Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Άνω Ιερουσαλήμ

 



Η ΑΝΩ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Αρχιμανδρίτου ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ  
 «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού»
 (Ψαλμ. 86ος)

 
      Θα επισκεφθούμε μία πόλη. Μία ασύγκριτη και υπερθαύμαστη πόλη. Αν συνεργάζονταν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες και μηχανικοί της γης και  αν χρησιμοποιούνταν τα εκλεκτότερα οικοδομικά υλικά και αν διατίθενταν κολοσσιαία χρηματικά ποσά, τέτοια πόλις δεν θα χτιζόταν.
 
Αν την γέμιζαν με τα πιο ωραία οικοδομήματα, τους πιο όμορφους κήπους, με θαυμαστά πάρκα και άλση, με ονομαστά μουσεία, με βιβλιοθήκες, με αγορές, με τόπους ψυχαγωγίας- δεν θα έλεγε τίποτε μπροστά στην πάλι πού εμείς θα επισκεφθούμε.
 
Πώς ονομάζεται αυτή η απαράμιλλη πόλις; Έχει διάφορες ονομασίες: Πόλις αγία, πόλις του θεού, μέλλουσα πόλις, σκηνή του θεού, νέα Σιών, νέα Ιερουσαλήμ, «καινή» (καινούργια) Ιερουσαλήμ.

 

Ονομάζεται και άνω πόλις, άνω μητρόπολις, άνω Ιερουσαλήμ. Ξεχωρίζει από κάθε γνωστή μας πόλη, γιατί δεν σχεδιάσθηκε και δεν χτίσθηκε από ανθρώπους, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Τι ωραία πού το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή!
 
«Εξεδέχετο γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πάλιν ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός»...πού σημαίνει: «Περίμενε ο Αβραάμ να κατοίκηση κάποτε στην πόλη με τα γερά θεμέλια, την οποία τεχνούργησε και δημιούργησε ο Θεός», (11,10).
 
Συγκλονιστικό και να το σκεφθεί κανείς. Ο αιώνιος Θεός με την ανεξιχνίαστη σοφία του, την απεριόριστη δύναμί του και τον άπειρο πλούτο του κατασκεύασε μια πόλη. Πώς να συλλάβη ανθρώπινο μυαλό το μεγαλείο, τον πλούτο, την δόξα της, τα κάλλη της.
 
Το χρυσό στόμα της Εκκλησίας μας, ο Ιερός Χρυσόστομος στην 25η ομιλία του στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο νουθετεί: «Ας φροντίσουμε να γίνουμε πολίτες της «άνω πόλεως». Μέχρι πότε θα μένουμε στην εξορία»; Και ερμηνεύοντας των 47ο ψαλμό σημειώνει; «Συνεχώς και πάντοτε να στρέφουμε το νου μας προς την πόλι μας, την Ιερουσαλήμ και να φανταζόμαστε πάντα τις ομορφιές της - «αυτής τα κάλλη διαπαντός φανταζόμενοι».

Οι Πατέρες μιλούν για το πένθος

 



 
 ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Του Πρωτ. κ. Σπυρίδωνος Λόντου

         Ο Χριστός ουδέποτε αρνήθηκε το δικαίωμα του ανθρώπου να εκφράζει τα συναισθήματα λύπης και συμπάθειας για τον χαμό κάποιου προσφιλούς προσώπου του. Μάλιστα ο Κύριος σπλαγχνίσθηκε την χήρα της Ναΐν που θρηνούσε το θάνατο του γιού της (Λουκ. 7, 13), βοήθησε τον Ιάειρο και ανέστησε την κόρη του (Μάρκ. 5, 22), λυπήθηκε και δάκρυσε για τον φίλο Του Λάζαρο (Ιωάνν. 11, 34).
 
Έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν χαρακτηρίζουν την λύπη και το πένθος ως αμαρτήματα, αλλά συνιστούν να μην καταντούν συντριβή και απελπισία, προϊόντα δηλ. απιστίας. Ζητούν να καταπραΰνουν τον πόνο με βάλσαμο παρηγοριάς και τα επιχειρήματα που προβάλλουν είναι το γεγονός ότι ο θάνατος είναι κοινός για όλους μας, το χριστιανικό δόγμα της αθανασίας της ψυχής και της ανάστασης των σωμάτων καθώς και το αγαθό όνομα του εκλιπόντος. Συνιστούν την εγκαρτέρηση στην θλίψη και την ελπίδα στον Αναστάντα Χριστό.
 
Ο Μ. Βασίλειος στη χήρα του Αρινθαίου συνιστά να έχει μέτρο στον πόνο της ώστε να μην συντριβεί από την λύπη της (Migne 32, 1001). Ακόμα λέει ότι δεν επιτρέπονται τα μεγάλα πένθη, τα ουρλιαχτά και τα ξεφωνήματα, αλλά μόνο τα μικρά δάκρυα. Ο Θεοδώρητος λέει ότι η θλίψη μας για τον θανόντα πρέπει να μοιάζει με την θλίψη μας για κάποιον που αποχωριζόμαστε πρόσκαιρα και να μετριάζεται με την ελπίδα (Migne 83, 1189).
 
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος δεν απαγορεύει την αθυμία, ούτε την λύπη και το πένθος, αλλά ζητά να μην αγανακτούμε και να μην πενθούμε υπέρμετρα (Migne 48, 1019). Εμποδίζει την βαρειά λύπη και το μανιακό και απρεπές πένθος, την απελπισία και αγανάκτηση και ζητά την ευχαριστία προς το Θεό. Με την αδημονία ο πενθών βρίζει τον θανόντα και εξοργίζει το Θεό, θεωρώντας Τον άδικο. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός βρίσκει κοινό φάρμακο στους πενθούντες ότι βλέπουν ανθρώπους να προπέμπουν άλλους ανθρώπους (Migne 35, 1041).
Παραθέτουμε κατωτέρω αποσπάσματα από λόγους παρηγοριάς ιερών πατέρων που μπορεί ο ιερεύς να χρησιμοποιεί για την ανακούφιση των πενθούντων:

Μ. Βασιλείου προς Νεκτάριον για τον θάνατο του γιου του (Migne 32, 237241): «. .. αν θελήσουμε να θρηνήσουμε κατά το μέγεθος του δυστυχήματος δεν θα μας φθάσει ο χρόνος του βίου και αν όλοι οι άνθρωποι στενάξουν μαζί μας, πάλι ο οδυρμός τους δεν θα είναι αρκετός για το μεγάλο πάθημά μας. Ας θελήσουμε να αναλογισθούμε το δώρο του Θεού, τον σώφρονα λογισμό. . . , ο οποίος επιτάσσει να μην λυπούμαστε για τους θανόντες. . . πρέπει με υπομονή να αποδεχόμαστε τις βουλές του Θεού έστω και αν είναι σκληρές. . . Όχι δεν στερήθηκες το γιό σου αλλά τον απέδωσες στον δημιουργό του, τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας αναμείνουμε λίγο και θα είμαστε μαζί του, καθόσον όλοι πορευόμαστε προς το τέρμα της οδού που όλοι θα βαδίσουμε και όλους μας αναμένει το ίδιο κατάλυμα. Ας ευχόμαστε να μοιάσουμε με εκείνον στην αρετή, ώστε με το άδολο ήθος να τύχουμε της αναπαύσεώς του. . .