Πρόλογος γιά τήν αγγλική έκδοση τού βιβλίου
τού Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου: «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ, ο ησυχαστής καί σπηλαιώτης»
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στόν Μελχισεδέκ τής Παλαιάς Διαθήκης πού ήταν τύπος τού Χριστού, λέγει ότι ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων, αφομοιωμένος δέ τώ υιώ τού Θεού μένει ιερεύς εις τό διηνεκές» (Εβρ. ζ', 3). Ερμηνεύοντας τό χωρίο αυτό ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος ένωσε θαυμαστώς τόν ησυχασμό μέ τήν ομολογία τής ορθοδόξου πίστεως, γράφει ότι αυτή η ζωή τού Μελχισεδέκ επαναλαμβάνεται μέσα στήν Εκκλησία. Έτσι, καθένας πού νέκρωσε «τά μέλη τά επί τής γής» καί έσβησε «όλον εαυτού τής σαρκός τό φρόνημα», καί αποτίναξε τελείως τήν σχέση του μέ τήν σάρκα, μέ τήν οποία μοιράζεται η αγάπη μας πού χρεωστούμε μόνον στόν Θεό, αλλά καί αρνήθηκε όλα τά γνωρίσματα τής σαρκός καί τού κόσμου «ένεκεν χάριτος», ώστε νά επαναλάβη μαζί μέ τόν Απόστολο Παύλο «τίς ημάς χωρίσει από τής αγάπης τού Χριστού;» καί αυτός έγινε όπως ο Μελχισεδέκ, «απάτωρ καί αμήτωρ καί αγενεαλόγητος», επειδή δέν μπορεί νά τόν κρατήση η σάρκα καί η φύση, «διά τήν γεγενημένην πρός τό πνεύμα συνάφειαν».
Είναι φανερόν ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας, ερμηνεύοντας τούς λόγους τού Χριστού καί τών Αποστόλων, δείχνουν τό βάθος καί τό ύψος τής πνευματικής ζωής, τό οποίο μπορεί νά επιτευχθή από εκείνους πού αναζητούν τήν «δικαίωση» καί τόν αγιασμό.
Στήν κατηγορία αυτή ανήκει καί ο ευλογημένος ασκητής τού Αγίου Όρους Γέρων Ιωσήφ, ο ησυχαστής καί σπηλαιώτης, ο βιογραφούμενος στό παρόν βιβλίο από τόν κατά πνεύμα υιόν του Αρχιμ. Εφραίμ Φιλοθεΐτη. Διάβασα τόν βίο τού αειμνήστου Γέροντος πρίν, αλλά καί μετά τήν έκδοσή του στήν ελληνική γλώσσα, καί θαύμασα τήν εν Χριστώ άσκησή του, τόν κατά Θεόν ζήλο του, τήν αδιάλειπτη έμπνευσή του, τήν «ορμή» τού πνεύματός του πρός τόν Θεό, όπως τό ομολογούν οι εν Χριστώ μαθητές του, ιδίως ο συμμοναστής, συναθλητής καί βιογράφος του Αρχιμ. Εφραίμ Φιλοθεΐτης, ο οποίος μέ παρεκάλεσε νά τό προλογίσω τώρα πού εκδίδεται καί στήν αγγλική γλώσσα καί τό πράττω ευχαρίστως.
Οι αγώνες του στά σπήλαια τού Αγίου Όρους, η προσευχή τού Αγίου Πνεύματος μέ αλαλήτους στεναγμούς στήν καρδιά του (Ρωμ. η', 26), οι δακρύρροες καί μέ δυνατές κραυγές ικεσίες του «πρός τόν δυνάμενον σώζειν αυτόν εκ θανάτου» (Εβρ. ε', 7), οι ολονύκτιες αγρυπνίες του, η πολύαθλη άσκησή του, αλλά καί η Χριστομίμητη αγάπη του, ακούσθηκαν «ως φωνή υδάτων πολλών» (Απ. ιδ', 2), σέ ολόκληρη τήν οικουμένη καί έφθασαν στά ώτα Κυρίου Σαβαώθ. Τό «τί βοάς πρός με;» (Έξ. ιδ', 15), πού είπε ο Θεός στόν Μωϋσή γιά τήν μυστική, εσωτερική προσευχή του, θά τό είπε καί στόν αδιαλείπτως δεόμενο Γέροντα Ιωσήφ, ο οποίος ευεργέτησε θαυμαστώς, μέσα από τίς προσευχές του καί τίς κατά Θεόν συμβουλές του, τό πολύαθλο καί πολύπαθο γένος τών ανθρώπων.
Ο Γέρων Ιωσήφ, ησυχαστής καί σπηλαιώτης, επάλευσε σκληρά μέ τίς δυνάμεις τού σατανά, «πρός τούς κοσμοκράτορας τού σκότους τού αιώνος τούτου, πρός τά πνευματικά τής πονηρίας εν τοίς επουρανίοις» (Εφ. στ', 12) καί μέ τήν δύναμη τού Χριστού, ο οποίος «εφανερώθη.. ίνα λύση τά έργα τού διαβόλου» (Α' Ιω. γ', 8) καί «ίνα διά τού θανάτου καταργήση τόν τό κράτος έχοντα τού θανάτου, τούτ' έστιν τόν διάβολον» (Εβρ. β', 14), γνώρισε «τά νοήματα» αυτού (Β' Κορ. β', 11) καί έτσι ελευθερώθηκε από τήν δυναστεία τού κράτους τού διαβόλου, τού θανάτου καί τής αμαρτίας καί αναδείχθηκε αληθινός εμπειρικός θεολόγος. Η πάλη μέ τόν διάβολο καί τίς εξουσίες του είναι ευαγγελική ζωή πού κηρύχθηκε από τόν Χριστό καί τούς Αποστόλους καί είναι η ουσία τής απαλλαγής τού ανθρώπου από τό κράτος τού θανάτου.
Έτσι, ο Γέρων Ιωσήφ όχι μόνον έγινε, κατά τόν λόγο τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, νέος Μελχισεδέκ τής θείας Χάριτος, αλλά τήν ίδια ζωή κληρονόμησε, μέ ατρύτους αγώνες, καί ο βιογράφος του, ο Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης, πού αξιώθηκε τής μεγάλης πνευματικής δωρεάς νά γίνη μάρτυρας τής εμπειρικής θεολογίας τού Γέροντός του, νά υπομείνη «οδούς σκληράς» «διά τόν λόγον τών χειλέων» τού Θεού (Ψαλμ. ιστ', 4) καί νά εξαγγείλη στόν κόσμο τά μεγαλεία Του. Άλλωστε, κατά τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου, η πνευματική ζωή είναι γέννηση εν Χριστώ πού γίνεται από πνευματικούς Πατέρες, διά τού Ευαγγελίου: «εάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ ου πολλούς πατέρας εν γάρ Χριστώ Ιησού διά τού ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α' Κορ. δ', 15). Αυτό σημαίνει ότι η ιερά παράδοση μεταδίδεται από γενιά σέ γενιά, όπως η βιολογική ζωή, από «ζωντανούς οργανισμούς», καί αυτό γίνεται μέ τήν τήρηση τών εντολών τού Θεού, τήν βίωση τού Ευαγγελίου τής ζωής καί τής σωτηρίας. Οι νεκροί οργανισμοί, δηλαδή όσοι δέν έχουν πνεύμα ζωής, δέν μπορούν νά μεταδώσουν τήν ζωή τού Θεού στά πνευματικά τους παιδιά, πού είναι στήν πραγματικότητα παιδιά τού Θεού.
Είναι ενδεχόμενο, μερικοί πού θά διαβάσουν τά θαυμαστά ασκητικά κατορθώματα τού Γέροντος Ιωσήφ, πού περιγράφονται στό βιβλίο αυτό, νά φοβηθούν καί νά δυσανασχετήσουν, αλλά αυτά είναι έργα τής θείας Χάριτος πού γίνονται καί μέ τήν συνέργεια τού ανθρώπου. Στήν ζωή τών Προφητών, τών Αποστόλων καί τών Αγίων παρατηρούμε, πώς από τό παρά φύσιν οδηγήθηκαν, μέ τήν Χάρη τού Θεού, στό κατά φύσιν καί έφθασαν στό υπέρ φύσιν. Μέ μιά τέτοια ζώσα πίστη οι δίκαιοι τής Παλαιάς Διαθήκης «κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων» (Εβρ. ια', 33-34). Όλα αυτά πού περιγράφει ο Απόστολος Παύλος δέν είναι φαντασίες καί μυθεύματα, αλλά πραγματικότητες, γιατί έγιναν μέ τήν Χάρη τού Θεού, όπως βλέπουμε στήν πρός Εβραίους επιστολή: Οι Άγιοι «περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ών ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι καί όρεσι καί σπηλαίοις καί ταίς οπαίς τής γής» (Εβρ. ια', 37-38). Όλοι αυτοί είναι «μαρτυρηθέντες διά τής πίστεως» (Εβρ. ια', 39), καί τά ασκητικά έργα είναι κατορθώματα καί βιώματα τής εν Χριστώ ζωής. Ο ασκητής ζή στήν έρημο, αλλά δέν είναι μόνος, αφού εντός του ενεργεί τό Άγιον Πνεύμα, είναι ο ίδιος ναός τού Αγίου Πνεύματος καί πάντοτε έχει σύντροφό του τόν ίδιο τόν Θεό.
Άλλωστε, η πίστη δέν είναι μιά διανοητική κατάσταση, αλλά «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ια, 1). Η βαρύτητα στό χωρίο αυτό πέφτει στίς λέξεις «υπόστασις» καί «πραγμάτων έλεγχος». Η πίστη είναι πραγματική, βεβαιωτική, γιατί εκείνος πού ενώνεται μέ τόν Χριστό, ο Οποίος είναι η «ενυπόστατος πίστις», έχει προσωπική εμπειρία, αλλά καί μπορεί νά ελέγξη προσωπικά τήν ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό, υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις-βεβαιώσεις.
Η εν Αγίω Πνεύματι καί εν Χριστώ ζωή δέν είναι μιά συναισθηματική κατάσταση, δέν είναι στοχασμός καί ιδεολογία, αλλά ψυχοσωματική εμπειρία, αφού ολόκληρος ο άνθρωπος αποκτά τήν βεβαιότητα τής κοινωνίας μέ τόν Θεό, δηλαδή ψυχή καί σώμα λαμπρύνονται, φωτίζονται, θεώνονται. Ο Θεός συνάπτει προσωπική διαθήκη μέ αυτούς πού Τόν αγαπούν, όπως τό παραγγέλλει ο Προφήτης Ιερεμίας καί τό βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος: «ότι αύτη η διαθήκη έν διαθήσομαι τώ οίκω Ισραήλ μετά τάς ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος διδούς νόμους μου εις τήν διάνοιαν αυτών, καί επί καρδίας αυτών επιγράψω αυτούς, καί έσομαι αυτοίς εις Θεόν, καί αυτοί έσονταί μοι εις λαόν. καί ου μή διδάξωσιν έκαστος τόν πολίτην αυτού καί έκαστος τόν αδελφόν αυτού, λέγων γνώθι τόν Κύριον ότι πάντες ειδήσουσί με από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών» (Εβρ. η', 10-11). Αυτό σημαίνει ότι η Θεογνωσία είναι προσωπική καί εμπειρική, είναι έκφραση τής διαθήκης τήν οποία συνάπτει ο Θεός μέ τόν άνθρωπο μέσα στήν καρδιά του. Τότε οι εντολές τού Θεού είναι γραμμένες μέσα στήν καρδιά.
Καί μή αντείπη κανείς ότι οι αθλήσεις καί οι αγώνες τού Γέροντος Ιωσήφ, όπως καί η ησυχαστική του παράδοση, είναι αλλότριοι τού Χριστιανισμού, γιατί διαβάζοντας προσεκτικά τήν Αγία Γραφή βλέπουμε ότι όλοι έχουμε λάβει εντολή νά ζήσουμε μέσα στά πλαίσια τής ησυχαστικής παραδόσεως. Δέν μπορεί διαφορετικά νά εξηγηθή ο «σαββατισμός» καί η κατά Θεόν «κατάπαυσις», τά οποία προτρέπονται όλοι οι Χριστιανοί νά βιώνουν: «άρα απολείπεται σαββατισμός τώ λαώ τού Θεού. ο γάρ εισελθών εις τήν κατάπαυσιν αυτού καί αυτός κατέπαυσεν από τών έργων αυτού, ώσπερ από τών ιδίων ο Θεός. Σπουδάσωμεν ούν εισελθείν εις εκείνην τήν κατάπαυσιν, ίνα μή εν τώ αυτώ τις υποδείγματι πέση τής απειθείας» (Εβρ. δ', 9-11). Εδώ πρόκειται γιά τόν ιερό ησυχασμό, τήν νηπτική-φιλοκαλική ζωή. Δέν μπορεί ακόμη νά εξηγήση κανείς διαφορετικά τό χωρίο: «κατοικήσαι τόν Χριστόν διά τής πίστεως εν ταίς καρδίαις υμών» (Εφεσ. γ', 17), ούτε τά χωρία εκείνα πού κάνουν λόγο γιά τήν αγάπη τού Θεού, η οποία «εκκέχυται εν ταίς καρδίαις ημών» (Ρωμ. ε', 5), γιά τό ότι στήν καρδιά αποκτάμε «τόν αρραβώνα τού Πνεύματος» (Β' Κορ. α', 22), γιά τό ότι η καρδιά, ο έσω άνθρωπος, πού κραταιώνεται διά τού Πνεύματος τού Θεού (Εφεσ. γ', 16), είναι οι πλάκες στίς οποίες εγγράφεται η επιστολή τού Θεού καί τών Αποστόλων, η οποία επιστολή είναι «εγγεγραμμένη εν ταίς καρδίαις ημών, γινωσκομένη καί αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων, φανερούμενοι ότι εστέ επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ ημών, εγγεγραμμένη ου μέλανι, αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλά εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β'Κορ. γ', 2-3). Όλα αυτά δέν είναι συμβολικά, αλληγορικά, συναισθηματικά, ηθικά, αλλά πραγματικά, είναι η προσευχή πού γίνεται μέ τήν Χάρη τού Θεού μέσα στόν εσωτερικό χώρο τής πνευματικής καρδιάς, όταν ο άνθρωπος καθίσταται ναός τού Αγίου Πνεύματος.
Μέσα στήν πνευματική καρδιά, στόν «κρυπτόν τής καρδίας άνθρωπον» (Α' Πέτρ. γ', 4), υπάρχει τό ιερό Θυσιαστήριο, στό οποίο δοξάζεται ο Θεός καί εκεί πρέπει νά τελήται η «μυστική τού νοός ιερουργία», κατά τήν προτροπή τού Αποστόλου Πέτρου: «Κύριον τόν Θεόν αγιάσατε εν ταίς καρδίαις υμών» (Α' Πέτρ. γ', 15) καί εκεί ιερουργεί, μέ τήν αδιάλειπτη νοερά προσευχή, ο «ιερεύς τής θείας Χάριτος», έστω καί άν δέν είναι Κληρικός, κατά τόν αποστολικό λόγο: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θεσ. ε', 17). Μέσα στήν πνευματική καρδιά, μετά τήν κάθαρσή της, ο νούς ευρίσκει τήν Χάρη τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος, συναντά τό ιερό θυσιαστήριο τού εσωτερικού ιερού Ναού, όπου γίνεται, μέ τήν νοερά προσευχή, η αδιάλειπτη εσωτερικευμένη λειτουργία, η οποία ανάπτει ακόμη περισσότερο τόν πόθο γιά τήν συμμετοχή στήν θεία Λειτουργία, πού τελείται στόν επί γής Ιερό Ναό, καί γιά τήν μετάληψη τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού. Αυτή η εσωτερική λειτουργία κάνει τόν άνθρωπο νά δοξολογή τόν Τριαδικό Θεό γιά όλα τά τελούμενα στήν Εκκλησία, νά σέβεται τήν ιερωσύνη, νά τιμά τούς Αγίους, νά αγαπά ό,τι αγαπά ο Θεός, νά χαίρεται τήν Ορθοδοξία.
Τέτοιος ιερουργός τού ένδον θυσιαστηρίου ήταν καί ο μακάριος Γέρων Ιωσήφ, ο ησυχαστής καί σπηλαιώτης, πού βιογραφείται στό παρόν βιβλίο μέ τόν ένθεο πόθο καί τήν προσωπική γνώση τού πιστού μαθητού του. Είχε καταληφθή από ουράνιο ζήλο ήταν «βιαστής» τής Βασιλείας τού Θεού, πού εφήρμοσε τόν λόγο τού Χριστού «η βασιλεία τών ουρανών βιάζεται, καί βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια', 12) εξήλθε, κατά τήν προτροπή τού Αποστόλου Παύλου, «έξω τής παρεμβολής τόν ονειδισμόν τού Χριστού φέρων», δηλαδή εξήλθε από τήν κοινωνία καί από τά κοινοβιακά μοναστήρια στήν έρημο τού Άθωνα, φέροντας πάνω του τόν ονειδισμόν τού Χριστού, ότι δήθεν ήταν πλανεμένος, καί «έμαθεν αφ’ ών έπαθε τήν υπακοήν» (Εβρ. ε', 8), δηλαδή εκεί έπαθε καί έμαθε τά μυστήρια τής Βασιλείας τού Θεού αγωνίσθηκε όχι απλώς μέ τό σώμα του, αλλά μέ τό σαρκικό φρόνημα γιά νά εφαρμόση τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου: «Μή ούν βασιλευέτω η αμαρτία εν τώ θνητώ υμών σώματι εις τό υπακούειν αυτή εν ταίς επιθυμίαις αυτού, μηδέ παριστάνετε τά μέλη υμών όπλα αδικίας τή αμαρτία, αλλά παραστήσατε εαυτούς τώ Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας καί τά μέλη υμών όπλα δικαιοσύνης τώ Θεώ» (Ρωμ. στ', 12-13) διακατεχόταν από τήν «ορμή» τού Πνεύματος, κατά τήν μαρτυρία τού Προφήτου Ιεζεκιήλ: «κατά πνεύμα εξήρε με καί ανέλαβέ με, καί επορεύθην εν ορμή τού πνεύματός μου, καί χείρ Κυρίου εγένετο επ’ εμέ κραταιά. καί εισήλθον εις τήν αιχμαλωσίαν μετέωρος...» (Ιεζεκ. γ', 14-15) έγινε Προφήτης τής Καινής Διαθήκης καί εσχημάτισε καί χορόν Προφητών (Α' Βασ. α', 5 καί εξής), δηλαδή χορό μοναχών ευλογημένων, πού προσεύχονται νοερά καί καρδιακά μέχρι τίς ημέρες μας, διαδόχων αυτού τού πυρφόρου μοναχού, κατά τό ψαλμικόν «δυνατόν εν τή γή έσται τό σπέρμα αυτού» (Ψαλ. ρια', 2). Ήταν τόσο δυνατόν τό πνευματικό σπέρμα πού έλαβε από τόν Θεό, ώστε η δύναμή του απλώνεται σέ όλη τήν γή, μέ τήν διδασκαλία του, καί αναγεννά τούς ανθρώπους, καθιστώντας τους τέκνα Θεού.
Η μαρτυρία τού μακαριστού παπα-Εφραίμ τού Κατουνακιώτη, πού λειτουργούσε τακτικά στό εκκλησάκι τού Αγίου Βασιλείου στήν Καλύβη τού Γέροντος Ιωσήφ, στήν καρδιά τής ερήμου τού Αγίου Όρους, όταν τόν επισκέφθηκε πρός τό τέλος τής ζωής του, είναι καταπληκτική. Γράφει: «Αιωνία του η μνήμη! Αιωνία του η μνήμη! Χορτάσαμε Χάρι! Χορτάσαμε Χάρι! Εδώ επί τρία χρόνια κοντά στόν Γέροντα Ιωσήφ ήπια νερό, από τό νερό τού Παραδείσου!». Η μαρτυρία αυτή τού Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη περί «χορτασμού τής θείας Χάριτος», ο οποίος στήν πραγματικότητα είναι «αχόρταγος χορτασμός», μάς προκαλεί καί μάς προσκαλεί νά θαυμάσουμε καί νά γευθούμε τήν ζωή πού κρύπτεται μέσα στό βάθος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί τού Αγίου Όρους, σέ περίοδο πείνας καί δίψας γιά τήν δικαιοσύνη τού Θεού λόγω τού σκληρού σχολαστικισμού καί τού ακάρπου ηθικισμού.
Ο κόσμος στόν οποίο ζούμε κυριαρχείται από τήν λογικοκρατία τού διαφωτισμού, τήν ευδαιμονία τού ρομαντισμού καί τήν δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής καί οδύνης τής πτωτικής ζωής, καί γι’ αυτό έχει ανάγκη από τέτοια υψηλά καί θαυμαστά πρότυπα ζωής, πού βιώνουν τόν Ορθόδοξο ησυχασμό, αυτό τό λαμπρό «σαλόνι» τής Εκκλησίας μας, τόν πλούτο τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, τήν μέθοδο πού οδηγεί στήν Θεογνωσία. Οι θεούμενοι άγιοι είναι οι καρποί τής θείας Χάριτος, τά «φωτόμορφα τέκνα τής Εκκλησίας», έστω κι άν αυτό φαίνεται παράξενο στόν άνθρωπο πού ενδύεται τούς δερμάτινους χιτώνες τής φθοράς, τής θνητότητος καί τής θεοποιημένης λογικής.
Επικαλούμαι τίς προσευχές τού βιογραφουμένου καί τού βιογραφούντος γιά νά ζήσουμε όλοι, ο καθένας μας αναλογικά, τήν νηπτική παράδοση καί τήν νοερά προσευχή, η οποία συνδυάζεται μέ τήν μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας καί είναι η αυθεντική καί εφαρμοσμένη ζωή τού Ευαγγελίου, η οποία οδηγεί τόν άνθρωπον από τό είναι στό εύ είναι.
Έλθετε, λοιπόν, αναγνώστες καί ίδετε άνθρωπον ουράνιον καί άγγελον επίγειον, μοναχόν ερημίτην καί ουρανοπολίτην, άνθρωπον ζώντα καί κοιμηθέντα «εν πνεύματι καί δυνάμει Ηλιού τού προφήτου», καί δοξάσατε τόν εν Τριάδι Άγιον Θεόν, τόν δοξάζοντα τούς φίλους Αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου