στοχαστικών και φανταστικών επινοήσεων, αλλά μιάς βαθιάς Αγιοπνευματικής εσωτερικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την πολυχρόνια ασκητική βίωση και μοναχική παράδοση κυρίως στο Άγιο Όρος. Έτσι είναι έξω από την ηθικιστική εκείνη θεώρηση της πνευματικής ζωής που προσπάθησαν στην εποχή του, αλλά και μεταγενέστερα μερικοί να παρουσιάσουν στο χώρο της Ορθοδοξίας. Από τις προσωπικές του μάχες κατά των παθών και των δαιμόνων που τα υποκινούν, αλλά και από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή του ψυχή, μάς παρέδωσε την μαρτυρική πληροφορία ότι “μαρτυρίου στέφανον λήψεται ό τα πάθη δι’ αρετής τροπωσάμενος”.

Μέσα από τα κείμενα του λοιπόν θα παρακολουθήσουμε την φθοροποιό και θανατηφόρο ενέργεια των παθών που δι’ αυτών “τυπουται σκότος νοερόν” στην ψυχή, την απομακρύνει από τη ζωή, που είναι το θείο φως της, και τής επιφέρει τον θάνατο της, που είναι και ο πραγματικός θάνατος, που τον ονομάζει ό άγιος “σκότος πονηρόν” και προκαλεί λύπη αφόρητη.

Επίσης στα κείμενα του διδάσκει πώς να υπερβαίνει κανείς τα πάθη και τα θανατηφόρα αποτελέσματα τους και πώς να αποκτά με την συνεχή στροφή του λογισμού γύρω από τα θεία τις αρετές και εν συνεχεία πώς ή ενάρετη ψυχή παραλαμβάνεται από τη Χάρη του Αγίου πνεύματος και οδηγείται στα απόρρητα εκείνα αγαθά “α οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου τοιούτου ουκ ανέβει”.

Για να ανάλυση κανείς την διδασκαλία του Αγίου για το θέμα αυτό διεξοδικότερα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη διατριβή. Τόσο πλούσιο υλικό βγαίνει μέσα από τα κείμενα του. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, στο λίγο χρόνο που διατίθεται, να παρουσιάσουμε τα κεντρικότερα σημεία τής πνευματικής του εμπειρίας ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν τον τρόπο με τον όποιο διαδίδονται τα πάθη στον άνθρωπο και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζεται κανείς να φθάσει στη μακαριά απάθεια.

1. Πάθη

α) Προσδιορισμός και εμφάνιση παθών
Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ’ αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. “Διεστραμμέναι δε”, λέγει, “οδοί πάντως και σκολιαί, το μίσος, το ψευδός, ό δόλος, ό φθόνος, ή πλεονεξία, ή υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις”, τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και “‘αγαπώμενα” και “μελετώμενα κατά νουν” αξιώνουν τον άνθρωπο “της θείας αποστροφής”. Οι αιτίες δε που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι ή “αμετρία” και ή “παράχρηση”. Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι ή τροφή αίτια, “αλλά η αμετρία ταύτης ό εστίν ή τρυφή”. Δηλαδή ή γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ό άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει “παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του” απ’ όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη.

Επομένως ή “αμετρία” και ή “παράχρηση” έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του άνθρωπου μ’ αυτόν. Αυτή λοιπόν ή απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και ή εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ’ αυτόν και γεμίζει τη ζωή του πεπτωκότος άνθρωπου από εμπαθείς ενέργειες δημιουργώντας το νόμο τής αμαρτίας, τον όποιο ό Απόστολος ονομάζει “φρόνημα της σαρκός”.

Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ό άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας .Ή απάτη των πρωτοπλάστων ήταν αυτή που αναφέρει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: ήθελαν “προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν” να γευθούν τον καρπό τής ζωής, δηλαδή τη θέωση, αδιαφορώντας για την εντολή που τούς έδωσε ό Θεός. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος. Επήλθε ή σύζευξη του σωματικού και κοσμικού φρονήματος και “μυριοπαθείς ημάς ποιήσασα, πολυτρόπως δίιστησι του απαθούς”. Αυτός λοιπόν ό κόσμος έκτοτε “εν τω πονηρω κείται”, “δια της ημετέρας παραχρήσεως και σφαλεράς διοικήσεως”. Αυτός ό κόσμος “ου κοσμοκράτωρ εστίν ό σατανάς”, αυτός ό κόσμος που αποτελείται από πολυάριθμο “όχλο παθών”, ό οποίος “κτίζεται εκ της φιλαμαρτήμονος ημών γνώμης συνεργεία του πονηρού”, είναι ό απατηλός κόσμος, που προξενεί την οδύνη στη φύση μας και συσσωρεύει μύριες δυσχέρειες κατά καιρούς, στην εσωτερική και εξωτερική ζωή του ανθρώπου.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας τη διαίρεση της ψυχής του Πλάτωνα διακρίνει σ’ αυτή τρεις δυνάμεις: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Νοσεί ό άνθρωπος και στα τρία αυτά λέγει. Ή αρχή της νόσου προέρχεται από το επιθυμητικό, ανεβαίνει στο θυμικό και καταλήγει στο λογιστικό, όπου δια του εθισμού παγιώνεται και συντηρείται η νόσος. Οι επιθυμίες που δόθηκαν από τον Θεό να ζουν οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλώς υπαίτιες. Γι αυτό είναι σύμφυτες με εμάς εξ απαλών ονύχων. Ή φιλαργυρία όμως που φυτρώνει λίγο αργότερα φαίνεται ότι είναι ή αρχή όλων των κακών όχι από τη φύση αλλά από την προαίρεση. Ό Απόστολος Παύλος δε, την ονομάζει ρίζα όλων των κακών. Δημιουργεί δε μετατόπιση της λατρευτικής αναφοράς του ανθρώπου από τον Θεό στα ποιήματα του Θεού οπότε ό Απόστολος “δεύτερον ειδωλολατρίαν προσηγόρευσε”.

Τα πάθη που γεννώνται από την “φιλουλίαν” δεν έχουν καμιά δυνατότητα “προς αγαθοεργίαν”. Ή αδυναμία προσκτήσεώς τους ξεσηκώνουν το θυμικό και προκαλούν την οργή και το θυμό, οπότε θηριοποιούν τον άνθρωπο, ή δε συγκέντρωση υλικών αγαθών τον καθιστά άφρονα, επειδή δεν μπορούν να τον βοηθήσουν σε τίποτε ούτε να του εξασφαλίσουν τη ζωή. Του επιτείνουν την επιθυμία προς πλουτισμό προφασιζόμενος συνεχώς την “πτωχείαν” και παραχώνουν σε χρυσωμένο χώμα, πριν από το φυσικό θάνατο, τον νουν του ζωντανού ανθρώπου, όπου του αλλάξουν τα φρονήματα και τον καθιστούν αντί για φιλόθεον και φιλάνθρωπον, φίλαυτον. Και στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, λέγει ό άγιος, το πρώτο όργανο που άνοιξε τη θύρα των παθών στην ανθρώπινη υπόσταση είναι το επιθυμητικό της ψυχής.

Μετά λοιπόν την φιλοϋλία που είναι το πρώτο γέννημα της πονηράς επιθυμίας εμφανίζεται και το δεύτερον. Αυτό είναι ή φιλοδοξία. Τη χωρίζει σε δυο κατηγορίες: την πρώτη, την κοσμική κενοδοξία, που προσβλέπει “εις καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων”, και τη δεύτερη, τη θρησκευτική κενοδοξία, που επιτίθεται σ’ αυτούς που διακρίνονται στην αρετή. Δι’ αυτής συνεπάγεται “οιησίς τε και υπόκρισις δι’ ων συλήσαι και διασκεδάσαι τον πνευματικόν πλούτον ό εχθρός μηχανάται”.

Υπάρχει και τρίτο γέννημα της “κακώς εχούσης επιθυμίας” που είναι ή γαστριμαργία απ’ την οποία προέρχεται η σαρκική ακαθαρσία.

Οι προεκτάσεις λοιπόν της νοσηρότητας του επιθυμητικού τής ψυχής επιδρούν στο θυμικό και εν συνεχεία στο λογιστικό και επειδή ή ψυχή είναι ενιαία στη διαδικασία της θεραπείας πρέπει όλα να τύχουν θεραπευτικής αγωγής, αρχής γεννώμενης από του επιθυμητικού.

Ή κατ’ ενέργεια διάπραξη των πολυειδών παθών και ή εξωτερίκευση αυτών στηρίζεται στη νοσηρότητα του τρίμερους της ψυχής, οπότε μετά την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και τη θεραπεία του όλου άνθρωπου μπορεί ό άνθρωπος να κρατήσει σε ισόρροπη θέση τις τρεις λειτουργίες της ψυχής προσφέροντας την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό. Έτσι θα δειχθεί περίτρανα ή πείρα και διδασκαλία των Πατέρων ότι ή παρουσία των παθών σ’ ολόκληρη την ψυχή ή στις επιμέρους λειτουργίες της είναι μια συνάντηση με κάποιον ξένο που έρχεται προς αυτή προς αλλοτρίωση και κατεξουσιασμό της και δεν έχει καμιά σχέση ή δημιουργική ενέργεια του Θεού στην παραγωγή τους.

Β’ ΕΙΔΗ ΠΑΘΩΝ
Τα πάθη κατά την διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά αν και είναι ποικίλα και πολύμορφα ωστόσο έχουν μεταξύ τους μια αλληλουχία. Εξαρτώνται και συνδέονται και μεταβιβάζουν την ενεργητικότητα τους γεννώντας άλλα. Επί παραδείγματι το πάθος της κενοδοξίας γεννά το φθόνο και πολλές φορές καταλήγει και στο φόνο. Από τον εγωισμό γεννιέται ή οίηση, ή υπερηφάνεια και ή υποκρισία, ακόμη και ή φιληδονία.

Στα έργα του Αγίου ή πρώτη διάκριση γίνεται με βάση την προέλευση των παθών. Έχουμε λοιπόν πάθη που προέρχονται από τα “σωματικά αισθητήρια” που γεννούν όπως είδαμε “την φιλοκτημοσύνην και φιλαργυρίαν”. Οι σωματικές αισθήσεις υποκινούνται από “άλλην περιεκτικωτάτην αίσθησιν ένδοθεν, την φαντασία”, όπου γεννώνται άλλες ηδονές και πάθη, όπως ή φυσίωσι και ή αλαζονεία. Υπάρχουν δε και μικτά πάθη που είναι γεννήματα από την αίσθηση και τη φαντασία, όπως είναι ή ανθρωπαρέσκεια, ή κενοδοξία και ή υπερηφάνεια.

Από όλες τις σωματικές αισθήσεις στέκεται ό άγιος στη γεύση.
Αυτή, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της αναγκαίας για το σώμα τροφής, καταλήγει, όπως είδαμε, στην γαστριμαργία ή πολυποσία. Από τη γαστριμαργία σαν από βορβορώδη δεξαμενή αναδίδονται βδελυροί κρουνοί που αρδεύουν με πλούσιο υλικό τα σαρκικά και υπογάστρια πάθη, όπως είναι ή πορνεία, ή μοιχεία, ή ακολασία, ή ασέλγεια και “πάσα ή της σαρκός ακαθαρσία”. Αυτά αφού υποδουλώσουν και την ακοή και την δράση και την όσφρηση, καθιστούν ποθεινά τα μυσαρά πράγματα, τα αισχρά λόγια, τα πορνικά άσματα, τα σατανικά χορεύματα, τα μυραλείματα, που υποβοηθούν τις αισχρότητες, τα βδελυρά φτιασιδώματα, τους στολισμούς δια πολυτελών ενδυμάτων και αναδημάτων. Έτσι χάνει τη σοφία ο νους που χορηγεί το άγιο Πνεύμα και κυριεύεται από άνοια. Εγκαταλείπει τον Θεό και γίνεται πλέον κτηνώδης ή δαιμονιώδης. “Νους γαρ αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Ταις σαρκικαις έπιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί και μέτρον ηδονής ου γινώσκει”.

Τα πάθη της φαντασίας είναι εκείνα που υποδαυλίζονται από το διάβολο. Τις περισσότερες φορές δεν υποκινούνται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κατ’ ευθείαν ο διάβολος ενεργεί δια των οκτώ γνωστών πειρασμών στο χώρο της φαντασίας, χωρίς πολλές φορές να τα συνειδητοποιεί.

Σε μια άλλη κατηγορία ο άγιος εντάσσει τα λεγόμενα ελάχιστα και ασήμαντα πάθη που οδηγούν όμως σε άλλα σοβαρότερα. Π.χ. η ευτραπελία, ή μωρολογία, ή βωμολοχία είναι δυνατόν όχι μόνο να οδηγήσουν την ψυχή σε πιο σοβαρά ολισθήματα, επειδή είναι «υπέκαυμα και προτροπή προς πορνεία», αλλά και τα ίδια, όπως και τα μεγάλα, εμποδίζουν την πνευματική ανάπτυξη της ψυχής και την πορεία της προς την τεθλιμμένη οδό της σωτηρίας.
γ) Συνέπειες των παθών.
Μια οδυνηρή συνέπεια των παθών, που παρατηρείται στη ζωή του ανθρώπου, είναι ή στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό. Ή παράβαση της εντολής του Θεού που διέπραξε τον παλαιό καιρό έγινε πρόξενος παντός θανάτου, της ψυχής και του σώματος, “του κατά τον νυν αιώνα και του κατά την ατελεύτητων εκείνη κόλασιν”.
Και ο κυρίως θάνατος είναι το “διαζευχθήναι την ψυχήν της θείας Χάριτος και τη, αμαρτία συζηγήναι”. Αυτός δε ο θάνατος, ο θάνατος της ψυχής, είναι ή εγκατάλειψη του Θεού. Το αίτιο δε της θείας εγκαταλείψεως δεν έχει τη γένεσή του στον Θεό, αλλά στην αμαρτία. Δηλαδή στην αυτεξουσιότητα του ανθρώπου που ο Θεός ουδέποτε παραβιάζει. “Ημείς ούν έσμέν, φευ, οι του οικείου θανάτου γεννήτορες”, λέει χαρακτηριστικά. Έτσι τονίζεται στα κείμενα του Αγίου, όπως και σ’ όλους τους ανατολικούς Πατέρες, ότι ο θάνατος, ή αμαρτία και οι συνέπειες της δεν έχουν οντολογικό περιεχόμενο, ούτε είναι μία φύση έστω κακή φύση, αλλά ή λανθασμένη προαίρεση του ανθρώπου που έχει φθοροποιές και νεκροποιές συνέπειες στη φύση του, αφού αλόγως αυτονομείται από την αρμονία της καθολικής φύσεως, που διοικείται από τον Δημιουργό. Αλλά και ο σωματικός θάνατος σαν έσχατο καταγώγιο της τραχείας οδού “εις ην εισήγαγεν των ανθρώπων το γένος ή αμαρτία”, αφού προηγουμένως έκανε το σώμα πολύμοχθο, πολύπαθες και φθαρτό, είναι προέκταση της παραβάσεως και επακόλουθο της αμαρτίας. Και αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός, αλλά ως συνέπεια και αυτός της θείας ακοινωνησίας παραχωρήθηκε συντηρώντας ή πρόνοια του Θεού το αυτεξούσιο και καταργώντας ταυτοχρόνως την παγίωση και αθανασία του κάκου. Προανήγγειλε όμως αυτόν με το “γη ει και εις γήν απελεύση” και επέτρεψε να συμβεί μη εμποδίζοντας “το εκβησόμενον συν δίκη”.

Όχι μόνον ο θάνατος είναι συνέπεια της παραβάσεως και των απ’ αυτήν εκφυομένων παθών, αλλά και ή επίγειος ζωή. Λέγει χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της αμαρτίας “ενεδύθημεν τους δερμάτινους χιτώνας, το νοσηρόν τούτο και θνητό και πολυώδυνο σώμα” και μετοικήσαμε στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και καταδικαστήκαμε να ζούμε “πολύπαθη και πολυσύμφορον βίον”. Και όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αφού γυμνωθήκαμε από τα λαμπρά εκείνα ενδύματα “των θείων περιβολών”, ενδυθήκαμε τις εφήμερες τρυφές, τιμές και δόξες της σαρκός.

δ) Ο ρόλος του Σατανά
Κατά τον άγιο ο διάβολος, ο νοητός αρχέκακος όφις, όπως τον ονομάζει, έχοντας αυτομολήσει στην κακία, στερείται της αληθινής ζωής και αφού δικαιως απωθήθηκε απ ‘ αυτήν, γίνεται νεκρό πνεύμα όχι κατ ‘ ουσία, επειδή ή νεκρότης δεν έχει ουσία, αλλά “κατ ‘ αποβολή της όντως ζωής”. Και επειδή “ου κόρον λαμβάνει” την προς την κακία ορμή, καθίστα τον εαυτό του “νεκροποιόν πνεύμα”. Και έτσι απ αρχής είλκυσε με δόλο τον άνθρωπο προς την “οικείαν νέκρωσιν”. Ό ρόλος λοιπόν του διαβόλου έκτοτε είναι να προσεγγίζει τον άνθρωπο και με απατηλές υποσχέσεις να τον απομακρύνει από την αγαθότητα του Θεού και στο μέτρο που τον πείθει να του μεταδίδει στο σώμα και στην ψυχή του τα στοιχεία της νεκροποιού ενεργείας του, που είναι τα πάθη, και δι’ αυτών να οδηγεί τη φύση του στη πολυσύμφορη και νεκροποιό κατάληξη.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς από τις προσωπικές του εμπειρίες που έχει για την πολεμική του διαβόλου λέγει, ότι ό σατανάς δεν υπαγορεύει απ ‘ ευθείας την αμαρτία, μάλιστα όταν ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την Εκκλησία και τα μυστήρια, αλλά υποκλέπτει “πανούργος” την διάθεση του λέγοντας του ψιθυριστά: Και συ ζώντας μόνος σου χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού, ούτε να προσεχής τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς να αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μην απομακρύνεσαι από το αγαθό. Έτσι ,σιγά- σιγά τον αποσπά από την θεία επίβλεψη παραδίδοντας τον στα πονηρά έργα και στις πονηρές συνήθειες του κόσμου, όπου οι δαίμονες είναι “κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου”. Αυτό το κάνει με μεγαλύτερη βία και μανία στους αγωνιζόμενους, ακόμη και στους υψηλά πνευματικός ισταμένους. Μόνον όταν ασφάλιση κανείς την ψυχή του με ύμνους και προσευχές προς τον Θεό, διδάσκει στον 51ο λόγο του ό άγιος, ό αντίπαλος δεν θα έχει θέση μέσα του. Θα απομακρυνθεί μαζί μ ‘ αυτόν ” και πάσα ή περί αυτόν φατρία των κακών”. Θα κοσμηθεί ή ψυχή από τη συμμετρία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση και θα συνδέεται δια της αγάπης με τον Χριστό τον βασιλέα της ειρήνης και τους ανθρώπους, ζώντας ειρηνική και αστασίαστη ζωή.

2. ΑΠΑΘΕΙΑ
α) Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.
Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της “ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού”, χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ‘ αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το “Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών”.
Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ‘ Αυτόν. Λέγει σ ‘ ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό”. Απέχει όμως από την τελική σωτηρία “τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων”. Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά “την άνωθεν ευσπλαγχνίαν”. Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.

Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ‘ τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι “πολλά πταίομεν” και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου “του ειδεχθούς προσωπείου”. Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις “θεοφιλούς ενεργείας” που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.

β) Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.
Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη.
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. “εις μεν τους αρχαρίους”, λέγει, “επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησης του θείου φωτός”.

Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ‘ αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο “πρώτη απάθεια”, ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον “κεκαθαρμένον” άνθρωπο ονομάζεται “δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ‘ ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, “όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν”, κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία “το πολυπόρευτον τής διανοίας”, όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης”.

Ξεχωρίζει ό άγιος εδώ την αντίληψη των στωικών για την απάθεια που τη βλέπει ενσαρκωμένη στις φιλοσοφικές απόψεις του Βαρλαάμ. Ό Βαρλαάμ δεν έχει ασκητική εμπειρία και πατερική γνώση για την απάθεια, αλλά σαν ψυχρός φιλόσοφος εξάγει την έννοια της απαθείας από την ετυμολογική της σημασία. Απάθεια θεωρεί τη νέκρωση του παθητικού, οπότε προβαίνει σε φυσιολογικό ευνουχισμό των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Ό άγιος Γρηγόριος όμως αναιρώντας την αντίληψη αυτή απαντά ως έξης: “ό φιλόσοφος δια μεν την απάθεια ήκουσε και εφαντάσθη δια δε την αναλγησία (νέκρωσιν) του επιθυμητικού δεν ήκουσε ότι τείνει προς το κακόν και ότι κακίζετε από τούς Πατέρας”. Και αφού αποδεικνύει το γεγονός με πλήθος γραφικών και πατερικών χωρίων προσδιορίζει την ορθόδοξη απάθεια με το εξής απαράμιλλων χωρίον: “Εμείς, φιλόσοφε, δεν διδαχθήκαμε την απάθεια κατ’ αυτόν τον τρόπον, δηλαδή την νέκρωσιν του παθητικού, αλλά την από χειρόνων επί τα κρείττω μετάθεσιν αυτού και την επί τα θεία καθ’ έξιν ενέργεια, αποστρεφομένου (του παθητικού) τελείως τα πονηρά και εστραμμένου προς τα καλά. Και αυτός είναι δι’ ημάς απαθής, ό απομακρύνας τάς πονηράς εξείς και πλουτήσας με τας αγαθάς”.

Δεν μπορούμε επομένως όταν μιλάμε για απάθεια να μιλάμε για καταστροφή των παθών ή κάποια αποβολή ουσιαστικών πραγματικοτήτων, αλλά για μεταστροφή και μετασκευή λειτουργιών των δυνάμεων της ψυχής και αισθήσεων του σώματος του ανθρώπου.

Την απάθεια ό άγιος την ονομάζει “μακάριον πάθος”. “Υπάρχουν”, λέγει, “και πάθη μακάρια και κοιναί ενέργειαι τής ψυχής και σώματος, αι οποίαι δεν προσηλώνουν το πνεύμα εις την σάρκα, αλλά ανυψώνουν την σάρκα πλησίον τής αξίας του πνεύματος και πείθουν και αυτήν να κοιτάξει προς τα άνω. Ποίαι είναι αύταί; Αί πνευματικαί αι οποίαι δεν προχωρούν από το σώμα εις τον νουν, αλλά διαβαίνουν από τον νουν εις το σώμα και δια των ενεργημάτων και παθημάτων τούτων το μετασχηματίζουν προς το καλύτερον και το θεουργούν”. Έχουμε εδώ τη γνωστή έκφραση του Αγίου ότι πραγματικός γνώστης του Θεού είναι εκείνος που “πάσχει τα θεία” και οπωσδήποτε έχει επιθυμητικών “επαινετόν και θείον”.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι ή απάθεια δεν είναι εύκολο έργο του καθενός. Κυρίως όταν δεν υπάρχει ένταση και επιμονή στην άσκηση και την προσευχή. Επειδή ό Θεός είναι το “άκρως εφετόν” του καθενός άνθρωπου χρειάζεται ο καθένας μας με μια σοβαρότερη και πιο ενσυνείδητη πνευματική ζωή να αποκτά σταδιακά τις καλές έξεις οδηγούμενος προς την ευαγγελική αγάπη. Ή δε επιμονή των Πατέρων της Εκκλησίας αυτή είναι: το να εργάζεται κανείς έντονα την πρακτική και θεωρητική ζωή που τη μια τη λένε “πρακτική φιλοσοφία” και την άλλη “θεία θεωρία”. Και στο μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός και της εργασίας που θα καταβάλει θα ελκυστεί ή Χάρις του Πανάγαθου Θεού για να μεταμόρφωση το εσωτερικό του καθενός και να χαρίσει την μακαριά απάθεια, που ως γνωστόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταστήσει τον άνθρωπο δεκτικών της τελείας αγάπης και χωρητικών δοχείων της θεώσεως

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΓΙΟΛΟΓΙO 2004
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΆΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου