Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

1. Όρος της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας περί του βαπτίσματος των Δυτικών (1755π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα



† Πολλών όντων των μέσων, δι’ ων της σωτηρίας ημών αξιούμεθα και τούτων, ως ειπείν, κλιμακηδόν αλληλενδέτων και αλληλουχουμένων όντων, άτε δη πάντων προς το αυτό τέλος αφορώντων, πρώτον εστι το τοις ιεροίς Αποστόλοις θεοπαράδοτον βάπτισμα, οία δη των λοιπών τούτου χωρίς απρακτούντων· «εάν γαρ τις μη γεννηθή, φησίν, εξ ύδατος και πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών»[336]· έδει και γαρ αναγκαίως, της πρώτης γεννήσεως επί τον θνητόν τουτονί βίον παραγαγούσης τον άνθρωπον, γέννησιν ετέραν εξευρεθήναι και τρόπον μυστικώτερον, μήτε από φθοράς ανερχόμενον, μήτε εις φθοράν καταλήγοντα, δι’ ου γένοιτ’ αν ημίν δυνατόν μιμήσασθαι τον αρχηγόν της σωτηρίας ημών Ιησούν Χριστόν. Το γαρ εν τη κολυμβήθρα ύδωρ του βαπτίσματος εν τάξει μήτρας λαμβάνεται, και τόκος τω τικτομένω γίνεται, η φησιν ο Χρυσόστομος[337]· το δε εν τω ύδατι επιφοιτών Πνεύμα εν τάξει Θεού το έμβρυον διαπλάττοντος· και ώσπερ εκείνος μετά την εν τάφω κατάθεσιν τριταίος επί την ζωήν ανεφοίτησεν, ούτως οι πιστεύοντες, αντί της γης, το ύδωρ υποδυόμενοι, εν τρισί καταδύσεσι την τριήμερον εαυτούς χάριν της Αναστάσεως εξεικονίζουσιν[338], αγιαζομένου του ύδατος τη επιφοιτήσει του παναγίου Πνεύματος, ως αν τω μεν φαινομένω ύδατι το σώμα φωτίζοιτο, τω δε αοράτω Πνεύματι τον αγιασμόν η ψυχή λήψαιτο· ως γαρ το εν τω λέβητι ύδωρ της του πυρός μεταλαμβάνει θερμότητος[339], ούτω το εν τη κολυμβήθρα ύδωρ τη ενεργεία του Πνεύματος εις θείαν μεταστοιχειούται δύναμιν, καθαίρον μεν και υιοθεσίας αξιούν τους ούτω βαπτιζομένους, τους δε άλλως πως τελουμένους, αντί καθάρσεως και υιοθεσίας ακαθάρτους και σκότους υιούς αποφαίνον.

Επειδή τοιγαρούν προ χρόνων ήδη τριών ζήτημα ανεφύη, ει τα παρά την παράδοσιν των αγίων Αποστόλων και θείων Πατέρων και παρά την συνήθειαν και διαταγήν της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας επιτελούμενα βαπτίσματα των αιρετικών δεκτά εστι, προσερχομένων ημίν, ημείς, άτε θείω ελέει τη ορθοδόξω Εκκλησία εντραφέντες, και τοις κανόσι των ιερών Αποστόλων και θείων Πατέρων επόμενοι, και μίαν μόνην γινώσκοντες την ημετέραν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, και ταύτης τα μυστήρια, επομένως και το θείον βάπτισμα, αποδεχόμενοι, τα δε υπό των αιρετικών, όσα μη ως το Πνεύμα το άγιον τοις ιεροίς Αποστόλοις διετάξατο και η Εκκλησία του Χριστού μέχρι της σήμερον ποιεί, επιτελούμενα, εφευρέματα ανθρώπων διεφθαρμένων όντα, ως αλλόκοτα και της αποστολικής όλης παραδόσεως αλλότρια γινώσκοντες, αποστρεφόμεθα κοινή διαγνώσει. Και τους εξ αυτών ημίν προσερχομένους ως ανιέρους και αβαπτίστους δεχόμεθα, επόμενοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ, τω τοις μαθηταίς αυτού εντειλαμένω βαπτίζειν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[340] τοις τε ιεροίς και θείοις Αποστόλοις, διαταττομένοις[341] εν τρισί καταδύσεσι και αναδύσεσι τους προσερχομένους βαπτίζειν και εν εκάστη των καταδύσεων εν όνομα επιλέγειν της αγίας Τριάδος· τω τε ιερώ και ισαποστόλω Διονυσίω, λέγοντι «τρις εν κολυμβήθρα ύδωρ και έλαιον ηγιασμένα εχούση τον προσερχόμενον παντός αμφίου γεγυμνωμένον βαπτίζειν, την τρισσήν της θείας μακαριότητος επιβοήσαντα υπόστασιν, και ευθύς τω θεουργικωτάτω μύρω τον βαπτισθέντα επισφραγίζειν, και μέτοχον αποφαίνειν λοιπόν της ιεροτελεστικωτάτης ευχαριστίας»[342], τη τε δευτέρα[343] και πενθέκτη[344] αγίαις Οικουμενικαίς Συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων μη επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι τη Ορθοδοξία προσιόντας.


Τούτοις τοίνυν τοις θείοις και ιεροίς διατάγμασιν επόμενοι και ημείς, τα μεν των αιρετικών βαπτίσματα, ως απάδοντα και αλλότρια της αποστολικής θείας διατάξεως και ύδατα ανόνητα, ως ο ιερός Αμβρόσιος και ο μέγας φησίν Αθανάσιος, και αγιασμόν μηδένα παρέχοντα τοις ταύτα δεχομένοις, και προς κάθαρσιν αμαρτημάτων ουδέν ωφελούντα, απόβλητα και αποτρόπαια ηγούμεθα. Τους δ’ εξ αυτών αβαπτίστως βαπτιζομένους ως αβαπτίστους αποδεχόμεθα, προσερχομένους τη ορθοδόξω πίστει, κι ακινδύνως αυτούς βαπτίζομεν, κατά τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας, οις αραρότως επιστηρίζεται η αγία του Χριστού και αποστολική και καθολική Εκκλησία, η κοινή μήτηρ πάντων ημών. Και επί ταύτη τη κοινή ημών διαγνώσει και αποφάνσει σφραγίζομεν τον Όρον ημών τούτο, ταις αποστολικαίς και συνοδικαίς διαταγαίς συνάδοντα, διαβεβαιούντες αυτόν δι’ ημετέρων υπογραφών.

Εν έτει σωτηρίω αψνε’.

† Κύριλλος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης.

† Ματθαίος ελέω Θεού πάπας και πατριάρχης της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας και κριτής της Οικουμένης.

† Παρθένιος ελέω Θεού πατριάρχης της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης.

Ο Όρος αυτός δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1756 στο έργο «Ραντισμού Στηλίτευσις», σ. ρογ’ – ρος’. Έκτοτε ανατυπώθηκε πολλές φορές. Βλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος ΙΙ, Εν Αθήναις 1953, σ. 989-991, απ’ όπου και αναδημοσιεύεται εδώ.

[336] Ιωάνν. 3, 5.

[337] P. G. 59, 153.

[338] Πρβλ. και Γρηγόριον Νύσσης, Migne P.G. 46 585.

[339] Πρβλ. και Κύριλλον Αλεξανδρείας, Migne P.G. 73, 245.

[340] Ματθ.. 28, 19.

[341] Αποστ. Κανών 50.

[342] Περί Εκκλ. Ιεραρχ. ΙΙ, 7. P.G. 3, 396.

[343] Κανών 7.

[344] Κανών 95.
2. (Ανα)βαπτισμοί Παπικών στην Επτάνησο κατά τον ΙΘ’ αιώνα

Ο Όρος των Ανατολικών Πατριαρχών (1755), ως το τελευταίο επίσημο κείμενο επί του προβλήματος επιστροφής των Δυτικών στην Ορθοδοξία, έτυχε ευρείας εφαρμογής κατά τον ΙΘ’ αιώνα. Οι ορθόδοξοι Επίσκοποι, οι οποίοι ήσαν φορείς και εκφραστές της παραδόσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου Ε’ και των Κολλυβάδων Πατέρων, εφάρμοζαν κανονικά τον Όρο, και μάλιστα σε περιοχές ξένης κατοχής, αψηφώντας τις συνέπειες. Ιδίως εκεί, όπου εξ αιτίας του συγχρωτισμού Ορθοδόξων και Λατίνων ο κίνδυνος σχετικοποιήσεως των δογματικών διαφορών ήταν ιδιαίτερα αισθητός, εύτολμοι Ιεράρχες δεν δίσταζαν να βαπτίζουν τους επιστρέφοντες Λατίνους, χωρίς διόλου να λαμβάνουν υπ’ όψη τους κινδύνους, τους οποίους συνεπαγόταν η παρρησία τους. Ένας τέτοιος χώρος ήταν τα Επτάνησα, και ιδίως η Κέρκυρα, στην οποία, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Παπικό στοιχείο ήταν πάντοτε πολυπληθές και ανθηρό, αλλά και πολιτικά πανίσχυρο. Σε παλαιότερη έρευνά μας στο Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας επισημάναμε σειρά περιπτώσεων, από το 1824 και εξής, επιστροφής Ρωμαιοκαθολικών στην Ορθοδοξία, δια κανονικού βαπτίσματος και όχι μόνο δια του Αγίου Μύρου. Στις περιπτώσεις αυτές ζητείται τούτο από τον επιστρέφοντα Ρωμαιοκαθολικό, ο δε Μητροπολίτης (εν προκειμένω ο από Ρωγών Μακάριος, 1824-1827)[345] παρέχει την σχετική άδεια[346].

Οι διαστάσει δε, τις οποίες έλαβε το ζήτημα, φαίνονται από την μυστική αλληλογραφία του Άγγλου Αρμοστού της Επτανήσου Fred. Adam[347] με τον προϊστάμενο του, Άγγλο Υπουργό Αποικιών Λόρδο Bathurst, την οποία μελετήσαμε στο Public Record Office του Λονδίνου, C(olonial) O(ffice) 136, το θέρος του 1982. Σε σχετικό έγγραφο[348] ο Άγγλος Υπουργός πληροφορεί τον Αρμοστή Adam, ότι δέχθηκε παράπονα της «Αγίας Έδρας» περί σειράς (ανα)βαπτισμών Λατίνων στην Κέρκυρα και ότι έτσι θίγονται τα προνόμια[349] που χορηγήθηκαν από τον προηγούμενο Αρμοστή Thomas Maitland στην «Παπικήν Εκκλησίαν». Για τούτο ο Υπουργός παρατηρεί στον Adam: «Your attention is, therefore, directed to the attempt which it appears has recently been made to infuse into the minds of the people, the unwarrantable belief that baptism by a Roman Catholic Priest is not valid». (Η προσοχή σας, συνεπώς, στρέφεται στην προσπάθεια, η οποία – φαίνεται – έγινε προσφάτως, να εμβάλη κάποιος στο νου του Λαού την ανέρειστη πίστη, ότι το (τελούμενο) βάπτισμα από ένα Ρωμαιοκαθολικό Ιερέα δεν είναι ισχυρό)[350]. Ο Πάπας, εξ άλλου, κατήγγελλε, ότι οι Έλληνες Επίσκοποι επεδίωκαν να καταστρέψουν την «καθολικήν θρησκείαν» (to destroy the Catholic religion)[351] και ότι ιδίως ο Έλληνας Επίσκοπος Κερκύρας αποδεικνυόταν «ο πικρότερος εχθρός» (the most acrimonious enemy) του Παπισμού[352]. Ως εκ τούτου, διερωτώντο οι ρωμαιοκαθολικοί της Κερκύρας, αν ήταν «τούρκοι» ή «εβραίοι», εφ’ όσον (ανα)βαπτίζονταν! Το περίεργο δε είναι ότι οι ρωμαιοκαθολικοί, γνωρίζοντας την μέχρι του τέλους της Ενετοκρατίας (1797) κρατούσα κατάσταση «αναγκαστικής» ομαλότητας στις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους[353], απέδιδαν τη στάση του Μακαρίου στη... διαφορετική παιδεία του (educated in the Turkish Colleges...)[354]. Το αποτέλεσμα ήταν να αναφέρει στη σχετική αναφορά του ο Adam, ότι παρέσχε στην «Αγίαν Έδραν» τη διαβεβαίωση ότι θα απαγορευθεί στο μέλλον ο (ανα)βαπτισμός των Λατίνων (it should be prevented for the future)[355]!

Ευγλωττότερη όμως είναι η ακόλουθη περίπτωση (ανα)βαπτισμού του λατίνου διδασκάλου Βερνάρδου Φραδελλώνου από τον Ιερέα Γεράσιμο Καλό την 7η Μαΐου 1857 έ. Π. στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας. Τα εν συνεχεία εκδιδόμενα, για πρώτη φορά, κείμενα βρήκαμε στο Αρχείο των Αδελφών Τυπάλδων – Ιακωβάδων[356].

(Χειρόγρ. Ιακωβάτων 100/ΛΟΔ ρμ’)

Επιστροφή και ομολογία λατίνου τινός ονόματι Βερνάρδου Φραδελλώνου, Διδασκάλου όντος εν Κεφαλληνία, εν τη πόλει Ληξουρίου, όστις εβαπτίσθη παρά του ιερέως Γερασίμου Καλού[357], κατά το δόγμα της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και τω εδόθη το όνομα Γεράσιμος.

Τω 1857 τη εβδόμη Μαΐου έ.π.

Ερ.: Η επιστροφή σου προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, μήπως προέρχεται από καμμίαν κοσμικήν επίρροιαν, ή βίαν, ή άλλον τινα σκοπόν επ’ ελπίδι απολαβής υλικών συμφερόντων και ουχί από εσωτερικήν τινα και καθαράν πεποίθησιν, του να επιστρέψης εις την αμώμητον και άδολον διδασκαλίαν της αοράτως εν ημίν παρισταμένης Αγίας Τριάδος ομολόγησον ευσυνειδότως και δημοσία, μη τι εκ των ανωτέρω λεχθέντων ή άλλο οιονδήποτε μεσολαβή εις τον όλως ιερόν και επίζηλον σκοπόν της επιστροφής σου.

Απ.: Ομολογώ ευσυνειδότως, ότι ουδέν έτερον με πειθαναγκάζει, ει μη απλή τις και άδολος πεποίθησις.

Ερ.: Αποπτύεις εξ όλης ψυχής και αποτάσση άπαντα τα αλλότρια των λατίνων δόγματα, όσα οι κατά καιρούς Πάπαι εκαινοτόμησαν, διαφωνούντα ουσιωδώς με το κείμενον του Ιερού Ευαγγελίου και το κύρος της καθόλου αρχαίας Εκκλησίας;

Απ.: Αποπτύω και αποτάσσομαι όλα ταύτα.

Ερ.: Γνωρίζεις, ότι η Αγία του Χριστού Εκκλησία, καθολική ούσα, μία διετέλει απαραμείωτος και απαραχάρακτος καθ’ όλους τους οκτώ πρώτους αιώνας και ότι τότε πρώτον παρεισέφρυσεν εν τη Δύσει εις το Ιερόν της πίστεως Σύμβολον η προσθήκη και «εκ του Υιού», απάδουσα προφανώς με την διδασκαλίαν του Θεανθρώπου, «Το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται»[358] και αθετούσα το κύρος των επτά Οικουμενικών Συνόδων, αι οποίαι και απηγόρευσαν ρητώς πάσαν προσθήκην ή αφαίρεσιν εις την συνεπτυγμένη ταύτην διδασκαλίαν της Πίστεως; Απορρίπτεις και αποδοκιμάζεις αυτήν, παραδεχόμενος αφ’ ετέρου από την σήμερον το Ιερόν σύμβολον εν τη αυτού ακεραιότητι, όπως συνετάχθη και διεδόθη υπό των Ιερών Συνόδων, ως Ιεράν παρακαταθήκην;

Απ.: Αποπτύω την προσθήκην ταύτην, ασπάζομαι και τιμώ αυτό, άνευ αυτής.

Ερ.: Αρνείσαι την εν Φλωρεντία ψευδοσύνοδον και λογίζεσαι αυτήν ως ουδέν, καθό υπαγορευθείσα από Σατανικόν φιλοδοξίας Πνεύμα και επηρεασθείσα υπό της δυνάμεως του ισχυροτέρου[359]; Αποδοκιμάζεις και αποπτύεις όσα νόθα και αλλότρια εδογμάτισε μη συνάδοντα με τας πράξεις και το πνεύμα των επτά Οικουμενικών Συνόδων;

Απ.: Αρνούμαι και αποπτύω αυτήν.

Ερ.: Απορρίπτεις μεθ’ ημών και απαρνείσαι την κακόζηλον των λατίνων δόξαν, επινόημα κερδοσκοπικόν και γέννημα των Παπών, όπως δι’ αυτής καπηλεύονται την ψυχικήν σωτηρίαν των Πιστών, το καθαρτήριον, λέγω πυρ, λέξις και δόξα άγνωστος όλως εν τη αρχαία Εκκλησία;

Απ.: Ναι, το αποπτύω.

Ερ.: Αποστρέφεσαι και αποβάλλεις προσέτι την καινοτομίαν της Δυτικής Εκκλησίας, δι’ ης αποστερεί τους λαϊκούς του θείου Ποτηρίου της Ευχαριστίας, ως εναντιουμένη απ’ ευθείας εις τον θείον λόγον, «Εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς»[360] και απάδουσα με την καθολικήν της Εκκλησίας παράδοσιν;

Απ.: Αποστρέφομαι και ταύτην την καινοτομίαν.

Ερ.: Αποπτύεις τον εν τω Ιερώ Βαπτίσματι ραντισμόν της Δυτικής Εκκλησίας, ως όλως απάδοντα με την διδασκαλίαν του Αποστόλου Παύλου και την των Πατέρων αρχαίαν παράδοσιν, και παραδέχεσαι αφ’ ετέρου μετά βαθείας υποκλίσεως και σεβασμού την τρίτην (γρ. Τριττήν) της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατάδυσιν εν τω ύδατι, καταγγέλλουσαν σαφώς την ταφήν του Κυρίου και την τριήμερον αυτού Ανάστασιν;

Απ.: Αποπτύω τον ραντισμόν, δέχομαι, σέβομαι και τιμώ το Βάπτισμα της Ανατολικής Εκκλησίας.

Ερ.: Ομολογείς ότι κακώς ποιούσα η των Λατίνων Εκκλησία αποστερεί τον βαπτιζόμενον του Μυστηρίου του Χρίσματος, το οποίον η καθ’ ημάς Εκκλησία δίδωσιν αμέσως μετά το Βάπτισμα, κατά την ομολογίαν πασών των Εκκλησιών, ίνα προσέρχωνται άπαντες κεχρισμένοι τω Αγίω Μύρω εις την μετάληψιν της θείας Ευχαριστίας;

Απ.: Ομολογώ, ότι κακώς ποιεί.

Ερ.: Ομολογείς προσέτι, ότι κακώς ποιεί χρωμένη εν τη θεία Ευχαριστία άζυμον άρτον, αντί του ενζύμου, τον οποίον παρεδέξαντο άπασαι αι Εκκλησίαι της αρχαιότητος, και ότι η χρήσις αυτού υπάρχει σύμφωνος με την σταθεράν Παράδοσιν αυτών;

Απ.: Αποπτύω την πλάνην των Λατίνων και ασπάζομαι την χρήσιν του ενζύμου, τον οποίον η Ανατολική Εκκλησία χρωμένη καλώς ποιεί.

Ερ.: Αποδοκιμάζεις και βδελύττεσαι τον παράλογον ισχυρισμόν της Δυτικής Εκκλησίας, ως προς την Καθολικήν Πνευματικήν και Κοσμικήν Κυριαρχίαν του θρόνου της Ρώμης, επί πασών των Εκκλησιών, το αλάνθαστον και αναμάρτητον, τα οποία η Εκκλησία των οκτώ πρώτων αιώνων ουδέποτε ούτε εγνώρισεν ούτε μετεχειρίσθη, και συνομολογείς μεθ’ ημών, ότι η Καθολική Εκκλησία, γνησίως και κανονικώς συναχθείσα εις Σύνοδον, έχει την εξουσίαν να κρίνη και να ανακρίνη πάσαν Εκκλησιαστικήν υπόθεσιν, και αυτόν τον Πάπαν, και ότι ουδέποτε απένειμεν εις τον θρόνον της Ρώμης κυριαρχίαν οιανδήποτε, αλλά μόνον πρωτείον τι τάξεως και τιμής δια το να ήτο τότε η Ρώμη Βασιλεύουσα;

Απ.: Αποδοκιμάζω και βδελύττομαι την παραλογίαν ταύτην και σύμφημι μετά της Ανατολικής Εκκλησίας, ότι πρώτιστον Πνευματικόν Αρχηγόν και κεφαλήν δεν αναγνωρίζουσι άπασαι αι Εκκλησίαι, ει μη μόνον τον Ιησούν Χριστόν, και την Αυτού, των Αποστόλων και των Συνόδων διδασκαλίαν, αυταί δε εισιν αλλήλαις αδελφαί αχώριστοι και συνδεδεμέναι δια του Πνευματικού της αγάπης δεσμού προς καταρτισμόν των Πιστών.

Ερ.: Υπάρχουσι και άλλα τινά επουσιώδη εν τη Δυτική Εκκλησία παρεμβεβισμένα και απάδοντα εις τας αρχαίας παραδόσεις, ως η νηστεία και γονυκλισία εν Σαββάτω, το να προσεύχωνται εστραμμένοι προς Δυσμάς, ποιούντες το σημείον του Σταυρού δυσί μόνον δακτύλους αθετούντες το Ομοούσιον και Ομότιμον του Υπερτάτου της Τριάδος Μυστηρίου· τα τοιαύτα και όσα άλλα εκαινοτόμησαν, αποβάλλεις ευσυνειδότως και ασπάζεσαι τα της Ανατολικής, ήτις διατηρεί πάντα ταύτα ακίβδηλα, όπως τα παρέλαβε παρά των Αγίων Αποστόλων και Ιερών Συνόδων;

Απ.: Ναι αποτάσσομαι και αποδοκιμάζω άπαντα τα αλλότρια ταύτα.

Ερ.: Ανάγνωσον άνευ προσθήκης το Ιερόν της Πίστεως σύμβολον εις επήκοον πάντων σαφώς και ευκρινώς.

Απ.: Πιστεύω εις ένα Θεόν...

Ερ.: Επισφράγισον δια της υπογραφής σου την ανωτέρω Ομολογίαν σου.

(Εν συνεχεία σημειοί ο αντιγραφεύς του κειμένου:)

Η παρούσα ομολογία ευρίσκεται υπογεγραμμένη εν τη Εκκλησία της Κεφαλληνίας.

(Ακολουθεί δε:)

Λογίδριον εκφωνηθέν παρά του ρηθέντος Ιερέως μετά το θείον Βάπτισμα εν τη προς τον νεοφώτιστον της Θείας Μεταλήψεως μεταδόσει.

Τέκνον εν Κυρίω αγαπητόν,

Το πνεύμα της πλάνης παρέσυρε «κρίμασιν οις οίδε Κύριος» εις την ευρύχωρον οδόν και την πλατείαν πύλην, πολλάς μυριάδας πιστών, παρεκτραπείσας όπισθεν του Αρείου και των λοιπών αιρεσιαρχών, εν αις και η πάλαι ποτέ Πνευματική ημίν αδελφή Ρωμαϊκή Εκκλησία, ήτις επί οκτώ ολοκληρωτικούς αιώνας συνέτρωγε μεθ’ ημών τον πνευματικόν εκείνον Άρτον και έπινε το Πανάχραντον Ποτήριον της Θείας Ευχαριστίας, επί μιας μόνης Μυστικής Τραπέζης απαραμείωτα, όπως παρέλαβε ταύτα και εδιδάχθη εν τω Μυστικώ Δείπνω παρά του Θεανθρώπου Σωτήρος ημών. «Και γαρ εις Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα!»[361] Αλλά φευ! Μετά το αξιοδάκρυτον εκείνο σχίσμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ανεφάνη το Πνευματικόν Ποίμνιον του Ιησού εκόν ακόν διηρημένον εις δύο εχθρικά αντιμαχόμενα στρατόπεδα ερίζοντα προς άλληλα όχι πλέον δια το άνηθον και το κύμινον, αλλά περί σπουδαίων και υψηλών αντικειμένων αποβλεπόντων την σωτηρίαν απάσης εν γένει της ανθρωπότητος! Αύτη όμως η πάλη είναι πολύ άνισος και πολύ διάφορος· καθότι η μεν Εκκλησία της Ρώμης προσηλυτίζει δια της υλικής σπάθης και του πυρός, η δ’ Ανατολική απ’ εναντίας, καθό τηρούσα ανόθευτον και απαραχάρακτον την διδασκαλίαν των Αποστόλων και Προφητών, νουθετεί και διδάσκει απλώς τους επιστρέφοντας εις αυτήν δια της πνευματικής, «ήτις εστί ρήμα Θεού»[362].

Συ δε, ω τέκνον μου αγαπητόν, έχεις πρόσφατον παράδειγμα εις τους οφθαλμούς σου, τινί δηλαδή τρόπω η φιλόστοργος μητήρ ημών, η Ανατολική Εκκλησία, δέχεται εις τας αγκάλας της τους μετανοούντας ειλικρινώς και προσερχομένους εις αυτήν. Ωμολογήσας εις τον λίβελλόν σου, τον οποίον παρεκατέθεσας (sic) εις την ενταύθα τοπικήν Εκκλησίαν, ότι ουδεμία κοσμική βία, ή υλικόν τι αντικείμενόν σε προέτρεψεν εις τούτο, αλλά μία εγκάρδιος και καθαρά πεποίθησις του να επανέλθης εις την πνευματικήν και ευθείαν οδόν. Ήλθεν μετά βαθείας υποκλίσεως και συντετριμμένης καρδίας προς εμέ, εκφράζων τον ουράνιον σκοπόν σου, και αφ’ ου διήλθον όλα τα πνευματικά μέσα, όσα υπαγορεύει η Υμετέρα (γρ. ημετέρα) Εκκλησία, σε ωδήγησα εις την Ιεράν ταύτην κολυμβήθραν, ένθα ήμην υπουργός ανάξιος και μάρτυς του υπερφυούς τούτου Μυστηρίου του Βαπτίσματος της σης παλιγγενεσίας. Καταβάς προ ολίγου εις την Ιεράν Κολυμβήθραν μετά του Προπατορικού «ρύπου της αμαρτίας», και θάψας εκεί «το παλαιόν άνθρωπον» εν τοις ύδασι, «συν ταις πράξεσιν αυτού και ταις επιθυμίαις»[363], ανέβης ήδη εξ αυτής ως αγνόν και απαλόν βρέφος, ενδεδυμένος τον νέον Αδάμ, ήτοι τον Μονογενή Υιόν του Θεού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, «ος τετραυμάτισται δια τας αμαρτίας ημών, και μεμαλάκισται δια τας ανομίας ημών»[364]

Τέκνον! Βάδιζε ήδη μετά θάρρους προς την Πνευματικήν Τράπεζαν των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων· φύλαττε ταύτα εν τη καρδία αμόλυντα ως Ιεράν «παρακαταθήκην»[365], άτινα μέλλουν να σε αναβιβάσωσι μετ’ ου πολύ εις την Ουράνιον Ιερουσαλήμ. Ο βίος ημών είναι βραχύς. Παρέρχεται ως αστραπή, και τότε ο τάφος έσεται ο μάρτυς των πράξεών μας, τέκνον, ζηλώ την προαίρεσιν σου και μακαρίζω την τύχην σου, εάν διατελής νήφων, όσον το εφικτόν εις εσέ, από τας παγίδας του αλλοτρίου. Την ημέραν ταύτην κατάγραψον εις τα βάθη της ψυχής σου, και η δύναμις του Υψίστου, είθε να κατευθύνη τα διαβήματά σου εις παν έργον αγαθόν...

[345] Σπ. Κ. Παπαγεωργίου, Ιστορία της Εκκλησίας της Κερκύρας, εν Κερκύρα 1920, σ. 131-137.

[346] Ιστορ. Αρχείον Κερκύρας, Φάκελλος Μητροπολιτών, αρ. 57, φ. 6-7.

[347] Βλ. περί αυτού Ηλία Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Β’, Εν Αθήναις 1960, σ. 570-573.

[348] P.R.O., C.O 136/313, φ. 29-39, αρ. 104. Έγγραφον του Barthurst προς τον Fr Adam από 14.10.1826 (πρβλ. C.O. 136/188, φ. 296-304).

[349] Η Αγγλική «Προστασία»ανελάμβανε να διασφαλίσει τα κεκτημένα δικαιώματα των Εκκλησιών και θρησκευτικών μειονοτήτων.

[350] C.O. 136/313, φ. 356. Είναι ενδεικτικόν του επικρατούντος κλίματος το εν συνεχεία σχόλιον του Barthurst: «As I observe, however, that it is at the same time admitted, that this second baptism is not performed pyblickly, but with the doors of the church closed, it is to be hoped that this has not by any means become a general practice, and that you will therefore, have the less difficulty in surpressing it»! Το γεγονός δηλ. ότι η βάπτιση του Ρωμαιοκαθολικού έγινε «κεκλεισμένων των θυρών» παρέχει την βεβαιότητα, ότι ο (ανα)βαπτισμός αυτών δεν απέβη συνήθης πράξη και ότι εύκολα θα καταστεί δυνατή η καταστολή αυτής της «καινοφανούς»συνηθείας! (φ. 36β-37α). Είναι, πράγματι, αλήθεια, ότι βαπτίσεις Δυτικών υπό δυτική (ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική) κατοχή απαιτούσαν μεγάλον ηρωϊσμό και γι’ αυτό σπάνιζαν, ή τελούνταν εν κρύπτω και έμεναν για τούτο άγνωστες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Άγγλου Λόρδου Frederick North – Guilford (1766-1827). Τον Ιανουάριο του 1791 ο Άγγλος ευγενής, γιος Πρωθυπουργού, έγινε ορθόδοξος, κατά την απαίτησή του δια κανονικού βαπτίσματος, διότι, όπως γράφει στην αυτόγραφη «Ομολογία» του, δεν το είχε λάβει ως αγγλικανός και πίστευε ότι η Ορθοδοξία ήταν η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», κι εκτός αυτής κανένα μυστήριο δεν υπάρχει. Έλαβε δε το όνομα Δημήτριος. Βλ. σχετικά την μελέτη του (Επισκόπου Διοκλείας) Kallistos Ware, The fifth earl of Guilford (1766-1827) and his secret conversion to the orthodox church, στο: D. Baker (Ed.), The orthodox churches and the west (= studies in church history, Vol. 13). Oxford 1976, σ. 247-256). Ο Γκίλφορδ είναι η σπουδαιότερη απόδειξη ότι γίνονταν βαπτίσεις επιστρεφόντων δυτικών και επί Ενετοκρατίας στα Επτάνησα, αλλά κρατούνταν για ευνοήτους λόγους μυστικές. Και ο Γκίλφορδ τηρούσε – για χρόνια – ως προς το ζήτημα αυτό απόλυτη μυστικότητα. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Οι Τρεις Ιεράρχαι Προστάται της Ιονίου Ακαδημίας, στο: «Αντίδωρον πνευματικόν» (= τιμητικός Τόμος Γερασ. Ιω. Κονιδάρη), Αθήναι 1981, σ. 287/8. Του ιδίου, Η Ιόνιος Ακαδημία – Κριτική παρουσίαση του ομωνύμου βιβλίου του E. P. Henderson, «Παρνασσός» ΚΓ’ (1981), σ. 332 ε.ε.

[351] Όπ. παρ., φ. 44 ε.

[352] Όπως σημειώνεται σε Έκθεση Ρωμαιοκαθολικών της Κερκύρας που στάλθηκε στο Βατικανό και κοινοποιήθηκε στο Λονδίνο: «That schismatic bishop impudently boarts that 136 catholics have gone over to the Greek religion since he held his high office». Όπ. παρ., φ. 63β-64α.

[353] Βλ. Π. Γρηγορίου, Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων, Αθήναι 1958. Από ορθοδόξου πλευράς βλ. την έκθεση του Σπ. Κ. Παπαγεωργίου, Ιστορία...., ένθ’ ανωτ. σ. 45 ε.ε., ιδίως δε την ειδική μελέτη του π. Αθαν. Χ. Τσίτσα, Η Εκκλησία της Κερκύρας κατά την Λατινοκρατίαν 1267-1795, Κέρκυρα 1969. Την κρατούσα κατάσταση στα Επτάνησα και τις λοιπές Λατινοκρατούμενες περιοχές προϋποθέτει και εκφράζει η μελέτη του Ιερ. Κοτσώνη (πρ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών), Η από κανονικής απόψεως αξία της μυστηριακής επικοινωνίας Ανατολικών και Δυτικών επί Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1957.

[354] Όπ. παρ., φ. 66 α. Με ποια δε κριτήρια θεωρούσαν οι Ρωμαιοκαθολικοί το ζήτημα των (ανα)βαπτισμών δηλώνεται στα υποβαλλόμενα προς το Βατικανό ερωτήματά των: «Is not this an affront to the catholic and Roman church? And what an insult to the catholics residing in Corfu?» (στο ίδιο). Τα πνευματικά - παραδοσιακά και θεολογικά κριτήρια είχαν δηλ. – ήδη κατά την εποχήν αυτή – τελείως αδρανήσει!

[355] P.R.O., C.O. 136/38, φ. 13. Έκθεση του Fr. Adam προς Barthurst από την Κέρκυρα, στις 16.1.1827.

[356] Χειρόγρ. Φάκ. 100, αρ. Ρμ’ – Λόγοι και Ομιλίαι Διαφόρων. Το χ/φον σύγκειται εκ 4 φύλλων, διαστ. 22,6 x 16,8 εκ., και σ’ αυτό προηγείται η προσφώνηση (Λογίδριον) του ιερέως Γ. Καλού και έπεται ο διάλογος – ομολογία. Υπόβαθρο του διαλόγου αυτού είναι η «Ακολουθία», που τυπώθηκε από την μεγάλη Σύνοδο του 1484 στην Κων/λη, την οποία βλ. στου Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., όπ. παρ., σ. 987-989. Ακολουθείται η ίδια σειρά ως προς την απόρριψη των λατινικών καινοτομιών (τα «αλλότρια δόγματα» γενικά, το Filioque, Σύνοδος Φλωρεντίας, άζυμα) – το κείμενο της Κεφαλληνίας προσθέτει και το «καθαρτήριον πυρ», καθώς επίσης και τις υπόλοιπες γνωστές διαφορές: την κοινωνία μόνο του Άρτου, τον ραντισμό στο βάπτισμα, τον χωρισμό βαπτίσματος – χρίσματος και την, ως εκ τούτου, άρνηση στα βρέφη της θ. Ευχαριστίας, και – τέλος – τα παπικά δόγματα του Πρωτείου, της πολιτικής ιδιότητας του Πάπα και του αλαθήτου, παρ’ ότι η «επίσημη» δογματοποίηση του τελευταίου έγινε το 1870, καθώς και μερικά «επουσιώδη» έθιμα. Ο ιερομόναχος Γ. Καλός, που μόνασε στο Άγιον Όρος και γνώριζε έτσι την ορθόδοξη παράδοση, όντας δε και ικανός θεολόγος, θεώρησε καλό να χρησιμοποιήσει ευρύτερο κείμενο εκείνου της Συνόδου του 1484, λόγω των, μέχρι της εποχής του, νέων καινοτομιών της Δύσεως. Βέβαια μένει την στιγμή αυτή ανοικτό το ερώτημα, αν το κείμενο της Ομολογίας συντάχθηκε εξ υπ’ αρχής απ’ αυτόν ή εχρησιμοποιείτο ήδη στα Επτάνησα και στο Άγιον Όρος.

[357] Γεννήθηκε στην Ανωγή. Έζησε 1801-1880. Γεννήθηκε και απεβίωσε στην Κεφαλλονιά. Μόνασε επί σειρά ετών στο Άγιον Όρος και χρημάτισε επί έτη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κηπουρίων στην Πάλλη Κεφαλληνίας. Έλαβε καλή θεολογική παιδεία και ήταν εγκρατής της πατερικής γραμματείας. Σημασία έχει, ότι και ο ίδιος ο Ανδρ. Λασκαράτος τιμούσε την αρετή, ευσέβεια και παιδεία του ανδρός, και διατηρούσε μαζί του αλληλογραφία περί θεολογικών ζητημάτων (1874). Βλ Ηλία Α. Τσιτσέλη, Κεφαλληνικά Σύμμικτα, τόμ. Α’, Εν Αθήναις 1904, σ. 192-194.

[358] Ιωάνν. 15, 26.

[359] Η φράση «επηρεασθείσα... ισχυροτέρου», που δεν απαντά – απ’ όσο γνωρίζουμε – σ’ ανάλογα κείμενα, αποκαλύπτει την πικρή εμπειρία των Επτανησίων που διετέλεσαν επί 6 αιώνες (1267-1864) υπό την καταπίεση των Δυτικών.

[360] Ιωάνν. 6, 53.

[361] Εφεσ. 4, 5.

[362] Εφεσ. 6, 17.

[363] Κολ. 3, 9.

[364] Ησ. 53, 5.

[365] Β’ Τιμ. 1, 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου