Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Τι είναι προσκύνηση; Ποιοι οι τρόποι της; (Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού)

Τι είναι προσκύνηση; Ποιοι οι τρόποι της; (Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού)

από savvasm

Παρακάτω, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάνει μια μικρή ανάλυση για τους τρόπους της προσκύνησης.

«Η προσκύνηση λοιπόν είναι σημείο υποταγής, δηλαδή υποβιβασμού και ταπεινώσεως. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσκυνήσεως. Πόσοι τρόποι προσκυνήσεως υπάρχουν;
Πρώτος τρόπος προσκυνήσεως είναι εκείνος που γίνεται κατά τη λατρεία. Την προσκύνηση αυτή την προσφέρουμε μόνο στον από τη φύση του προσκυνητό Θεό, και γίνεται με διάφορους τρόπους. Πρώτα κατά τον τρόπο της δουλείας, γιατί τον προσκυνούν όλα τα κτίσματα, όπως οι δούλοι τον δεσπότη, γιατί λέει: ‘’τα σύμπαντα δούλα σα’’ (Ψαλμός 118, 91). Και τον προσκυνούν άλλοι εκούσια, και άλλοι ακούσια. Άλλοι δηλαδή τον προσκυνούν εκούσια με επίγνωση, όπως οι ευσεβείς, ενώ όσοι έχουν επίγνωση αυτού και χωρίς να θέλουν να προσκυνούν ακούσια όπως οι δαίμονες· άλλοι πάλι χωρίς να γνωρίζουν τον κατά φύση θεό, προσκυνούν ακούσια αυτόν που αγνοούν.
Δεύτερος τρόπος προσκυνήσεως είναι εκείνος που γίνεται από θαυμασμό και πόθο, και κατά τον τρόπο αυτόν προσκυνούμε μόνο τον Θεό για τη φυσική του δόξα, γιατί είναι ο μόνος δοξασμένος, χωρίς να έχει τη δόξα από κανέναν άλλο, και είναι ο ίδιος αίτιος κάθε δόξας και κάθε αγαθού, φως ακατάληπτο, γλυκασμός ασύλληπτος, κάλλος απρόσμενο, άβυσσος αγαθότητας, σοφία ανεξιχνίαστη, δύναμη απειροδύναμη, μόνος άξιος να θαυμάζεται για τον εαυτό του και να προσκυνείται και να δοξάζεται και να ποθείται.
Τρίτος τρόπος είναι εκείνος που γίνεται από ευχαριστία, για τα αγαθά που συμβαίνουν για χάρη μας, γιατί όλα τα όντα οφείλουν να ευχαριστούν τον Θεό και να του προσφέρουν διαρκή προσκύνηση, αφού όλα από αυτόν έχουν την ύπαρξή τους και σ’ αυτόν συγκροτούνται και σε όλα μεταδίδει άφθονα τις δωρεές του, και χωρίς να ζητούν, και θέλει όλοι να σωθούν και να μετέχουν στην αγαθότητά του και μακροθυμεί για μας όταν αμαρτάνουμε, ανατέλλει τον ήλιο σε δικαίους και αδίκους και βρέχει σε πονηρούς και αγαθούς, και ότι ο Υιός του Θεού για μας έγινε ό,τι είμαστε και μας έκανε κοινωνούς θείας φύσεως, γιατί ‘’όμοιοι αυτώ εσόμεθα’’, όπως λέει ο Ιωάννης ο Θεολόγος στην καθολική επιστολή του.
Τέταρτος τρόπος είναι εκείνος που γίνεται από ένδεια και ελπίδα ευεργεσιών, κατά τις οποίες, έχοντας επίγνωση ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ή να αποκτήσουμε κάποιο αγαθό, τον προσκυνούμε ζητώντας από αυτόν ο καθένας αυτό που αισθάνεται ότι του λείπει και το οποίο ποθεί, και να σωθεί από τα κακά και να επιτύχει τα αγαθά.
Πέμπτος τρόπος προσκυνήσεως είναι ο τρόπος της μετάνοιας και της εξομολογήσεως, γιατί όταν αμαρτάνουμε προσκυνούμε και προσπίπτουμε στο Θεό παρακαλώντας ως δούλοι ευγνώμονες να συγχωρηθούν τα σφάλματά μας. Και αυτός ο τρόπος είναι τριπλός, γιατί , ή από αγάπη λυπάται κάποιος, ή για να μη χάσει τις ευεργεσίες του θεού, ή επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Έτσι, ο πρώτος τρόπος γίνεται από ευγνωμοσύνη και πόθο για τον ίδιο το Θεό και από υιική διάθεση, ο δεύτερος από διάθεση συμφεροντολογική, και ο τρίτος από διάθεση δουλική».
(Απόσπασμα από τον Γ’ λόγο περί των εικόνων, έργα αγίου Ι. Δαμασκηνού, ΕΠΕ 3, σελ. 243- 247).

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ - ΟΣΙΟΣ ΔΑΥΙΔ


Ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης της Μονής Οσίου Δαυΐδ στην Εύβοια (1920-1991)

Συγγραφέας: kantonopou στις Νοεμβρίου 21, 2011
Συμπληρώνονται φέτος δέκα* χρόνια απ’ την οσιακή κοίμηση του αγίου γέροντος π. Ιακώβου Τσαλίκη, ο οποίος έζησε στην Ι. Μονής Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος στην Εύβοια (1952-1991). Στο πρώτο μέρος ενός αφιερώματος στη μορφή του, παρουσιάζουμε γεγονότα από τη ζωή του χαρισματούχου γέροντος.
Ανταποκρινόμενοι στην ευγενική και φιλάδελφη πρόσκληση του εγκρίτου περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ και παροτρυνόμενοι απ’ την προτροπή του μακαριστού πλέον κι αυτού αγίου Γέροντος Παϊσίου, η οποία περιέχεται στον πρόλογο του βιβλίου του για τον Χατζη-Γιώργη, σύμφωνα με την οποία «οι απόγονοι πάντοτε έχουν ιερό καθήκον να γράφουν τα θεία κατορθώματα των αγίων Πατέρων της εποχής τους και τον φιλότιμο αγώνα τους για να πλησιάσουν τον Θεό», προσπαθήσαμε με τη βοήθεια του Θεού και επικαλούμενοι την ευχή του μακαριστού αγίου Γέροντος Ιακώβου, να γράψουμε, όσο το δυνατό πιο συνοπτικά, το κείμενο αυτό, το αφιερωμένο στη μνήμη του μακαριστού Γέροντος.
Η καταγωγή και η οικογένειά του
Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της αγιοτόκου Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, μία μικρή πόλη απ’ τις παραθαλάσσιες της Ιωνικής Γής, στο ύψος περίπου του Καστελλόριζου, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς, τον Σταύρο Τσαλίκη και την Θεοδώρα, κόρη του Γεωργίου και της Δέσποινας Κρεμμυδά. Οι γονείς του Γέροντος γέννησαν εννέα παιδιά, αλλά στη ζωή αυτή επέτρεψε ο Θεός να μείνουν μόνον τρία.
Η οικογένεια του Γέροντος ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της περιοχής, ο μεγάλος της όμως πλούτος ήταν η ευσέβειά της και η αγνή χριστιανική πίστη που είχε πολύ βαθιές ρίζες. Το γενεαλογικό δέντρο της είχε να καυχηθεί με την εν Χριστώ καύχηση επτά γενεές Ιερομονάχων, έναν αρχιερέα και έναν άγιο. Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των αγριανθρώπων Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου, που είχαν ήδη αρχίσει από το 1915 και 1917 μέχρι το 1920, έπληξαν και την οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου. Ο παππούς και νονός του, ο Γιώργης Κρεμμυδάς, άνθρωπος πραγματικά του Θεού, ο θείος του, ο γιατρός Χατζηδουλής, καθώς και άλλοι οικείοι του συνελήφθησαν απ’ τους Τούρκους και στη διάρκεια της εξοντωτικής πορείας για τα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας ξεψύχησαν κοντά στη Νίγδη απ’ τα βασανιστήρια των άγριων και αιμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων – χωροφυλάκων – και στρατιωτών. Ο πατέρας του, Σταύρος Τσαλίκης, πιάστηκε αιχμάλωτος κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Λιβισιού στις αρχές του 1922. Μετά από φοβερές κακουχίες, ατέλειωτες οδυνηρές οδοιπορίες και αναγκαστικές εργασίες σε ορυχεία, νταμάρια και αλλού, τον πήγαν στα μέρη της Τραπεζούντας και τον έβαλαν να χτίζει νοσοκομείο.
Ο ξεριζωμός
Ο π. Ιάκωβος, δύο χρονών τότε παιδάκι, με τη γιαγιά του, τη μητέρα του, τα δύο του αδέλφια, τον Γιώργο τεσσάρων χρονών και την Αναστασία, σαράντα μόλις ημερών, ξεριζώθηκαν κι αυτοί απ’ την πατρίδα τους, το Λιβίσι, μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, καταληστευμένοι και ταλαιπωρημένοι πολύ απ’ τους Τούρκους, που είχαν γίνει πιά για τους Έλληνες μόνο μαχαιροβγάλτες, άρπαγες και βιαστές. «Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς…». Τα καράβια της προσφυγιάς που μετέφεραν τους Έλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους από πείνα, δίψα και ψείρα, «πιάσανε» στον Πειραιά. «Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά», αφηγείτο ο ίδιος ο Γέροντας, «παρόλη τη νηπιακή μου ηλικία, θυμάμαι ότι ακούσαμε για πρώτη φορά στην ζωή μας κάποιους Έλληνες να βλαστημάνε τα Θεία. Τότε η γιαγιά μου είπε: “Πού ήρθαμε εδώ; Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, παρά να ακούμε τέτοια λόγια. Στη Μικρά Ασία δεν ξέραμε τέτοια αμαρτία». Τα λόγια αυτά της γιαγιάς του Γέροντος Ιακώβου φανερώνουν το πώς οι Μικρασιάτες ζούσαν τον Θεό.
Από τον Πειραιά το καράβι που μετέφερε και την οικογένειά του Γέροντα έφυγε για την Ιτέα, όπου εκεί τους κατέβασαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και στη συνέχεια τους οδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο, όπου έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε μία μακρόστενη αποθήκη για δύο χρόνια.
Η πρόνοια του Θεού έφερε μετά από δύο χρόνια στην περιοχή όπου ζούσαν τον πατέρα του Γέροντος για αναζήτηση εργασίας, ο οποίος είχε δραπετεύσει απ’ τους Τούρκους, παρόλο που τον φύλαγαν σαν τα μάτια τους, γιατί τον είχαν ανάγκη για αρχιμάστορα, κι έτσι ξανάσμιξε με την οικογένειά του με θαυμαστό τρόπο.
Η κλίση του προς το Θεό
Ο Γέροντας Ιάκωβος, πέντε χρονών παιδάκι τότε, για παιχνίδι του είχε ένα κεραμιδάκι στο οποίο έβαζε καρβουνάκι απ’ την πυροστιά που μαγείρευαν και ψάλλοντας «αλούγια – αλούγια» (αλληλούϊα), λιβάνιζε την οικογένειά του κι όλες τις προσφυγικές οικογένειες που έμεναν στην αποθήκη, έχοντας για χωρίσματα κουβέρτες που κρέμονταν ανάμεσά τους. Μένανε πάντα στην αποθήκη, γιατί τους έδιναν υποσχέσεις ότι σε λίγο θα τους μεταφέρουν αλλού, θα τους δώσουνε χωράφια και θα τους φτιάξουνε σπίτια…
Ο μικρός Ιάκωβος δεν έβγαινε να παίξει καθόλου στον δρόμο, δεν μπορούσε να ακούει τα παιδάκια του χωριού και μαζί μ’ αυτά και προσφυγόπουλα να λένε τις κακές λέξεις, έστω κι αν δεν τις καταλάβαινε. Προτιμούσε να πηγαίνει κάθε απόγευμα με τη γιαγιά και τη μητέρα του ν’ ανάβουνε τα καντηλάκια και να βάζει τη γιαγιά του να του λέει για τους βίους των αγίων και για τους Ιερομόναχους της οικογένειάς τους.
Η εγκατάσταση στην Βόρεια Εύβοια
Στα τέλη του 1925 η οικογένεια του Γέροντος Ιακώβου μεταφέρθηκε μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες στην Βόρεια Εύβοια, στο χωριό Φαράκλα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά σε κάτι σκηνές και μετά από δύο χρόνια σε μικρά σπίτια και καλλιεργούσαν κτήματα.
Ο πατέρας του Γέροντα ήταν και πολύ καλός τεχνίτης, χτίστης, κι ο κόσμος τον προτιμούσε και γι’ αυτό συχνά έλειπε απ’ το σπίτι. Έτσι, καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Γέροντα Ιακώβου έπαιξε η προσωπικότητα της μητέρας του, Θεοδώρας. Στολισμένη εκείνη με τις αρετές της πίστεως, της ευσεβείας και της ελεημοσύνης, της εγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), της εργατικότητας και της νοικοκυροσύνης, τις μετέδωσε με αγάπη και υπομονή στην απαλή ψυχή του παιδιού της, Ιακώβου. Του έμαθε επίσης να προσεύχεται και να κάνει πολλές μετάνοιες. Από έξι χρονών ο μικρός Ιάκωβος, χωρίς να ξέρει ακόμη γράμματα, είχε μάθει απ’ έξω τα της Θείας Λειτουργίας και τα σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ελάχιστα λάθη. Τόση αγάπη δε απέκτησε στις μετάνοιες, ώστε ακόμη και τις Κυριακές που πήγαινε απ’ τη νύχτα στην εκκλησία για να διακονήσει αρχικά στο ιερό κι αργότερα στο αναλόγιο, μέχρι να έλθει ο κόσμος έκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.
Αφηγείτο σχετικά ο Γέροντας Ιάκωβος: «Κάποια Κυριακή πρωΐ με βρήκε ο ιερέας να κάνω μετάνοιες στο ιερό και μου είπε: Παιδί μου Ιάκωβε, σήμερα Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη, ανέστη ο Κύριος, δεν κάνουν μετάνοιες». Κι εγώ του απάντησα: «Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί η μητέρα μου έτσι με έμαθε».
Έλεγε επίσης ο Γέροντας: «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα που οι ψάλτες έψαλλαν “Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…”, εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω απ’ την αγία Τράπεζα». «Ο παπάς», έλεγε ο Γέροντας, «νόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δύο κόκκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί».
Έτσι, έβλεπαν την ιερωσύνη τα παιδικά μάτια της αγνής ψυχής του. Έβλεπε τον ιερέα σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Κι έτσι στ’ αλήθεια τα θεία πράγματα είναι.
Η αγάπη του για την εκκλησιαστική ζωή
Η αγάπη του μικρού Ιακώβου για τα προσκυνητάρια και τα εξωκκλήσια τον έκανε να επισκέπτεται τακτικά και το εξωκκλήσι της αγίας Παρασκευής, σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό, που στα πρώτα χρόνια λειτουργούσε εκεί και το σχολείο του. Ανάβοντας τα καντήλια και περιποιούμενος τον ναό της, είχε την ευλογία, παιδάκι τότε οκτώ – εννέα ετών, να δεί αρκετές φορές ολοζώντανη την αγία. Υπακούοντας σε συμβουλή της μητέρας του, ζήτησε απ’ την αγία σε μία από τις εμφανίσεις της «νά του πεί, να του δώσει την τύχη του». Και η αγία Παρασκευή του είπε: «άκουσέ με, Ιάκωβε. Θα δείς δόξες πολλές, πολύς κόσμος θά ‘ρχεται να σε δεί, πολλά χρήματα θα περάσουν απ’ τα χέρια σου, αλλά δεν θα μείνουν». Και πράγματι όλα αυτά επαληθεύτηκαν.
Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιακώβου, καθώς και οι προσευχές της οσίας μητέρας του ήταν αιτία, ώστε ο Γέροντας Ιάκωβος από παιδί να έχει μία ζωντανή, μία θαυμαστή πραγματικά σχέση με την Παναγία μας και τους αγίους μας. Έτσι, πολύ απλά, πολύ φυσικά, είδε να τον ευλογεί και να τον θεραπεύει από δύσκολη ασθένεια ο άγιος Χαραλάμπης, του οποίου είχαν στο σπίτι τους μία μικρή ασημένια εικόνα θαυματουργή από τη Μικρά Ασία, πατρογονικό κειμήλιο έως εξακοσίων ετών. Το ίδιο απλά και φυσικά προσέτρεξε λίγο αργότερα στη χάρη της Παναγίας μας και την παρακάλεσε με κλάματα, της μίλησε όπως το παιδί στη μητέρα του μπροστά στη θαυματουργή της εικόνα της επωνομαζόμενης Ξενιάς, την οποία είχαν φέρει για προσκύνημα σε διπλανό χωριό, και είδε την Παναγία μας να του θεραπεύει σχεδόν αμέσως τα πληγωμένα πέλματα των ποδιών του, απ’ τα οποία έτρεχαν υγρά και με τα οποία είχε κάνει μαρτυρική πορεία δύο ωρών για να την προσκυνήσει.
Η αγία ζωή του μικρού Ιακώβου έκανε τους συγχωριανούς του, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών, όπου πήγαινε είτε ως μαστορόπουλο, βοηθός του πατέρα του, είτε για να ψάλλει με τη μελωδική και επιβλητική φωνή του στις γιορτές τους, να τον σέβονται και να τον υπολογίζουν ως παιδί της εκκλησίας, παιδί του Θεού. Κι έγινε η καταφυγή τους. Απ’ τα εννέα του χρόνια και μετά όλοι τον είχαν για γιατρό. Ο ίδιος ο Γέροντας, χαριτολογώντας, έλεγε αργότερα: «Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Είχα μία Σύνοψη και ό,τι προσευχή έβρισκα τους διάβαζα, τους σταύρωνα, τους ράντιζα με αγιασμό και γινόντουσαν καλά». Από μικρό λοιπόν παιδί ήταν στην υπηρεσία του Θεού και μάλιστα προικισμένο με το χάρισμα το ιαματικό, αλλά και το προορατικό, αφού με την καθαρότητα καρδίας και νου που είχε αποκτήσει με την άσκηση και την προσευχή, προέβλεψε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν λόγω του Ελληνοϊταλικού και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού όπου πήγαινε είχε σ’ όλες τις τάξεις άριστη επίδοση. Εντυπωσίαζε δε τόσο πολύ και για την συμπεριφορά του, ώστε τον μικρό Ιάκωβο τον σεβότανε κι ο δάσκαλος, που μαζί με τον Επιθεωρητή επέμεναν στους γονείς του να τον στείλουν στη Χαλκίδα στο Γυμνάσιο, για να συνεχίσει τη μόρφωσή του και να μην αδικηθεί ένα τέτοιο μυαλό. Ο πατέρας του όμως, φοβούμενος μήπως το παιδί του κινδυνέψει ποικιλοτρόπως απ’ τις παγίδες της κοινωνίας, δεν το επέτρεψε.
Έμεινε έτσι ο νεαρός Ιάκωβος στο χωριό και δούλευε στα χωράφια τα δικά τους και σε ξένα για μεροκάματο. Έπειτα ο πατέρας του τον πήρε μαζί του βοηθό στα χτισίματα.
Τα πρώτα βήματά του στην άσκηση
Ο Ιάκωβος, το παιδί των 13 και 14 ετών, έγινε σιγά-σιγά ένας μικρός ασκητής. Όλη μέρα στη δουλειά, για το μεροκάματο ή για τις εξυπηρετήσεις των συγχωριανών του, που όλους τους συμπονούσε πολύ και δεν έλεγε όχι σε όποιον και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, και το βράδυ στο σπίτι στην προσευχή και στις μετάνοιες. Στις νυχτερινές μετάνοιες που στην ηλικία των 15-16 ετών έφτανε τις δύο χιλιάδες και περισσότερες. Αλλά και στο θέμα της νηστείας εβίαζε πολύ τον εαυτό του. Για μεγάλα διαστήματα, όχι συνεχή, από την Κυριακή το απόγευμα μέχρι το Σάββατο που πήγαινε να λειτουργηθεί, δεν έτρωγε τίποτα. Μεταλάμβανε, έπαιρνε αντίδωρο και μετά έτρωγε λίγο προσφάϊ. Την Κυριακή έτρωγε κανονικά. Στην περίοδο της Κατοχής όμως απ’ την άσκηση, αθέλητα, κινδύνεψε δύο-τρείς φορές η υγεία του, γιατί συνέβη μετά την εβδομάδα της αφαγίας του να βρεθούν πεινασμένα παιδιά τη μια φορά και ανήμποροι γέροι την άλλη, τους έδωσε ό,τι είχε να φάει για τρείς-τέσσερις ημέρες και ο ίδιος έμεινε χωρίς τίποτα.
Δεν έλειπαν βέβαια και οι ειρωνείες και τα πειράγματα από ορισμένους συγχωριανούς. Αλλά ο νεαρός Ιάκωβος ούτε απαντούσε, ούτε ανταπέδιδε. Η φράση «ευχαριστώ μπάρμπα-Γιώργη» έμεινε παροιμιώδης στο χωριό Φαράκλα και στην ευρύτερη περιοχή. Ήταν η απάντηση του νέου τότε Ιακώβου προς κάθε χυδαία βρισιά του συγχωριανού του μπάρμπα-Γιώργη, ο οποίος ενώ του είχε κλέψει τη σειρά στο πότισμα των χωραφιών, τον έβριζε χυδαία, όταν ο νέος Ιάκωβος διεκδίκησε τη σειρά του.
Στις μαύρες μέρες του 1942, παλληκάρι τότε είκοσι δύο ετών, ο Γέροντας Ιάκωβος πέρασε ένα μεγάλο πόνο και μια μεγάλη λύπη απ’ την κοίμηση της μητέρας του Θεοδώρας, με την οποία είχε πολύ μεγάλο φυσικό και πνευματικό σύνδεσμο και η οποία εκοιμήθη μ’ ένα θάνατο αληθινά οσιακό, προγνωρίζοντάς τον από ειδοποίηση του αγγέλου της τρεις μέρες πριν την κοίμησή της.
Η μετά θάνατον όμως εμφάνισή της στον ύπνο του και οι νουθεσίες που του έδωσε ενδυνάμωσαν και παρηγόρησαν την ψυχή του. Συνέχισε έτσι την ίδια ασκητική ζωή μέχρι την ηλικία των είκοσι επτά ετών, οπότε τον πήραν στρατιώτη, καθυστερημένα βέβαια, λόγω του ότι είχε κηρυχθεί ο πόλεμος, υπήρχαν ανώμαλες καταστάσεις, Κατοχή, ανταρτοπόλεμος και δεν τους είχανε καλέσει.
Η στρατιωτική θητεία του
Η εποχή πού πήγε στρατιώτης (1947) ήταν η περίοδος του εμφυλίου και αδελφοκτόνου πολέμου στην πατρίδα μας. Με την πίστη του στον Θεό, τις προσευχές και τις δεήσεις του, έχοντας πάντοτε μαζί του το θαυματουργό εικονισματάκι του αγίου Χαραλάμπη, με τον σεβασμό και την πειθαρχία προς τους ανωτέρους του, την εργατικότητα και τη σεμνότητά του, ξεπέρασε τις ποικίλες δυσκολίες και δοκιμασίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της τριετούς στρατιωτικής του θητείας, αρχικά στο Βόλο κι ύστερα στον Πειραιά. Δεν «συσχηματίσθηκε» ποτέ με άτοπες και απρεπείς επιθυμίες ορισμένων συστρατιωτών του και γι’ αυτό είχε, τουλάχιστον στην αρχή, να πολεμήσει με τα πειράγματα και τη χλεύη τους. Με την ενάρετη όμως ζωή του εδίδαξε πολλούς και στο τέλος όλοι τον αγάπησαν, γιατί στις δυσκολίες και στις αρρώστιές τους ήταν πάντα δίπλα τους.
Ο Γέροντας Ιάκωβος συνέχισε και στο Στρατό την άσκησή του. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της θητείας του έφαγε λαδερό φαγητό τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, καθώς και τις Σαρακοστές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Αυτό βέβαια γινόταν με μεγάλες θυσίες…
Η ευχαρίστησή του ήταν μεγάλη που πήγαινε και προσκυνούσε όλους τους μεγάλους ναούς και τα εκκλησάκια που υπήρχαν στη διαδρομή απ’ τον Πειραιά μέχρι την Αθήνα. Αυτό γινόταν με καθημερινή σχεδόν πεζοπορία, η οποία βέβαια άφησε τα σημάδια της που φάνηκαν αργότερα.
Οι ευχές που του ζητήσανε επίμονα να διαβάσει στο σπίτι ενός εφέτη στην Αθήνα και οι προσευχές που έκανε, όντας ακόμη στρατιώτης, ελευθέρωσαν την οικογένεια απ’ τον δαίμονα, τον οποίο η σύζυγος του εφέτη είδε με τη μορφή μαύρου φοβερού σκύλου που έβγαινε απ’ το σπίτι της, λέγοντάς της: «Μ’ έδιωξε εκείνος ο κοκκαλιάρης». Τέτοιες ευεργεσίες έγιναν και χάριν άλλων.
Απολύθηκε απ’ τις τάξεις του Στρατού τριάντα και πλέον ετών κι αφού αποκατέστησε την αδελφή του, κατά την εντολή της μητέρας του, έχοντας ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο, ακολούθησε τη μοναχική ζωή, που από μικρός ολόψυχα επόθησε.
Aρχική επιθυμία του π. Ιακώβου ήταν να πάει στους Αγίους Τόπους κι εκεί να ζήσει στην Έρημο ως Ασκητής. Θεώρησε όμως καλό πριν ξεκινήσει για τους Άγιους Τόπους να επισκεφθεί το μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ, για να ζητήσει τη βοήθεια και τη μεσιτεία του οσίου.
Η ολοζώντανη όμως εμφάνιση ενώπιον του με την άφιξή του εκεί του ιδίου του οσίου Δαυΐδ που τον υποδέχθηκε και η ουράνια και παραδείσια πολιτεία των ασκητών που είδε μπροστά του σε όραμα, αντί του παλαιού και ερειπωμένου Μοναστηρίου που υπήρχε στην πραγματικότητα, τον έκαναν να υποσχεθεί στον Άγιο, ότι θα παραμείνει στη Μονή, όπως και παρέμεινε. Την εποχή εκείνη ζούσαν στη Μονή τρία γεροντάκια με το ιδιόρρυθ­μο σύστημα. Ηγούμενος ήταν ο μακα­ριστός αρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμάς, άνθρωπος ενάρετος, ηθικός και πολύ ελεήμων, εργασθείς με πολύ ζήλο για την αναστήλωση της Μονής.
Η μοναχική ζωή τον Γέροντα Ιακώβου
Ο πατήρ Ιάκωβος ξεκινώντας τη μοναχική ζωή έβαλε αρχή απαράβατη την υπακοή και δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία του ηγουμένου, την οποία για να λάβει απαιτείτο πολλές φορές να κάνει κοπιαστικές πορείες τεσσάρων και πέντε ωρών, αφού ο Γέροντάς του ασκώ­ντας και εφημεριακά καθήκοντα ευρίσκετο συχνά στην κωμόπολη της Λίμνης.
Η αγόγγυστη υπακοή αυτή του π. Ιακώβου και ο πύρινος ζήλος με τον όποιο εργαζόταν στην πνευματική και σωματική εργασία μέσα στη Μονή εκίνησαν το φθόνο του μισόκαλου διαβόλου, ο οποίος αρχικά ξεσήκωσε τους παλαιούς ιδιόρρυθμους πατέρες ενα­ντίον του. Θλίψεις, πικρίες και δοκιμασίες πολλές επέτρεψε ο Θεός και τον βρήκαν εξ αιτίας της συμπεριφοράς των πατέρων αυτών. Όμως δεν κάμφθηκε, συνέχισε τον αγώνα του.
Δοκιμασίες και πειρασμοί
Από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τη δοκιμασία της απίστευτης φτώχειας της Μονής, εκείνης της εποχής και του ερειπωμένου παγωμένου κελιού του με τα χαλασμένα παντζούρια που από τις χαραμάδες τους στους βαρείς χειμώνες ο αέρας περνούσε το χιόνι μέσα, και με τα τρύπια πατώματα, που από κάτω τους βάζανε τα γίδια της Μονής. Ακόμη η στέρηση απολύτως αναγκαίων αγαθών και των χειμερινών ακόμη ρούχων και παπουτσιών τον έκαναν με τις βροχές, τους πάγους και το πολύ χιόνι να τρέμει σύγκορμος και να αρρωσταίνει συχνά. Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν το σώμα του, καμμιά όμως δεν βρήκε την ψυχή του, καμμιά δεν πείραξε το πνεύμα του.
Αλλά κι ο σατανάς δεν έπαυε να τον πολεμά βάζοντας όλη την τέχνη του και χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματά του Δεν αρκούνταν στον πνευματικό, τον αόρατο πόλεμο όπου τσακιζόταν πάνω στην υπακοή, την προσευχή, την πραότητα και την ταπείνωση του Γέροντα, αλλά τον πολέμησε και αισθητά, ορατά. Δεκαοκτώ δαίμονες κάποια φορά με διάφορες μορφές σαν άνθρωποι, σαν πίθηκοι κ.ά., όρμησαν επάνω του την ώρα που εργαζόταν και από τα χτυπήματά τους και τα βασανιστήριά τους τον άφησαν μισοπεθαμένο, όταν μπόρεσε πια και απελευθέρωσε το χέρι του κι έκανε το Σταυρό του Το ίδιο επανέλαβαν κι άλλη φορά λιγότε­ροι στον αριθμό δαίμονες.
Άλλοτε πάλι οι δαίμονες για να τον τρομοκρατήσουν εμφανίσθηκαν με μορφή χιλιάδων, αναρίθμητων σκορπιών μέσα στη σπηλιά στο Ασκητήριο του οσίου Δαυίδ, όπου ο Γέροντας μιμούμενος τον όσιο Δαυΐδ πήγαινε συχνά τις νύχτες να προσευχηθεί, βοηθούμενος στη νυχτερινή μετάβαση του εκεί από ένα φωτεινό αστέρι που του φώτιζε το μονοπάτι, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά Άγγελος Κυρίου σταλ­μένος για τη διακονία αυτή, ως απά­ντηση του Θεού στο σχετικό αίτημα της προσευχής του.
Ο π. Ιάκωβος δεν πτοήθηκε Μόλις αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για δαιμο­νική ενέργεια, έθεσε όριο ατούς σκορπιούς κι αυτοί δεμένοι από την εντολή του δεν πέρασαν τον κύκλο που χάραξε γύρω τους ο Γέροντας. Σημάδι αυτό ότι ο Θεός είχε δώσει στον πιστό του δούλο την εξουσία να χρησιμοποιεί κάτι από τη θεία δύναμή Του, από τις θείες ενέρ­γειές Του.
Ο πατήρ Ιάκωβος σε όλες αυτές τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς αλλά και σε πολλούς άλλους αντέταξε την ακλόνητη πίστη του στο Θεό και τη θεία αγάπη του προς τον όσιο Δαυίδ, την πραγματικά ιώβειο υπομονή του και την άκαμπτη καρτερία και πραότητά του, την απόλυτη υπακοή και ταπείνωσή του, την αδιάλειπτη προσευ­χή και την άπειρη αγάπη του προς όλους.
Το Γραφικό: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» εφαρμόσθηκε πλήρως από το Γέροντα. Η βία που ασκούσε στον εαυτό του στο καθετί ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Δεν συγκατέβαινε εύκολα στον εαυτό του. Αλλά και η ευθύτητά του ήταν μοναδική, ήταν άνθρωπος του «ναι, ναι» και του «ου, ου», και η νηστεία του επίσης υπεράνθρωπη.
Η ιερατική ζωή του
Ο Θεός αξίωσε τον π. Ιάκωβο καί του μεγάλου χαρίσματος της ιεροσύνης. Ο ίδιος ο μακαριστός Γέροντας έλεγε χαρακτηριστικά: Έγώ ποτέ στη ζωή μου δεν επεθύμησα θέσεις και αξιώματα, ούτε και φαντάστηκα κατά διάνοιαν ότι ήταν δυνατόν να αξιωθώ τέτοιας τιμής. Δέχτηκα μόνον από υπακοή προς το Γέροντά μου και από σεβασμό προς τον άγιο εκείνον επίσκοπο Χαλκίδος, το μακαριστό Γρηγόριο».
Η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 18 Δεκεμβρίου του 1952 στό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας στη Χαλκίδα και σε ιερέα την επομένη 19 Δεκεμβρίου στο παρεκκλήσι του Επισκοπείου. Ο μητροπολίτης είπε στον π. Ιάκωβο μετά τη χειροτονία του ένα λόγο προφητικό: «Και συ παιδί μου, θά αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει σ΄άγιο η Εκκλησία».
Πνευματικά γεγονότα της ζωής του
Ο π. Ιάκωβος μέσα στο ναό κατά τη διάρκεια της θείας Λατρείας ζούσε ως ιερεύς πολλά πνευματικά γεγονότα. Γινόταν επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος έλεγε σε ορισμένα πρόσωπα, με Χερουβείμ και Σεραφείμ και με Αγίους. Στην αγία προσκομιδή είδε και άγγιξε το ίδιο το πανάγιο Αίμα του Κυρίου, την ώρα που ετοιμαζόταν να καλύψει τα Τίμια Δώρα. Εκεί, άλλοτε, είδε Αγγέλους Κυρίου να παραλαμβάνουν τις μερίδες των μνημονευομένων και να πηγαίνουν να τις εναποθέτουν σαν προσευχές στο θρόνο του Δεσπότου Χριστού. Άλλοτε είδε «πνευματικώ τω τρόπω», όπως ο ίδιος έλεγε, κεκοιμημένους να του εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο με τη χούφτα ανοιχτή και να του ζητούν να βγάλει μερίδα υπέρ αυτών, υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους, κι όταν το έκανε τους έβλεπε να πηγαίνουν στον τόπο τους αναπαυμένοι. Ένα φωτοειδή αστέρα είδε άλλοτε να στέκεται επάνω από το κεφάλι ευλαβούς ιερέως που είχε επισκεφθεί τη Μονή και λειτουργούσε, τήν ώρα που έθετε τον αστερίσκο επάνω του Αμνού κατά την κάλυψη των Τιμίων Δώρων. Πνευματικά γεγονότα τέτοια ανάλογα υπάρχουν πολλά, όλα αυτά, με­γάλες δωρεές του Θεού προς τον εκλεκτό του δούλο Ιάκωβο.
Ως πνευματικός πατέρας διέπρεψε. Κανένας δεν έφευγε από το πετραχήλι του χωρίς να είναι αναπαυμένος και ευχαριστημένος Με την πολλή του αγάπη θυσιαζόταν για όλους και παρόλο που, ιδίως τα τελευταία χρόνια, υπέφερε από πολλές αρρώστιες σε κανέναν δεν είπε: «δέν μπορώ να σε δω, να ακούσω το πρόβλημά σου». Ο κόσμος», έλεγε στη συνοδία του, «ούτε να φάει ζητάει, ούτε να πιει, ζητάει την αγάπη μας. Αν μπορούμε αυτό να το κάνουμε θα επιτύχουμε στη ζωή μας ως μοναχοί».
Από το 1975, οπότε με θεοφώτιστη απόφαση του σεβασμιωτάτου μητροπο­λίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ανέλαβε την ηγουμενία και «ο λύχνος ετέθη επί την λυχνίαν», αποκαλύφθηκαν εξ ανάγκης τα πολλά του χαρίσματα που αγωνιζόταν επιμελώς να κρύβει. Η φήμη της Μονής για τα θαύματα του οσίου Δαυΐδ, τον αγιασμένο ηγούμενο της π. Ιάκωβο, τον ανύστακτο κόπο και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της διαδόθηκε σιγά-σιγά παντού και πλήθη πιστών από την Ελλάδα και το εξωτερικό κατέφθαναν στη Μονή, η οποία έτσι αναδείχθηκε, όπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικής ζωής και φάρος Ορθοδοξίας, πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας».
Από τα πενήντα πέντε χρόνια του και μετά παρεχώρησε ο θεός κι ο πατήρ Ιάκωβος πέρασε εκτός των άλλων δοκιμασιών και πολλές και επώδυνες ασθένειες. Έλεγε χαρακτηριστικά ο μακαριστός Γέροντας «πήρε ο εωσφόρος την άδεια να πειράξει το σώμα μου». Αυτό είπε αποκαλυπτικά και το δαιμόνιο μέσω μιας δαιμονισμένης φανερώνο­ντας και τις παθήσεις που είχε ο Γέροντας, τις όποιες μόνο ο ίδιος ήξερε. Κι ο Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: Έμένα που ποτέ άνθρωπος δεν με είδε γυμνό, εκτός από τη μητέρα μου όταν ήμουν παιδάκι, παραχώρησε ο Θεός να με δουν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και να με χειρουργήσουν επανειλημμένως. Έγινα θέατρο αγγέλοις και ανθρώποις».
Δεν ήταν λίγες οι φορές βέβαια που οι Άγιοι, όπως ο όσιος Δαυΐδ, ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, οι άγιοι Ανάργυροι, η αγία Παρασκευή, επενέβησαν μετά από παρακλήσεις του και τον βοήθησαν στις ασθένειες του χαρίζοντας του την ίαση και την υγεία.
Η τελευταία δοκιμασία με την υγεία του που τελικά οδήγησε το Γέρο­ντα στην άλλη ζωή ήταν η πάθηση της καρδιάς του, η όποια προέκυψε εξ αίτιας κάποιου πειρασμού που πέρασε.
Τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα
Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος έζησε οσίως σαράντα περίπου χρόνια στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, έχοντας προηγουμένως ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο τριάντα δύο χρόνια Δούλεψε στον Κύριο τηρώντας από τη νεό­τητα έως το γήρας ίση την προθυμία της ασκήσεως. Μιμήθηκε τον όσιο Δαυΐδ, και βάδισε στα ίχνη του. Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν εφάμιλλοι των παλαιών οσίων που αναφέρονται στα Γεροντικά, αλλά και οι εναντίον του επιθέσεις, πνευματικές και αισθητές, του Σατανά, οι ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες και κακοπάθειές του ήταν ανάλογες με αυτές που αντιμετώπισαν πολλοί θεοφόροι Πατέρες.
Όσο όμως μεγάλωναν οι δοκιμασίες, οι ασθένειες και τα βάσανα του, τόσο ο Θεός τον χαρίτωνε με σπάνια πνευματικά χαρίσματα, όπως της διοράσεως και προοράσεως, της διακρίσεως και της παραμυθίας, και τόσο περισσότερες ήταν οι θεοπτείες που είχε και οι θεοσημείες που επιτελούσε με την προσευχή του, αλλά και τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ακτινοβολία του.
Στη Μονή προσέρχονταν για να τον δουν εκατοντάδες απλοί άνθρωποι του λαού, αλλά και πατριάρχες και αρχιερείς, κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί, άρχοντες και ανώτατοι δικαστές, καθηγητές Πανεπιστημίου και επιστήμονες. Όλοι φεύγοντας από τη Μονή κι έχοντας δει το Γέροντα Ιάκωβο αισθάνονταν ότι έφευγαν από ένα είδος Παραδείσου.
Ο καθένας εύρισκε κοντά στο Γέροντα τη βοήθεια που χρειαζόταν. Οι πονεμένοι εύρισκαν με τους παραμυθητικούς του λόγους την παρηγοριά και την ανακούφιση, οι δαιμονισμένοι εύρισκαν με τις ευχές του την απελευθέρω­ση από τα δαιμόνια και τη θεραπεία τους, οι ασθενείς εύρισκαν με την παρρησία της προσευχής του την ίαση και την υγεία, οι ταλαιπωρημένοι από τα διάφορα βιοτικά προβλήματα τους εύρισκαν με την ευλογία του την αναψυχή, την ψυχική τους ισορροπία, την ενδυνάμωση, τη λύση των προβλημάτων τους. Οι φτωχοί εύρισκαν με τη συνεχή και αγόγγυστη ελεημοσύνη του τη λύτρωση από τη θλίψη της φτώχειας και την απελευθέρωση από τα βάρη των χρεών τους. Πολλά άτεκνα ζευγάρια μετά την προσευχή, τις ευχές και την ευλογία του αποκτούσαν τέκνα χαριτωμένα. Αλλά και για όσους είχαν τα κατάλληλα μάτια να δουν, η παρουσία και μόνο του Γέροντα, η θεωρία του, αποτελούσε ευλογία Θεού, φανέρωση των θείων ενεργειών, παρουσία του Θεού στη γή.
Ιδού τί αναφέρει σχετικώς στην από 14.2.1994 επιστολή του προς την Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος: «…Διά τον μακαριστόν Γέροντα με την φωτεινήν μορφήν ισχύει εκείνο το οποίον έγραφεν ο ιερός Χρυσόστομος διά τον άγιον Μελέτιον Αντιοχείας: “Ου γαρ διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός η άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν είσαγαγείν”».
Η οσιακή κοίμησή του
Αντάξια της θαυμαστής ζωής του ήταν και η οσιακή κοίμηση του Γέρο­ντα, την οποία προγνώριζε, γι΄ αυτό και παρακάλεσε αγιορείτη ιεροδιάκονο που εξομολόγησε το πρωΐ της 21ης Νοεμβρίου 1991, εκείνης της τελευταίας ημέρας της επιγείου ζωής του να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για να τον «ντύσει».
Και πράγματι στις 4.17΄ το απόγευμα σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Ο μακαριστός Γέροντας άφησε το φθαρτό αυτό κόσμο του πόνου κι έφυγε για την αιώνια ανάπαυση, στο Θεό.
Το λείψανο του ήταν λαμπερό, εύκαμπτο, ζεστό, όσιακό και η ιαχή που έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος άγιος… είσαι άγιος» αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το μακαριστό πλέον Γέροντα Ιάκωβο.
Αλλ΄ ο άγιος Γέροντας συνεχίζει και μετά την όσιακή κοίμηση του, όπως το ομολογούν εκατοντάδες πιστοί να τους ευεργετεί με την παρρησία που έχει στο Θεό. Στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ υπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες* πιστών, που ο Γέροντας Ιάκωβος τους βοήθησε. Οί μαρτυρίες αυτές, που περιέ-χονται σε επιστολές των ίδιων των εύεργετηθέντων η κατεγράφθηκαν μετά από προφορικές διηγήσεις τους, έχουν σχέση με θεραπείες, ευεργετικές επεμβάσεις, η μεταθανάτιες εμφανίσεις του Γέροντα.
Η παρρησία του π. Ιακώβου στο Θεό – Σύγχρονες μαρτυρίες
1. Ο ιερεύς π. Ιωάννης Βερνέζος, εφημέριος του Προσκυνηματικού Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι της Εύβοιας ανέφερε τα εξής: Είχα ένα ογκίδιο στο δεξί μου χέρι. Εκτός των κινδύνων που έκρυβε, ήταν και αντιαισθητικό. Γι΄ αυτό, όταν οι χριστιανοί μου φιλούσαν το χέρι, το κάλυπτα με το ράσο μου Την ημέρα της κηδείας του Γέροντος Ιακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα το Γέροντα για το θέμα αυτό. Και καθώς ασπαζόμουν το ιερό σκήνωμα του, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο λείψανο του. Από εκείνη τη στιγμή το ογκίδιο άρχισε να υποχωρεί, ώσπου εξαφανίστηκε. Μεγά­λη η χάρη του οσίου Γέροντα. Ας έχουμε την ευχή του!».
2. Η κ. Ανδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Ευβοίας, σε επιστολή που έστειλε στη Μονή γράφει τα εξής:
«Στις 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε στην άκρη της γλώσσας μου ένα μικρό κεράτινο ογκίδιο. Περνώντας οι μέρες αυτό μεγάλωσε, κρεμόταν μπρο­στά στη γλώσσα μου και με ενοχλούσε στην ομιλία, την ώρα που έτρωγα και όταν έπινα νερό. Πέρασαν δυο μήνες από την ημέρα που το πρωτοείδα, το ογκίδιο εξακολουθούσε να υπάρχει και η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Μέσα στη μεγάλη ψυχο­λογική ένταση που βρισκόμουν, κι ενώ σκεπτόμουν ότι από Δευτέρα έπρεπε να πάω στην Αθήνα για γιατρό, άρχισα να λέω το πρόβλημα μου στον παππού-Ιάκωβο κοιτάζοντας μία μικρή φωτογρα­φία του που είχα απέναντι στο τραπέζι μου. Τον παρακάλεσα να με βοηθήσει, να μην αρχίσω τις ατέλειωτες εξετάσεις στους γιατρούς που χρειάζονται για τέ­τοιου είδους περιστατικά και κατά τις δυο τα μεσάνυκτα ανέβηκα για ύπνο στο δωμάτιο μου. Το πρωί που σηκώθη­κα, την ώρα που έπινα καφέ, διαπίστωσα ότι δεν με ενοχλούσε τίποτα στη γλώσσα μου. Όλο αγωνία πήγα στον καθρέφτη και είδα ότι το ογκίδιο που είχα εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ούτε σημάδι.
Έτσι απλά παρακάλεσα τον άγιο Ιάκωβο να με βοηθήσει, κι αυτός έτσι απλά με βοήθησε.»
3. Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σε μία από τις επισκέψεις του στη Μονή, ως αρχιμανδρί­της τότε, ανέφερε μεταξύ άλλων θαυμάτων που επιτελεί ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος σε Κυπρίους αδελφούς μας, τους όποιους αγαπούσε πολύ, και το έξης θαυμαστό:
Είχα φέρει στην Κύπρο λάδι από το καντήλι του τάφου του Γέροντα. Το 1993 με πήρε στο τηλέφωνο ο εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Λάρνακος, ο π. Παναγιώτης Ζάρος, και μου είπε: «Πάτερ Νεόφυτε, δεν είμαι καλά. Έχω ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, αλλά δεν το λέω.
Έχω ραγάδες στο έντερο και έχω μεγά­λη αιμορραγία. Και αυτές τις ημέρες έχω έντονους πόνους και μεγάλη ροή αίματος, και σε παρακαλώ κάνε μια παράκληση στον άγιο Γεώργιο, που ζεις στο μοναστήρι του, και στον πατέρα Ιάκωβο να μου δίνουν υπομονή, γιατί όταν πονώ υποφέρω πολύ και φωνάζω και στενοχωρούνται και η παπαδιά και τα παιδιά μου».
Λυπήθηκα πολύ και του είπα ότι θα κάμω παράκληση και θα του πήγαινα λαδάκι από το καντήλι του πατρός Ιακώβου, για να σταυρωθεί. Αυτά είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Μετά από δέκα πέντε λεπτά ο π. Παναγιώτης ήρθε στο μοναστήρι και μου είπε: «Ήρθα να πάρω το λαδάκι του Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολύ σε αυτόν τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον χαρίτωσε και θα με βοηθήσει». Του έδωσα λάδι και σταυρώθηκε στο μέτωπο και έφυγε.
Το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε χαίροντας και κλαίοντας ότι η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε έγινε τελείως καλά. Ο π. Παναγιώτης υπέφερε από αυτό από τα εφηβικά του χρόνια και τώρα ήταν περίπου 40 ετών. Όταν έγινε καλά υποσχέθηκε να τελεί θεία Λειτουργία και μνημόσυνο στο Γέροντα Ιάκωβο κάθε χρόνο σαν αυτή την ημέρα της θεραπείας του. Όταν όμως πέρασε ένας χρόνος από το θαύμα αυτό ο π. Παναγιώτης ξέχασε την υπόσχεσή του. Τη θυμήθηκε όταν εκείνη την ημέρα (στό χρόνο επάνω) του παρουσιάσθηκε ελάχιστο αίμα. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε το θυμάται κάθε χρόνο και επιτελεί θεία Λειτουργία και μνημονεύει το Γέροντα ανάμεσα στους Άγιους
4. Ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης, γιατρός παθολόγος από το Βόλο, (προσωπικός τότε γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και τώρα Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ανέφερε μεταξύ άλλων και τα έξης:
«Φεύγοντας από τη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, όπου είχα έλθει με την οικογένεια μου για προσκύνημα το Σεπτέμβριο του 1997, κι ενώ βρισκόμουν στην πύλη της αισθάνθηκα μέσα μου μια δυνατή επιθυμία να πάω να ξαναπροσκυνήσω τον τάφο του Γέροντα Ιακώβου. Αισθανόμουν όπως αισθάνεται κάποιος που ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο και θέλει να γυρίσει να το πάρει. Πραγματικά γύρισα με το γιό μου και στο ένα μέτρο πριν από τον τάφο του Γέροντα βλέπω κάτω στη γή ένα κομποσχοίνι. Παίρνω το κομποσχοίνι στο χέρι μου, το υψώνω και το κρατώ επιδεικτικά, ώστε αν κάποιος από τους γύρω προσκυνητές το έχασε, να το δει και να΄ ρθει να το πάρει. Εκείνη όμως ακριβώς τη στιγμή ακούω φωνή πίσω μου που μου έλεγε: «Τί ψάχνεις; Για σένα είναι το κομποσχοίνι». Γυρίζω και σε απόστα­ση ενός μέτρου βλέπω ολοζώντανο το Γέροντα Ιάκωβο να μου χαμογελά. Τον είδα ολοκάθαρα. Διέκρινα την υγρασία των ματιών του, τις φλεβίτσες στο πρόσωπο του, τη γενειάδα του, όπως την είχε. Ένοιωσα κάτι το ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Η κυριολεκτικά αύτη ζωντανή παρουσία του Γέροντα Ιακώβου μπροστά μου ήταν καθοριστική κι έβαλε μέσα μου τη σφραγίδα περί της βεβαιότητος της θείας παρουσίας».
5. Τις ήμερες που γραφόταν αυτό το κείμενο και συγκεκριμένα στις 10 Όκτωβρίου 2001 ήρθε στη Μονή ο κ. Γιαννούλης, ναυτικός, από την Άνδρο και βουρκωμένος χωρίς καν να μπορεί να μιλήσει καλά-καλά από τη συγκίνη­ση και τα κλάματα ανέφερε τα έξης:
«Ταξίδευα προ καιρού και ευρισκόμουν στην Ινδία. Κάποια μέρα αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά μου Στο Νοσοκομείο εκεί που με πήγαν οι γιατροί είπαν στους συναδέλφους μου ότι τελειώνω. Εγώ, παρ΄ όλο που ήμουν σε κωματώδη κατάσταση, ένιωθα ότι κάποια αόρατη θεία δύναμη με βοηθάει. Όταν αργότερα άνοιξα κά­ποια στιγμή τα μάτια μου τον πρώτο που είδα μπροστά μου ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος που είχα διαβάσει αρκετές φορές το βιβλίο του. Μου είπε: «Μή φοβάσαι, κύριε Γιαννούλη, θα σε βοηθήσω, θα γίνεις τελείως καλά και θα ξαναγυρίσεις στην πατρίδα». Και από εκείνης της ώρας πράγματι έγινα τελείως καλά».
Από τις υπάρχουσες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των πιστών διαπιστώνεται ότι ο Γέροντας Ιάκωβος έχει μεγάλη παρρησία στο Θεό και γι΄ αυτό εύχόμεθα να πρεσβεύει υπέρ πάντων υμών. Αμήν.
Πηγή: αρχιμ. Κυρίλλου ηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ του Γέροντος και των πατέρων αυτής, π. Ιάκωβος Τσαλίκης ένας σύγχρονος άγιος Γέροντας, μέρος β΄, σελ. 127-132, Περιοδικό Πεμπτουσία, τεύχος 8, Απρίλιος – Ιούλιος 2002
http://www.pemptousia.gr/2011/11/%CE%BF-/

Γέροντας Ιάκωβος - Συζητάει με τους Οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο

Γέροντας Ιάκωβος - Συζητάει με τους Οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο


Το 1977 ο π. Ιωάννης Βερνέζος, στο Προκόπι Εύβοιας, του ζήτησε να προσευχηθεί, γιατί παρ’ όλες τις προσπάθειες δεν μπορούσε να βρει νερό και όλα είχανε ξεραθεί. Την εποχή μάλιστα της οργανωμένης
εξέγερσης για τα δάση του Μπέκερ, όταν πολλοί στραφήκανε και κατά του π. Ιωάννη. Τότε ο π. Ιάκωβος υποσχέθηκε ως εξής:
-Θα πάω αμέσως να κάνω την προσευχή μου στον άγιο Δαβίδ, να βρεις νερό. Θα πω στον Όσιο να έρθει εκεί, να πάρει και το θείο Ιωάννη (το Ρώσο) και όπως με το ραβδί του χτύπησε κι έβγαλε νερό στο
μοναστήρι του, έτσι να χτυπήσει και να βγάλει νερό στον καλό μας ιερέα.

Βρέθηκε γρήγορα νερό και, όταν ο π. Ιωάννης πήρε τηλέφωνο να ευχαριστήσει, πριν ειπεί οτιδήποτε, ο γέροντας ενημέρωσε:
-Πάτερ μου, αφού παρακάλεσα θερμά, μου είπε ο όσιος Δαβίδ έσκυψε το κεφάλι του, χαμήλωσε το βλέμμα και μου έκανε νόημα ότι θα βρεις νερό, προχώρει!

Είναι περίεργο ότι ένιωθε αλλιώς για τους άλλους Αγίους και αλλιώς για τον όσιο Ιωάννη το Ρώσο, τον όποιο μάλιστα καλούσε για βοήθεια μαζί με τον όσιο Δαβίδ. Όταν καλούσε και τους δύο, έδινε την
εντύπωση ότι ο όσιος Ιωάννης ήτανε αναγκαίος ως νεώτερος, να τρέξει γρηγορότερα, επειδή ο όσιος Δαβίδ ήτανε γηραιός. Με τον όσιο Ιωάννη όμως δεν γινόταν επιτακτικός, όπως με τον όσιο Δαβίδ.
Ντρεπόταν ακόμη και να λειτουργήσει στο Προσκύνημα του όσιου Ιωάννη, στο Προκόπι. Του ζητούσαν:
-Ελάτε, π. Ιάκωβε, να λειτουργήσετε στον όσιο Ιωάννη.
Και κείνος απαντούσε:
-Είμαι άξιος εγώ ο χοϊκός να βρεθώ μπροστά στο θείο Ιωάννη!

Και πάντα, όταν πρόφερε το όνομα του όσιου Ιωάννη, τον οποίο συχνότερα έλεγε «θείο Ιωάννη» και «Ομολογητή», η φωνή του στις λέξεις «θείος» και «Ομολογητής» έπαιρνε μια μεγαλόπρεπη επισημότητα,
λες κι έβλεπε τον άγιο μπροστά του και τον προσφωνούσε ως βασιλέα.


Τον όσιο Ιωάννη όχι μόνο τον παρακαλούσε να συντρέχει στις ανάγκες των πιστών, μα τον έβλεπε ζωντανό, έξω από τη λάρνακα του, να σπεύδει σε βοήθεια. Το 1986, ο π. Ιάκωβος διηγόταν πως ο άγιος
Ιωάννης εργάζεται ζωντανός έξω από τη λάρνακα. Τον ρώτησα χαμηλόφωνα, καθώς καθόμουν δίπλα του:
-Τον είδατε σεις έξω;

Ο γέροντας συνέχισε, γιατί στη συζήτηση βρισκόσανε κι άλλοι. Το ίδιο ερώτημα, του το έκανα δυο φορές ακόμα, χαμηλόφωνα, να μην ακούσουνε οι άλλοι. Τότε αφοπλιστικά, χωρίς ν’ αλλάξει ρυθμό,
απάντησε:
-Αφού τον βλέπεις το πρωί, που μαζεύεται ο Άγιος και μπαίνει στη λάρνακα του! Είναι ώρες που δε βρίσκεται στη λάρνακα!

Το θαύμα τούτο, ότι κάποτε ο Άγιος Ιωάννης δε βρίσκεται στη λάρνακα του, το έχουνε διαπιστώσει και άλλοι, όπως ο ιερέας-προϊστάμενος του Προσκυνήματος. Ο όσιος Ιωάννης αξίωνε το μακαριστό γέροντα
με διαλογική συζήτηση εναργή και αφοπλιστική. Ακόμα περισσότερο, ο γέροντας έβλεπε ολόσωμο και ζωντανό τον Όσιο, με τον όποιο συζητούσε. Επιστρέφοντας από ιατρικές εξετάσεις, πέρασε, όπως
πάντα, να προσκυνήσει τον όσιο Ιωάννη. Γονάτισε στη λάρνακα του οσίου και σε λίγο είδε τον Όσιο να του λέει. καθώς τα διηγήθηκε ο ίδιος ο γέροντας:
-Έχω μια δουλειά τώρα και πρέπει να φύγω. Εσύ να μη δεχτείς να κάνεις Εσπερινό μέχρι να επιστρέψω.
Όταν γύρισε ο Άγιος, του είπε:
-Νομίζεις ότι ευλογώ όλους όσους έρχονται εδώ; Να, αυτή τη γυναίκα, που προσκύνησε τώρα με τα παιδιά της, δεν την ευλόγησα.
«Γιατί»; ρώτησε ο π. Ιάκωβος.
-Γιατί βλαστημάει τα παιδιά της!
Πηγή: Από το βιβλίο «Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης»


_________________

«όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου.
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι' αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ και κινούνται εναντίον μας»



Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης και η Αγία κάρα του Οσίου Δαβίδ

Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης και η Αγία κάρα του Οσίου Δαβίδ
Ο Γέροντας δεν είχε μόνο ευλάβεια στον ‘Όσιο Δαβίδ. Είχε και αφοσίωση κι εμπιστοσύνη χωρίς όρια. Στο ναό, έπαιρνε την κάρα, όταν λείπανε ή νόμιζε ότι λείπανε οι άλλοι. Την έβαζε κάτω μπροστά του και γονατιστός ή τέλεια μπρούμυτα παρακαλούσε. Παρακαλούσε τον Όσιο να του δίνει ταπείνωση και υπακοή, γι' αυτές (τις αρετές) ικέτευε με καυτά δάκρυα. Τον παρακαλούσε για το μοναστήρι καί για τους άλλους, τους μοναχούς καί όσους ζητούσανε τη βοήθεια του Αγίου...
Κάποτε - κάποτε μάλιστα, όταν το ζητούσαν, ο π. Ιάκωβος πήγαινε την κάρα του Οσίου Δαβίδ στα χωριά της βόρειας Εύβοιας. Πότε δω πότε κει. Τρέχανε οι άνθρωποι να προσκυνήσουν. Αφήνανε καί τίποτα δραχμούλες... λίγες, μα πολύ χρήσιμες για το μοναστήρι. Ο π. Ιάκωβος δε χάλαγε ούτε μία για τον εαυτό του. Κι ερχότανε ημέρες, πού για όλη την ημέρα είχε να φάει μία μικρή πατάτα. Τύχαινε, το χειμώνα προπαντός, να περιμένει, μήπως έρθει κανένας από τη Λίμνη, να του φέρει λίγο ψωμάκι. Δε στενοχωριόταν για τον εαυτό του, ευκαιρία το 'χε να νηστέψει περισσότερο. Μα όταν είχε στη Μονή κάποιον, έπρεπε κάτι να του δώσει να φάει.
Έβαζε το μόνο αξιοπρεπές ρασάκι πού είχε, τα μπαλωμένα παπούτσια, το τράγινο ταγάρι με την αγία κάρα καί πήγαινε. Φθινόπωρο ή άνοιξη, δεν είχε ομπρέλα, κόστιζε πολλά γι' αυτόν. Δεύτερο ράσο... ούτε συζήτηση! Καλά παπούτσια... πού να βρεθούν; Το 1955, αρχές της άνοιξης, έκανε το Σταυρό του κι έφυγε με τα πόδια για το Σπαθάρι καί την Τσούκα (τη Ζωοδόχο Πηγή, σήμερα). Έπρεπε να περπατήσει πέντε ώρες. Τα χωριά τα ήξερε, ως λαϊκός είχε κάνει το χτίστη εκεί με τον πατέρα του. Όταν κόντευε να φτάσει χάλασε ο καιρός. Έπρεπε να προλάβει τη βροχή. Τον πρόλαβε όμως εκείνη. Η τίμια κάρα κινδύνευε με το νερό να πάθει ζημιά... θα 'τανε καί ιεροσυλία να βραχεί. Κι ο ίδιος, πώς θα στεκόταν μούσκεμα με την κάρα, να προσκυνήσουν οι χωρικοί; Θα χρειαζότανε να πάει σε κάποιο σπίτι, να βγάλει ράσο και αντερί, να τον ιδούνε κάποιοι άνθρωποι... αυτό το ένιωθε κατάρα καί καταστροφή.
Οι πρώτες σταγόνες πέσανε κι από το νοτιά η μαυρίλα πλησίαζε. Τάχυνε όσο μπορούσε το βήμα κι έσφιξε την τιμία κάρα στην αγκαλιά του. Της μίλησε όπως ήξερε. Η βροχή έγινε δυνατή. Εκείνος όμως δε βρεχότανε. Περπάταγε σκυφτός, με την κάρα στην αγκαλιά, καί βιαστικός. Γύρω του χάλαγε ο κόσμος. Καταιγίδα φοβερή. Λες κι ανοίξανε οι ουρανοί. Ένα μέτρο γύρω του (ναί, ένα μέτρο εμπρός, πίσω, δεξιά κι αριστερά), δεν έπεφτε σταγόνα! Έφτασε στο χωριό κι έτρεξε στο ναό στεγνός... αυτός καί η Αγία κάρα!
Την άλλη μέρα το απόγευμα έπρεπε να επιστρέψει. Περίμενε τον ένα, περίμενε τον άλλο να προσκυνήσει, άργησε. Για να φτάσει νωρίτερα, έκοψε από μονοπάτια. Πέρασε τα Δαμνιά καί ανέβαινε. Έφτασε στο μεγάλο ρέμα -ή έτσι νόμισε- πιο κάτω από το μοναστήρι. Σκοτάδι. Δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Έχασε το μονοπάτι, δεν ήξερε που πάει. Έσφιξε δυνατά την Αγία κάρα στην αγκαλιά του, της είπε ό,τι της είπε. Ήρθε ένα φωτάκι εμπρός του, τον πήγε στο σωστό μονοπάτι, μέχρι τη Μονή!
Βγαίνοντας με την κάρα του Οσίου Δαβίδ κι επιστρέφοντας είχε συχνά τέτοια σημεία θαυμαστά. Άλλη φορά, για να του δείξει επιδοκιμασία ο Όσιος, του άνοιξε την πόρτα της Μονής. Επέστρεφε βράδυ με την Αγία κάρα καί πλησιάζοντας την πόρτα του άνοιξε, πρίν χτυπήσει, ο μοναχός Ευθύμιος. Του έκανε υπόκλιση και πήγε ν' αφήσει την Αγία κάρα στο ναό. Βγήκε, ανέβηκε στό κελλί του Ευθυμίου κι αυτός παραξενεύτηκε. Δεν ήξερε καν πώς ήρθε ο π. Ιάκωβος καί φυσικά δεν είχε ανοίξει την πόρτα. Την άνοιξε ο όσιος Δαβίδ με τη μορφή του Ευθυμίου! Το να εμφανίζεται ο Όσιος με μορφή άλλου μοναχού ήτανε πολύ σύνηθες, το είχε άλλωστε ζητήσει ο ίδιος ο π. Ιάκωβος, για να μην τρομάζει.
Την κάρα του Οσίου Δαβίδ την πήγαινε καί στην πατρίδα του τις Λιβανάτες. Την κατέβαζε στό ταγάρι μέχρι τίς Ροβιές, το παραθαλάσσιο χωριό. Στεκότανε παράμερα, εκεί πού δεν ήτανε σπίτια. Για να μην τον βλέπουνε τσοπάνηδες καί γεωργοί, έμπαινε σε μια πατουλιά κι αγνάντευε στη θάλασσα του Ευβοϊκού, πότε θα 'ρθει από απέναντι, από τις Λιβανάτες, η βάρκα να τον πάρει. Μόλις την έβλεπε να πλησιάζει πήγαινε γρήγορα στη μικρή σκάλα κι έμπαινε στη βάρκα. Τη χρονιά εκείνη ο τόπος υπέφερε από ανομβρία διαρκείας. Οι άνθρωποι της βάρκας, πού είχανε γνωρίσει τον π. Ιάκωβο, παρακαλέσανε κι αυτοί για βροχή. Ο π. Ιάκωβος άκουσε κι έπειτα έκατσε σε μιαν άκρη. Η βάρκα κόντευε να φτάσει στις Λιβανάτες. Τότε ο π, Ιάκωβος, κρατώντας το ταγάρι με την κάρα στην αγκαλιά, είπε κατά λέξη στον Όσιο:
- Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου για την ανομβρία. Σέ παρακαλώ, τώρα πού θα πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε μη με ντροπιάσεις. Θα ρεζιλευτείς εσύ, θα ρεζιλευτώ και ’γώ! Βγήκανε στη στεριά, καί άρχισε αμέσως να μπουμπουνίζει. Τριάντα χρόνια μετά έλεγε;
-Εγώ, αδελφέ μου, τα λέω στο αυτί του Αγίου καί αυτός ανοίγει γραμμή με το Χριστό μας!
Η εξήγηση τούτη έχει τη Θεολογία χιλιάδων Θεολόγων. Γιατί δύναμη θαυματουργική, θεία χάρη καί άκτιστες ενέργειες, έχει μόνο ο Θεός. Τις παρέχει όμως κατά κανόνα μέσω των πολύ εκλεκτών Του. Μέσω των Αγίων, οι οποίοι, επειδή Τον αγάπησαν εξαιρετικά καί καθάρθηκαν με κάθε είδους άσκηση, έχουνε το χάρισμα της παρρησίας στο Θεό. Σ' αυτούς δηλαδή χαρίστηκε το προνόμιο να ζητάνε κάτι από το Θεό καί ο Θεός να τους «υπακούει», να τους το κάνει.
Από το βιβλίο «Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης» του Στυλ. Παπαδόπουλου

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης:Με έσπρωχνε η φτερούγα του Αρχαγγέλου!

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης:Με έσπρωχνε η φτερούγα του Αρχαγγέλου!


Μια φορά, ο Γέροντας λειτουργούσε και δεν μπορούσε να κάνει τηΜεγάλη Είσοδο εξ΄ αιτίας εκείνων των θαυμαστών που έβλεπε!
Ο ψάλτης εν τω μεταξύ επαναλάμβανε συνεχώς «ως τον Βασιλέα τωνόλων υποδεξόμενοι» περιμένοντάς τον να εξέλθει, οπότε διηγείται οΓέροντας «ξαφνικά νοιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και ναμε οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. 
Νόμισα ότι ήταν ο ψάλτης και είπα: “ο ευλογημένος! Τόση ασέβεια!Μπήκε από την Ωραία Πύλη και με σπρώχνει”!

Γυρίζω και βλέπω μια τεράστια φτερούγα που την είχε περάσει ο Αρχάγγελος από τον ώμο μου και με οδηγούσε να κάνω τη Μεγάλη Είσοδο.Τι γίνεται μέσα στο Ιερό κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας!!
Μερικές φορές δεν μπορώ ν΄ αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα….. Τι φτερουγίσματα παιδί μου οι Άγγελοι»!!!

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΝΕΣΤΡΑΣ... (Θαυμαστό γεγονός)

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΝΕΣΤΡΑΣ... (Θαυμαστό γεγονός) 


Τον Αύγουστο του 1963 ήρθανε στη Μονή 75 λιβαναταίοι. Εργαστήκανε για τη στέρνα της Μονής, το Αγιονέρι, εθελοντικά. Το έχουν τάμα πολλοί από τις Λιβανάτες, την πατρίδα του οσίου Δαβίδ, να προσφέρουν κάτι στη Μονή του συμπατριώτη τους, χρήματα ή εργασία. Έτσι φτάσανε τότε 75 άντρες για να κάνουν το έργο της στέρνας. Και στη Μονή βρισκόσανε άλλοι 15, για να βοηθήσουν. Ο π. Ιάκωβος συντόνιζε γενικά τις εργασίες, μα ήταν και ο μόνος πού έπρεπε να φροντίσει για το φαγητό και τη διαμονή των καλών αυτών ανθρώπων. Χρησιμοποίησε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στην αποθήκη. Μια μέρα τα τρόφιμα τελείωσαν, χρήματα δεν είχε. Έψαξε όλα τα ράφια, όλες τις γωνίες. Κατόρθωσε να βρει δυόμισι οκάδες μανέστρα. Και από ψωμί μόνο μισό Πρόσφορο. Του έδωσε και ο γερο-Ευθύμιος μισό καρβελάκι. Ποσότητες αστείες για σχεδόν εκατό πρόσωπα, πού δουλεύανε όλη την ημέρα χειρωνακτικά. Στενοχωριόταν και δεν ήξερε τι να κάνει. Τον έπιασε απελπισία και σχεδόν έκλαιγε, πού θ’ άφηνε τον κόσμο νηστικό. Ξαφνικά όμως του ήρθε μια ιδέα: κατεβάζει τη μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνει μέσα τη μανέστρα, βάζει και το ψωμί και όπως ήτανε πήγε στο ναό. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα του οσίου Δαβίδ και του είπε: - Άγιέ μου, οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν για το Μοναστήρι σου. Γυρνάνε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Δεν έχω τίποτα άλλο να τούς δώσω να φάνε, μόνο τις δυόμισι οκάδες μανέστρα με το λίγο λαδάκι, το μισό προσφοράκι και το μισό καρβελάκι (και τα έδειχνε στον Άγιο). Σε παρακαλώ, εσύ να τα ευλογήσεις, να φάνε και να χορτάσουνε. Μαγείρεψε στην κατσαρόλα τούτη, έβγαζε συνέχεια φαγητό και δεν τελείωνε. Χόρτασαν όλοι και περίσσεψε μισή κατσαρόλα, ναι περίσσεψε! Το είδαν πολλοί και ο νυν ηγούμενος π. Κύριλλος. Πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας τα θαύματα του οσίου Δαβίδ, έλεγε ο π. Ιάκωβος: - Αδελφέ μου, επανάληψη του θαύματος των πεντάκις χιλίων!

Λόγος Β΄ από την "Νηπτική Θεωρία"

Ανωνύμου μοναχού: Λόγος Β΄ από την "Νηπτική Θεωρία"

Ανωνύμου μοναχού: Λόγος Β΄ από την "Νηπτική Θεωρία"

Περί του ότι πρέπει να βρούμε κάποιον αληθινό εργάτη της νοεράς προσευχής, από τον οποίον να μάθουμε τους τρόπους και τα σημεία της, και ότι όποιος την έχει μέσα του πάντοτε και την μελετά από τό βάθος της καρδιάς με πολλή ευλάβεια και προσοχή, αντιλαμβάνεται από κάποια πνευματικά σημεία ότι ενώνεται αοράτως η ψυχή του με τον μελετώμενο Ιησού. Επίσης και ποιος είναι ο καρπός αυτής της νοεράς προσευχής.

Ευλόγησον πάτερ.

Για να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα πάθη και να τα ξεριζώσει από την καρδιά του, είναι αναγκαίο να αποκτήσει μέσα στην καρδιά του την νοερά προσευχή. Διότι αν δεν εγκατασταθεί η νοερά προσευχή στον τόπο, απ' όπου αναβλύζουν τα πάθη, αυτά δεν ξεριζώνονται.


Λοιπόν, αν δεν αποκοπούν τα πάθη από τον άνθρωπο, αναχωρούν από αυτόν ούτε οι δαίμονες. Διότι οι δαίμονες έχουν συνήθεια να συγκεντρώνονται εκεί που είναι τα πάθη, καθώς συγκεντρώνονται και οι μύγες εκεί που είναι κάποια βρώμικη πληγή και κάποια δυσοσμία. Και καθώς οι κόρακες και τα σαρκοφάγα πτηνά μαζεύονται εκεί πού βλέπουν πτώμα ή οσφραίνονται δυσοσμία νεκρού ζώου και το καταβροχθίζουν, έτσι και οι δαίμονες όταν δουν κάποιον σαρκικό και εμπαθή άνθρωπο, κάνουν εκεί την φωλιά τους και καταβροχθίζουν νοερώς με τις αισχρές επιθυμίες εκείνο το σαρκικό σώμα.

Γι' αυτό έλεγε ο προφήτης· «Έν τω εγγίζειν επ' εμέ κακούντας του φαγείν τάς σάρκας μου» (Ψλμ. κστ΄ 2). Αλλά δια να ελευθερωθεί κάποιος από τα πάθη όπως έχει ήδη ειπωθεί, είναι αναγκαίο να αποκτήσει την νοερά προσευχή στήν καρδιά του.

Και πάλι, για να την αποκτήσει κανείς στην καρδιά του, χρειάζεται να παρακαλεί τον Θεό γι' αυτό πολλές φορές με ταπείνωση, ταλαιπωρώντας το σώμα με νηστείες, με γονυκλισίες και με άλλους σωματικούς και φανερούς κόπους, για να τον ευσπλαγχνισθεί ο Θεός και να του δείξει κάποιον απλανή οδηγό, ο οποίος εργάζεται την νοερά προσευχή μυστικώς, από τον οποίο να την διδαχτεί ακριβώς.

Ή πάλι, αν δεν βρίσκεται κανείς τέτοιος οδηγός σ' εκείνον τον τόπο, να παρακαλεί τον Θεό να κάνει σ' αυτόν κάποια άλλη οικονομία γι' αυτό, δηλαδή να τον πληροφορήσει ο ίδιος ο Θεός. Ή, αν και βρίσκεται κάποιος εργάτης αυτής και την διδάσκει, όμως αυτός δεν μπορεί να την καταλάβει ακριβώς, τότε, ας παρακαλεί τον Θεό να τον οδηγήσει με κάποιο άλλο σημείο, πως να την μεταχειριστεί και πως να την αποκτήσει.

Κάποτε ένας αδελφός ακούγοντας κάποιον να ομιλεί για την νοερά προσευχή, επιθύμησε να την αποκτήσει και αυτός. Όμως, επειδή δεν μπορούσε να την αποκτήσει ούτε να την καταλάβει, διότι αυτή η νοερά προσευχή είναι δυσκολοκατανόητη και δυσκολοκατόρθωτη, γι' αυτό και ο αδελφός δόθηκε στην προσευχή παρακαλώντας τον Θεό να τον πληροφορήσει πως να την μεταχειριστεί και πώς να την λέγει, χωρίς να πλανηθεί. Διότι εκείνοι που ακολουθούν τον λογισμό τους σ' αυτήν την ευχή, χωρίς καμμία θεϊκή πληροφορία, είναι αδύνατο να μην τους κυριεύσει κάποια πλάνη από τον διάβολο, εκτός μόνον αν είναι κάνεις τελείως ταπεινόφρων και αποφεύγει τα τεχνάσματα του σατανά με θεϊκή φώτιση.

Γι' αυτό -λέγω-και ο αδελφός αυτός, παρακαλούσε τον Θεό με πολλή ταπείνωση. Διότι από την ώρα που άκουσε γι' αυτήν, προσπάθησε πολύ να την αποκτήσει. Όμως, πάλι δεν είχε καμμία αληθινή πληροφορία· «Χωρίς ἐμοῦ», λέγει ὁ Σωτήρ, «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ιω. ιε' 5).

Βλέποντας λοιπόν ο Θεός τον πόθο του αδελφού, έστειλε στον ύπνο του τον άγγελό του με τη μορφή κάποιου γνωστού του Μοναχού, τον οποίο γνώριζε ο αδελφός ότι είναι τέλειος σ' αυτήν την ευχή.

Και λοιπόν ερμήνευε ο άγγελος αυτήν την νοερά και καρδιακή ευχή με τον εξής τρόπο• έχοντας το στήθος του γυμνό και λέγοντας από το βάθος της καρδιάς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», έδειχνε στον αδελφό με ακρίβεια όλα τα σημεία της νοεράς και καρδιακής ευχής.

Όταν δηλαδή έλεγε ο άγγελος την ευχή, έβλεπε ο αδελφός την βία του αγγέλου, πώς δηλαδή από την πολλή εσωτερική βία, ίδρωνε και έφτυνε αίμα και στενοχωρούσε την καρδιά του με υπερβολή και είχε πολλή προσοχή στην ευχή. Και άλλοτε φαινόταν το πρόσωπό του δοξασμένο, λαμπρό και γεμάτο από Χάρη Θεού, από την χαρά που λάμβανε μέσα η καρδιά του από την ευχή, καθώς λέγει· «Καρδίας εὐφραινομένης θάλλει πρόσωπον» (Παρ. ιε' 13), άλλοτε πάλι φαινόταν η όψη του πικραμένη και λυπημένη από τους αένναους αναστεναγμούς, όπως λέγει ότι «Περίλυπός εστιν ἡ ψυχή μου»(Ματθ. κστ' 18).

Άλλοτε πάλι φαινόταν ο άγγελος ότι με την δύναμη και με την ενέργεια της προσευχής ημέρευε το θυμωμένο και άγριο πρόσωπό του. Άλλοτε φαινόταν ότι θα έπεφτε στη γη από την άκρα βία που ασκούσε στην ευχή, από ατονία και αδυναμία μεγάλη, και άλλοτε φαινόταν σαν σε καθρέπτη ότι η καρδιά του κινδύνευε να σπάσει και να φύγει από την θέση της, από την βία που της έκανε. Άλλοτε πάλι φαινόταν το σώμα του σαν νεκρό.

Και έλεγε στον αδελφό ο άγγελος• «Έτσι όπως με είδες να λέγω την ευχή, έτσι λέγε την και εσύ και θα βρει η ψυχή σου ανάπαυση». Αυτό το είδε ο αδελφός δύο και τρεις και πολλές φορές και κάνοντας έτσι αναπαύθηκε ο λογισμός του.

Ομοίως και ένας άλλος αδελφός, προσευχόμενος κάποτε νοερώς ήλθε σε οπτασία. Είδε μπροστά του δύο αγγέλους, οι οποίοι βαστούσαν ανοικτό ένα βιβλίο που ονομάζεται «Φιλοκαλία». Έδειχναν οι άγγελοι στον αδελφό με το δάκτυλό τους εκείνο το μέρος της Φιλοκαλίας που αναφέρεται στην νοερά προσευχή και λέγει ότι «οφείλει ο Μοναχός εις πάσαν αναπνοήν να λέγει μίαν ευχήν αργώς και καθαρώς». Και μόλις διάβασε αυτό το ρητό, αμέσως ήλθε πάλι στον εαυτό του.

Αλλά αυτός ο τρόπος της νοεράς προσευχής, όσο είναι υψηλός και σωστός, τόσο χρειάζεται και πολλή προετοιμασία σ' εκείνον που τον μεταχειρίζεται, καθώς λέγει ο αββάς Ισαάκ σε ένα μέρος των λόγων του· «Ἐν ἱδρῶτι εὐδόκησε ὁ σοφός Κύριος τοῦτον τόν ἄρτον τοῖς ζητοῦσιν εὑρίσκεσθαι. Καί τοῦτο συμφερόντως, ἵνα μή, πρό καιροῦ μεταλαβοῦσιν ἡμῖν ἐξ αὐτοῦ, γένηται ἀπεψία καί ἀποθανοῦμεν». Δηλαδή θέλησε ο πανάγαθος Θεός να λάβουν αυτό τα χάρισμα της νοεράς προσευχής και της νοεράς θεωρίας εκείνοι οι οποίοι ιδρώνουν και αγωνίζονται υπερβολικώς για την αγάπη αυτής της νοεράς προσευχής· καθώς και ένας από τους Πατέρες ειπε ότι πολύ αίμα έφτυσε από τήν βία πού εφάρμοσε, μέχρι να την αποκτήσει μέσα του.

Αυτό, το να αγωνιζόμαστε δηλαδή γι' αυτήν, έγινε από τον Θεό προνοητικώς, για το συμφέρον μας, για να προσέχουμε να μην ασχοληθούμε μ' αυτήν απλώς και ως έτυχε. Διότι αν την γευόμαστε χωρίς την πρέπουσα προετοιμασία, θα πεθάνουμε με θάνατο ψυχικό ή και σωματικό, καθώς το έπαθαν πολλοί και το παθαίνουν μέχρι σήμερα, επειδή μας έρχεται δυσπεψία, διότι η βρώση της στερεής τροφής είναι των τελείων, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο, και όχι των νηπίων που θηλάζουν.

Αυτό το παθαίνουμε, διότι εκείνος που εργάζεται αυτήν την νοερά προσευχή με την πρέπουσα προετοιμασία, αυτός -λέγω- μεταλαμβάνει αοράτως τον Ιησού Χριστό, κάθε φορά που την λέγει από το βάθος του εαυτού του με άκρα ευλάβεια και με άκρα προσοχή προς αυτήν. Και αυτό το γνωρίζει από την κατάνυξη που του έρχεται εκείνην την ώρα, διότι λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» από το βάθος της καρδιάς πολλές φορές, με θερμότατη πίστη, με άκρα ταπείνωση, με πολλή ευλάβεια, με καθαρή καρδιά, με ζωντανή ελπίδα και τα παρόμοια, αρχίζει αμέσως να αναβλύζει μέσα στην καρδιά η κατάνυξη, σαν από κάποια γλυκεία πηγή, από αυτό το μελετώμενο όνομα του Κυρίου Ιησού.

Όσο μάλιστα κατανύσσεται από αυτό το θείο όνομα του Χριστού και όσο πίνει και ποτίζεται η ψυχή από αυτό το θεϊκό νάμα του Χριστού, τόσο αγαπά και ο προσευχόμενος και κατανυσσόμενος να το μελετάει στην καρδιά του, περισσότερο και θερμότερα. Διότι όταν φθάσει σ' αυτήν την κατάσταση της νοεράς προσευχής, τότε ειρηνεύει όχι μόνον το σώμα από τα πάθη, αλλά και η καρδιά του από τους αισχρούς λογισμούς και διάγει ζωή αναπαυμένη, σαν να είναι άσαρκος, καθώς και εκείνος που μεταλαμβάνει αξίως τα Άχραντα Μυστήρια διάγει εκείνην την ημέρα ζωή ειρηνική και ολοένα τον Χριστό φαντάζεται και τον Χριστό στοχάζεται και δεν θέλει να μαθαίνει για τον κόσμο και για τα πράγματα του κόσμου, διότι τον κυριεύει ο έρωτας και η αγάπη του αμόλυντου Αρνίου, που είναι ο Χριστός.

Εκείνοι όμως που με αυθάδεια μεταχειρίζονται αυτόν τον τρόπο της νοεράς προσευχής, χωρίς να κάνουν καμμία προετοιμασία και χωρίς να συμβουλευτούν κανένα πνευματικό πατέρα πως να την μεταχειρίζονται, ομοιάζουν με εκείνους που τολμούν και κοινωνούν χωρίς εξομολόγηση και με αναξιότητα τα Άχραντα Μυστήρια του Κυρίου. Γι' αυτό και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, επειδή δυσαρεστείται για την ανετοιμασία, την υπερηφάνεια και την υπεροψία τους, τους γίνεται βάρος ψυχικό και τιμωρούνται. Διότι, καθώς η Αγία Κοινωνία αγιάζει, φωτίζει και δροσίζει αυτούς που κοινωνούν αξίως, ενώ κολάζει, φλέγει, συσκοτίζει και θανατώνει αυτούς που κοινωνούν αναξίως, έτσι και η νοερά προσευχή τους νηστευτές, τους εγκρατείς και ταπεινόφρονες ειρηνεύει ψυχικώς και σωματικώς και τους ενδυναμώνει στην έργασία του Κυρίου, ενώ τους γαστρίμαργους, τους πολύφαγους και τους υπερήφανους, τους ζαλίζει τον νου, τους συσκοτίζει την ψυχή, τους τυφλώνει την καρδιά και τους παραδίνει σε νου ασύνετο. Και λοιπόν, αφού γίνουν έτσι ανόητοι, με έπαρση στον νου, τυφλοί στην καρδιά και σκοτεινοί στην ψυχή, τους φαίνεται το κακό για καλό και το πικρό για γλυκύ. Συνεπώς δεν καταδέχονται πια να ακούσουν και να συμβουλευτούν κανένα, διότι ο σατανάς, που κατοίκησε σ' αυτους εξαιτίας της έπαρσής τους, τους διδάσκει τα δικά του και τους πληροφορεί την πλανεμένη τους διάνοια ότι μόνον αυτοί βρήκαν την αλήθεια και την αληθινή και σωτηριώδη οδό, ενώ οι υπόλοιποι τους φαίνονται πλανεμένοι. Και αυτό δικαίως συμβαίνει λόγω της υπερηφάνειάς τους, και αντί να τρυγήσουν ώριμο καρπό και γλυκά σταφύλια από την προσευχή τους, τρυγούν μάταιο καρπό λόγω της άγνοιά τους και ξυνή αγουρίδα από την έπαρσή τους.

Εκείνοι όμως που μεταχειρίζονται αυτήν την νοερά προσευχή με υπακοή και με άσκηση, με ταπείνωση, νηστεία, με συμβουλή αγίων Πατέρων και θεοφόρων πνευματικών, αυτοί καρποφορούν από την νοερά προσευχή καρπό νόμιμο, καρπό ώριμο, καρπό αγαθό, καρπό πνευματικό, καρπό γλυκύ και χαριτωμένο!

Αυτός ο καρπός, που γεννιέται από την νοερά προσευχή, είναι τέτοιος και αναγνωρίζεται με καθαρότητα ως τέτοιος από την συνέχεια του λόγου.

Ο άνθρωπος είναι σύνθετος από σώμα και από ψυχή· και το σώμα είναι αισθητό και υλικό, καθώς λέγει· «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. β' 7), ενώ η ψυχή είναι άϋλη, καθώς λέγει· «Καί ἐνεφύσησεν ὁ Θεός εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. β' 7). Γι' αυτό λοιπόν, το σώμα, επειδή προέρχεται από την γη, αγαπά τα γήινα, ενώ η ψυχή, επειδή προέρχεται από τον ουράνιο Θεό, αγαπά τα ουράνια και άϋλα. Όμως, επειδή αυτή η ψυχή κατοικεί μέσα στο υλικό και αισθητό σώμα, εμποδίζεται από την ενέργεια των σαρκικών ορέξεων και δεν μπορεί να ασχοληθεί με τα ουράνια σύμφωνα με τον πόθο της και την αξία της. Αν κάνει ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό κάτι πονηρό, διώχνει και εξορίζει από τόν εαυτό του τον έρωτα του Θεού, την αγάπη των ουρανίων και την ελπίδα της μελλοντικής θεϊκής απόλαυσης.

Έτσι, αφού φύγει ο έρωτας του Θεού, η αγάπη των ουρανίων και η ελπίδα του Παραδείσου, τότε βασιλεύει η επιθυμία του κόσμου, η σαρκική ηδονή και η πλάνη του διαβόλου· δηλαδή, ζει στο εξής ο άνθρωπος με ασωτεία και αμεριμνησία πνευματική, έχοντας καταπατημένη την συνείδησή του και σκοτεινά τα μάτια της καρδιάς του.

Ζώντας λοιπόν σε τέτοια κατάσταση, απομακρυσμένος πνευματικώς από τα ουράνια, για να μπορέσει έπειτα να απομακρυνθεί από τα κακά από τα οποία νικήθηκε και για να μπορέσει η ψυχή να θυμηθεί τα ουράνια με τα οποία ομοιάζει, και για να μεταβεί η διάνοια του ανθρώπου από τα αισθητά στα νοητά, από τα υλικά στα άϋλα, από τα ορατά στα αόρατα, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα γήινα στα ουράνια, είναι αναγκαίο να συντριβεί η καρδιά του, με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Κατά κάποιον τρόπο, να ζυμωθεί και να ενωθεί η καρδιά με αυτό το όνομα του Κυρίου, όπως ενώνεται το αλεύρι με το νερό και γίνεται ο άρτος με την ενέργεια της φωτιάς (δηλαδή, με την Θεία Χάρη). Διότι όταν λέγει κανείς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» από το βάθος της καρδιάς του, γεμίζει η καρδιά από ουράνια νοήματα και από πνευματικά φρονήματα. Και όταν γεμίσει η καρδιά από τέτοια νοήματα με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, τότε από την καρδιά μεταδίδεται αυτή η θεία ενέργεια σε όλα τα μέλη και σε όλες τις αισθήσεις. Γι' αυτό τότε, επειδή ο άνθρωπος είναι ολοκληρωτικώς ενωμένος με την χάρη της ευχής, οτιδήποτε αισθητό δει με τις σωματικές αισθήσεις, αμέσως αναβιβάζεται η διάνοιά του από μόνη της στα νοητά και άϋλα χωρίς να νοιώσει ηδονή και χωρίς να νικηθεί η καρδιά του από την ομορφιά και απόλαυση των όρωμένων. Παραδείγματος χάριν ο εργάτης της νοεράς προσευχής, αν δει κάποιον όμορφο και ωραίο άνθρωπο ή ένα άλλο ωραίο και θαυμαστό δημιούργημα, παίρνει αφορμή να φανταστεί και να στοχαστεί η ψυχή του την ωραιότητα των ουρανίων και αΰλων δημιουργημάτων του Θεού.

Διότι λέγει αυτός ο άνθρωπος στον έαυτό του, ή καλύτερα και σωστότερα να πω, λέγει η ψυχή στον άνθρωπο ως εξής· «Εάν, ω άνθρωπε, αυτά τα αισθητά δημιουργήματα τα οποία σήμερα υπάρχουν και αύριο χάνονται, τα έκανε ο Θεός τόσο ωραία και θαυμαστά και χαροποιούν τόσο αυτούς που τα βλέπουν και τα απολαμβάνουν, άραγε πόσο ομορφότερα και ωραιότερα να είναι εκείνα τα ουράνια και αιώνια αγαθά του Παραδείσου, "ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε. καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη" (Α' Κορ. β' 9), τα οποία τα έχει ο Θεός ετοιμασμένα για τους δούλους του «από καταβολής κόσμου;» (Ματθ. κε' 34).

Και πάλι, από εκεί τον ανεβάζει σε υψηλότερη θεωρία, δηλαδή του φέρνει την μνήμη αυτού του ίδιου του Θεού, που είναι το μακάριο και άκρως επιθυμητό, διότι του λέγει με τον εξής τρόπο· «Ἐάν καί ἐκεῖνα πού εἶναι κτίσματα Θεοῦ εἶναι τόσο τίμια καί τόσο θαυμαστά καί ἄρρητα, ἄραγε ὁ Θεός, ὁ κτίστης καί ποιητής αὐτῶν, πόσο νά εἶναι λαμπρότερος καί θαυμαστότερος ἀπό ἐκεῖνα;». Παρομοίως και όποτε ο εργάτης της νοεράς προσευχής βλέπει με τα μάτια του τα άστρα του ουρανού και την σελήνη, την αστραπή και τον ήλιο να λάμπει και να ακτινοβολεί, υψώνεται αμέσως η διάνοιά του στην ωραιότητα του Παραδείσου και στην άρρητη λαμπρότητα του Θεού, του δημιουργού και πλάστου. Διότι λέγει πάλι η ψυχή στον άνθρωπο• «Ἄραγε, ταπεινέ καί ἐλάχιστε ἄνθρωπε, ἐάν τά φαινόμενα αὐτά ἔχουν τέτοια ὡραιότητα καί τέτοια λαμπρότητα, τάχα ὁ Θεός, ὁ ποιητής τοῦ ἥλιου, ὁ πλάστης τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δημιουργός τῶν ἄστρων, πόσο νά λάμπει καί νά ἀκτινοβολεῖ περισσότερο;». Μίλησε επίσης γι' αυτήν την θεϊκή λαμπρότητα και κάποιος από τους Πατέρες, ως εξης·


ΟΠΤΑΣΙΑ

Κάποιος μοναχός παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει την δόξα και την λαμπρότητα των Αγίων. Αξιώθηκε λοιπόν να δει το ποθούμενο κατ' αυτόν τον τρόπο. Ήλθε άγγελος και του είπε: Όποιος αιτεί, λαμβάνει, και όποιος ζητάει, βρίσκει, και σ' όποιον χρυπάει την πόρτα του ανοίγουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 8), και αμέσως άνοιξε το δεξιό νοερό μάτι της ψυχής του αδελφού και είδε αυτήν την δόξα την θεϊκή και την άρρητη χαρά όλων των Αγίων, που απολαμβάνουν στον ουρανό. Έλεγε λοιπόν αυτός ο Μοναχός ότι είδε όλους τους Αγίους σ' εκείνην την δόξα και μακαριότητα, στην οποία ο καθένας Άγιος έλαμπε ομοίως με τον αισθητό ήλιο, μ' όσες ακτίνες έχει ο αισθητός ήλιος. όλοι δε οι άγιοι έψαλλαν με γλυκύτατη φωνή το "Αλληλούια".

Λοιπόν, εάν εδώ ο ήλιος ακτινοβολεί και φωτίζει όλη την οικουμένη, που είναι ένα μόνον φωτεινό σώμα, άραγε εκεί στον ουρανό, που είναι χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Άγιοι, λάμποντας και ακτινοβολώντας ο καθένας σαν τον ήλιο, πόση τάχα είναι εκείνη η λαμπρότητα; πόσες οι ακτίνες; πόση η φωτοχυσία; πόση η δόξα;

Και πάλι έλεγε ο Μοναχός εκείνος ότι όλοι οι Άγιοι, δέχονταν την λάμψη τους από την λαμπρότητα του Θεού, διότι μία ακτίνα της λαμπρότητος του Θεού ήταν και έμοιαζε με όλο τον ήλιο. Τώρα λοιπόν συλλογίσου και μόνος σου, αναγνώστα, όσο φθάνει και όσο απλώνεται η μικρή και περιορισμένη σου διάνοια πόσο τάχα και τι να είναι εκείνο το φως της Θεότητος και εκείνη η άρρητη και ανεξήγητη δόξα του αόρατου Θεού και ακατανόητου δημιουργού και πλάστου μας Κυρίου;

Παρομοίως και όταν μυρίσει ο εργάτης της νοεράς προσευχής κανένα τριαντάφυλλο ή κάποιο άλλο μυρωδικό, ή όταν παρατηρήσει κανένα άνθος από τα άνθη αγρού, πηγαίνει αμέσως η διάνοιά του σαν αστραπή στην άρρητη ευωδία που βγάζουν τα μοσχοβολούντα άνθη του Παραδείσου, τα οποία όταν θυμάται και μελετάει βρέχει το πρόσωπό του με δάκρυα. Και όσο αναστενάζει από το βάθος της καρδιάς, τόσο υψώνεται και απομακρύνεται από τα γήινα. Αναστενάζει επίσης, διότι, όχι μόνον επιθυμεί να απολαύσει τα ουράνια αγαθά του Παραδείσου, αλλά ακόμη θυμάται και τι είδους κόλαση έχουν εκείνοι που τα υστερούνται, επειδή είναι σίγουρο ότι κανείς βρίσκεται ή με τον Θεό στον ουρανό ή με τον διάβολο στα καταχθόνια.

Έλεγε ακόμη ο ίδιος εκείνος Μοναχός ότι, αφου είδε εκείνη την θαυμαστά δόξα των Αγίων, είδε μετά και τον φρικτό βασανισμό των κολασμένων. Έλεγε λοιπόν, όταν έπαυσε η ουράνια οπτασία της θεϊκής δόξας, καθώς έκλεισε το δεξιό μάτι της ψυχής, άνοιξε αμέσως το αριστερό μάτι, με το οποίο είδε την κόλαση σαν μια θάλασσα, η οποία ήταν τόσο βαθύτατη, όση είναι η απόσταση από την γη στον ουρανό.

Ήταν ακόμη, έλεγε, εκείνη η θάλασσα της κόλασης σκοτεινότατη και πυκνότατη μέσα στην οποία ανακατεύονταν οι κολασμένοι, όπως ανακατεύονται τα όσπρια στο σκεύος όταν βράζουν. Βράζοντας εκείνη η κόλαση όπως βράζει το νερό, άλλοτε ύψωνε τον ένα πάνω, άλλοτε ρουφούσε τον άλλο κάτω, και από έναν φαινόταν μόνον το χέρι, από άλλον μόνον η κεφαλή, και από άλλον το πόδι, και ο ένας φώναζε το "αλλοίμονο! αλλοίμονο!", με ελεεινή φωνή, ο άλλος πάλι καταριόταν και βλασφημούσε εκείνον που του έγινε η αιτία και κολάστηκε.

Με τόση αγανάκτηση και με τέτοιο θυμό αγανακτούσε και θύμωνε ο ένας εναντίον του άλλου, ώστε αν ήταν δυνατό να πιαστούν μεταξύ τους, θα ξεσκίζονταν ο ένας με τον άλλον, με τα δόντια τους, όπως οι σκύλοι όταν μαλώνουν. Εκεί ο πόρνος θύμωνε κατά της πόρνης, διότι αυτή του έγινε αιτία και κολάστηκε. Και πάλι, η πόρνη θύμωνε και βλασφημούσε τον πόρνο, διότι αυτός έγινε αιτία και κολάστηκε.

Και πάλι οι γονείς κινούνταν με αμέτρητη μανία κατά των παιδιών τους, διότι θέλοντας να τους πλουτίσουν και να τους αναπαύσουν στην ζωή τους, κολάστηκαν εκείνοι. Εκει θύμωναν τα παιδιά κατά των γονέων, επειδή τους άφηναν να κάνουν, ό,τι θέλουν και δεν τους οδηγούσαν στον φόβο του Κυρίου. Και, με συντομία να πούμε, εκεί υπήρχε μεγάλη ανωμαλία και ακαταστασία και ανυπόφορη δυσωδία.

Τα οποία όλα αυτά και τα όμοιά τους στοχαζόμενος ο κάθε καλός αγωνιστής αναστενάζει από το βάθος του εαυτού του, και όσο αναστενάζει, τόσο υψώνεται από τα γήινα προς τα ουράνια. Γι' αυτό λοιπόν, όχι μόνον δεν πιάνεται από τις παγίδες που έχει στημένες ο διάβολος, αλλά γίνεται ακόμη θερμότερος στα νοητά και τα ουράνια, και τότε λέγεται κανείς απαθής και είναι αληθώς, διότι κανένα διαβολικό πάθος δεν έχει τόπο σ' αυτόν.

Αλλά εκείνος που δεν εργάζεται την εργασία της νοεράς προσευχής με συντετριμμένη την καρδιά, δεν είναι έτσι. Αυτός αμέσως μόλις δει κάποιο όμορφο πρόσωπο ή κάποιο άλλο ακριβό και όμορφο πράγμα της γης, νοιώθει αμέσως ηδονή η καρδιά του, σκλαβώνεται αμέσως σ' αυτό ο λογισμός του, όπως σκαλώνεται το ψάρι στο αγκίστρι, και τρέχει στην απόλαυσή του όπως ο σκύλος στο κρεοπωλείο βιαζόμενος και αγωνιζόμενος, πώς να το απολαύσει, καθώς λέγει: "Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων, ων ήσθιον οι χοίροι" (Λουκ. ιε΄16), από τους οποίους ας λυτρωθούμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

****************************************

πηγή: Ανωνύμου μοναχού, Νηπτική Θεωρία