Μοναχή Ευπραξία υποτακτική του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού
Ήταν παντρεμένη και είχε ένα παιδί τον Ιωάννη, τον οποίο άφησε μικρό και τελείως πτωχό στην μητέρα της για τον έρωτα του Χριστού.
Υπήρξε ευκατάστατη, είχε 4 σπίτια στην Κωνσταντινούπολη και θείο Αρχιμανδρίτη από τον οποίο κληρονόμησε Αγια Λείψανα που τα διαμοιράστηκαν αργότερα οι πατέρες της συνοδείας του Γέροντος Ιωσήφ.
Όταν ήλθαν στην Ελλάδα, μαζεύτηκαν και άλλες γυναίκες που είχαν μεγάλο ζήλο για τον Μοναχισμό και την ευχή και υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Ιωσήφ έκαναν Μοναστήρι κυρίως από τα χρήματα της Γεροντίσσης Ευπραξίας αλλά και από άλλες στα μέρη της Θράκης (μεταξύ Ξάνθης και Κομοτηνής). Δυστυχώς υπήρχε μεταξύ τους αντιζηλία, φιλονικίες κτλ. και έβγαινε κάθε τόσο από το Άγιον Όρος ο Γέρων Ιωσήφ και τις βοηθούσε. Οι έξοδοι αυτές από το Όρος ήταν η αιτία να στενοχωριέται και να θλίβεται ο πατήρ Αρσένιος, διότι έπρεπε να βγαίνη και αυτός μαζί του και δεν ήθελε. Ήσαν «συμφωνηταί» – τους είχε διαβάσει Ιερέας – και δεν είχαν ευλογία να χωρίσουν ούτε ένα 24ωρο.
Αυτά έγιναν – δηλαδή το κτίσιμο της Μονής – μετά τα 8 χρόνια του πειρασμού του Γέροντος, όταν πια ήταν τελείως απαθής, σαν μικρό παιδί.
Οι Ιερείς όμως της ενορίας, κατηγόρησαν το Γέροντα για πολλά και μεταξύ αυτών και για ηθικά ζητήματα και του έκαναν δίκη, στην οποία δεν παρουσιάστηκε ο Γέροντας. Εν τω μεταξύ και ο κόσμος από απλότητα έκαναν υπερβολές π.χ. όταν τον έβλεπαν έλεγαν «ο Χριστός, ο Χριστός!» καθ’ όσον είχε γκριζογάλανα μάτια και ξανθά γενάκια κ.τ.λ.
Όταν κατάλαβε ο Γέροντας ότι δεν υπάρχει ωφέλεια, δεν ξαναπήγε στο Μοναστήρι. Αυτό συνέβη γύρω στο 1938. Οι αδελφές, μια γιατί δεν πήγαινε ο Γέροντας, μια γιατί τις κυνηγούσαν οι ιερείς της ενορίας, διαλύθηκαν. Όλες όμως κρατούσαν γερά στην Μοναχική παράδοση. Πολλές από αυτές αγίασαν. Δύο πήγαν στην Μονή της Παναγίας της Πευκοβουνογιατρίσσης στην Κερατέα (Ευφροσύνη, Φεβρωνία), άλλη ήταν η ΚλαιοΜαρία του Περισσού. Η Γερόντισσα Ευπραξία πήγε στη Θεσσαλονίκη και έμενε πολύ φτωχικά σε ένα καμαράκι με χώμα στο πάτωμα (κοντά στον Προφήτη Ηλία), μαζί με την μάνα της, στην αυλή του σπιτιού του αδελφού της.
Ο Γέρων Ιωσήφ, επειδή την είδε ότι ήταν γερή στην ευχή, της έδωσε εντολή να κλειστή μέσα και της έδωσε ησυχαστικό τυπικό, να ασχοληθή μόνο με την «ευχή». Να μην βγαίνη, να μην έχη φιλίες.
Στην ερώτησή της για το πως θα διαιτάται εκείνος της απάντησε: «Εγώ θα σε φροντίσω, θα σου στέλνω τα προς χρείαν, μόνο εσύ να καθήσης μέσα… Αν χρειαστή κοσμικά ρούχα θα φορέσω και θα βγώ στον κόσμο να δουλέψω για να σου στέλνω». Και πράγματι της έστελνε. Αυτή κλείστηκε μέσα, δεν την γνώριζε σχεδόν κανείς. Εκκλησιαζόταν αλλά στην Ενορία δεν είχε κουβέντες και γνωριμίες. Έκανε πως δεν ήξερε καλά τη γλώσσα και έτσι απέφευγε. Λίγο πιο πέρα από το καλυβάκι της ήταν άλλο καλυβάκι και εκεί πήγαινε. Έκλεινε τα εξώφυλλα των παραθύρων για να είναι σκοτεινά και έλεγε την ευχή. Για όσους την γνώρισαν ήταν ο αββάς Ισαάκ στην πράξη. Ζούσε με απόλυτη πτωχεία στην ησυχία. Υπήρξε πολύ αγωνίστρια και κατανυκτική. Πληροφορίες γι’ αυτήν πήραμε από το Ιερόν Κοινόβιο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» Οινουσσών Χίου.
Στο παράρτημα δημοσιεύουμε αποσπάσματα από επιστολές της οσίας μητρός προς κάποιον ιερομόναχο.
Αποσπάσματα από αλληλογραφία
της Γεροντίσσης Εύπραξίας του Ιωσήφ
προς Ιερομόναχο τινά
Διαβάζοντας κανείς γεύεται τη γλύκα της κατανυκτικής της καρδιάς…
«…Ο Θεός Τατλή Ιησούς μας, Παναγία Θεοτόκος μας, Μητέρα μας να γίνη, να προστατεύη πάντοτε, να φυλάγη, μέσα στην καρδιά σου να καθίση. Κάθε λεπτό να του πής. Τατλή Ιησούμ! άχ Τατλή Ιησούμ, τατλή Βασιλέμ. Θεοτόκος μας να το πής. Να κλαις από τη φωτιά στην καρδιά σου, την αγάπη σου στο Χριστό μας, ν’ ανάψη μέσα σου. Αχ, άχ, άχ κάθε αναπνοή σου. Αμάν. Εγώ αμαρτωλή εύχομαι νύκτα – ημέρα με θερμά δάκρυα. Είμαι υποχρεωμένη, είμαι φορτωμένη. Πως να το δώσω τον Θεόν λόγια. Ελεημοσύνη τρώγω. Κλαίω άχ, άχ πολύ παρακαλώ, να μή λησμονάς το όνομά μου να μνημονεύης. Εάν ακούσης πέθανε Ευπραξία, ένα 40λείτουργο να κάμνης, θα με πάρης από την κόλαση. Είμαι στον κόζμο κολαζμένη. Δεν είμαι άκξια να πάγω Παράδεισος. Το δικό σας προσευχή, ευσπλαχνία του Τατλή Ιησού μας ελπίζω».
«…Τατλή Ιησού μας να έλθη (στην) καρδιά σου ν’ ανάπψη μέσα σου, να γίνης φως, να καταλάβης Τατλή Ιησού μας… που κάμνεις προσευχή με το κομβοσχοίνιον «Κύριε, Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον ημάς». Αυτά να λες να εύρης γλύκα (απόγλυκα) να κλαις νύκτα ημέρα, όλο το σώμα ν’ αγιάζης, να καταλάβης εάν τατλή Ιησού μας έρχεται καρδιά σου, αυτή γίνι (γίνεται), το σώμα γίνι (γίνεται) σαν λάστιχο. Βγαίνει κοζμικό σώμα, έρχεται άγιο σώμα. Το σώμα λέγει, δουλεύει σαν το ωρολόγιον. Κύριε Ιησού μου, Χριστέ μου, Υιέ του Θεού ελέησον ημάς, λέγει μέσα σου. Όλο το σώμα δε σταματάγει. Αυτά τα κερδίζεις με σιωπή, σκοτεινά, ούτε φως να γίνη. Σκέπασε (με) το κουκούλιον το πρόσωπόν σου να πής την ευχή. Το σώμα αγιάζει, νεκρό γίνεται.
Τότε να ιδής τι εστάνη (αισθάνεσαι), τον άγιο Γέροντά μας. Προσευχή να βοηθήση να κατοίκηση μέσα στον Τατλή Ιησούς μας. Αμήν.
Εγώ αμαρτωλή εύχομαι χρυσό παιδάκι μου… να γίνη μέσα σου φως. Ο πειραζμός να φοβηθή κοντά σου, να μην έλθη να κάπψη (να καή).
Εγώ έδωσα ο Θεός πλούτον, και εγώ τον Θεόν αγάπη έδωσα, τον Θεόν υπακουγή τον Γέροντα μου.
Άγιος Γέροντας μου έταξε. Μη φοβάσαι, εγώ θα (σε) κοιτάξω. Θα φορέσω κοζμικά ρούχα, θα δουλέψω να σε κοιτάξω. Που είναι; Από μένα πρώτα πέθανε. Άγιασε….
Έως τώρα ο Θεός δε με άφησε, αλλά πολλά υπόφερα από τον αγώνα. Τώρα γραία είμαι, άρρωστη είμαι, βροχικό άσθμα έχω.
[Τατλη Ιησουμ = γλυκύς Ιησούς]
Δωρεάν πολλά (μου) έδωσε ο Θεός. Ολόκληρο το σώμα μου λέγει (την) ευχή. Από την γλύκα της ευχής ανάβει μέσα μου. άχ, άχ, άχ Τατλή Ιησούμ κλαίω, δε μπορώ, πάρτο ψυχή μου, πάρτο, κλαίω δεν είμαι άξια να πώ την ευχή, κλαίω.
Πηγή: Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία «Μοναζουσών Σύναξις», θαυμαστόν γυναικείον γεροντικόν του εικοστού αιώνος, Αθήνα 2005
Υπήρξε ευκατάστατη, είχε 4 σπίτια στην Κωνσταντινούπολη και θείο Αρχιμανδρίτη από τον οποίο κληρονόμησε Αγια Λείψανα που τα διαμοιράστηκαν αργότερα οι πατέρες της συνοδείας του Γέροντος Ιωσήφ.
Όταν ήλθαν στην Ελλάδα, μαζεύτηκαν και άλλες γυναίκες που είχαν μεγάλο ζήλο για τον Μοναχισμό και την ευχή και υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Ιωσήφ έκαναν Μοναστήρι κυρίως από τα χρήματα της Γεροντίσσης Ευπραξίας αλλά και από άλλες στα μέρη της Θράκης (μεταξύ Ξάνθης και Κομοτηνής). Δυστυχώς υπήρχε μεταξύ τους αντιζηλία, φιλονικίες κτλ. και έβγαινε κάθε τόσο από το Άγιον Όρος ο Γέρων Ιωσήφ και τις βοηθούσε. Οι έξοδοι αυτές από το Όρος ήταν η αιτία να στενοχωριέται και να θλίβεται ο πατήρ Αρσένιος, διότι έπρεπε να βγαίνη και αυτός μαζί του και δεν ήθελε. Ήσαν «συμφωνηταί» – τους είχε διαβάσει Ιερέας – και δεν είχαν ευλογία να χωρίσουν ούτε ένα 24ωρο.
Αυτά έγιναν – δηλαδή το κτίσιμο της Μονής – μετά τα 8 χρόνια του πειρασμού του Γέροντος, όταν πια ήταν τελείως απαθής, σαν μικρό παιδί.
Οι Ιερείς όμως της ενορίας, κατηγόρησαν το Γέροντα για πολλά και μεταξύ αυτών και για ηθικά ζητήματα και του έκαναν δίκη, στην οποία δεν παρουσιάστηκε ο Γέροντας. Εν τω μεταξύ και ο κόσμος από απλότητα έκαναν υπερβολές π.χ. όταν τον έβλεπαν έλεγαν «ο Χριστός, ο Χριστός!» καθ’ όσον είχε γκριζογάλανα μάτια και ξανθά γενάκια κ.τ.λ.
Όταν κατάλαβε ο Γέροντας ότι δεν υπάρχει ωφέλεια, δεν ξαναπήγε στο Μοναστήρι. Αυτό συνέβη γύρω στο 1938. Οι αδελφές, μια γιατί δεν πήγαινε ο Γέροντας, μια γιατί τις κυνηγούσαν οι ιερείς της ενορίας, διαλύθηκαν. Όλες όμως κρατούσαν γερά στην Μοναχική παράδοση. Πολλές από αυτές αγίασαν. Δύο πήγαν στην Μονή της Παναγίας της Πευκοβουνογιατρίσσης στην Κερατέα (Ευφροσύνη, Φεβρωνία), άλλη ήταν η ΚλαιοΜαρία του Περισσού. Η Γερόντισσα Ευπραξία πήγε στη Θεσσαλονίκη και έμενε πολύ φτωχικά σε ένα καμαράκι με χώμα στο πάτωμα (κοντά στον Προφήτη Ηλία), μαζί με την μάνα της, στην αυλή του σπιτιού του αδελφού της.
Ο Γέρων Ιωσήφ, επειδή την είδε ότι ήταν γερή στην ευχή, της έδωσε εντολή να κλειστή μέσα και της έδωσε ησυχαστικό τυπικό, να ασχοληθή μόνο με την «ευχή». Να μην βγαίνη, να μην έχη φιλίες.
Στην ερώτησή της για το πως θα διαιτάται εκείνος της απάντησε: «Εγώ θα σε φροντίσω, θα σου στέλνω τα προς χρείαν, μόνο εσύ να καθήσης μέσα… Αν χρειαστή κοσμικά ρούχα θα φορέσω και θα βγώ στον κόσμο να δουλέψω για να σου στέλνω». Και πράγματι της έστελνε. Αυτή κλείστηκε μέσα, δεν την γνώριζε σχεδόν κανείς. Εκκλησιαζόταν αλλά στην Ενορία δεν είχε κουβέντες και γνωριμίες. Έκανε πως δεν ήξερε καλά τη γλώσσα και έτσι απέφευγε. Λίγο πιο πέρα από το καλυβάκι της ήταν άλλο καλυβάκι και εκεί πήγαινε. Έκλεινε τα εξώφυλλα των παραθύρων για να είναι σκοτεινά και έλεγε την ευχή. Για όσους την γνώρισαν ήταν ο αββάς Ισαάκ στην πράξη. Ζούσε με απόλυτη πτωχεία στην ησυχία. Υπήρξε πολύ αγωνίστρια και κατανυκτική. Πληροφορίες γι’ αυτήν πήραμε από το Ιερόν Κοινόβιο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» Οινουσσών Χίου.
Στο παράρτημα δημοσιεύουμε αποσπάσματα από επιστολές της οσίας μητρός προς κάποιον ιερομόναχο.
Αποσπάσματα από αλληλογραφία
της Γεροντίσσης Εύπραξίας του Ιωσήφ
προς Ιερομόναχο τινά
Διαβάζοντας κανείς γεύεται τη γλύκα της κατανυκτικής της καρδιάς…
«…Ο Θεός Τατλή Ιησούς μας, Παναγία Θεοτόκος μας, Μητέρα μας να γίνη, να προστατεύη πάντοτε, να φυλάγη, μέσα στην καρδιά σου να καθίση. Κάθε λεπτό να του πής. Τατλή Ιησούμ! άχ Τατλή Ιησούμ, τατλή Βασιλέμ. Θεοτόκος μας να το πής. Να κλαις από τη φωτιά στην καρδιά σου, την αγάπη σου στο Χριστό μας, ν’ ανάψη μέσα σου. Αχ, άχ, άχ κάθε αναπνοή σου. Αμάν. Εγώ αμαρτωλή εύχομαι νύκτα – ημέρα με θερμά δάκρυα. Είμαι υποχρεωμένη, είμαι φορτωμένη. Πως να το δώσω τον Θεόν λόγια. Ελεημοσύνη τρώγω. Κλαίω άχ, άχ πολύ παρακαλώ, να μή λησμονάς το όνομά μου να μνημονεύης. Εάν ακούσης πέθανε Ευπραξία, ένα 40λείτουργο να κάμνης, θα με πάρης από την κόλαση. Είμαι στον κόζμο κολαζμένη. Δεν είμαι άκξια να πάγω Παράδεισος. Το δικό σας προσευχή, ευσπλαχνία του Τατλή Ιησού μας ελπίζω».
«…Τατλή Ιησού μας να έλθη (στην) καρδιά σου ν’ ανάπψη μέσα σου, να γίνης φως, να καταλάβης Τατλή Ιησού μας… που κάμνεις προσευχή με το κομβοσχοίνιον «Κύριε, Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον ημάς». Αυτά να λες να εύρης γλύκα (απόγλυκα) να κλαις νύκτα ημέρα, όλο το σώμα ν’ αγιάζης, να καταλάβης εάν τατλή Ιησού μας έρχεται καρδιά σου, αυτή γίνι (γίνεται), το σώμα γίνι (γίνεται) σαν λάστιχο. Βγαίνει κοζμικό σώμα, έρχεται άγιο σώμα. Το σώμα λέγει, δουλεύει σαν το ωρολόγιον. Κύριε Ιησού μου, Χριστέ μου, Υιέ του Θεού ελέησον ημάς, λέγει μέσα σου. Όλο το σώμα δε σταματάγει. Αυτά τα κερδίζεις με σιωπή, σκοτεινά, ούτε φως να γίνη. Σκέπασε (με) το κουκούλιον το πρόσωπόν σου να πής την ευχή. Το σώμα αγιάζει, νεκρό γίνεται.
Τότε να ιδής τι εστάνη (αισθάνεσαι), τον άγιο Γέροντά μας. Προσευχή να βοηθήση να κατοίκηση μέσα στον Τατλή Ιησούς μας. Αμήν.
Εγώ αμαρτωλή εύχομαι χρυσό παιδάκι μου… να γίνη μέσα σου φως. Ο πειραζμός να φοβηθή κοντά σου, να μην έλθη να κάπψη (να καή).
Εγώ έδωσα ο Θεός πλούτον, και εγώ τον Θεόν αγάπη έδωσα, τον Θεόν υπακουγή τον Γέροντα μου.
Άγιος Γέροντας μου έταξε. Μη φοβάσαι, εγώ θα (σε) κοιτάξω. Θα φορέσω κοζμικά ρούχα, θα δουλέψω να σε κοιτάξω. Που είναι; Από μένα πρώτα πέθανε. Άγιασε….
Έως τώρα ο Θεός δε με άφησε, αλλά πολλά υπόφερα από τον αγώνα. Τώρα γραία είμαι, άρρωστη είμαι, βροχικό άσθμα έχω.
[Τατλη Ιησουμ = γλυκύς Ιησούς]
Δωρεάν πολλά (μου) έδωσε ο Θεός. Ολόκληρο το σώμα μου λέγει (την) ευχή. Από την γλύκα της ευχής ανάβει μέσα μου. άχ, άχ, άχ Τατλή Ιησούμ κλαίω, δε μπορώ, πάρτο ψυχή μου, πάρτο, κλαίω δεν είμαι άξια να πώ την ευχή, κλαίω.
Πηγή: Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία «Μοναζουσών Σύναξις», θαυμαστόν γυναικείον γεροντικόν του εικοστού αιώνος, Αθήνα 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου