Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ




X
Loading Image...
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ  ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ
ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Παναγιώτου I. Μπρατσιώτου
Ακαδημαϊκού, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών (+21.1.1982)
 
   Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι Τρεις Ιεράρχαι γεραίρονται και υμνούνται ευλόγως «ως φωστήρες και διδάσκαλοι της Οικουμένης». Σκοπός δε τού παρό­ντος άρθρου είναι να δειχθή δι' ολίγων άφ' ενός μεν ότι ο τοιούτος χαρακτηρι­σμός αυτών ισχύει και δια σήμερον, άφ' ετέρου δε ότι προ παντός οι Ιεροί ούτοι άνδρες είναι οι κατ' εξοχήν διδάσκαλοι τού ελληνικού έθνους.
Και οι τρεις ούτοι μεγάλοι της Εκκλησίας πατέρες ήκμασαν κατά το δεύτερον ήμισυ τού δ' αιώνος. Ήδη όμως από τού ε' αιώνος άρχεται όχι μό­νον η τελετουργική αυτών τιμή ανά την οικουμενικήν Εκκλησίαν, κατ' αρχάς εν τη Ανατολή και συν τω χρόνω και εν τη Δύσει, αλλά και εις τας γλώσσας πάντων των χριστιανικών λαών μετάφρασις και διάδοσις και επίδρασις των συγγραμμά­των αυτών. Τι λέγω; Ήδη καθ' ον χρόνον έζων ούτοι είχε εξέλθει των ορίων της πε­ριοχής της δράσεως αυτών η φήμη και η ακτινοβολία αυτών. Ούτω π.χ. ο άγιος Βασίλειος καλείται ήδη υπό των συγχρό­νων του «μέγας» και δέχεται την επίσκεψιν ανδρών της περιωπής Ευφραίμ τού Σύρου και φιλολογικήν ασκεί επίδρασιν επί τον κλεινόν των Μεδιολάνων επίσκοπον Αμβρόσιον (Εξαήμερος), μεθ’ ου και επιστολάς ανταλλάσσει. Ήδη δε περί τα τέλη τού δ' αιώνος μεταφράζεται λατινιστί και διαδίδεται ανά την Δύσιν η «Εξαήμερος» αυτού και επιδρά επί τον Αυγουστίνον, και μετά τινα χρόνον επα­κολουθεί και νέα μετάφρασις τού έργου τούτου και πολλών άλλων έργιοων τού ανδρός όχι μόνον εις την λατινικήν, αλλά και εις πολλάς ανατολικάς γλώσσας.
Υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων του Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεολαίας τού δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολική και των γραμμάτων εορτή.
Προς τοις άλλοις και ο μοναχικός της Δύσεως βίος εδέχθη ζωηράν την επίδρα­σιν τού Βασιλείου, την οποίαν εδέχθη γενικώτερον και η Σχολαστική θεολογία. Κατά δε τους νεωτέρους χρόνους όχι μό­νον επανειλημμένως εκδίδονται ελληνι­στί τα έργα του (αρίστη παραμένει η έκδοσις των Gamier και Maran, διωρθωμένη υπό τού L. De Sinner), αλλά και εις πάσας τας ευρωπαϊκάς γλώσσας μετα­φράζονται επανειλημμένως πολλά τού­των, υπό δε τού Wendel γερμανιστί τα άπαντα αυτού (1776-78).
Εκ των έργων του την μεγαλυτέραν διάδοσιν και επίδρασιν έσχεν η περίφη­μος πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λό­γων», όπερ έργον πλείστους απέκτησε και εν τη Δύσει θαυμαστάς, μάλιστα κατά τους χρόνους της Αναγεννήσεως, ότε εντός 40 ετών (1449-1500) εξεδόθη εικοσάκις, διότι εθεωρείτο ως η σπουδαιότα­τη μαρτυρία περί της αξίας των ανθρωπι­στικών σπουδών.
Αλλά και κατά τους νε­ωτέρους χρόνους είναι περιζήτητα και θαυμάζονται εκ πάσης επόψεως τα έργα τού Μ. Βασιλείου, συμπεριλαμβανομέ­νων και των υπέροχων επιστολών του, και περί αυτά έχει δημιουργηθή πλουσιωτάτη γραμματεία. Εκ των νεωτέρων αξιόλογων δημοσιευμάτων περί αυτού το πλέον πρόσφατον είναι το τού Lukas Vischer υπό τον τίτλον Basilius der Grosse. Untersuchungen zu einem Kirchenvater des 4 Jahrhunderts (1953). Ουδέ θα έλεγε τις υπερβολήν ότι ισχύει και μέχρι σήμε­ρον περί τού ιερού τούτου ανδρός εν τη Ανατολή και τη Δύσει η φωνή της ημετέ­ρας Εκκλησίας: «Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω, ζη και παρ' ημίν ως λαλών εκ των βίβλων» και «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ως δεξαμενήν τον λόγον σου».
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο μετά τού αποστόλου Ιωάννου επικληθείς θεολόγος, ήδη ζων εδέχθη εν Κωνσταντινουπόλει, της οποίας επί τινα χρόνων διετέλεσεν Αρχιεπίσκοπος, εδέχθη, λέγω, την επίσκεψιν και ακρόασιν των λόγων του υπό τού επιφανούς της Λατινικής Εκκλησίας πατρός Ιερωνύμου, όστις και μεταξύ των επιφανών ανδρών εν τω φερωνύμω βιβλίω του (De viris illustribus) τον συγκαταλέγει και ως διδάσκαλόν του τον αναγνωρίζει. Ήδη εν τη Γ' εν Εφέσω Οικουμενική Συνόδω εχαρακτηρίσθη ο Γρηγόριος ως «μέγας». Ολίγα δε έτη μετά τον θάνατόν του ο Ρουφίνος μεταφράζει λατινιστί (περί το 400) εννέα λόγους του. Θαυμασταί του δε αναφαίνοται εν τη Δύσει άλλοι τε και ο πάπας Λέων ο μέγας και ο Αυγου­στίνος, όστις τον χαρακτηρίζει ως «μεγαλώνυμον» και ως «επιφανή επίσκοπον ενδοξότατης φήμης». Από τού στ' έως ιγ' αιώνος κυκλοφορούν πλήθος σχο­λίων εις τους λόγους του, οι οποίοι και επί την ελληνικήν υμνογραφίαν ασκούν ζωηράν επίδρασιν, αφού και τμήματα όλα εξ αυτών παραλαμβάνονται αυτολεξεί υπό των Ελλήνων υμνογράφων (Χριστός γεννάται δοξάσατε, Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει κ.λπ., Πεντηκοστήν εορτάζομεν κ.λπ.).
Ζωηρότατη εν γένει είναι η επίδρασις των έργων τού Γρηγορίου εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει κατά τον Μεσαίωνα και κατά τους νεωτέρους χρόνους. Άπαντα τα έργα του εκδίδονται μετά πολλής φιλοτιμίας εν τη Δύσει ελληνιστί. Και αρίστη μεν πασών παραμένει η έκδοσις των Μαυρίνων εν Παρισίοις (1778-1840), ήτις ανετυπώθη και εν τη ελληνική Πατρολογία τού Migne. Κατά δε τας παραμονάς τού β' παγκοσμίου πολέμου είχεν αναγγελθή η προπαρασκευή νέας εκδόσεως αυτών υπό της Ακαδημίας της Κρακοβίας. Αλλά και πολλαί μεταφρά­σεις των κυριωτέρων έργων τού Γρηγορί­ου εκυκλοφόρησαν εν τη Δύσει εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκάς γλώσσας και πλούσια βιβλιογραφία πέριξ πάντων των έργων του έχει δημιουργηθή και εξακο­λουθεί να πλουτίζεται μέχρι των ημερών ημών. Εξ αυτών αναφέρομεν το μάλιστα πρόσφατον και περισπούδαστον έργον τού Ρωμαιοκαθολικού καθηγητού του Στρασβούργου J. Plagnicux (1952).
Αρά γε θα ωνειρεύθη ποτέ, ότι τοσούτους και τηλικούτους έμελλε να εύρη θαυμαστάς και υμνητάς ο μελαγχολικός πως την διάθεσιν και φιλήσυχος πατήρ, όστις απευ­θυνόμενος προς τον Μ. Βασίλειον εν τω εις αυτόν επιταφίω του (κεφ. πβ') ως εξής κατέκλειε τον λόγον του; «Σοί μεν ουν ούτος παρ' ημών ο λόγος. Ημάς δε τις επαινέσεται μετά σε τον βίον απολίποντας, ει και τι παράσχομεν επαίνου τοις λόγοις άξιον
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήδη υπό μεν τού συγχρόνου του Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρρου χαρα­κτηρίζεται ως «μέγας διδάσκαλος της οικουμένης», υπό δε τού επίσης συγχρόνου του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Ιερωνύμου συγκαταλέγεται και αυτός μεταξύ των «επιφανών ανδρών» και θεωρείται ύπ' αυτού ως αυθεντία εκκλησια­στική. Μετά δε χρόνον όχι μόνον ο Αυγουστίνος επικαλείται τας μαρτυρίας του και τον χαρακτηρίζει ως «μέγαν άνδρα» και τον συγκαταλέγει μεταξύ των «αγίων», αλλά και ο Πάπας Ρώμης Καιλεστίνος λέγει περί αυτού, ότι «ο λόγος του εξεχύθη εις πάντα τον κόσμον», ενώ ο Κασσιανός τον παρέβαλε προς τον επιπεσόντα εις το στήθος τού Κυρίου απόστολον Ιωάννην.
Ήδη από της εν έτει 438 ανακομιδής τού ιερού του λειψάνου εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων εν Κωνσταντινουπόλει υπό τού αυτοκράτορος Θεοδοσίου τού Β' και τού οικουμενικού πατριάρχου Πρόκλου άρχεται ο εορτασμός της μνή­μης του εν τη Ανατολική Εκκλησία και έκτοτε πληθύνονται και οι προς αυτόν έπαινοι και τα εγκώμια.
Εν τη Δ' Οικου­μενική Συνόδω αναγνωρίζεται επισήμως ως «διδάσκαλος της Εκκλησίας» και εν ταίς λοιπαίς Οικουμενικαίς Συνόδοις αναφέρεται ως αυθεντικός μάρτυς της ορθής πίστεως. Τα έργα του διαδίδονται καταπληκτικώς ανά την Ανατολήν και την Δύσιν εις το πρωτότυπον και εις με­ταφράσεις, ο δε αριθμός των σωζόμενων ελληνικών χειρογράφων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος των άλλων εκκλησιαστικών πατέρων, υπερβαίνων τας 2000. Ανθολογίαι εκ των έργων του, ως και των άλλων δύο μεγάλων ιεραρχών, συντάσσονται προς εποικοδομήν είτε ιδιωτικήν είτε λειτουργικήν. Οι «Μαργαρίται» τού Χρυσο­στόμου αναγιγνώσκονται εν τη θεία Λει­τουργία αντί κηρύγματος. Ακόμη και σχολικαί ανθολογίαι συντάσσονται. Ο Χρυσόστομος είναι το κλασσικόν ανά­γνωσμα των Βυζαντινών.
Αλλ' η επίδρασίς του δεν περιωρίσθη εις το Βυζάντιον. Τα βιβλία του μεταφρασθέντα εις τε τας γλώσσας των χριστια­νικών λαών της Ανατολής και εις την Λατινικήν εγένοντο λίαν ενωρίς κτήμα όλης της Εκκλησίας τόσον εις την Ανατολήν όσον και εις την Δύσιν. Δέκα περί­που έτη μετά τον θάνατόν του εφιλοτεχνήθη η πρώτη, ως φαίνεται, μετάφρασις χρυσοστομείων έργων, των επτά ομιλιών του εις τον απόστολον Παύλον, και επηκολούθησεν η μετάφρασις και άλλων έργων του και συν τω χρόνω και των απάντων αυτού εις την Λατινικήν.
Δια την έκδοσιν και ευρυτέραν διάδοσιν των συγγραμμάτων τού Χρυσοστόμου εν τω πρωτοτυπώ ημιλλήθησαν Άγγλοι και Γάλλοι λόγιοι. Εκ τούτων άξια μνείας μάλιστα τα ονόματα άφ' ενός τού Sir Savile, περί τού οποίου αναφέρε­ται ότι ελάτρευε κυριολεκτικώς τον Χρυσόστομον, μέχρι τού σημείου να προκαλέση την ζηλοτυπίαν της συζύγου του και την απόπειραν αυτής όπως πυρπολήση τα σχετικά χειρόγραφα αυτού, άφ' ετέρου δε τού Montfaucon και τού Bareille. Πο­λυάριθμοι είναι και αι μεταφράσεις πλεί­στων έργων του εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας, ως απέραντος είναι η περί αυτού σχηματισθείσα βιβλιογραφία και ανυπολόγιστος η επίδρασις αυτού ως ιεροκήρυκος και ηθικολόγου και εξηγητού και δογματικού επί την νεωτέραν σχετικήν θεολογικήν γραμματείαν, μάλιστα δε την ρωμαιοκαθολικήν.
Εν έτει 1908 επί τη συμπληρώσει 1500 ετών από τού θανάτου του εξεδόθη εν Ρώμη ειδικός αναμνηστικός τόμος περιέ­χων ποικίλας περί αυτού μονογραφίας υπό τον ελληνικόν τίτλον «Χρυσοστομικά» και κατά το αυτό έτος ανεκηρύχθη υπό τού Πάπα Πίου τού Χ εις «προστάτην των χριστιανικών ιεροκηρύκων». Πάντως αν δεν είναι ακριβές, διότι δεν ανταποκρίνεται προς τα πράγματα, το υπό τού αρίστου των συγχρόνων βιογρά­φων του ρωμαιοκαθολικών Χρυσοστ. Baur λεχθέν ότι «οι κράτιστοι των υπέρ τού ιερού ανδρός επαίνων ηκούσθησαν εν τη Δύσει», δύναται όμως να θεωρηθή ως λίαν εύστοχος ο ισχυρισμός αυτού ότι ο Χρυσόστομος «εξακολουθεί δια των συγ­γραμμάτων του να ζη και σήμερον ακό­μη», ότι «ο άμβων της Αντιοχείας και της Κωνσταντινουπόλεως επεξετάθη εις παγκόσμιον άμβωνα» και ότι «καθώς οι Απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντη­κοστής, ούτω και ο Χρυσόστομος λαλεί μέχρι σήμερον προς πάντας τους λαούς τη ιδία εκάστω αυτών διαλέκτω». Παρεμ­φερές τι (αν και ουχί βεβαίως το αυτό) θα ηδύνατο να λεχθή και περί των δύο προμνημονευθέντων μεγάλων πατέρων και διδασκάλων, οίτινες, ως ο Χρυσόστομος, αναγνωρίζονται ως τοιούτοι και υπό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά δε τους τελευταίους χρόνους στρέφεται προς αυτούς μετ' ιδιάζοντος σεβασμού και ο προτεσταντικός κόσμος, τουλάχι­στον ο συντηρητικώτερος και εκκλησιαστικώτερος, ως αποδεικνύει προς τοις άλλοις και η υπάρχουσα και διαρκώς πληθυνομένη σχετική γραμματεία.
Προς παντός όμως άλλου οι τρεις ιε­ράρχαι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι αυθεντικοί και οι προσφιλέστα­τοι πατέρες και διδάσκαλοι της Ορθοδό­ξου Εκκλησίας και μάλιστα τού ελληνι­κού λαού, όχι μόνον κατά τους βυζαντι­νούς χρόνους, αλλά και επί τουρκοκρα­τίας και μέχρι σήμερον. Τι άλλο εσήμαινε και ο επί Αλεξίου τού Κομνηνού θεσμός της κοινής αυτών εορτής αγομένης κατά την 30 Ιανουαρίου και η κατά τε τους Βυζαντινούς χρόνους και επί Τουρκοκρατίας και μετά την εθνικήν ημών παλιγγενεσίαν σύνταξις σχολικών Ανθολο­γιών ή «Χρηστομαθειών», εν ταις οποίαις -παραλλήλως προς τους λόγους τού Δημοσθένους και τού Λυσίου και τού Ισοκράτους και άλλων θύραθεν Ελλή­νων συγγραφέων- παρετίθεντο και λόγοι των Τριών Ιεραρχών, ίνα μη αναφέρω το πλήθος των νεοελληνικών μεταφράσεων μάλιστα έργων τού Βασιλείου και τού Χρυσοστόμου;
Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων τού Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεο­λαίας τού δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολι­κή και των γραμμάτων εορτή. Εντεύθεν δ' εξηγείται, ότι τέσσαρα έτη μετά την ίδρυσιν της εορτής ταύτης, ήδη το 1841, η πανεπιστημιακή τού Εθνικού ημών Πα­νεπιστημίου Σύγκλητος, ή το «Ακαδημαϊκόν Συμβούλιον», ως ελέγετο αύτη τότε, ώρισεν ίνα κατά την εορτήν ταύτην, συμφώνως προς παλαιόν έθος, τελήται και το μνημόσυνον υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των ευεργετών αυτού. Η ιστορική δε εκείνη απόφασις εγένετο και αφετηρία της παλινορθώσεως της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως πανελληνίου εορτής των σχολείων και των γραμμάτων όχι μόνον εν τω ελληνικώ κράτει, αλλά και εν τω υποδούλω και τω απανταχού της γης Ελληνισμώ. Και κατεβλήθησαν μεν προσπάθειαι εις ωρισμένην εποχήν απομακρύνσεως από την εθνικήν ημών παράδοσιν προς παραμερισμόν της εορ­τής ταύτης, άλλ' είναι ευχάριστον ότι κα­τά τα τελευταία έτη αναζωογονείται αύτη και πάλιν και τείνει εις την επαναφοράν τού παλαιού της μεγαλείου εν τη πνευμα­τική τού έθνους ημών ζωή, ως κατ' εξο­χήν εορτή των γραμμάτων, εορτή συμβολίζουσα τα ιδανικά τού ελληνοχριστιανι­κού πολιτισμού, τα οποία και εν τω 16ω άρθρω τού νέου Ελληνικού Συντάγματος ορίζονται ως τα ιδανικά της ελληνικής παιδείας


Read more: http://www.egolpion.com/3ierarxes_bratsiotis.el.aspx#ixzz3QAdVUnhh

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ήγουν, περί δικαιώματος και πάθους αδιαβλήτου.

 



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί δικαιώματος καί πάθους ἀδιαβλήτου.
ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΑΥΤΗ ΞΕΚΙΝΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: "ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ". Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΑΥΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΗΘΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
«…Ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πα­θῶν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή στό βαθμό πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ Πα­τέ­ρες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τά πά­θη πού λει­τουρ­γοῦν μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο ὡς «ἀ­δι­ά­βλη­τα», δη­λα­δή ἀ­να­μάρ­τη­τα… Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­περ­βαί­νει αὐ­τό τό μέ­τρο, εἰ­σά­γει στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» τήν πο­νη­ρί­α, καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο καί με­τά τά πά­θη τοῦ κα­θί­σταν­ται ἁ­μαρ­τω­λά…Ἡ πο­νη­ρί­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» εἶ­ναι σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μέ τή φύ­ση μας. Γιαὐ­τό καί ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ μέ τίς δι­κές του δυ­νά­μεις νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α της στή ζω­ή μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μπο­ρεῖ νά τήν ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά…» «…Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Χρι­στό συν­τε­λεῖ­ται «μυ­στι­κῶς» στό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἀρ­χή τοῦ λό­γου μας ὁ­ρί­σα­με ὡς «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που λαμ­βά­νει ἀ­πό τό Θε­ό «φω­τι­σμόν γνώ­σε­ως», διά τοῦ ὁ­ποί­ου «πλα­τύ­νε­ται». Προσ­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, ἐ­ναρ­γέ­στε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη «γνώ­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί τοῦ κό­σμου, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α τῆς πο­νη­ρί­ας στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος», καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κτᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή «γνώ­ση» τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Ζω­ῆς καί Μα­κα­ρι­ό­τη­τας, πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἄ­ναρ­χη ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεί­ου Ὄν­τος, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας μπο­ρεῖ νά ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά ὅ­λες τίς μορ­φές τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος»…»
«...Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί, συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν. Ατοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, πὲρ μν ἀεὶ πρεσβεύουσιν...»
 
Σ
έ πα­λαι­ό­τε­ρη ὁ­μι­λί­α μας ἀ­να­φέ­ρα­με ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή πα­ρα­μέ­νει πάν­τα κρυ­φή καί ἀ­θέ­α­τη, για­τί τε­λεῖ­ται στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Τόν πνευ­μα­τι­κό αὐ­τό χῶ­ρο ἡ σύγχρονη ψυχολογία τόν ὀ­νο­μά­ζει «ὑ­πο­συ­νεί­δη­το», ἐ­νῶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή καί οἱ νη­πτι­κοί πα­τέ­ρες τόν ὁ­ρί­ζουν, συ­νή­θως, ὡς «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Γιά τόν κρυ­φό, λοι­πόν, καί ἀ­θέ­α­το χῶ­ρο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, γιά ὅ­σα τε­λοῦν­ται στό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, γιά το «ὑ­πο­συ­νεί­δη­το» καί τήν «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ προ­κεί­με­νος λό­γος. Καί ἐ­πει­δή τό ἐγ­χεί­ρη­μά μας εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κά δύ­σκο­λο καί τολ­μη­ρό, πα­ρα­κα­λοῦ­με τό Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα νά χα­ρί­σει σέ ἐ­μᾶς μέν λό­γο γνώσεως καί σο­φί­ας, ὥ­στε νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με ἐπιτυχῶς ἕ­να ἔρ­γο πού ὑ­περ­βαί­νει κα­τά πο­λύ τό μέ­τρο τῶν πε­νι­χρῶν μας δυ­νά­με­ων, στούς δέ ἀ­κρο­α­τές μας  τήν φω­τι­στι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, ὥ­στε νά κατανοήσουν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Π
ο­λύς λό­γος γί­νε­ται σή­με­ρα γιά τά «δι­και­ώ­μα­τα» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί γιά νά ἀ­πο­φύ­γου­με κά­θε πι­θα­νή πα­ρε­ξή­γη­ση, δι­ευ­κρι­νί­ζου­με ἐξ ἀρ­χῆς ὅ­τι μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δέν ἐν­νο­οῦ­με τά ἀ­γα­θά πού εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀ­ναγ­καῖ­α γιά τήν ἀ­ξι­ο­πρε­πῆ ἐ­πι­βί­ω­σή μας. Δέν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε, γιά πα­ρά­δειγ­μα, στό δι­καί­ω­μα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἔ­χει ἄ­με­ση καί ἀ­κώ­λυ­τη πρό­σβα­ση στήν τρο­φή καί στό νε­ρό, στήν ὑ­γεί­α καί στήν παι­δεί­α, στήν ἐρ­γα­σί­α καί στή δι­και­ο­σύ­νη, στήν εἰ­ρή­νη καί στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δη­λώ­νου­με ὅ­σα ἀ­παι­τεῖ στό ὄ­νο­μα τῆς εὐ­τυ­χί­ας ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος καθ᾽ ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ὁ­ρί­ου τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς ἐ­πι­βί­ω­σης γιά τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν του πα­θῶν. Μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δη­λώ­νου­με τήν ἐμ­πα­θῆ τά­ση τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που νά ἱ­ε­ρο­ποι­εῖ, ἤ καί νά θε­ο­ποι­εῖ, τήν ἀ­κό­ρε­στη ἐ­πι­θυ­μί­α του γιά τό χρῆ­μα, γιά τή δό­ξα καί γιά τήν πα­ρά φύ­ση ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν βι­ο­λο­γι­κῶν του ἐν­στί­κτων. Αὐ­τή ἡ πο­νη­ρή ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, πού συ­χνά ἐν­δύ­ε­ται ἀ­πα­τη­λά τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» στή ζω­ή, στόν ἔ­ρω­τα, στή χα­ρά καί, γε­νι­κό­τε­ρα, στήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς τρυφῆς καί τῶν ἡδονῶν τοῦ βί­ου, βρί­σκε­ται στό ἐ­πί­κεν­τρο τοῦ λό­γου μας.
Γ
ιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με τή σχε­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρέ­πει νά ἀ­να­τρέ­ξου­με, ὅ­πως πάν­τα, στό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ, πού ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρό­τυ­πο καί τόν κα­νό­να τῆς ἀνυπέρβλητης τε­λει­ό­τη­τας. Ὁ Χρι­στός, λοι­πόν, στά εὐ­αγ­γέ­λια ἀρ­νεῖ­ται μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τήν πο­νη­ρή ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» καί ἀ­κο­λου­θεῖ ἑ­κού­σια τήν ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τί­θε­τη πο­ρεί­α. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, «…οὔχ ἁρ­παγ­μόν ἡγή­σα­το τό εἶ­ναι ἴ­σα Θε­ῷ, ἄλλ Ἑ­αυ­τόν ἐ­κέ­νω­σε μορ­φήν δού­λου λα­βών…» (Φιλ. 2,6) καί προσέλαβε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση γιά νά τήν ἀ­να­πλά­σει καί νά τή σώ­σει ἀ­πό τό θά­να­το. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, γεν­νι­έ­ται σέ μί­α σπη­λιά καί ζεῖ ἀ­φα­νῶς ὡς «…ὁ τοῦ τέ­κτο­νος υἱ­ός…» (Μτ. 13,55) μέ­χρι τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς δη­μό­σιας δρά­σης Του. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, ἐ­πι­λέ­γει τήν ὁ­δό τῆς παρ­θε­νί­ας καί γί­νε­ται πτω­χό­τε­ρος ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τά ἄ­λο­γα ζῶ­α, πού ἔ­χουν φω­λι­ές, ἐ­νῶ ὁ Ἴ­διος «…οὐκ ἔ­χει ποῦ τήν κε­φα­λήν κλί­νῃ…» (Μτ. 8,20). Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, ἀ­νε­βαί­νει στό φρι­κτό Γολ­γο­θά καί πε­θαί­νει στό Σταυ­ρό, ἐ­νῶ μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ὡς ὑ­πε­ρα­σπι­στές Του «…πλεί­ους ἤ δώ­δε­κα λε­γε­ῶνας ἀγ­γέ­λων…» (Μτ. 26,53).
Α
ὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν ὁ­δό, τήν ὁ­δό τῆς ἑ­κού­σιας πα­ραί­τη­σης ἀ­πό κά­θε ἔν­νοι­α πο­νη­ροῦ «δι­και­ώ­μα­τος», πο­ρεύ­ον­ται ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τό Χρι­στό, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νά προ­σαρ­μό­σουν τή ζω­ή τους πρός τό ἀ­νυ­πέρ­βλη­το πρό­τυ­πο τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐν οἷς καί οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες. Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά χρι­στια­νός, ἄν δέν ἀ­γω­νί­ζε­ται νά φτά­σει «…εἰς ἄν­δρα τέ­λει­ον, εἰς μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ…» (Ἐφ. 4,13). Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά χρι­στια­νός, «…ἄ­χρις οὗ μορ­φω­θῇ Χρι­στός ἐν αὐ­τῷ…» (Γαλ. 4,19).
­
τσι, οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, μι­μού­με­νοι τό Χρι­στό, ἐ­νῶ ἦ­ταν πλού­σιοι, μοί­ρα­σαν τήν πε­ρι­ου­σί­α τους στούς πτω­χούς καί ἐ­πέ­λε­ξαν νά γί­νουν οἱ ἴ­διοι πτω­χοί. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πο­λαύ­σουν τίς ἡ­δο­νές καί τίς χα­ρές τῆς ζω­ῆς, τίς πε­ρι­φρό­νη­σαν καί προ­τί­μη­σαν τά πι­κρά χόρ­τα καί τόν ἄ­ζυ­μο ἄρ­το τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Ἐ­νῶ ὑ­πε­ρεῖ­χαν δι­α­νο­η­τι­κά ἔ­ναν­τι τῶν συγ­χρό­νων τους καί μπο­ροῦ­σαν νά δι­α­πρέ­ψουν στό χῶ­ρο τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς τέ­χνης, ἀρ­νή­θη­καν τίς σχε­τι­κές κτή­σεις τους καί ἔ­θε­σαν τόν ἑ­αυ­τό τους στό πε­ρι­θώ­ριο τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἔ­χουν τή δό­ξα καί τόν ἔ­παι­νο τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀρ­νή­θη­καν κά­θε τι­μή καί ἀ­πο­δέ­χθη­καν τήν ὀ­δύ­νη τοῦ κα­τα­τρεγ­μοῦ καί τῆς συ­κο­φαν­τί­ας. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἰ­δι­ο­ποι­η­θοῦν τά φυ­σι­κά καί πνευ­μα­τι­κά τους χα­ρί­σμα­τα, τά ἔ­θε­σαν στήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ δι­α­κο­νί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους. Ἐν ὀ­λί­γοις, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τή λα­ϊ­κή ρή­ση, ἐ­νῶ εἶ­χαν τό μέ­λι στό δά­κτυ­λό τους, δέν θέ­λη­σαν πό­τε νά τό βά­λουν στό στό­μα τους.
Δ
έν χρει­ά­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρα λό­για γιά νά φα­νεῖ ὁ ρι­ζο­σπα­στι­κός καί ἀ­να­τρε­πτι­κός χα­ρα­κτή­ρας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους. Στή συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τῶν πολ­λῶν ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ὡς ἡ ὕ­ψι­στη μορ­φή ἀ­φρο­σύ­νης καί ἰ­δι­ω­τεί­ας. Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά τή σο­φί­α νά θαυ­μά­σει τό με­γα­λεῖ­ο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν τους; Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά τή δύ­να­μη νά μι­μη­θεῖ τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τους; Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς, πού ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε χρι­στια­νοί, θέ­λει πραγ­μα­τι­κά νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει τή στιγ­μή πού μα­ζί μέ τό Χρι­στό ἀ­νε­βαί­νουν στό Γολ­γο­θά; Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τά δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση. Ἀ­νή­κουν στήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν λε­γό­με­νων «ρη­το­ρι­κῶν ἐ­ρω­τη­μά­των». Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας δι­α­κα­ῶς ἐ­πι­θυ­μοῦ­με ὅ­σα οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες ἀρ­νή­θη­καν καί πε­ρι­φρό­νη­σαν. Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας ζη­λεύ­ου­με αὐ­τούς πού κα­τέ­χουν ὅ­σα οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες ἀρ­νή­θη­καν καί τούς ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὡς ἠ­θι­κά πρό­τυ­πα. Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας ἀ­πο­τι­μᾶ­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ὡς με­γά­λη βλα­κεί­α καί σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν θά θέ­λα­με –ἐ­μεῖς καί, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, τά παι­διά μας– νά ἀ­κο­λου­θή­σουμε τό πα­ρά­δειγ­μά τους. Καί ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε ἡ δύ­να­μη τῆς συ­νή­θειας πού τρό­πον τι­νά ἐ­πι­βά­λλει τήν τι­μή τους, σέ μί­α ἐ­πο­χή πού οἱ ἴδιοι οἱ χρι­στια­νοί ἔμ­πρα­κτα τήν ἀρ­νοῦν­ται, τό­τε ἀ­κό­μη καί ἡ ἑ­ορ­τή τους θά ἦ­ταν, γιά νά εἴ­μα­στε τί­μιοι καί εἰ­λι­κρι­νεῖς, ἐ­νο­χλη­τι­κή. Μί­α νέ­α ἑ­ορ­τή ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη, γιά πα­ρά­δειγ­μα, στήν τυ­χάρ­πα­στη καί πα­ρακ­μια­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ περιβόητου Ἀ­λέ­ξη Ζορ­μπᾶ θά ἦ­ταν σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­μο­φι­λής καί οἰ­κεί­α στό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο, θά ἄγ­γι­ζε, ἴ­σως, πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς «καρ­διές» τῶν σύγχρονων χριστιανῶν.
λ­λά τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι κε­φα­λαι­ῶ­δες. Αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει δέν εἶ­ναι ὁ σχο­λια­σμός τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­πο­τί­μη­σης τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους, ἀλ­λά ἡ ἀ­νά­δει­ξη τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ ἀ­γώ­να πού ἀ­παι­τεῖ ἡ συμ­μόρ­φω­ση πρός τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­δει­ξη τῆς δι­α­λε­κτι­κῆς πού ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο σέ ἠ­θι­κές ἐ­πι­λο­γές ἀ­σύμ­βα­τες μέ τή λε­γό­με­νη κοι­νή λο­γι­κή, σέ ἠ­θι­κές ἐ­πι­λο­γές πού ὑ­περ­βαί­νουν κα­τά πο­λύ τό σύ­νη­θες μέ­τρο τοῦ κοι­νω­νι­κά ἀ­πο­δε­κτοῦ. Πῶς, λοι­πόν, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τό θε­σμό τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τίς ἡ­δο­νές καί τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς, τή στιγ­μή μά­λι­στα πού σέ με­γά­λο βαθμό εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νες μέ τήν ἴ­δια του τή φύ­ση; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τό μέ­λι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δό­ξας καί ἀ­να­γνώ­ρι­σης; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές καί τίς καλ­λι­τε­χνι­κές του κτή­σεις;
Σ
τά ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τά ὁ Χρι­στός ἀ­παν­τᾶ: «…πα­ρά ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρά δέ Θε­ῷ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι…» (Μτ. 19,26). Ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πα­θῶν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή στό βαθμό πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καία γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ Πα­τέ­ρες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τά πά­θη πού λει­τουρ­γοῦν μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο ὡς «ἀ­δι­ά­βλη­τα», δη­λα­δή ἀ­να­μάρ­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά ἐ­πι­βι­ώ­σει πρέ­πει νά φά­ει. Γιά νά προ­στα­τεύ­σει τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­πό τούς φυ­σι­κούς κιν­δύ­νους χρει­ά­ζε­ται κα­τοι­κί­α καί ἐν­δύ­μα­τα. Γιά τήν ἀ­να­πα­ρα­γω­γή τοῦ εἴ­δους του πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τό γε­νε­τή­σιο ἔν­στι­κτο. Γιά νά κά­νει τίς οἰ­κο­νο­μι­κές του συ­ναλ­λα­γές χρει­ά­ζε­ται χρή­μα­τα. Ὅ­λα αὐ­τά δέν εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως ἁ­μαρ­τω­λά στό μέ­τρο πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τα ὑ­περ­βαί­νει αὐ­τό τό μέ­τρο, εἰ­σά­γει στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» τήν πο­νη­ρί­α καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο καί με­τά τά πά­θη του κα­θί­σταν­ται ἁ­μαρ­τω­λά. Ἔ­τσι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος τρώ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται, ἡ πρόσ­λη­ψη τῆς τρο­φῆς παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πά­θους τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας. Ἄν ἐ­πι­θυ­μεῖ νά κα­τέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρα σπί­τια ἤ τρό­φι­μα ἤ ἐν­δύ­μα­τα ἤ χρή­μα­τα ἀ­πό ὅ­σα χρει­ά­ζε­ται, ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πά­θους τῆς ἀ­πλη­στί­ας, τῆς φι­λο­κτη­μο­σύ­νης καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας. Ἄν, τέ­λος, ἀ­πο­κό­πτει τό γε­νε­τή­σιο ἔν­στι­κτο ἀ­πό τό φυ­σι­κό του προ­ο­ρι­σμό, με­τα­τρέ­πον­τας σέ αὐ­το­σκο­πό τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση πού προ­σφέ­ρει, ἡ κα­τά πάν­τα φυ­σι­κή αὐ­τή λει­τουρ­γί­α παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα φο­βε­ρῶν καί ἀ­πο­τρό­παι­ων πα­θῶν, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α, σε­βό­με­νοι τήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ χώ­ρου, ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κά μό­νον αὐ­τά τῆς πορ­νεί­ας καί τῆς μοι­χεί­ας. Θά ἄ­ξι­ζε, ἴ­σως, τόν κό­πο νά ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τό ζή­τη­μα τῆς χρή­σης τοῦ γε­νε­τη­σί­ου ἐν­στί­κτου καί τή φύ­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἔ­ρω­τα. Ὁ χρο­νι­κός, ὅ­μως, πε­ρι­ο­ρι­σμός δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ σπου­δαί­ου αὐ­τοῦ ζη­τή­μα­τος, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἐλ­πί­ζου­με ὅ­τι κά­πο­τε θά μι­λή­σου­με.
 
πο­νη­ρί­α, λοι­πόν, τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» εἶ­ναι σέ πο­λύ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μέ τήν ἴδια μας τή φύ­ση. Γι᾽ αὐ­τό καί ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ μέ τίς δι­κές του δυ­νά­μεις νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α της στή ζω­ή μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μπο­ρεῖ νά τήν ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γω­νί­ζε­ται σθε­να­ρά νά τη­ρή­σει τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί με­τέ­χει συ­νει­δη­τά στά σω­στι­κά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἑ­νώ­νε­ται πραγ­μα­τι­κά μέ τό Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό καί ἑλ­κύ­ει τήν ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη. Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Χρι­στό, ἡ ἕ­νω­ση τοῦ λο­γι­κοῦ κτί­σμα­τος μέ τή Φυ­σι­κή Ἐ­νέρ­γεια τῆς ἄ­κτι­στης ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ συν­τε­λεῖ­ται «μυ­στι­κῶς» (δη­λα­δή μέ τρό­πο ἀ­φα­νῆ καί ἀ­θέ­α­το, ἄ­γνω­στο καί ἀ­κα­τα­νό­η­το σέ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν τή δύ­να­μη τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς) μέ­σα στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἀρ­χή τοῦ λό­γου μας ὁ­ρί­σα­με ὡς «ὑποσυνείδητο»«καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που λαμ­βά­νει ἀ­πό τό Θε­ό «φω­τι­σμόν γνώ­σε­ως», διά τοῦ ὁ­ποί­ου «πλα­τύ­νε­ται». Προσ­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, ἐ­ναρ­γέ­στε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη «γνώ­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί τοῦ κό­σμου, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α τῆς πο­νη­ρί­ας στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος», καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κτᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή «γνώ­ση» τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Ζω­ῆς καί Μα­κα­ρι­ό­τη­τας, πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἄ­ναρ­χη ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεί­ου Ὄν­τος, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας μπο­ρεῖ νά ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά ὅ­λες τίς μορ­φές τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος».
Α
 ὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός μέ τίς σύν­το­μες, ἀλ­λά ἀ­νυ­πέρ­βλη­τες σέ ἀ­ξί­α, πα­ρα­βο­λές τοῦ «κρυμ­μέ­νου θη­σαυ­ροῦ» καί τοῦ «πο­λύ­τι­μου μαρ­γα­ρί­τη» (Μτθ. 13,44-46). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» ἀ­παι­τεῖ ἀ­πό ἐ­μᾶς ὁ Κύ­ριος, ὅ­ταν ζη­τᾶ νά μή σπα­τα­λᾶ­με τό χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας «…με­ρι­μνῶν­τες καί τυρ­βά­ζον­τες πε­ρί πολ­λά…», ἀ­φοῦ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «…ἑ­νός ἐ­στι χρεί­α…» (πρβ. Λκ. 10,42). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» κα­ταγ­γέλ­λει τό ἀ­ψευ­δές στό­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που, λέ­γον­τας: «…τί γάρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον, ἐ­άν κερ­δή­σῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ;…» (Μκ. 8,36). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν πο­νη­ρί­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» δι­έ­κρι­ναν μέ τό θε­ο­φώ­τι­στο νοῦ τους οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί αὐτήν, μι­μού­με­νοι τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἀρ­νή­θη­καν ἔμ­πρα­κτα μέ τίς ὑ­πέρ­λο­γες καί ἀ­να­τρε­πτι­κές ἠ­θι­κές τους ἐ­πι­λο­γές.
Κ
αί ἄν σή­με­ρα, ὡς ἀ­ναί­σθη­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νά Ἀ­γα­θοῦ,  ἀ­δυ­να­τοῦμε νά κα­τα­νο­ή­σουμε τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἤ­θους τῶν Ἁγίων, οἱ ψυχές μας ἀ­κοῦν κα­θα­ρά μέ τή δύ­να­μη τῆς πί­στης τή φω­νή τοῦ γέ­ρον­τος Ἰω­σήφ τοῦ Ἡ­συ­χα­στῆ, νά λέει ἐξ ὀνόματός τους: «…Ναί, ὤ γλυ­κεί­α Ἀ­γά­πη, Ἰ­η­σοῦς ὁ Σω­τήρ ἡ­μῶν· ὁ Ἔ­ρως καί ἡ Ζω­ή, ἡ Ἐλ­πίς καί ἡ Δύ­να­μις, ἡ Γνῶ­σις καί ἡ Ἀ­λή­θεια, τό Φῶς, τό ὑ­πέρ πᾶν Φῶς, τό ἐξ Ἀ­νάρ­χου Φω­τός τοῦ Πα­τρός καί Γεν­νή­το­ρος, τό φω­τί­ζον νε­φρούς καί καρ­δί­αν, νευ­ράς καί ὀ­στέ­α, νοῦν καί δι­ά­νοι­αν, καί πᾶ­σαν τήν σύ­στα­σιν τοῦ ἡ­με­τέ­ρου σκη­νώ­μα­τος, δι Ἀ­γά­πην Σου ἐ­σταυ­ρώ­θη­μεν καί τά πάν­τα ἐ­βα­στά­σα­μεν….». Ἄς ἐ­πι­τρα­πεῖ, τέ­λος, καί σέ ἐ­μᾶς νά προ­σθέ­σου­με: «…Για­τί, ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ἀ­γά­πη. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ἀ­λή­θεια. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ζω­ή. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν μᾶς δό­θη­κε ἀ­λη­θι­νή ὕ­παρ­ξη…».
Ο
 
ἱ θε­ό­δε­κτες πρε­σβεῖ­ες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν εἴ­θε νά σκέ­πουν γιά πάν­τα τό γέ­νος τῶν ὀρ­θο­δό­ξων, τήν πα­τρί­δα καί τό λα­ό μας. Ἀ­μήν.
 
 
 
Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ.
Θε­ο­λό­γος – Ἐκ­παι­δευ­τι­κός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 06/01/2015.


Read more: http://www.egolpion.com/58F92C11.el.aspx#ixzz3QAd0jKrd

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου.

 



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου.*
«… Χρι­στός στό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος ὄ­χι τήν ἰ­σο­πέ­δω­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά τήν πλή­ρη ἀν­τι­στρο­φή της. Ὁ Κύ­ριος δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν ἀ­νι­σό­τη­τα καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν ἀρ­νεῖ­ται τή συγ­κρό­τη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά ἀ­να­τρέ­πον­τας τήν πυ­ρα­μί­δα αὐ­τή καί το­πο­θε­τῶν­τας τήν κο­ρυ­φή της πρός τά κά­τω μᾶς δι­δά­σκει τήν ἔ­σχα­τη καί ἀ­πό­λυ­τη τε­λει­ό­τη­τα…»
«...Στήν ἀν­τι­στρο­φή τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας βρί­σκε­ται κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ λύ­ση ὄ­χι μό­νο τῆς ση­με­ρι­νῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης, ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν κοι­νω­νι­κῶν προ­βλη­μά­των. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χή αὐ­τῆς τῆς ἰ­δι­ό­τυ­πης κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῆς θε­ώ­ρη­σης εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή κά­θε μορ­φῆς δύ­να­μης ἀ­πό «ἐ­ξου­σί­α» πού κα­τα­πι­έ­ζει τόν ἄν­θρω­πο σέ «δι­α­κο­νί­α» πού τόν ὑ­πη­ρε­τεῖ...»

 «Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί,
συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν.
Ατοί γάρ τῇ Τριάδι, πέρ μν εί πρεσβεύουσιν»
 
 παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση πού ταλαιπωρεῖ τά τελευταῖα χρό­νια τό σύ­νο­λο τῶν χω­ρῶν τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου, γε­νι­κό­τε­ρα, ἀλ­λά καί τήν πα­τρί­δα μας, εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα τό πιό ἐ­πί­και­ρο θέ­μα τῶν ἡ­με­ρῶν μας. Αὐ­τή ἡ παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση μο­νο­πω­λεῖ κα­θη­με­ρι­νά τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν δη­μο­σι­ο­γρά­φων καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κεν­τρι­κή εἴ­δη­ση στά δελ­τί­α τῶν εἰ­δή­σε­ων καί στά πρω­το­σέ­λι­δα τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων. Βα­σα­νί­ζει τή σκέ­ψη τῶν εἰ­δι­κῶν οἰ­κο­νο­μο­λό­γων καί τεχνοκρατῶν πού ἀναζητοῦν τήν ὁριστική της λύ­ση. Ἐ­ξω­θεῖ τίς ἐ­θνι­κές κυ­βερ­νή­σεις στή λή­ψη ἐ­πώ­δυ­νων μέ­τρων πού ἀνατρέπουν βί­αι­α τά οἰ­κο­νο­μι­κά κε­κτη­μέ­να καί τά ἐρ­γα­σια­κά δι­και­ώ­μα­τα τῶν λα­ῶν τους. Γε­μί­ζει μέ φό­βο καί ἀ­γω­νί­α τίς ψυ­χές τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων. Δο­κι­μά­ζει ἀ­νάλ­γη­τα τά ὅ­ρια καί τίς ἀν­το­χές τῶν σύγ­χρο­νων κοι­νω­νι­ῶν. Παίρ­νον­τας, λοι­πόν, ἀ­φορ­μή ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή ἑ­ορ­τή νο­μί­ζου­με, ὅτι θά ἄξιζε τόν κό­πο, νά ἐ­πι­χει­ρή­σου­με μί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἐ­πί­και­ρου ζη­τή­μα­τος τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, ἐκ­φρα­στές τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πῆρ­ξαν οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες.
 ἰ­δέ­α τῆς ἰ­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πό τά βα­θύ­τε­ρα καί ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­νώ­τε­ρα αἰ­τή­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης. Τό ὅ­ρα­μα ἑ­νός κό­σμου ἀ­πό­λυ­της δι­και­ο­σύ­νης, ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης, εἰ­ρή­νης καί εὐ­τυ­χί­ας πού θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή καί οἰ­κο­νο­μι­κή ἰ­σό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων ση­μά­δε­ψε ἀ­νε­ξί­τη­λα τήν πο­ρεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Χά­ριν αὐ­τοῦ του ὁ­ρά­μα­τος δι­α­τυ­πώ­θη­καν κα­τά τό πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων πολ­λές φι­λο­σο­φι­κές καί πο­λι­τι­κές θε­ω­ρί­ες, ξέ­σπα­σαν αἱ­μα­τη­ροί πό­λε­μοι καί ἐ­πα­να­στά­σεις, χύ­θη­καν πο­τά­μια δα­κρύ­ων, ἀν­θρώ­πι­νες ζω­ές θυ­σι­ά­στη­καν. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὅ­μως, ἡ πεί­ρα πού ἀ­πο­κτή­θη­κε ἀ­πο­δει­κνύ­ει μέ κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο ὅ­τι πο­τέ καί που­θε­νά δέν ὑ­λο­ποι­ή­θη­κε τό ὅ­ρα­μα αὐ­τῆς τῆς ἰ­δα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὅ­τι πο­τέ καί που­θε­νά δέν κα­τέ­στη δυ­να­τή ἡ πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ἰ­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­τι ἡ ἴ­δια ἡ φύ­ση ἐ­πι­βάλ­λει παν­τοῦ καί πάν­τα ὡς ἀ­πα­ρά­βα­το φυ­σι­κό νό­μο τήν ἀ­νι­σό­τη­τα τῶν ὄν­των, ὄ­χι μό­νο στήν κοι­νω­νι­κή μας ζω-ή,  ἀλ­λά καί σέ κά­θε μορ­φή ὕ­παρ­ξης τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου.
­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς ὀ­δυ­νη­ρῆς καί ἄ­δι­κης γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ραρ­χι­κή δι­αί­ρε­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νι­ῶν σέ ἀ­νώ­τε­ρα καί κα­τώ­τε­ρα ἐ­πί­πε­δα, ἡ ἐ­πι­βο­λή μί­ας ἱ­ε­ραρ­χι­κῆς τά­ξης πού, συ­νή­θως, ἀ­πο­κα­λεῖ­ται «κοι­νω­νι­κή πυ­ρα­μί­δα». Ἔ­τσι, οἱ ἄν­θρω­ποι χω­ρί­ζον­ται σέ κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες πού ἑ­νω­μέ­νες συγ­κρο­τοῦν τήν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά, ταυ­τό­χρο­να, δι­α­κρί­νον­ται με­τα­ξύ τους ὡς πρός τή θέ­ση τούς μέ­σα σέ μί­α εὐ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή πυ­ρα­μί­δα. Οἱ πιό ἀ­δύ­να­τες κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες εἶ­ναι πάν­τα οἱ πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρες καί βρί­σκον­ται στή βά­ση τῆς πυ­ρα­μί­δας. Οἱ ὁ­μά­δες αὐ­τές δέ­χον­ται τήν πί­ε­ση καί τό βάρος ὅ­λων τῶν ἄλ­λων ὁ­μά­δων πού βρί­σκον­ται σέ ἱ­ε­ραρ­χι­κά ἀ­νώ­τε­ρη θέ­ση, ἐ­νῶ οἱ ἴ­δι­ες δέν πι­έ­ζουν κα­μί­α ὁ­μά­δα. Ὅ­σο πο­ρεύ­ε­ται κα­νείς ἀ­πό τή βά­ση πρός τήν κο­ρυ­φή τῆς πυ­ρα­μί­δας δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι οἱ κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες συρ­ρι­κνώ­νον­ται ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ριθ­μη­τι­κά καί, ἀ­φε­νός μέν, δέ­χον­ται λι­γό­τε­ρη πί­ε­ση ἀ­πό τίς ἱ­ε­ραρ­χι­κά ἀ­νώ­τε­ρες ὁ­μά­δες, ἀ­φε­τέ­ρου δέ, πι­έ­ζουν οἱ ἴ­δι­ες ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς ἱ­ε­ραρ­χι­κά κα­τώ­τε­ρες σέ σχέ­ση μέ αὐ­τές. Στήν κο­ρυ­φή, τέ­λος, τῆς πυ­ρα­μί­δας συ­ναν­τᾶμε μί­α μι­κρή ἀ­ριθ­μη­τι­κά ὁ­μά­δα πού ἐ­νῶ στη­ρί­ζε­ται σέ ὅ­λες τίς ἄλ­λες, ἀ­σκῶν­τας τούς πί­ε­ση, ἡ ἴ­δια δέν πι­έ­ζε­ται ἀ­πό που­θε­νά, ἀλ­λά λό­γῳ θέ­σε­ως καί ἰ­σχύ­ος ἐ­ξου­σιά­ζει τό σύ­νο­λο τῶν ὁ­μά­δων πού συγ­κρο­τοῦν τήν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας –πα­ρά τήν πο­λυ­μορ­φί­α πού πα­ρου­σιά­ζει ἀ­νά­λο­γα μέ τίς ἐ­πο­χές καί τίς κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές ἀν­τι­λή­ψεις τῶν ἀν­θρώ­πων– ἀ­πο­τε­λεῖ κα­θο­λι­κό καί πα­ναν­θρώ­πι­νο φαι­νό­με­νο καί ἀ­πο­δει­κνύ­ει μέ ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το τρό­πο τήν ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­να­πό­φευ­κτη ἀ­νι­σό­τη­τα πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες. Μᾶς ἀ­πο­δει­κνύ­ει, δη­λα­δή, ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι δέν θά εἶ­ναι πο­τέ ἴ­σοι, ἀλ­λά πάν­τα θά δι­α­κρί­νον­ται σέ δυ­να­τούς καί ἀ­δύ­να­τους, σέ πλού­σιους καί πτω­χούς, σέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ λι­γό­τε­ρο ἔ­ξυ­πνους, σέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ λι­γό­τε­ρο ἱ­κα­νούς. Ὅ­πως, φυ­σι­κά, θά δι­α­κρί­νον­ται πάν­το­τε σέ ψη­λούς καί κον­τούς, σέ ὄ­μορ­φους καί ἄ­σχη­μους, σέ χον­δρούς καί λι­γνούς, σέ καλ­λί­φω­νους καί πα­ρά­φω­νους.
Μ
προ­στά σέ αὐ­τό τό ὀ­δυ­νη­ρό ἀ­δι­έ­ξο­δο προ­βάλ­λουν, ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως, δύ­ο πι­θα­νές λύ­σεις. Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι ὁ συμ­βι­βα­σμός μέ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί ἡ πα­ραί­τη­ση ἀ­πό τό αἴ­τη­μα τῆς ἰ­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ δεύ­τε­ρη εἶ­ναι ἡ με­τά­θε­ση τοῦ αἰ­τή­μα­τος τῆς ἰ­σό­τη­τας ἔ­ξω ἀ­πό τά ὅ­ρια τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου (ἡ πί­στη, δη­λα­δή, ὅ­τι σέ ἕ­ναν ἄλ­λο κό­σμο, σέ κά­ποι­α ἄλ­λη ζω­ή, θά ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ ἰ­σό­τη­τα πού ἀ­δυ­να­τεῖ νά ἐ­πι­κρα­τή­σει στίς ἱ­στο­ρι­κές κοι­νω­νί­ες). Ἡ δι­δα­σκα­λί­α, ὅ­μως, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πορ­ρί­πτει καί τίς δύ­ο αὐ­τές λύ­σεις, ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας ἕ­ναν ἄλ­λο δρό­μο πρός ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος. Κάτ΄ ἀρ­χήν, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἀ­νι­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων καί, ὡς ἐκ τού­του, δέν θε­ω­ρεῖ τήν ἰ­δέ­α τῆς ἰ­σό­τη­τας ὡς τήν ἐν­δει­κνυ­ό­με­νη ἀ­πάν­τη­ση στό αἴ­τη­μα τῆς οἰ­κο­δό­μη­σης ἑ­νός κό­σμου δι­και­ο­σύ­νης καί εὐ­τυ­χί­ας. Κα­τά τή χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χή τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α, δη­λα­δή ἡ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἐ­πι­λέ­γει τήν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ κα­κοῦ, ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν ἔ­χει πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τοῦ λαν­θα­σμέ­νου καί ἀ­δι­έ­ξο­δου χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς του. Συ­νε­πῶς, γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ πραγ­μα­τι­κή αἰ­τί­α τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας καί, γενικότερα, ὅ­λων τῶν μορ­φῶν τοῦ «κοι­νω­νι­κοῦ κα­κοῦ» δέν βρί­σκε­ται στήν ἀ­νι­σό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά στήν κα­κή χρή­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Εἶ­ναι, ἄ­ρα­γε, πο­τέ δυ­να­τόν νά ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ εὐ­τυ­χί­α στίς ἱ­στο­ρι­κές κοι­νω­νί­ες ὅ­σο οἱ ἄν­θρω­ποι θά ἀ­σκοῦν τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους μέ ἀρ­νη­τι­κό τρό­πο; Ἡ πεί­ρα τῶν αἰ­ώ­νων ἐ­πι­βάλ­λει ἀ­μεί­λι­κτα μί­α καί μό­νη ἀ­πάν­τη­ση: ὄ­χι. Ὅ­σο θά ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πο­νη­ροί καί κα­κο­προ­αί­ρε­τοι, φι­λάρ­γυ­ροι καί φι­λό­δο­ξοι, φί­λαρ­χοι καί ἐ­γω­ι­στές, δό­λιοι καί ἀ­πα­τε­ῶ­νες, ὅ­σο, δη­λα­δή, οἱ ἄν­θρω­ποι θά κυ­ρι­αρ­χοῦν­ται ἀ­πό τά πά­θη τους ἡ κοι­νω­νι­κή ἀ­δι­κί­α καί δυ­στυ­χί­α θά ἀ­να­πα­ρά­γε­ται ἀ­έ­να­α καί κα­μιά πο­λι­τι­κή καί κοι­νω­νι­κή θε­ω­ρί­α, κα­νέ­να κόμ­μα καί κα­μί­α οἰ­κο­νο­μι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, κα­νέ­νας πό­λε­μος καί κα­μί­α ἐ­πα­νά­στα­ση, δέν θά μπο­ρέ­σουν νά χα­ρί­σουν στήν πο­λύ­πα­θη ἀν­θρω­πό­τη­τα τήν πο­θού­με­νη δι­και­ο­σύ­νη καί εὐ­τυ­χί­α. Τί πρέ­πει, λοι­πόν, νά γί­νει; Μπο­ροῦν, τε­λι­κά, νά ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν τά πα­ναν­θρώ­πι­να αἰ­τή­μα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης καί εὐ­τυ­χί­ας; Καί, ἄν ναί, μέ ποι­ό τρό­πο;
 Χρι­στός στό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος ὄ­χι τήν ἰ­σο­πέ­δω­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά τήν πλή­ρη ἀν­τι­στρο­φή της. Ὁ Κύ­ριος δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν ἀ­νι­σό­τη­τα καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν ἀρ­νεῖ­ται τή συγ­κρό­τη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά ἀ­να­τρέ­πον­τας τήν πυ­ρα­μί­δα αὐ­τή καί το­πο­θε­τῶν­τας τήν κο­ρυ­φή της πρός τά κά­τω μᾶς δι­δά­σκει τήν ἔ­σχα­τη καί ἀ­πό­λυ­τη τε­λει­ό­τη­τα. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός βρί­σκε­ται στήν κο­ρυ­φή αὐ­τῆς τῆς ἀν­τε­στραμ­μέ­νης πυ­ρα­μί­δας καί ἑ­κού­σια δέ­χε­ται ἐ­πά­νω Του τό βά­ρος ὅ­λης της ἀν­θρω­πό­τη­τας. Εἶ­ναι, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, «…ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ, ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου…» (Ἰ­ω­άν­νου 1,29). Ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τό Χρι­στό πο­ρεύ­ον­ται –μέ­σα στά πλαί­σια τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης πυ­ρα­μί­δας– πρός Αὐ­τόν. Ὅ­σο, ὅ­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρο πλη­σιά­ζουν πρός τό Χρι­στό, τό­σο λι­γο­στεύ­ουν οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκον­ται δί­πλα τους καί τό­σο με­γα­λώ­νει ἡ πί­ε­ση πού δέ­χον­ται ἀ­πό τά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα πού βρί­σκον­ται πά­νω ἀ­πό αὐ­τούς. Ἔ­τσι, στό πο­σο­στό πού πλη­σιά­ζουν τό Χρι­στό στήν κο­ρυ­φή τῆς ἀν­τε­στραμ­μέ­νης πυ­ρα­μί­δας ἐ­ξο­μοι­ώ­νον­ται μέ Αὐ­τόν, ση­κώ­νον­τας τά βά­ρη τῶν ἀ­δελ­φῶν τους, κα­τά τό λό­γο τοῦ Ἀ­πό­στο­λου Παύ­λου: «…Ὄ­φει­λο­μεν ἠ­μεῖς οἱ δυ­να­τοί τά ἀ­σθε­νή­μα­τα τῶν ἀ­δυ­νά­των βα­στά­ζειν καί μή ἐ­αυ­τοῖς ἀ­ρέ­σκειν…» (Ρω­μαί­ους 15,1). Ὁ Κύ­ριος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν ἀ­να­τρο­πή τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας καί στήν ἰ­δι­αί­τε­ρη θέ­ση Του στήν κο­ρυ­φή της, εἶ­πε γιά τόν Ἑ­αυ­τό Του: «…μεί­ζο­να ταύ­της ἀ­γά­πην οὐ­δείς ἔ­χει, ἴ­να τίς τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ θῆ ὑ­πέρ τῶν φί­λων αὐ­τοῦ…» (Ἰ­ω­άν­νου 15,13) καί «…ὁ Υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που οὐκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λά δι­α­κο­νῆ­σαι καί δοῦ­ναι τήν ψυ­χήν Αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τί πολ­λῶν…» (Ματ­θαί­ου 20,28). Ἔ­δω­σε, μά­λι­στα, ἐν­το­λή στούς μα­θη­τές Του νά ἀ­κο­λου­θή­σουν τό πα­ρά­δειγ­μά Του: «…οἱ ἄρ­χον­τες τῶν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­εύ­ου­σιν αὐ­τῶν καί οἱ με­γά­λοι κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν. Οὔχ οὕ­τως ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν ἀλ­λ’ ὅς ἐ­άν θέ­λη ἐν ὑ­μῖν μέ­γας γε­νέ­σθαι, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος, καί  ὅς ἐάν θέλη ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶ­τος, ἔ­σται ὑ­μῶν δοῦ­λος…» (Ματ­θαί­ου 20,25-27).
Σ
έ αὐ­τήν, ἀ­κρι­βῶς, τήν ἀν­τι­στρο­φή τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας βρί­σκε­ται κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ λύ­ση ὄ­χι μό­νο τῆς ση­με­ρι­νῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης, ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν κοι­νω­νι­κῶν προ­βλη­μά­των. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χή αὐ­τῆς τῆς ἰ­δι­ό­τυ­πης κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῆς θε­ώ­ρη­σης εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή κά­θε μορ­φῆς δύ­να­μης ἀ­πό «ἐ­ξου­σί­α» πού κα­τα­πι­έ­ζει τόν ἄν­θρω­πο σέ «δι­α­κο­νί­α» πού τόν ὑ­πη­ρε­τεῖ. Μό­νο ἄν ἀ­σκή­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι μέ θε­τι­κό τρό­πο τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους, ὡς ἀ­γά­πη, κα­τά τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­λες οἱ μορ­φές τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ κα­κοῦ θά ἐ­ξα­φα­νι­στοῦν ἀ­πό τή ζω­ή μας. Μό­νο τό­τε ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ εὐ­τυ­χί­α θά ἐ­πι­κρα­τή­σουν στίς ἱ­στο­ρι­κές κοι­νω­νί­ες. Μό­νο τό­τε ἡ ἀ­κό­ρε­στη ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν ἰ­σχυ­ρῶν γιά χρῆ­μα καί ἐ­ξου­σί­α θά ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ εἰ­ρη­νι­κά καί ἀ­ναί­μα­κτα ἀ­πό μί­α νέ­α οἰ­κο­νο­μι­κή καί πο­λι­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη πού θά θε­ω­ρεῖ κέρ­δος ὄ­χι τή συσ­σώ­ρευ­ση τοῦ πλού­του, ἀλ­λά τήν κα­λή του δι­α­χεί­ρι­ση μέ ὕ­ψι­στο κρι­τή­ριο τίς ἀ­νάγ­κες ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Μό­νο τό­τε θά ἐ­ξα­φα­νι­στοῦν ἀ­πό τή ζω­ή μας ἡ πεί­να καί ἡ φτώ­χεια, ἡ ἀ­δι­κί­α καί ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­ση, ἡ ἐ­ξα­θλί­ω­ση καί ὁ ἀ­ναλ­φα­βη­τι­σμός, τό ψέ­μα καί ὁ δό­λος, ὁ φό­βος τοῦ πο­λέ­μου καί, τε­λι­κά, ὁ ἴ­διος ὁ πό­λε­μος. Μό­νο τό­τε θά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν νό­μοι καί θε­σμοί, δι­ε­θνεῖς ὀρ­γα­νι­σμοί καί δι­α­κρα­τι­κές συμ­μα­χί­ες, πού θά ὑ­πη­ρε­τοῦν ὄ­χι τό ἐ­γω­ι­στι­κό συμ­φέ­ρον τῶν ολί­γων, ἀλ­λά τό γε­νι­κό συμ­φέ­ρον τῶν πολ­λῶν.
Α
ὐ­τός εἶ­ναι ὁ δρό­μος τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν Ἁ­γί­ων Του. Αὐ­τό τό δρό­μο ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ σή­με­ρα ἑ­ορ­τα­ζό­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί αὐ­τό τό δρό­μο μᾶς δί­δα­ξαν μέ τό πο­λύ­πλευ­ρο ἔρ­γο τους ὡς ὁ­δό ἀ­πό­λυ­της τε­λει­ό­τη­τας. Καί οἱ Τρεῖς κα­τά­γον­ταν ἀ­πό ἀρ­χον­τι­κές καί πλού­σι­ες οἰ­κο­γέ­νει­ες. Ἀρ­νή­θη­καν, ὅ­μως, ἑ­κού­σια τόν πλοῦ­το καί ἀ­κο­λου­θών­τας τό πα­ρά­δειγ­μα καί τήν ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ μοί­ρα­σαν τήν πε­ρι­ου­σί­α τους στούς πτω­χούς. Καί οἱ Τρεῖς δι­έ­θε­σαν ὅ­λες τίς ψυ­χο­σω­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις, ὅ­λες τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές τους γνώ­σεις, ὅ­λα τους τά τα­λέν­τα καί ὅ­λα τά πλού­σια χα­ρί­σμα­τά τους στήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ δι­α­κο­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καί οἱ Τρεῖς ἔ­λεγ­ξαν μέ αὐ­στη­ρό­τα­τη γλώσ­σα τούς ἰ­σχυ­ρούς της ἐ­πο­χῆς τους. Ἄ­σκη­σαν, ἔ­τσι, δρι­μύ­τα­τη κρι­τι­κή στούς ἀ­νά­ξιους βα­σι­λιά­δες κα­τα­δι­κά­ζον­τας τήν ἰ­δι­ο­τε­λῆ ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας. Κα­τήγ­γει­λαν δη­μό­σια τους δι­ε­φθαρ­μέ­νους πο­λι­τι­κούς καί θρη­σκευ­τι­κούς ἄρ­χον­τες γιά τήν προ­σω­πο­λη­ψί­α τους κα­τά τήν ἀ­πό­δο­ση τῆς δι­και­ο­σύ­νης καί γιά τόν πα­ρά­νο­μο χρη­μα­τι­σμό τους. Στη­λί­τευ­σαν ἀ­νε­λέ­η­τα τούς πλού­σιους γιά τήν κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του, ἀ­παι­τών­τας ἐ­πι­τα­κτι­κά τήν ἄ­σκη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης πού κα­τά τήν ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­πο­χρε­οῦν­ται νά ἐ­πι­δει­κνύ­ουν οἱ δυ­να­τοί πρός τούς ἀ­δύ­να­τους. Ἀ­γω­νί­στη­καν, τέ­λος, μέ ὅ­λες τους τίς δυ­νά­μεις γιά τήν ἔμ­πρα­κτη ἐ­φαρ­μο­γή τῆς ἀ­γά­πης στίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες καί μᾶς ἄ­φη­σαν ὡς πο­λύ­τι­μη πα­ρα­κα­τα­θή­κη, τό­σο τό προ­σω­πι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­σο καί τή θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­παί­τη­σε ἀ­πό τούς πλού­σιους της ἐ­πο­χῆς του νά μοι­ρά­σουν στούς πτω­χούς τά ἀ­γα­θά πού εἶ­χαν φυ­λαγ­μέ­να στίς ἀ­πο­θῆ­κες τους καί ὁ­πλι­σμέ­νος μέ τό κύ­ρος πού τοῦ προ­σέ­δι­δε τό προ­σω­πι­κό του πα­ρά­δειγ­μα τούς ἔ­πει­σε τε­λι­κά νά ἐ­νερ­γή­σουν κα­τά τίς ἐν­το­λές του. Ἔ­σω­σε, ἔ­τσι, κα­τά τό λι­μό τοῦ 367 μ.Χ. τούς πτω­χούς της Και­σά­ρειας χω­ρίς νά τούς δι­α­κρί­νει σέ χρι­στια­νούς, ἐ­θνι­κούς καί Ἑ­βραί­ους. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὡς ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος, πλέ­ον, Και­σα­ρεί­ας, μέ χρή­μα­τα πού συγ­κέν­τρω­σε ἀ­πό δω­ρε­ές πλου­σί­ων καί μέ τήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ ἐρ­γα­σί­α τῶν μο­να­χῶν ἔ­κτι­σε τήν πε­ρί­φη­μη Βα­σι­λειά­δα. Ἕ­να κοι­νω­φε­λές ἵ­δρυ­μα πού πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε νο­σο­κο­μεῖ­ο, πτω­χο­κο­μεῖ­ο, ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο καί σχο­λεῖ­ο γιά τά πτω­χά παι­διά.
Σ
τό δρό­μο τῆς ἔμ­πρα­κτης ἐ­φαρ­μο­γῆς τῆς ἀ­γά­πης βρί­σκε­ται, καί κα­τά τήν τα­πει­νή μας ἀ­πο­ψη, ἡ λύ­ση τῆς ση­με­ρι­νῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης πού εἴ­θε μέ τίς θε­ο­δε­κτές πρε­σβεῖες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν νά ξε­πε­ρα­στεῖ τό συν­το­μό­τε­ρο δυ­να­τό γιά τό κα­λό ὅ­λου του κό­σμου καί, κυ­ρί­ως, γιά τό κα­λό της πα­τρί­δας καί τοῦ λα­οῦ μας.

Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ
Θε­ο­λό­γος – Ἐκπαιδευτικός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 15/01/2011
 


Read more: http://www.egolpion.com/ierarxes_krisews.el.aspx#ixzz3QAcTdceY

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περί ἀκτημοσύνης καί πτωχείας πλουτοποιοῦ.

 



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί ἀκτημοσύνης καί πτωχείας πλουτοποιοῦ.*
«…Ὁ πλοῦ­τος δέν εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση του οὔ­τε κα­λός, οὔ­τε κα­κός. Γί­νε­ται, ὅ­μως, κα­λός ἤ κα­κός ἀ­νά­λο­γα μέ τόν τρό­πο πού τόν χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἄν­θρω­πος. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὡς κα­λός οἰ­κο­νό­μος τῶν δω­ρε­ῶν τοῦ Θε­οῦ, τό­τε αὐ­τό­μα­τα καί ὁ πλοῦ­τος λει­τουρ­γεῖ ὡς ἀ­γα­θό πού ὑ­πη­ρε­τεῖ τήν ἀ­γά­πη καί τή δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν, πά­λι, ὁ ἄν­θρω­πος συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὡς κα­κός οἰ­κο­νό­μος τῶν δω­ρε­ῶν τοῦ Θε­οῦ, τό­τε αὐ­τό­μα­τα καί ὁ πλοῦ­τος λει­τουρ­γεῖ ὡς κοι­νω­νι­κό κα­κό πού ὑ­πη­ρε­τεῖ τό ἐ­γω­κεν­τρι­κό συμ­φέ­ρον καί τήν ἀ­δι­κί­α. Ὁ Χρι­στός δέν κα­τα­δι­κά­ζει τόν πλοῦ­το, ἀλ­λά τήν κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του ἀπό τόν ἄνθρωπο…».
...ἡ ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πλούτου ἀποτελεῖ μόνο τήν ἀφετηρία στόν ἀγώνα τῆς ἐξομοίωσης τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ὑπόδειγμα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ…πού στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται, γενικά, ὡς «ἀκτημοσύνη». Ἡ πλήρης, ὅμως, ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἀκτημοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πλούτου καί τῆς ἰδιοποίησης τῶν ὑλικῶν κτήσεων, καί, σέ δεύτερη φάση, ἐπεκτείνεται στήν ἄρνηση τῆς ἰδιοποίησης τῶν διανοητικῶν καί τῶν καλλιτεχνικῶν κτήσεων, γιά νά καταλήξει, στήν τρίτη καί τελική της φάση, στήν ἄρνηση τῆς ἰδιοποίησης τοῦ ἀνθρώπινου σώματος...»
 «Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί,
συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν.
Ατοί γάρ τῇ Τριάδι, πέρ μν εί πρεσβεύουσιν»
 
Π
 ρίν ἀ­πό δύ­ο χρό­νια, σάν σή­με­ρα, μέ­σα σέ αὐ­τό τό ναό προ­σπα­θή­σα­με νά προ­σεγ­γί­σου­με μέ βά­ση τή χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α τό ζή­τη­μα τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης. Προ­βάλ­α­με, τό­τε, τό πα­ρά­δειγ­μα καί τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ἀλ­λά καί τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὡς τή μό­νη ὁ­δό πού μπο­ρεῖ νά ὁ­δη­γή­σει μέ ἀ­σφά­λεια τήν πα­τρί­δα μας καί, γε­νι­κό­τε­ρα, τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα στήν ὑ­πέρ­βα­ση τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης καί τήν κα­θο­λι­κή ἐ­πι­κρά­τη­ση τῶν με­γά­λων ἀ­γα­θῶν τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς εἰ­ρή­νης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας.
Τ
 ά πράγ­μα­τα θά ἦ­ταν, σί­γου­ρα, πο­λύ κα­λύ­τε­ρα, ἄν ἡ παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση πού μᾶς ἔ­δω­σε τήν ἀ­φορ­μή γιά τήν ἐκ­φώ­νη­ση ἐ­κεί­νης τῆς ὁ­μι­λί­ας ἀ­πο­τε­λοῦ­σε πιά πα­ρελ­θόν καί ἄν ἄλ­λα ζη­τή­μα­τα ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τήν ἐ­πι­και­ρό­τη­τα τῶν ἡ­με­ρῶν μας. Δυστυ­χῶς, ὅ­μως, τά γε­γο­νό­τα δέν ἐ­ξε­λί­χθη­καν ἔ­τσι. Ὁ φό­βος τῆς ἐν­δε­χό­με­νης ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σης, ἡ ἐ­ξα­θλί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τήν ἀ­νέ­χεια καί τήν ἀ­νερ­γί­α, ἡ ἀ­γω­νί­α γιά τό μέλ­λον τῶν παι­δι­ῶν μας καί, φυ­σι­κά, ἡ ἀ­να­σφά­λεια πού ἐ­πι-κρα­τεῖ στίς ἀ­να­πτυγ­μέ­νες, κυ­ρί­ως, κοι­νω­νί­ες τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου δι­α­τη­ροῦν τό θέ­μα τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης στό προ­σκή­νιο τῆς ἐ­πι­και­ρό­τη­τας, προ­σφέ­ρον­τάς του τήν πρω­το­κα­θε­δρί­α τοῦ πο­λι­τι­κοῦ, δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κοῦ καί κοι­νω­νι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος.
Π
 αίρ­νον­τας, λοι­πόν, καί πά­λι ἀ­φορ­μή ἀ­πό τό ἴ­διο ἐ­πί­και­ρο ζή­τη­μα, νο­μί­ζου­με πώς ἀ­ξί­ζει τόν κό­πο νά σχο­λι­ά­σου­με γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά κά­ποι­ες πτυ­χές τῆς θε­ο­λο­γί­ας τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου, βα­σι­κοί ἐκ­φρα­στές τῆς ὁ­ποί­ας, τό­σο σέ πρα­κτι­κό, ὅ­σο καί σέ θε­ω­ρη­τι­κό ἐ­πί­πε­δο, ὑ­πῆρ­ξαν οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ ση­με­ρι­νός μας λό­γος δέν θά ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ τό καί­ριο ζή­τη­μα τῆς ὑ­πέρ­βα­σης τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης, ἀλ­λά μέ τό ζή­τη­μα τοῦ πλού­του καί τῆς ὀρ­θῆς δι­α­χεί­ρι­σης τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Καί μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο θά προ­σπα­θή­σου­με νά ἀ­να­πτύ­ξου­με συ­νο­πτι­κά καί τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς «ἀ­κτη­μο­σύ­νης», γιά τήν ὁ­ποί­α γί­νε­ται ἐ­κτε­νής λό­γος στήν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί, κυ­ρί­ως, στήν ἀ­σκη­τι­κή καί νη­πτι­κή της γραμ­μα­τεί­α.
 χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση της ρι­ζο­σπα­στι­κή καί ἀ­να­τρε­πτι­κή. Δέν δι­στά­ζει νά ἀμ­φι­σβη­τή­σει πράγ­μα­τα αὐ­το­νό­η­τα γιά τήν πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ἤ καί νά ἔρ­θει σέ πλήρη ρή­ξη μέ ὄ­τι, συ­νή­θως, ὀ­νο­μά­ζου­με κοι­νή λο­γι­κή. Αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται, τό­σο στόν ὑ­περ­λό­γο χα­ρα­κτή­ρα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης, ὅ­σο καί στήν ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων ἀπό τή χριστιανική ἠθική μέ βά­ση τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή καί καρ­δια­κή τους ζω­ή, πού παραμένει πάντα κρυφή και ἀ­θέ­α­τη, καί ὄ­χι μέ βά­ση τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή καί φαι­νο­με­νι­κή ζω­ή τους, τήν ἄμεσα προ­σι­τή στίς αἰ­σθή­σεις μας καί τήν ἀντικειμενική πα­ρα­τή­ρη­ση.
Μ
 έ βά­ση αὐ­τή τή θε­με­λι­ώ­δη ἀρ­χή μπο­ροῦ­με, ἴ­σως, νά κα­τα­νο­ή­σου­με τίς θέ­σεις τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἠ­θι­κῆς γιά τό ζή­τη­μα τοῦ πλού­του καί τῆς ὀρ­θῆς χρή­σης του. Ἐ­νῶ, λοι­πόν, ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­γα­ποῦν τόν πλοῦ­το καί δι­α­κα­ῶς τόν ἐ­πι­θυ­μοῦν, ὁ Χρι­στός δέν συμ­με­ρί­ζε­ται αὐ­τή τήν ἀν­τί­λη­ψη. Ἀν­τί­θε­τα, Θε­άν­θρω­πος ὤν, ἐ­πι­λέ­γει ἑ­κού­σια τήν ὁ­δό τῆς πτω­χεί­ας καί αὐ­τή μᾶς προ­τεί­νει ὡς κα­νό­να ἀ­πό­λυ­της τε­λει­ό­τη­τας. Μι­λᾶ γιά τόν πλού­σιο μέ τήν ἀ­γά­πη καί τή συμ­πά­θεια πού ἁρ­μό­ζουν σέ ἕ­να πρό­σω­πο τρα­γι­κό καί δυ­στυ­χι­σμέ­νο, τό ὁ­ποῖ­ο, ἐ­νῶ νο­μί­ζει πώς κα­τέ­χει τά πάν­τα, δέν κα­τέ­χει, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τί­πο­τα. Θε­ω­ρεῖ τήν ἀ­γά­πη πρός τόν πλοῦ­το ὡς ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στη μέ τήν ἀ­γά­πη πρός τό Θε­ό καί τό πρός τό συ­νάν­θρω­πο καί, τέ­λος, μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ πώς ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τή μπο­ρεῖ νά γί­νει ἡ αἰ­τί­α τοῦ αἰ­ώ­νιου χω­ρι­σμοῦ μας ἀ­πό τό μό­νο ἀ­λη­θι­νό Πλοῦ­το, τό Θε­ό.
Γ
 ια­τί, ὅ­μως, ὁ Χρι­στός ἐμ­φα­νί­ζε­ται στά εὐ­αγ­γέ­λια τό­σο ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κός ἀ­πέ­ναν­τι στό φαι­νό­με­νο τῆς συσ­σώ­ρευ­σης τοῦ πλού­του; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος βρί­σκε­ται, ὅ­πως πάν­τα, μέ­σα στά εὐ­ρύ­τε­ρα ἑρ­μη­νευ­τι­κά πλαί­σια τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας Πα­ρά­δο­σης. Οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί, κυ­ρί­ως, ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος εἶ­ναι αὐ­τοί πού θά συγ­κε­φα­λαι­ώ­σουν τήν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, θά τήν ἀ­να­πτύ­ξουν, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στίς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς τους, δη­μι­ουρ­γι­κά καί θά δι­α­τυ­πώ­σουν ὁ­ρι­στι­κά τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά τό σύ­νο­λο τῶν προ­βλη­μά­των πού ἀ­φο­ροῦν στή συγ­κρό­τη­ση τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου.
Σ
 τό ἐ­πί­κεν­τρο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τους βρί­σκε­ται, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ θε­σμοῦ τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τήν ὁ μό­νος πραγ­μα­τι­κός κύ­ριος καί ἰ­δι­ο­κτή­της τοῦ κό­σμου καί ὅ­λων τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν εἶ­ναι ὁ Θε­ός πού δη­μι­ούρ­γη­σε τά πάν­τα ἀ­πό τό μη­δέν, ἐ­νῶ ὁ θε­σμός τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά μί­α ἀ­πό τίς συ­νέ­πει­ες τῆς πτώ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που καί τῆς εἰ­σό­δου τοῦ κα­κοῦ στή ζω­ή μας. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι ἰ­δι­ο­κτή­της, ἀλ­λά «οἰ­κο­νό­μος», δη­λα­δή δι­α­χει­ρι­στής, τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν πού τοῦ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται ἡ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ καί ὡς οἰ­κο­νό­μος εἶ­ναι ὑ­πό­λο­γος ἀ­πέ­ναν­τι στό Θε­ό γιά τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­σκεῖ τήν οἰ­κο­νο­μί­α του, γιά τόν τρό­πο, δη­λα­δή, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο δι­α­χει­ρί­ζε­ται τά λί­γα ἤ τά πολ­λά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά πού τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Θε­ός. Κα­λός οἰ­κο­νό­μος τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι αὐ­τός πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιά τόν ἑ­αυ­τό του μό­νο ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α γιά τήν ἐ­ξα­σφά­λι­ση τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς ἐ­πι­βί­ω­σής του καί προ­σφέ­ρει ἐ­λεύ­θε­ρα τό ὅ­ποι­ο μι­κρό ἤ με­γά­λο πε­ρίσ­σευ­μά τους σέ ὅ­σους τό στε­ροῦν­ται καί τό ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος δέν δι­α­χει­ρί­ζε­ται τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά μέ αὐ­τό τόν τρό­πο, ἀλ­λά ἐ­πι­θυ­μεῖ νά τά κα­τέ­χει μό­νο γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί νά αὐ­ξά­νει ἀ­στα­μά­τη­τα τό πε­ρίσ­σευ­μά τους, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται σέ κα­κό οἰ­κο­νό­μο καί σφε­τε­ρι­στή τῶν πραγ­μά­των τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του κα­θί­στα­ται ὑπό­λο­γος ὄ­χι μό­νο ἀ­πέ­ναν­τι στό Θε­ό, ἀλ­λά καί ἀ­πέ­ναν­τι στούς συ­ναν­θρώ­πους του. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πραγ­μα­τι­κός κλέ­πτης πού ἁρ­πά­ζει μέ δό­λο καί ἰ­δι­ο­τέ­λεια αὐ­τά πού δι­και­ω­μα­τι­κά ἀ­νή­κουν σέ ὅ­σους τά ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πραγ­μα­τι­κός φο­νιάς ὅ­σων χά­νουν κά­τω ἀ­πό αὐ­τές τίς συν­θῆ­κες τή ζω­ή τους. Καί ὡς κλέ­πτης καί φο­νιάς θά κρι­θεῖ καί θά κα­τα­δι­κα­στεῖ ἀ­πό τό Θε­ό. Ὁ νό­μος τοῦ κρά­τους δί­νει, ἴ­σως, στόν ἄν­θρω­πο τό δικαί­ω­μα νά συσ­σω­ρεύ­ει τόν πλοῦ­το καί νά ἰ­δι­ο­ποι­εῖ­ται τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ἀλ­λά ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζει αὐ­τό τό δι­καί­ω­μα καί, σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, αὐ­τή ἡ θεί­α δι­και­ο­σύ­νη θά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σει αἰ­ώ­νια τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σης τά ἔρ­γα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων.
ξί­ζει, ἐ­πί­σης, νά ση­μει­ω­θεῖ πώς ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας φτά­νει μέ­χρι ἐ­δῶ. Ἀ­ναγ­γέλ­λει στόν ἄν­θρω­πο τήν ἀ­λή­θεια της καί ἀ­φή­νει τά ὑ­πό­λοι­πα στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α του. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τή δυ­να­τό­τη­τα νά τήν ἀ­πο­δε­χθεῖ ἤ νά τήν ἀ­πορ­ρί­ψει καί σέ κα­νέ­ναν δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται τό δι­καί­ω­μα τῆς ἐ­πι­βο­λῆς τοῦ δι­καί­ου. Τό­σο αὐ­τός πού ζη­λεύ­ει τόν πλού­σιο καί ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ἁρ­πά­ξει τά πλού­τη του γιά νά κα­τα­λά­βει τή θέ­ση του, ὅ­σο καί αὐ­τός πού μι­σεῖ τόν πλού­σιο καί ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ἁρ­πά­ξει τά πλού­τη του στό ὄ­νο­μα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης, κι­νοῦν­ται ἔ­ξω ἀ­πό τά πλαί­σια τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀν­θρω­πο­λο­γί­ας. Ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, μά­λι­στα, ὁ­ρι­σμέ­νοι πώς στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό (δη­λα­δή, στήν ἄρ­νη­ση τῆς ἱ­ε­ρο­ποίη­σης τῆς βί­ας) βρί­σκε­ται ἡ ἀ­χίλ­λει­ος πτέρ­να τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἤ, ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, πώς ἐ­δῶ κρύ­βε­ται ἡ πρό­θε­σή της νά ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τόν πλοῦ­το καί νά ὑ­πη­ρε­τή­σει, ἔ­τσι, τή δι­αι­ώ­νι­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας. Ὁ φό­βος τῆς κα­τά­χρη­σης τοῦ χρό­νου μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νά μήν ἐ­πε­κτα­θοῦ­με στό σχο­λια­σμό αὐ­τοῦ τοῦ σπου­δαί­ου ζη­τή­μα­τος. Ἐλ­πί­ζου­με, ὅ­μως, ὅ­τι κά­πο­τε θά μᾶς δο­θεῖ ἡ εὐ­και­ρί­α νά ποῦ­με λί­γα λό­για καί γιά αὐ­τό.
Μ
έ βά­ση, λοι­πόν, τήν ἐν λό­γῳ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν μπο­ροῦ­με νά ἑρ­μη­νεύ­σου­με ὀρ­θά τή στά­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἀ­πέ­ναν­τι στόν πλοῦ­το. Ὁ πλοῦ­τος δέν εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση του οὔ­τε κα­λός, οὔ­τε κα­κός. Γί­νε­ται, ὅ­μως, κα­λός ἤ κα­κός ἀ­νά­λο­γα μέ τόν τρό­πο πού τόν χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἄν­θρω­πος. Ἄν ὁ ἄν­θρω­πος συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὡς κα­λός οἰ­κο­νό­μος τῶν δω­ρε­ῶν τοῦ Θε­οῦ, τό­τε αὐ­τό­μα­τα καί ὁ πλοῦ­τος λει­τουρ­γεῖ ὡς ἀ­γα­θό πού ὑ­πη­ρε­τεῖ τήν ἀ­γά­πη καί τή δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν, πά­λι, ὁ ἄν­θρω­πος συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ὡς κα­κός οἰ­κο­νό­μος τῶν δω­ρε­ῶν τοῦ Θε­οῦ, τό­τε αὐ­τό­μα­τα καί ὁ πλοῦ­τος λει­τουρ­γεῖ ὡς κοι­νω­νι­κό κα­κό πού ὑ­πη­ρε­τεῖ τό ἐ­γω­κεν­τρι­κό συμ­φέ­ρον καί τήν ἀ­δι­κί­α. Συ­νε­πῶς, ὁ Χρι­στός δέν κα­τα­δι­κά­ζει τόν πλοῦ­το, ἀλ­λά τήν κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο. Γιά τό Χρι­στό ἡ πραγ­μα­τι­κή πη­γή ὅ­λων τῶν μορ­φῶν τῆς ἀ­δι­κί­ας δέν βρί­σκε­ται στόν πλοῦ­το, ἀλ­λά στά πά­θη τῆς ἀ­πλη­στί­ας καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας πού μέ τυ­ραν­νι­κή ἐ­ξου­σί­α ὠ­θοῦν τόν ἄν­θρω­πο στήν κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του. Καί ἐ­πει­δή, ἀ­κρι­βῶς, εἶ­ναι πο­λύ εὔ­κο­λο τό νά ὑ­πο­κύ­ψει ὁ ἄν­θρω­πος στά πά­θη του καί νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τόν πλοῦ­το μέ κα­κό τρό­πο, ἐ­νῶ, ἀν­τί­θε­τα, εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο τό νά νι­κή­σει τά πά­θη του καί νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τόν πλοῦ­το μέ κα­λό τρό­πο, ὁ Κύ­ριος λέ­ει: «…Ἀ­μήν λέ­γω ὑ­μίν· ὅ­τι δυ­σκό­λως πλού­σιος εἰ­σε­λεύ­σε­ται εἰς τήν Βα­σι­λεί­αν τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Πά­λιν δέ λέ­γω ὑ­μίν· εὐ­κο­πό­τε­ρον ἐ­στί κά­μη­λον διά τρυ­πή­μα­τος ρα­φί­δος δι­ελ­θεῖν ἤ πλού­σιον εἰς τήν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν…» (Μτθ. 19, 23-24). Ὅ­ταν, μά­λι­στα, οἱ μα­θη­τές Του κα­τα­λή­γουν στό λογικό συμ­πέ­ρα­σμα, πώς, ἄν ἔ­τσι ἔ­χουν τά πράγ­μα­τα, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά σω­θεῖ ὁ πλού­σιος, ὁ Κύ­ριος τούς ἐ­ξη­γεῖ, πώς ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ πλού­σιου εἶ­ναι, μέν, πο­λύ δύ­σκο­λη, ἀλ­λά ὄ­χι ἀ­δύ­να­τη, για­τί «…πα­ρά ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρά δέ Θε­ῶ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι…» (Μτθ. 19, 26), ὑ­πο­νο­ών­τας πώς μέ τή βο­ή­θεια τῆς θεί­ας χά­ρι­τος εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πάρ­ξουν –ἔ­στω καί  σπά­νια– ἄν­θρω­ποι πού θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τόν πλοῦ­το μέ σω­στό τρό­πο. Τέ­τοι­οι ἄν­θρω­ποι ὑ­πῆρ­ξαν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, ἀ­φοῦ ὅ­λοι τους εἶ­χαν τε­ρά­στια πε­ρι­ου­σί­α πού τή μοί­ρα­σαν ἐ­λεύ­θε­ρα στούς πτω­χούς, ὅ­ταν ἀ­πο­φά­σι­σαν νά ἀ­φι­ε­ρω­θοῦν στό Θε­ό.
Ε
 ἴ­δα­με, προ­η­γου­μέ­νως, πώς γιά τή χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α ἡ πραγ­μα­τι­κή αἰ­τί­α τῆς ἀ­γά­πης τοῦ πλού­του βρί­σκε­ται στά πά­θη τῆς ἀ­πλη­στί­ας καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καί ἐ­νάν­τια σέ αὐ­τά πρέ­πει, κα­τά βά­ση, νά στρέ­φε­ται ὁ ἀ­γώ­νας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄν δέν ξε­ρι­ζω­θεῖ ἀ­πό τήν καρ­διά τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ πό­θος τῆς ἀ­πλη­στί­ας καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ἡ κοι­νω­νί­α μας ἀ­πό τά δει­νά πού συ­νε­πά­γε­ται ἡ κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του. Ἀξίζει, μά­λι­στα, να ἀναφέρουμε πῶς γιά τή χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α τά πάθη τῆς ἀ­πλη­στί­ας καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας δέν ἐ­ξου­σιά­ζουν τυ­ραν­νι­κά μό­νο τόν πλού­σιο, ἀλ­λά καί αὐ­τόν πού, ἐνῶ δέν κα­τέ­χει τόν πλοῦ­το, ἀπλά τόν ἐ­πι­θυ­μεῖ, εἴ­τε γιά νά τόν ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ, εἴ­τε γιά νά τόν δι­α­χει­ρι­στεῖ, τά­χα, στό ὄ­νο­μα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης. Γι’ αὐ­τό καί, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ, του­λά­χι­στον, τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή καί καρ­δια­κή τους ζω­ή δέν ὑ­πάρ­χει με­τα­ξύ αὐ­τῶν τῶν ἀν­θρώ­πων κά­ποι­α εἰ­δο­ποι­ός ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά.
­ξί­ζει, τέ­λος, νά ση­μει­ώ­σου­με πώς ἡ ἄρ­νη­ση τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας τοῦ πλού­του πού ἐκ­φρά­ζε­ται ὡς ἀ­γώ­νας ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν τῆς ἀ­πλη­στί­ας καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο τήν ἀ­φε­τη­ρί­α στόν ἀ­γώ­να τῆς ἐ­ξο­μοί­ω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που πρός τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι, κα­τ’ οὐ­σί­αν, ἔνα πρῶ­το βῆ­μα στήν πνευ­μα­τι­κή μας πο­ρεί­ας πρός τό Θε­ό πού στήν ἀ­σκη­τι­κή γραμ­μα­τεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται, γε­νι­κά, ὡς «ἀ­κτη­μο­σύ­νη». Ἡ πλή­ρης, ὅ­μως, ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τήν ἄρ­νη­ση τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας τοῦ πλού­του καί τῆς ἰ­δι­ο­ποί­η­σης τῶν ὑ­λι­κῶν κτή­σε­ων καί, σέ δεύ­τε­ρη φά­ση, ἐ­πε­κτεί­νε­ται στήν ἄρ­νη­ση τῆς ἰ­δι­ο­ποί­η­σης τῶν δι­α­νο­η­τι­κῶν καί τῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν κτή­σε­ων, γιά νά κα­τα­λή­ξει, στήν τρί­τη καί τε­λι­κή της φά­ση, στήν ἄρ­νη­ση τῆς ἰ­δι­ο­ποί­η­σης τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος. Ὁ ἀ­λη­θι­νός, δη­λα­δή, χρι­στια­νός δέν ἀ­πο­τάσ­σε­ται μό­νο τίς ὑ­λι­κές κτή­σεις καί τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πλού­του, ἀλ­λά, σέ δεύ­τε­ρη φά­ση, καί τό πά­θος τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται, εἴ­τε ὡς ἐ­πι­θυ­μί­α δι­ά­κρι­σης καί ὑ­πε­ρο­χῆς, εἴ­τε ὡς ἐ­πι­θυ­μί­α ἐ­ξου­σι­α­στι­κῆς κα­τα­δυ­νά­στευ­σης, εἴ­τε, τό καί συ­νη­θέ­στε­ρο, ὡς ἁ­πλή ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δό­ξας. Ὁ ἀ­λη­θι­νός χρι­στια­νός δέν ἀ­πο­τάσ­σε­ται μό­νο τίς ὑ­λι­κές κτή­σεις καί τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πλού­του, ἀλ­λά, σέ τρί­τη φά­ση, καί ὅ­λες τίς ἐμ­πα­θεῖς ἐκ­δη­λώ­σεις τοῦ ὑ­λι­κοῦ ὑ­πο­στρώ­μα­τος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης πού μέ τόν ἕ­να ἤ μέ τόν ἄλ­λο τρό­πο ἐμ­πο­δί­ζουν τήν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν ἄ­σκη­ση τῆς τέ­λειας καί ἀ­πό­λυ­της ἀ­γά­πης, την ὁποία ὁ χρι­στια­νός ὀ­φεί­λει πρός τό Θε­ό καί πρός τό συ­νάν­θρω­πο.
Σ
 τήν ἔμ­πρα­κτη ἐ­φαρ­μο­γή τῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης βρί­σκε­ται, κα­τά τή χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α, ἡ ὑ­πέρ­βα­ση τῶν δει­νῶν πού προ­ξε­νεῖ στή ζω­ή μας ἡ κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του. Αὐ­τή τήν ὁ­δό χά­ρα­ξε καί ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ Χρι­στός καί αὐ­τή Μᾶς ὑ­πέ­δει­ξε ὡς ὁ­δό σω­τη­ρί­ας. Αὐ­τή τήν ὁ­δό ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ ἅ­γιοι της Ἐκ­κλη­σί­ας Του καί αὐ­τή μᾶς προ­τεί­νουν μέ τή ζω­ή καί τό ἔρ­γο τους οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, οἱ θε­ο­δε­κτές πρε­σβεί­ες τῶν ὁ­ποί­ων εἴ­θε νά σκέ­πουν γιά πάν­τα τό γέ­νος μας καί νά εὐ­λο­γοῦν τά παι­δί­α μας. Ἀ­μήν.

Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ
Θε­ο­λό­γος – Ἐκ­παι­δευ­τι­κός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 02/01/2013

Υ.Γ.  1) Η ανάπτυξη της χριστιανικής έννοιας της «ακτημοσύνης» εδράζεται στη διδασκαλία του μακαριστού γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (βλπ. «ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ», Έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1996, Μέρος Α΄, Κείμενο Ι. «Περί των βάσεων της oρθοδόξου ασκήσεως», Κεφ. Δ΄ «Αι μοναχικαί υποσχέσεις», παρ. 3 «Η ακτημοσύνη», σελ. 69-72).
2) Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε στο Καράτουλα Ηλείας την Τετάρτη 30  Ιανουαρίου 2013 κατά τησχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών.
3) Επιτρέπεται η ακριβής ηλεκτρονική και έντυπη αναπαραγωγή του κειμένου με την προϋπόθεση ότι θα ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ και θα μνημονεύεται ως πηγή προέλευσής του η ιστοσελίδα: www.egolpion.com

*  ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤHN ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙA ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΟΜΙΛΙΩΝ, ΠΟΥ ΣΚΟΠΟ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ "ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ", ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ 


Read more: http://www.egolpion.com/ierarxes_ptwxeia.el.aspx#ixzz3QAbvxK00

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ: Αιώνια πρότυπα αγιότητας, ανθρωπιάς και παιδείας

 



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ:
Αιώνια πρότυπα αγιότητας, ανθρωπιάς και παιδείας
Επιμέλεια: Μιχαήλ Χούλης, Θεολόγος
 
   Η Εκκλησία μας τιμάει στις 30 Ιανουαρίου τους τρεις μεγάλους Ιεράρχες: Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Τους «τρεις μεγίστους φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος», που ορθόδοξα ερμήνευσαν το Ευαγγέλιο του Χριστού, διέδωσαν το λόγο της χάριτος, μελέτησαν τις ανθρώπινες επιστήμες σε μεγάλο βαθμό και πάλεψαν με όλες τους τις δυνάμεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα: Πνευματικά, προσωπικά, κοινωνικά, οικονομικά.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, το 330 μ.Χ., αλλά μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Προερχόταν από πολύτεκνη και αγία οικογένεια. Στην Κωνσταντινούπολη σπούδασε κοντά στον ξακουστό εθνικό φιλόσοφο Λιβάνιο. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν στην Νικομήδεια και την Αθήνα, ενώ διέπρεψε και ως δικηγόρος για πέντε χρόνια στην Καισάρεια. Υπήρξε σοφός και πολυγραφότατος. Γνώριζε καλά κάθε επιστήμη της εποχής του. Βαπτίστηκε σε ηλικία 30 ετών, δημιούργησε τους κανόνες του κοινοβιακού μοναχισμού, ασκήτεψε παρά τον Ίρι ποταμό μαζί με τον Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Ευσέβιο Καισαρείας, και μετά τον Μ. Αθανάσιο ήταν αυτός ο κύριος αντιμέτωπος των οπαδών του Αρείου, οι οποίοι ηρνούντο τη θεότητα του Χριστού. Πολέμησε τη φτώχια και αδικία, ευαισθητοποίησε τους πλουσίους υπέρ της φιλανθρωπίας (ιδιαίτερα στην μεγάλη πείνα του 367-368) και δημιούργησε τη Βασιλειάδα, μια πόλη-θαύμα ανθρωπιάς, δια της οποίας και μέσα στην οποία διαβίωναν και τρέφονταν 30.000 πεινασμένοι, ορφανοί, ηλικιωμένοι, ασθενείς και πονεμένοι άνθρωποι κάθε ηλικίας. Έτσι, η κοινωνική δράση ξεκίνησε από την Εκκλησία και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τα διάφορα κράτη. Στα 49 του χρόνια, μετά από ζωή εξαντλητικής νηστείας και προσφοράς, έφυγε για την άνω Ιερουσαλήμ, στα τέλη του 378 μ.Χ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, γεννήθηκε το 329 μ.Χ. σε ένα χωριό (Αριανζό) κοντά στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ονομάστηκε «μέγας» και «Θεολόγος» για την μεγάλη του λογοτεχνική και εκκλησιαστική προσφορά, αλλά και για την αγιότητά του. Μας άφησε 408 ποιήματα, 18.000 περίπου στίχων, μεγάλης ποιότητας και μεγαλείου. Σπούδασε 13 ολόκληρα χρόνια (στην Καισάρεια Καππαδοκίας, στην Καισάρεια Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα), τη φιλολογία, τη φιλοσοφία, τα νομικά, την αριθμητική και γεωμετρία, τη μουσική. Έμεινε ιστορική η φιλία του με τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος μάλιστα τον χειροτόνησε επίσκοπο Σασίμων στα 43 του χρόνια. Στον Ίρι ποταμό μελέτησε βαθειά τη φύση, τον εαυτό του, τα έργα του Ωριγένη και την Αγία Γραφή. Όταν η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει στα χέρια των Αρειανών, εκφώνησε 5 Θεολογικούς Λόγους που έμειναν στην ιστορία, αν και κινδύνευε η ζωή του από τις εχθρικές ενέργειες εναντίον του. Τα έβαλε ακόμη και με τους νόμους της εποχής του που μείωναν την αξία και την ισότητα των γυναικών, επειδή όπως κήρυττε, «άντρες οι νομοθετούντες, γι’ αυτό κατά των γυναικών η νομοθεσία». Όταν ορισμένοι ζήλεψαν τη δόξα του και τον φθόνησαν, δεν δίστασε να παραιτηθεί από αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, γεννήθηκε στην σπουδαία και ιερή πόλη Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354 μ.Χ. Η μητέρα του, Ανθούσα, επιμελήθηκε πολύ συνετά την ανατροφή του μετά τον θάνατο του πατέρα του, όπως και ο Μ. Βασίλειος διέπρεψε με τη βοήθεια της σωστής ανατροφής της μητέρας του Εμμέλειας. Έγινε ο πιο σοφός της εποχής του, μόνασε στην Αντιόχεια, εξελίχθηκε σε ακαταπόνητο κοινωνικό εργάτη και μοναδικό εκκλησιαστικό ρήτορα. Καθημερινά συντηρούσε φιλανθρωπικά 3.000 άτομα, ενώ στην Κωνσταντινούπολη αργότερα 7.000! Σώζονται γύρω στις 1.000 ομιλίες του και τα έργα του στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής καλύπτουν πολλούς ογκώδεις τόμους. Αρχές του 398 μ.Χ. χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή ήταν σταθερός και ευθύς στις απόψεις του, και δεν δίσταζε να ελέγχει προς πάσα κατεύθυνση, ενόχλησε θρησκευτικούς και πολιτικούς παράγοντες, καθώς και αρκετούς πλουσίους, τους οποίους έλεγχε για τη σκληρότητά τους. Κατάφεραν μάλιστα να καθαιρεθεί αντικανονικά, ενώ ο λαός τον προστάτεψε πολλές φορές για να μην πάθει το παραμικρό. Αν και επέστρεψε και αποκαταστάθηκε πανηγυρικά  από σύνοδο, εξορίστηκε εκ νέου, το 404 μ.Χ. και υπέφερε καθ’ οδόν στα βάθη της Μ. Ασίας. Στα Κόμανα του Πόντου, το 407, στο ναό του Αγίου Βασιλίσκου, κοινώνησε για τελευταία φορά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Χριστό που τόσο αγάπησε, με τα λόγια  «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Ορισμένα ψήγματα στη συνέχεια από τη μοναδική τους διδασκαλία και δραστηριότητα, που συμπεριλαμβάνουν όλους τους τομείς των ανθρωπίνων θεμάτων και αναγκών, θεωρητικών και πρακτικών:
Τα τρία πάγχρυσα στόματα του Λόγου διδάσκουν την αρμονική συμβίωση των συζύγων, τη συγχωρητικότητα με σκοπό την καλή συνέχεια της οικογένειας, τον κίνδυνο παρεκτροπής των παιδιών σε συνθήκες διάλυσης του γάμου, την επιείκεια και πραότητα ανάμεσα στο ζευγάρι, την ισοτιμία των φύλων. Δεν διστάζουν να καυτηριάζουν τους νόμους της εποχής τους, που δεν ήσαν πάντα δίκαιοι. Εκθειάζουν την προσφορά της μητέρας και την ομόνοια και φιλία που πρέπει να χαρακτηρίζει τα μέλη μέσα στην οικογένεια.
Η κοινωνικότητα ως παράδειγμα αντλείται και από την κατασκευή του σώματος. Όλα τα όργανα είναι αναγκαία και συνεργάζονται άψογα για να παράγεται καλό αποτέλεσμα. Η φιλία, η αγάπη και η ειρήνη είναι η γνήσια κοινωνικότητα. Ιδιαίτερα η συνειδητοποίηση ότι είμαστε όλοι παιδιά ενός Πατέρα και ως εκ τούτου μεταξύ μας αδέλφια. Η «επίγεια Τριάδα», όπως ονόμασε ο Ιωάννης Μαυρόπους τους τρείς φωστήρες της οικουμένης, ακτινοβολούσε τον πάμφωτο ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστό, και γι’ αυτό αποτελεί φωτεινό αρχέτυπο για τους νέους. Η αληθινή χαρά, διδάσκουν, είναι αποτέλεσμα πίστης και ένωσης με το Θεό, όχι στιγμιαίο συναίσθημα. 
Η θρησκευτικότητα είναι έμφυτη και κάθε άνθρωπος έχει μέσα του το «σπέρμα της Θεολογίας», αν και κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζει. Η πραγματική γνώση έρχεται με τα τρία εφόδια της Εκκλησίας: Το ιερό Ευαγγέλιο, το άγιο Δισκοπότηρο και τη συχνή θεία Κοινωνία και τα χωρίς όρια έργα αγάπης. Ενώ ο Νώε έσωσε μόνο την οικογένεια του από τον κατακλυσμό, ο απόστολος Παύλος, επειδή ήταν ενωμένος με τον Χριστό, με τη διδασκαλία και τις επιστολές του έσωσε όλη την οικουμένη. Η αγάπη είναι η περίληψη όλης της Αγίας Γραφής. Ξεπερνά σε αξία και αυτό το μαρτύριο. Άλλωστε οι απόστολοι ένεκα της αγάπης που είχαν μεταξύ τους κυρίευσαν τον κόσμο όλο και απέδειξαν έτσι την ανάγκη της υγιούς Θρησκείας και την ανάσταση του Κυρίου.   
Η εργασία πρέπει να ασκείται με επιμέλεια και προθυμία, με άμεμπτο τρόπο. Ο ίδιος ο Θεός εργάζεται ασταμάτητα και συνέστησε την εργασία ήδη από τον παράδεισο, ενώ εξάλλου και ο Ιησούς Χριστός, πριν ξεκινήσει δημόσια το σωτήριο έργο Του, εργαζόταν ως ξυλουργός και τεχνίτης. Χωρίς θρησκευτική πίστη δεν αποκλείεται ο άνθρωπος να καταντήσει κάποτε αναξιόπιστος καί στην εργασία του. Δεν έχει δηλαδή ηθικά ερείσματα για να αντισταθεί στο κακό και την κατακρήμνιση των αρετών. Όλες οι χειρωνακτικές εργασίες είναι απόλυτα σεβαστές και θαυμαστές, όχι μόνο οι λεγόμενες ‘πνευματικές’, τονίζουν οι ακούραστοι και ιδιαίτερα φιλόπονοι χρυσοί ιεράρχες.      
Η ειρήνη είναι πολυτιμότατο αγαθό, γνώρισμα του χριστιανού, και για να δοθεί ως δώρο από ψηλά απαιτείται πίστη στο Θεό και αρετή. Την ειρήνη πολλοί επαινούν μα λίγοι στηρίζουν. Αποτέλεσμα της έλλειψής της οι πάμπολλοι πόλεμοι στην ιστορία, που θα είχαν αποφευχθεί αν όλοι αγαπούσαν και αγαπιόντουσαν, ενδυναμωμένοι από τον Παράκλητο.  
Για την αγωγή και παιδεία, διδάσκουν οι τρεις σοφοί θείοι παιδαγωγοί, ότι πρέπει να παρέχεται με μέτρο και, αφού γίνεται πρώτα κατανοητή, τότε να παρέχεται στη συνέχεια και νέα γνωσιολογική και ανθρωπιστική τροφή. Οι νέοι είναι σαν τα χρυσά αγάλματα και τους πρέπει φροντίδα και ισόρροπη αγωγή. Η σωστή αγωγή αποτρέπει εξάλλου την παγκόσμια αναταραχή και την αναρχία. Οι εκπαιδευτικοί είναι αναγκαίο να πληρώνονται καλά για να είναι απερίσπαστοι στο λειτούργημά τους. Τους ανάξιους γονείς αποκαλούν παιδοκτόνους. Ελέγχουν άλλωστε και τους αμαθείς δασκάλους. Για την παραμέληση της αγωγής έχουν μεγάλη ευθύνη οι συντελεστές και υπεύθυνοι της αγωγής. Βασικό για τους νέους είναι το φωτεινό παράδειγμα του παιδαγωγού. Επειδή τα αρχέτυπα έχουν εξαφανιστεί γι’ αυτό και οι νέοι δεν γίνονται θαυμαστοί, πολύ εύστοχα επισημαίνουν. Η αγάπη είναι απαραίτητη στην παιδεία, που οφείλει να είναι ελεύθερη και όχι καταπιεστική. Η παιδεία πρέπει να δίνεται με επιστημονικό τρόπο και με ευσπλαχνία. Συνιστούν τον διάλογο που μειώνει το χάσμα των γενεών. Η καλοσύνη, η σύνεση και η ήρεμη φωνή αποδιώχνουν την φιλονικία. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται με φειδώ και όχι δημόσια. Η συμβουλή, ο χαρούμενος τρόπος διδασκαλίας και η αγάπη προσφέρουν ό,τι καλύτερο στην ψυχή και μόνο έτσι τα αποκτώμενα μένουν. Η αγωγή ακόμη είναι πλήρης όταν καλλιεργεί όλες τις αξιολογικές ροπές της ψυχής, ήτοι: Την ηθική, την θρησκευτικότητα, την κοινωνικότητα, την καλλιτεχνία, την επιστημοσύνη και την οικονομική κλίση του ανθρώπου.         
Τέλος, το κοινωνικό πρόβλημα την εποχή των τριών Ιεραρχών υπήρξε έντονο. Συμβουλεύουν να μην κρύβει κανείς τίποτα, αλλά το ψωμί, τα ρούχα, τα παπούτσια, τα χρήματα που περισσεύουν να μοιράζονται στους στερημένους. Τα πλούτη μοιάζουν με τα πηγάδια, συμβουλεύουν. Όσο μένουν ακίνητα τόσο μουχλιάζουν και αχρηστεύονται. Η σπατάλη και η πολυτέλεια είναι καλό να αποφεύγονται. Το ωραίο είναι να φερνόμαστε στους άλλους σαν αδελφοί και να μιμούμαστε στην πράξη την αγάπη του Θεού. Είναι αδύνατον, μας προτρέπουν, να περάσουμε την πόρτα του παραδείσου, αν δεν είμαστε ελεήμονες, ακόμη κι αν έχουμε αποκτήσει όλες τις άλλες αρετές. Μόνο όταν το Ευαγγέλιο, τονίζουν, γίνει πράξη και εφαρμοσθεί το θέλημα του Θεού, τότε θα αλλάξει ο κόσμος, θα ξεπροβάλει η ειρήνη και η δικαιοσύνη, θα εξαλειφθεί η πείνα, ο φόβος, η αδικία, οι ανισότητες και θα φανεί η αγάπη και αλληλεγγύη.  
Επιμέλεια: Μιχαήλ Χούλης, θεολόγος

ΠΗΓΗ:
Το βιβλίο του εκλεκτού θεολόγου Νικολάου Γ. Νευράκη: «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ Χθες- Σήμερα- Αύριο», Αθ. 1997 
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
  1. ΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1972
  2. Η ΙΚΕΣΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ, Μητροπ. Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, Αθ. 1970
  3. Ο ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979
  4. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Βασιλείου Χαρώνη, Αθ. 1993 κ.ε., τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
30  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2012 


Read more: http://www.egolpion.com/3ierarxes_xoulis.el.aspx#ixzz3QAbJKjU1