Μέγας Βασίλειος καί Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
Οἱ γνήσιοι Ἀδελφοί, φίλοι καί στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας μας Ἐπίσκοποι.
Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
Γιά τήν ὅσο τό δυνατόν καλύτερη καί πληρέστερη διεξαγωγή τοῦ
θέματος θά ἀκολουθηθῇ, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ ἑξῆς γραμμή πλεύσεως. Εὐσύνοπτη
ἀναφορά στήν ἱστορική τροχιά καί τήν προσωπικότητα τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν
καί στή συνέχεια ἡ παρουσίασίς των ὡς γνησίων Ἀδελφῶν, φίλων καί στυλοβατῶν τῆς
Ἐκκλησίας μας.
1. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος καί τό
ἀξιοθαύμαστο ὁδοιπορικό του
Γεννήθηκε τό 329/330 στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἔλαβε
τό ὄνομα τοῦ πατέρα του καί ἀμέσως παρεδόθη σέ φτωχή γνωστή οἰκογένεια τῆς Νεοκαισαρείας
τοῦ Πόντου γιά νά τόν μεγαλώσει.
Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καί Ἐμμέλεια κατάγονταν ὁ πρῶτος ἀπό τόν Πόντο καί ἡ
δεύτερη ἀπ' τήν Καππαδοκία. Πλούσιοι γαιοκτήμονες μέ μεγάλα ὑποστατικά οἱ
γονεῖς τοῦ Βασιλείου. Ἐνωρίς ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό. Γνώρισαν καλά τόν
περίφημο πρῶτο Ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας Γρηγόριο τόν Θαυματουργό. Τό 311
ὑπέμειναν μέ θαυμαστή καρτερία τόν φρικτό διωγμό τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα
Μαξιμίνου καί τελικά ἐδέχθησαν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Κεντρική θέσι στήν
οἰκογένεια κρατοῦσε ἡ γιαγιά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Μακρίνα. Ἦταν ταλαντοῦχος
γυναίκα, φορέας γνήσιας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί πιστή μαθήτρια τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας τοῦ Θαυματουργοῦ, πού προμνημονεύσαμε.
Οἱ γονεῖς τῆς Ἐμμέλειας, οἱ πρόγονοι τοῦ Βασιλείου ἀπό
τήν μητέρα του, ἦσαν Καππαδόκες. Οἰκογένεια μεγαλοαστῶν καί γαιοκτημόνων. Πολλά
μέλη της γνώρισαν τιμές, δόξες, πλούτη καί ἀνώτερες στρατιωτικοπολιτικές
θέσεις. Καί τό πιό σημαντικό: ὁ πατέρας τῆς Ἐμμέλειας ἀναδείχθηκε μάρτυρας τῆς
Ἐκκλησίας, χωρίς δυστυχῶς νά σώζεται τό ὄνομά του. Τό πατρικό σπίτι τῆς
Ἐμμέλειας - καί αὐτό εἶναι κάτι τό πολύ σπουδαῖο - ἀνέδειξε μέλη πού εἶχαν
ἐπίδοσι στά γράμματα, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ γιά ‹‹λόγων
λαμπρότητες ››(1).
Με αὐτά τά δεδομένα, ὁ ἀείμνηστος πλέον καί σεβαστός
Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Στυλιανός
Παπαδόπουλος, ἀπό τίς ἀφηγηματικές βιογραφίες τοῦ ὁποίου, γιά τούς δύο Ἁγίους
μας, θά ἀντλήσω πολλά χρήσιμα στοιχεῖα, σημειώνει τά ἑξῆς: ‹‹Ἔτσι ὁ
μεγάλος βλαστός δύο λαμπρῶν οἰκογενειῶν κληρονόμησε τό ρητορικό του ταλέντο καί
ἀπό τίς δύο ρίζες, ἀφοῦ καί ὁ πατέρας του ἦταν συνήγορος καί
ρητοροδιδάσκαλος προπαντός ὅμως κληρονόμησε καί ἀπό τίς δύο οἰκογένειες
τήν ἀγάπη στό πνεῦμα, τήν ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία καί τήν ἡρωϊκή διάθεση τῶν
μαρτύρων›› (2).
Τά παιδικά του
χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Βασίλειος, τά πέρασε στό χωριό Ἄννησα (3),
πού εὑρίσκετο μερικά χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν Νεοκαισάρεια, μέ τήν οἰκογένεια τῆς
τροφοῦ του, ἐνῶ οἱ γονεῖς του κατοικοῦσαν ἄλλοτε στή Νεοκαισάρεια, ὅπου
ἐργάζονταν, ὁ πατέρας του καί ἄλλοτε στά Ἄννησα.
Ὅπως ἡ
ἔλευσις τοῦ Βασιλείου στόν κόσμο συνδέεται μέ θαῦμα, κατά τήν μαρτυρία τοῦ
νεώτερου ἀδελφοῦ του Γρηγορίου Νύσσης (4), ἔτσι καί ἡ σωτηρία του ἀπό
βαρειά καί θανατηφόρα ἀρρώστεια στά παιδικά του χρόνια ὀφείλεται σέ θαῦμα (5).
Ἡ πρώτη κατηχήτρια τοῦ Βασιλείου καί τῆς ἀδελφῆς του Μακρίνας ἦταν ἡ γιαγιά
Μακρίνα. ‹‹Ἡ διδασκαλία καί ἡ θεολογία τῆς γερόντισσας Μακρίνας ἦταν οἱ
μνῆμες της: ἱστορίες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τοῦ Πόντου, ἀγῶνες καί
κακουχίες γιά τήν πίστη, τά φλογερά κηρύγματα καί τά θαύματα τοῦ πρώτου
Ἐπισκόπου τῆς Νεοκαισαρείας Γρηγορίου›› (6). Τά ‹‹πρῶτα›› γράμματα
τῆς ἡλικίας του ἔμαθε ὁ Βασίλειος κοντά στόν πατέρα του. ‹‹Σχολεῖο ἤθους καί
ἀρετῆς ἦταν γιά τό νεώτερο μαθητή ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του , τόν ὁποῖο ἄρχισε
γρήγορα νά μιμεῖται›› (7). Τό δεύτερο στάδιο τῆς μορφώσεως, ἡ ‹‹ἐγκύκλιος
παιδεία›› μέ τά σύγχρονα μέτρα, πραγματοποιήθηκε στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας,
την ‹‹λόγων μητρόπολιν›› , ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ φίλος του Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος (8), ἀπό τό 342 περίπου μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 346 μ.Χ. Ἐκεῖ,
στό σχολεῖο τῆς Καισάρειας γνωρίσθηκε καί συνδέθηκε μέ τόν Γρηγόριο. Οἱ
δύο νέοι, ‹‹σύντροφοι τώρα σπουδῶν, θά γίνουν ἀργότερα ἐπιστήθιοι φίλοι καί
συναθληταί στό στίβο τῆς Ὀρθοδοξίας ›› (9).
Μετά τήν
βασική παιδεία πού πῆρε στήν Καισάρεια ἔρχεται τον Σεπτέμβριο, ἴσως, τοῦ 346
στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ὅπως σημειώνει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, σέ μικρό
χρονικό διάστημα ὁ ταλαντοῦχος σπουδαστής ἐπῆρε ὅ,τι καλύτερο ὑπῆρχε (10)
μαθητεύσας στόν Λιβάνιο, τόν πιό μεγάλο δάσκαλο καί τόν πιό ἱκανό ρήτορα
τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Γύρισε πίσω
στήν πατρίδα του καί τό ἔτος 350 ἤ 351 ἔφθασε μέ πολλή λαχτάρα καί δίψα γιά μάθησι
εἰς «Ἀθήνας τάς χρυσᾶς» (11) . Στήν πόλη αὐτή πού ἦταν «λόγων
ἔδαφος» (12), δηλαδή κατοικία τῆς ἐπιστήμης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος λέγει ὅτι στέλνεται ἐδῶ ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀπληστία τῆς γνώσεως (13)
καί δίνει πολλές πληροφορίες γιά τή ζωή τῶν φοιτητῶν στήν Ἀθήνα, γιά
τήν σχέσι καί τή θεία φιλία του μέ τόν Βασίλειο, γιά τό εἶδος τῶν σπουδῶν πού
ἔκαναν ἐκεῖ ἐπί πέντε ὁλόκληρα χρόνια κ.ἄ.
Μετά τίς
πενταετεῖς εὐδόκιμες ἀνώτερες σπουδές του στή Φιλοσοφία καί τή Ρητορική, τήν
Ἀριθμητική καί τήν Γεωμετρία, τήν Ἀστρονομία καί τήν Μουσική καί μάλιστα στήν
Ἰατρική, ὁ Βασίλειος, ἀφήνοντας στήν Ἀθήνα τόν Γρηγόριο, ἐπέστρεψε στήν
ἀγαπημένη του Καππαδοκία καί οἱ οἰκεῖοι του τόν ὑπεδέχθησαν ἐγκάρδια,
μᾶλλον στά Ἄννησα τῆς Νεοκαισαρείας.
Στήν ὑποδοχή
ἦταν παροῦσα καί ἡ Μακρίνα, ἡ ἀσκήτρια μεγαλύτερη ἀδελφή του, ἡ ὁποία
χωρίς περιστροφές τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν «ὑπερφυῶς ἐπηρμένος» (14),
δηλ. πώς παρά ἦταν ὑπερήφανος γιά τήν παιδεία του καί ἐγωϊστής. Οἱ σκληρές
ἀδελφικές παρατηρήσεις τῆς Μακρίνας, οἱ συμβουλές τῆς ὁσίας γιαγιᾶς του
Μακρίνας, οἱ σιωπηλές προτροπές τῆς ἁγίας μητέρας του Ἐμμέλειας, οἱ ὑποσχέσεις
πού ἔδωσαν ἀμοιβαῖα στήν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος γιά βίο ἀσκητικό,
ἀκόμη καί ἡ προσπάθεια τοῦ Εὐσταθίου Σεβαστείας νά τόν προσελκύση στόν Μοναχισμό,
«ὅλα αὐτά μαζί ὀρθώθηκαν ἔξαφνα καί πάλευαν στό νεανικό στῆθος. Πάσχιζαν τόν
ἀφανισμό τῆς φυσικῆς κλίσης τῆς κλίσης γιά τόν ὄμορφο λόγο, τήν
ρητορεία, τά γράμματα... Τί θά ἔκανε τώρα; Θά γινόταν διάκονος τῆς ἀληθείας ἤ
τῆς ρητορείας; Ἦσαν ἀκόμη καί τά δυό πολύ μεγάλα μέσα του, ἔστω καί ἄν ἔκλινε
πρός τό πρῶτο» (15).
Καί ὁ ἴδιος ὁ
δάσκαλός του Λιβάνιος, ὁ πιό μεγάλος ρήτορας τῆς ἐποχῆς, ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ
μαθητής του Βασίλειος δέν θά γινόταν οὔτε δικηγόρος, οὔτε καθηγητής τῆς
ρητορικῆς. «Τόν κέρδισε ἡ φιλοσοφία, εἶπε, ὄχι ὅμως ἡ παλιά, μά ἡ
καινούργια, ἡ ἄσκηση (16). Ἔτσι λεγόταν ἡ ἄσκηση στά χρόνια του.
Καί ὁ ἀσκητής χαρακτηριζόταν «φιλόσοφος». Τόν φιλόσοφο μέ τήν παλιά καί
τή σημερινή ἔννοια τόν ἔλεγαν τότε πιό πολύ σοφιστή» (17).
Στήν Καισάρεια
ἀσχολήθηκε λίγο μέ τήν ρητορική. Ὄχι συστηματικά καί αὐστηρά ἐπαγγελματικά.
Ἐμφανίσθηκε μερικές φορές στό δικαστήριο. Προσκαλεσμένος ἀπό φίλους του
καθηγητές τῆς ρητορικῆς ἔκανε μερικά μαθήματα. Μίλησε σέ συγκεντρώσεις
μορφωμένων χριστιανῶν. Πῆρε τόν λόγο σέ συνάξεις ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν στήν
Ἀρχιεπισκοπή τῆς Καισάρειας.
Στά 28 του
χρόνια κλονίσθηκε ἡ ὑγεία του. Τό συκώτι του εἶχε προσβληθῆ σοβαρά. Κατάλαβε
ὅτι οἱ σωματικές του δυνάμεις ἦταν μικρές καί ἡ ζωή του σύντομη.
Δέν εἶχε
περάσει ἡ ἀρρώστεια του ἀρχές τοῦ ἔτους 357 καί ὁ συγκλονισμός τῆς μεγάλης
ἀποφάσεως γιά τήν ζωή του ἔγινε ἰσχυρός. Ὁριστική πιά ἡ ἀπόφασις νά ἀφήση τά
ἔργα τοῦ κόσμου. Μόνο ὅ,τι εἶναι Θεός καί ἀλήθεια τόν ἐνδιέφερε. Τόσο
συνεπαρμένος ἦταν ἀπό τήν νέα του ἀπόφασι, ὥστε τοῦ φάνηκε ὅτι ξύπνησε ἀπό βαθύ
ὕπνο (18).
Στράφηκε
ὁλοκληρωτικά στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Θείων Γραφῶν. Στά παιδικά
του χρόνια ἡ γιαγιά του ὁσία Μακρίνα τοῦ διάβαζε τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Τώρα
τούς μελετοῦσε συστηματικά, ὅπως καί ὅλα τά κείμενα τῆς Γραφῆς ἀπό φιλολογική,
ἱστορική καί τελικά ἀπό θεολογική ἄποψη.
«Ἡ
ἀναζήτησις πνευματικοῦ χειραγωγοῦ ἀπό τόν Βασίλειο ἦταν ἡ πρώτη του
μεγάλη θεολογική ἔκφραση. Καί νά γιατί. Ἡ ἀλήθεια, ἡ Ἐκκλησία, ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός εἶναι στό πρόσωπο. Τό πρόσωπο εἶναι πρίν ἀπό τό κείμενο. Τό κείμενο
γίνεται ἀσθενική ἀπήχηση ἐκείνου, τό ὁποῖο ζῆ τό πρόσωπο» (19).
Μετά τή λῆψι
τῆς μεγάλης ἀποφάσεως γιά τήν ἀφιέρωσί του στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία διά τῆς
σωστῆς ὁδοῦ τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ἐστράφη πρός τήν Ἀνατολή, πρός τόν
Ἀνατολικό Ὀρθόδοξο Μοναχισμό τῆς ἐποχῆς ἐκείνης : Στή Συρία καί τήν
Αἴγυπτο, τήν Παλαιστίνη καί τήν Μεσοποταμία, τήν Ἀλεξάνδρεια καί τήν Ἄνω
Αἴγυπτο μέ τούς πρώτους ἀναχωρητές καί ἀσκητές καί τά πολλά Παχωμιανά
Μοναστήρια.
Ἔπειτα ἀπό τήν
πολύ ὠφέλιμη προσκυνηματική περιήγησι στά μοναστήρια καί τά μοναστικά κέντρα
τῆς Ἀνατολῆς, ἐπέστρεψε στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τό φθινόπωρο τοῦ ἔτους
357 μ.Χ. Ἐκεῖ εἶχε πνευματική συναναστροφή καί ἐπικοινωνία μέ τόν καλοκάγαθο
Ἐπίσκοπο Καισαρείας Διάνιο, τήν ἱερή μορφή τοῦ ὁποίου βρῆκε στήριγμα.
Βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἀρχιερέα Διάνιο, ὁ ὁποῖος καί τόν χειροθέτησε Ἀναγνώστη. Στή
συνέχεια διαμοίρασε στούς πτωχούς ὅλα του τά ὑπάρχοντα. Τότε ὑλοποίησε τήν
ἀπόφασι νά δοθῆ μόνο στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν ἄσκησι.
Ἦλθε στά Ἄννησα
καί ἄρχισε τήν μοναχική ζωή, ἀσκητεύοντας σέ ἕνα οἰκίσκο καί ἀσχολούμενος μέ τό
γράψιμο καί λίγη χειρωνακτική ἐργασία. Πρώτη του δουλειά ἦταν νά γράψη στόν
Γρηγόριο, προσκαλώντας τον νά συνασκητεύσουν. Τοῦ γράφει καί ἄλλη μεγάλη
ἐπιστολή, ἀφοῦ διαπίστωσε τήν ἀναποφασιστικότητά του, στήν ὁποία περιγράφει τή
ζωή του καί τό ἡμερήσιο πρόγραμμα στό ἐρημητήριό του κοντά στά Ἄννησα καί
ὁμιλεῖ γιά τήν κάθαρσι καί τόν φωτισμό.
Ἔπειτα ἀπό
αὐτά ὁ Βασίλειος κίνησε ἕνα χειμωνιάτικο πρωϊνό γιά τήν Ναζιανζό, γιά νά συναντήση
τόν φίλο του Γρηγόριο. Σέ κάποια στιγμή ἡ συζήτησις στράφηκε στό παλαιό θέμα,
στό νά συνασκητεύσουν. Ὁ Γρηγόριος ἦταν πιά ἑτοιμασμένος καί τό περίμενε.
Ἔκανε, ὅμως, μιά νέα πρότασι : νά κάνουν τήν ἄσκησί τους ἔξω ἀπό τήν Ναζιανζό,
στήν Τιβερινή, στό κτῆμα τοῦ πατέρα του.
Ἐπεσκέφθησαν
μαζί τήν Τιβερινή, ἀλλά ὁ Βασίλειος ἀπογοητεύθηκε ἀπό τό πολύ λασπῶδες ἔδαφος
τοῦ τοπίου καί ἦταν ἀρνητικός ἀπό τήν ἀρχή. Γύρισαν στήν Ναζιανζό, κοντά στόν
γέροντα πατέρα τοῦ Γρηγορίου καί στή συνέχεια ὁ Βασίλειος ἐπέστρεψε στήν
Καισάρεια.
Σέ λίγο ἔφυγε γιά
τόν Πόντο σέ ἀναζήτησι κατάλληλης γιά ἄσκηση τοποθεσίας. Τήν βρῆκε καί
ἔγραψε ἕνα θερμό γράμμα στόν Γρηγόριο, προβάλλοντας τόν νέο τόπο ἐντόνως. Ἀπό
τό καλοκαίρι τοῦ 360 ἐγκαταστάθηκε στόν Πόντο, στό ἡσυχαστήριό του καί
ἐπιδόθηκε στήν προσευχή, τήν μελέτη καί τήν χειρωνακτική ἐργασία. Ξανάγραψε
στόν ἐγκάρδιο φίλο του Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος μέ ἕνα πολύ σύντομο γράμμα ἔστειλε τό
μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ του στό ἀσκητήριο τοῦ Ἴρι ποταμοῦ στό τέλος τοῦ 360 ἤ ἀρχές
τοῦ 361.
Μέ τήν ἄφιξι
τοῦ Γρηγορίου πού ἦταν τό γλυκύτερο πού ἠμποροῦσε νά χαρίση στόν φίλο του
Βασίλειο, ἄρχισε ἡ νέα ζωή τῶν συνασκητῶν μέ ἕνα πλούσιο καί ὀργανωμένο
ἡμερήσιο πρόγραμμα προσευχῆς, ἀναγνώσεως ψαλμῶν, μελέτης, πνευματικῆς καί
καρδιακῆς ἐργασίας, χειρωνακτικῶν καί ἀγροτικῶν ἐργασιῶν, ἀσκητικῆς δίαιτας,
ὕπνου κλ.π.
Ἡ συνάσκησις καί ἡ χαριτωμένη αὐτή ζωή διακόπτεται μετά ἀπό
ἕνα ἔτος, ὅταν ὁ πατέρας τοῦ Γρηγορίου, ὁ Ναζιανζοῦ Γρηγόριος, τόν καλοῦσε
ἐπίμονα στή Ναζιανζό νά τόν βοηθήση στό ποιμαντικό ἔργο καί ἐν τῷ μεταξύ τόν
ἐχειροτόνησε εἰς Πρεσβύτερο. Τό 362 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στήν Καισάρεια ὁ
Βασίλειος καί ἀνέπτυξε ἕνα σπουδαῖο ποιμαντικό, πνευματικό καί θεολογικό ἔργο,
πού προκάλεσε τόν θαυμασμό τοῦ λαοῦ καί τήν σύγκρισι μέ τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου
Καισαρείας Εὐσεβίου, μέ ἀποτέλεσμα νά φθονηθῇ καί νά περιφρονηθῇ καί
παραγκωνισθῇ ὁ λαμπρός αὐτός λειτουργός τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρέμβαση ὅμως τοῦ
Γρηγορίου καί τό ἰσχυρό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ Βασιλείου ἀπετράπη τό σχίσμα,
ἀφοῦ οἱ δύο ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί ἀνεχώρησαν κάποια νυκτερινή ὥρα γιά τό ἀσκητήριο
τοῦ Ἴρι ποταμοῦ.
Μετά διετία περίπου ὁ
Βασίλειος ἐπανῆλθε, μέ τήν παρέμβασι τοῦ Γρηγορίου, στήν Καισάρεια «γονάτισε
μπροστά στόν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του, τίς δυνατότητες του.
Ἔτσι ὁλοκληρωτικά, χωρίς ὅρια, ὅπως τό θέλει ἡ πνευματική εὐταξία, πού εἶναι ἡ
ἐκκλησιαστική» (20). Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Βασίλειος ἀνέλαβε τήν
ποιμαντική, διδακτική, κατηχητική καί ἀντιαιρετική διακονία του, τήν ὁποία
ἐκτελοῦσε μέ ἄριστη ἐπιτυχία.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 370 ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ Καισαρείας
Εὐσέβιος. Μετά ἀπό σκληρούς καί ἐπίμονους ἀγῶνες τῶν Ὀρθοδόξων, μέ ἐπικεφαλῆς
τόν γέροντα Γρηγόριο Ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ, ἀντίθετα πρός τούς ἀρειανόφρονες ,
ἐπεκράτησε ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ Βασιλείου γιά τόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῆς
Καισαρείας. Ἡ ἐκλογή ἔγινε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 370. Γρήγορα ἔγινε καί ἡ
χειροτονία του, προεξάρχοντος τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Γρηγορίου, μέ
τήν παρουσία καί ἄλλων Ἐπισκόπων.
«Ἔτσι, στόν φημισμένο ὀρθόδοξο θρόνο τῆς Ἀνατολῆς καθόταν ὁ
κατ΄ἐξοχήν ὀρθόδοξος Ἱεράρχης. Οἱ καθαρές συνειδήσεις τῆς Ἐκκλησίας
γιόρτασαν τήν ἐκλογή του μέ χαρές Πασχαλινές. Ἔνοιωθαν ὅτι ἡ νίκη αὐτή δόθηκε
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό ἅγιο Πνεῦμα νίκησε» (21).
Στά ἐννιά χρόνια τῆς Ἀρχιερατικῆς διακονίας του ἀναλώθηκε κυριολεκτικά,
δεδομένης καί τῆς εὔθραυστης ὑγείας του, στό ποιμαντικό, ἁγιαστικό,
κηρυκτικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό καί ἀντιαιρετικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας,
μέσα σέ δύσκολους καί ἀντίξοους καιρούς, ὅπου ὀργίαζε τό κακό, ἡ αἵρεσις, ἡ
ἀποστασία, οἱ ἔριδες, τά σχίσματα. Σέ δυσχείμερους καιρούς πού ἐδιώκετο
ἐπίσημα ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶχε φουντώσει καί ἐπεκταθῇ ἀνησυχητικά ὁ
Ἀρειανισμός μέ τήν ἀπροκάλυπτη ὑποστήριξι του ἀπό ἀρειανόφρονες αὐτοκράτορες
καί οἱ αἱρετικές διδασκαλίες ἀντιμάχονταν στήν σώζουσα ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως μας. Μέ τήν περίφημη «Βασιλειάδα» στήν ὁποία λειτουργοῦσε ἕνα
μεγάλο φιλανθρωπικό συγκρότημα ἱδρυμάτων εὐποιΐας καί κοινωνίας, ἀνακουφίζονταν
ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί ἀντιμετωπίζονταν ἡ φτώχεια, ἡ ὀρφάνια, οἱ ἀσθένειες, τά
γηρατειά κ.ἄ.
Ἡ πρόωρος, κατ΄ἄνθρωπον, κοίμησις τοῦ Ἁγίου Βασιλείου
κατόπιν μακροχρόνιας ἐξαντλητικῆς καί ὀδυνηρᾶς ἀσθένειας ἀνέκοψε τήν
τρισμέγιστη ὡς ἄνω προσφορά τοῦ οὐρανοφάντορος Ἱεράρχου. Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ σέ
ἡλικία 49 ἐτῶν, ἀλλ΄ αὐτό δέν στάθηκε ἐμπόδιο νά χαρακτηρισθῇ Μέγας καί Ἅγιος
τῆς Ἐκκλησίας μας.
2. Γρηγόριος ὁ ὑψιπέτης ἀετός τῆς Θεολογίας καί τό φωτεινό
ὁδοιπορικό του.
Γεννήθηκε στή Ναζιανζό ἤ κατ΄ἄλλους στήν Ἀριανζό τῆς
Καππαδοκίας τό 329 μ.Χ. Γονεῖς του ὁ Γρηγόριος, συγκλητικός μᾶλλον στό ἀξίωμα
καί ὀπαδός τῆς αἱρετικῆς παραφυάδας τῶν Ὑψισταρίων, καί ἡ χριστιανή Νόννα
καταγόμενη ἀπό παληά χριστιανική οἰκογένεια μέ παράδοσι γνήσια ὀρθόδοξη.
Ἡ εὐσεβής Νόννα κατόρθωσε μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ νά
προσελκύσῃ στή χριστιανική πίστι τόν ἄλλοτε Ὑψιστάριο Γρηγόριο. Κατηχήθηκε,
βαπτίσθηκε καί ἀργότερα περί τό 328 ἤ 329 (τότε πού ὅπως εἴπαμε γεννήθηκε ὁ
υἱός Γρηγόριος) χειροτονήθηκε Ἱερεύς καί ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τοῦ ποιμνίου
τῆς Ναζιανζοῦ, τήν ὁποία ἐποίμανε ἀργότερα καί ὡς Ἐπίσκοπος.
Τό Ἱερό αὐτό ζευγάρι ἐπί δεκαετίες ἦταν ἄτεκνο, γεγονός πού
προκαλοῦσε θλίψι καί μεγάλο πόνο. Στή δεκαετία τοῦ 320 γεννήθηκε ἡ Γοργονία.
Ἔπειτα ἀπό αὐτό ἡ Νόννα παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά τῆς χαρίση ἀγόρι καί ἔδινε τήν
ὑπόσχεσι ὅτι θά τό ἀφιέρωνε στό Θεό. Τό θαῦμα δέν ἄργησε νά γίνη. Ἡλικιωμένη
πλέον ἡ Νόννα, γύρω στά 55 χρόνια της, εἶδε ὄνειρο πεντακάθαρο. «Τά ἔλεγε
ὅλα, τά προφήτευε καθαρά.Ἦταν τό 328 ἤ τό 329. Εἶδε στόν ὕπνο της ὅτι θά
γεννήσει. Εἶδε τή μορφή τοῦ παιδιοῦ. Θά ἦταν ἀγόρι καί θά τό ὀνόμαζε Γρηγόριο.
Γεμάτη εὐγνωμοσύνη εὐχαρίστησε τό Θεό καί περίμενε. Ἡ γερόντισσα ἔγινε κοπέλλα
νέα. Ἔτσι αἰσθανόταν. Κι ἑτοιμάσθηκε γιά τόν ἐρχομό τοῦ Γρηγορίου, πού θά
γινόταν ὁ μεγάλος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας» (22).
«Οἱ πρῶτες
ἐμπειρίες τοῦ μικροῦ Γρηγορίου: Ἔνοιωθε καί ἔπλεε σέ θάλασσα στοργῆς καί
ἀγάπης...Ἡ ἱεροπρέπεια καί ἡ ὑπευθυνότητα τοῦ πατέρα. Ἡ γλυκύτητα καί ἡ
ἁγνότητα τῆς μητέρας. Πολύς κόσμος μπαινόβγαινε στό σπίτι. Ἐργατικοί ἄνθρωποι,
ἀνώτεροι, ἀξιωματοῦχοι, παλαιοί συνάδελφοι τοῦ πατέρα, προπαντός χριστιανοί
κάθε ἡλικίας καί τάξης, Κληρικοί καί Μοναχοί. Θά περάσουν χρόνια νά ξεχωρίση
στό μυαλό του ὁ μικρός Γρηγόριος ὅλον αὐτό τόν κόσμο. Καί θά ὑπογραμμίση
κάποτε, ὅτι αὐτοί πού συχνάζουν πολύ στό σπίτι εἶχαν ἦθος καί ἀρετή» (23).
Μέ πολλά σημεῖα ἔδειχνε ὁ Πανάγαθος Θεός στούς γονεῖς ὅτι ὁ
μικρός Γρηγόριος προοριζόταν γιά μεγάλη ἀποστολή στήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ
Ἐκκλησία. «Οἱ γονεῖς, ὅσο ἔπαιρναν τά μηνύματα, τόσο φρόντιζαν νά
καλλιεργοῦν τό πνεῦμα τοῦ γιοῦ τους. Πάσχιζαν γιά τό ἦθος καί γιά τήν
κατάρτισί του. Ἀπαραίτητα καί τά δύο. Ὁ μικρός χαριτωμένος βλαστός δεχότανε τήν
πνευματική ἀκτινοβολία τῶν γονέων. Ἦταν τό πρώτιστο. Ὁ πατέρας τοῦ ἔμαθε τά
πρῶτα γράμματα, ἡ μητέρα τίς πρῶτες προσευχές»(24).
Μετά τούς γονεῖς τους πρῶτος δάσκαλος ὑπῆρξε γιά τόν
Γρηγόριο καί τόν ἀδελφό του Καισάριο ὁ Ἀμφιλόχιος ἀπό τή Διοκαισάρεια, ἀδελφός
τῆς μητέρας τους Νόννας, κοντά στόν ὁποῖο ἀρχικά ἐμαθήτευσαν.
Ἔπειτα ἦλθαν στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, πού εἶχε γίνει
τό περιφημότερο πνευματικό, οἰκονομικό καί πολιτικό κέντρο ὁλόκληρης τῆς
Μικρασίας μέ σπουδαίους ρητοροδιδασκάλους, πού συγκέντρωναν πολυάριθμους
διαπρεπεῖς μαθητάς. Μαζί τους τά δύο ἀδέλφια εἶχαν ὡς συνοδό καί προστάτη τόν
παιδαγωγό Καρτέριο, δάσκαλο μέ ἦθος καί κατάρτισι, ἐγκρατῆ, εὐλαβῆ, εὐσεβῆ καί
φιλομόναχο. Ἐκεῖ ἔλαβαν τήν πρώτη παιδεία.
Στήν Καισάρεια ὁ Γρηγόριος γνώρισε τόν Βασίλειο. Οἱ δύο νέοι
γνωρίσθηκαν στήν ὀνομαστή αὐτή πρωτεύουσα, ὅπου σπούδασαν, ἀλλά ἡ γνωριμία καί
ἡ φιλία τους θά βαθύνη καί θά στερεωθῆ στήν Ἀθήνα, λίγα χρόνια ἀργότερα (25).
Ἀνώτερες σπουδές ὁ
Γρηγόριος ἔκαμε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης , στήν Ἀλεξάνδρεια καί κατόπιν
στήν Ἀθήνα. Τίς ἄρχισε πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 340, περί τό 348. Τά
πράγματα τότε στήν Ἐκκλησία ἦταν πολύ δύσκολα. Οἱ ἀρειανόφρονες κυριαρχοῦσαν.
Οἱ ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, μέ πρῶτο καί καλύτερο τόν Μέγα Ἀθανάσιο Πατριάρχη
Ἀλεξανδρείας, στήν ἐξορία. Ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Κωνστάντιος, ἔγινε
ἀπό τήν ἀρχή τῆς βασιλείας του (337) προστάτης τῶν ἀρειανῶν καί διώκτης τῶν
ὀρθοδόξων.
Στή Δύσι τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν καλύτερα. Ἐκεῖ, στό
δυτικό ρωμαϊκό κράτος, αὐτοκράτορας ὁ Κώνστας μέ φιλορθόδοξα αἰσθήματα ἄφηνε
τούς χριστιανούς ἐλεύθερους νά ὀρθοδοξοῦν.
Στήν Καισάρεια
τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ἦλθε γιά νά σπουδάση μέ τόν ἀδελφό του Καισάριο,
κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψι τοῦ παιδαγωγοῦ Καρτερίου, πρέπει νά ἔμεινε γύρω στά δύο
χρόνια.Ἕνας ἀπό τούς πιό φημισμένους δασκάλους τῆς ρητορικῆς καί ἀγαπημένος
δάσκαλοςτοῦ Γρηγορίου ἦταν ἐκεῖ ὁ Θεσπέσιος, στόν ὁποῖο, ὅπως καί σέ ἄλλους
ἀξιόλογους δασκάλους ἐμαθήτευσε μέ πολλή ζῆλο καί δίψα γιά μάθησι.
Στήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ
ὁποία ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς χρόνους καί μετά ἔγινε τό πιό φημισμένο
ἐκπαιδευτικό κέντρο τῆς Ἀνατολῆς, ἦλθε μετά τίς σπουδές του στήν Καισάρεια τῆς
Παλαιστίνης. Ἐκεῖ συνάντησε τόν ἀγαπητό του ἀδελφό Καισάριο, πού σπούδαζε
κυρίως ἰατρική, ἀλλά καί μαθηματικά, γεωμετρία, ἀστρονομία καί ἄλλα.
Στήν Ἀλεξάνδρεια
διασταυρώνονταν τά ἀνατολικά καί ἑλληνορωμαϊκά θρησκεύματα καί τά
πνευματικά ρεύματα ὅλων τῶν ἀποχρώσεων. Ἦταν ἑπόμενο τό μεγάλο αὐτό κέντρο νά
ἑλκύση καί τό πνεῦμα τοῦ Γρηγορίου. Δέν ἔμεινε πολύ ἐκεῖ. Ἔμεινε ὅσο τοῦ
ἀρκοῦσε νά «δρέψῃ» λίγο τούς λόγους της, τή σοφία της. Βέβαια πρέπει
ν'ἀπογοητεύθηκε κάπως ἀπό τήν κατάστασι στήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία τήν ἐποχή
ἐκείνη βρίσκονταν σέ πνευματική κατάπτωσι. Δέν ὑπῆρχαν σοφιστές (φιλόσοφοι) καί
ρητοροδιδάσκαλοι πού νά ἐντυπωσιάζουν. Ἡ πόλις δέν εἶχε τήν παλιά της αἴγλη,
ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία. Καί ἐπί πλέον ὁ Γρηγόριος κατέχονταν ἀπό μεγάλο
«ἔρωτα» γιά τήν Ἀθήνα καί τούς δασκάλους της (26).
Μετά ἀπό ἕνα φοβερό καί ἐπικίνδυνο πολυήμερο θαλασσινό
ταξίδι ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια πρός την Ἀθήνα, μέ τρομακτικές φουρτοῦνες ἔφθασε στή
Ρόδο, ἔπειτα στήν Αἴγινα καί τελικά στήν Ἀθήνα. Ἔχοντας μπροστά του φρικτό τό
φάσμα τοῦ θανάτου μέσα στή φουρτουνιασμένη θάλασσα τῆς Μεσογείου, καί καθώς
ἀναλογίζονταν ὅτι ἦταν ἀκόμη ἀβάπτιστος, γαντζώθηκε κάποια στιγμή σ' ἕνα στύλο
καί ἔστειλε τήν κραυγή του μεσούρανα, στόν Θεό.
« Ἄν μ' ἀφήσεις, Θεέ μου, νά ζήσω, γιά σένα θά ζήσω. Ἄν
γλυτώσω ἀπό τόν διπλό θάνατο, σέ σένα θά ἀφιερωθῶ. Ἄν χαθῶ θά ζημιωθῆς ἕνα
λάτρη σου » (27).
Ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ὁ θαυμασμός τοῦ Γρηγορίου γιά τήν Ἀθήνα,
διά «τάς χρυσᾶς Ἀθήνας», θά κυριαρχῆ συνεχῶς στό πνεῦμα του μέχρι τόν
θάνατό του. «Ἔβλεπε κι'ἔνοιωθε τήν Ἀθήνα σάν παγκόσμια πόλη τῶν γραμμάτων,
τῆς σοφίας, τοῦ πνεύματος. Τή δόξα καί τήν αἴγλη της δέν μποροῦσε τίποτα νά
ἐπισκιάση. Γιατί Ἀθήνα δέν ἤτανε μόνο οἱ σημερινοί της δάσκαλοι, ὅπως ὁ
Προαιρέσιος καί ὁ Ἱμέριος. Ἤτανε πρό πάντων οἱ σκιές τῶν μεγάλων ἀρχαίων
φιλοσόφων καί ποιητῶν. Ἀθήνα ἦταν καί ὁ Σωκράτης, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης. Όλοι
καί ὅλα τοῦ φαίνονταν ζωντανά στήν πόλη τούτη. Ζωντανά στήν φαντασία του,
βέβαια, μά ἰσχυρά νά τόν ἑλκύουν ἐκεῖ ἀκατανίκητα» (28).
Ὁ Γρηγόριος προηγήθηκε ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο στόν ἐρχομό του
στήν Ἀθήνα. Τά τῶν σπουδῶν καί τῆς ἱερῆς φιλίας τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν,
τά εἴπαμε προηγουμένως, ἀναφερομένοι στήν προσωπικότητα καί τήν πνευματική
τροχιά, πού διέγραψε στόν κόσμο αὐτό καί στό πνευματικό στερέωμα ὁ φωστήρ τῆς
Καισαρείας ἅγιος Βασίλειος καί δέν θά τά ἐπαναλάβωμε. Τό ἴδιο καί γιά τήν
ἀπό κοινοῦ ἄσκησι στόν Πόντο, στό ἀσκητήριο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, κοντά στόν
Ἴρι ποταμό. Κι' ἐδῶ δέν θά ἐπανέλθωμε. Ἐπίσης, ἀναφερθήκαμε προηγουμένως καί
στά τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας του ἀπό τά χέρια τοῦ σεβαστοῦ πατέρα του
Γέροντος Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Γρηγορίου καί τήν ἀνάθεσι στόν υἱό Γρηγόριο τοῦ
κατηχητικοῦ, ἱεροκηρυκτικοῦ καί ἀντιαιρετικοῦ ἔργου τῆς Ἐπισκοπῆς Ναζιανζοῦ.
Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος ἐξελέγη καί ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος
καί Μητροπολίτης Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας τό 370 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος δέν
ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημα τοῦ φίλου του Βασιλείου γιά νά ἀναλάβη παρόμοια μέ τά
προαναφερθέντα καθήκοντά του στήν Ἐπισκοπή τῆς Ναζιανζοῦ καί στήν Καισάρεια,
τήν ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἐν τῷ μεταξύ, μέ τήν παρέμβασι τοῦ ἀρειανοῦ Αὐτοκράτορα
Οὐάλη, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά πλήξη τήν Ὀρθοδοξία καί νά πολεμήση ἔμμεσα τόν ἄξιο
Ποιμενάρχη τῆς Καισαρείας Βασίλειο, διαιρέθηκε ἡ Καππαδοκία σέ Πρώτη καί
Δεύτερη, διοικητικά καί ἐκκλησιαστικά, φέρνοντας μεγάλη ἀναστάτωσι στούς
Ἄρχοντες, στούς ἐκκλησιαστικούς Ποιμένες καί τόν λαό. Μητροπολίτης τῆς πρώτης
Καππαδοκίας ὁ Βασίλειος καί τῆς Δευτέρας ὁ Τυάνων Ἄνθιμος,
φιλοαρειανός.
Μπροστά σ' αὐτή τή σύγχυσι ὁ Γρηγόριος πρίν ἀπό τό Πάσχα τό
372 ἔγραψε στό Βασίλειο ἐνθαρρυντικό γράμμα δίνοντας του κουράγιο στίς
δυσχερεῖς αὐτές περιστάσεις γιά τήν Ἐκκλησία. Τοῦ ὑποσχέθηκε μάλιστα ὅτι, ἄν
ἐκεῖνος τό κρίνει ἀναγκαῖο, θά πάει προσωπικά στήν Καισάρεια νά τοῦ
συμπαρασταθῆ.
Τότε ὁ Βασίλειος ἅρπαξε τήν εὐκαιρία. Ταξίδευσε γιά
Ναζιανζό, συνωμίλησε μέ τόν Γέροντα Ἐπίσκοπο Γρηγόριο, ἐνῶ ὁ φίλος του
Γρηγόριος ἀπουσίαζε ἐκείνη τήν στιγμή καί ὅταν ἐπέστρεψε στό πατρικό του σπίτι
ἄκουσε τήν πρότασι τοῦ Βασιλείου, πού ἦταν κοινή ἀπόφασι τῶν δύο Ἀρχιερέων, τοῦ
πατέρα καί τοῦ φίλου, καί τελικά ὑπετάγη στή βουλή τοῦ Θεοῦ, στό θέλημα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος.
«Δεμένο μ' ἔφεραν ἐνώπιον σας, ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
(εἶπε τήν ὥρα τῆς χειροτονίας, πού ἔγινε τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 372), ὅμως,
μέ τήν θέλησί μου. Μ' ἔδεσαν τά γηρατειά τοῦ σεβαστοῦ πατέρα μου καί ἡ φιλία
τοῦ ἀγαπητοῦ μου Βασιλείου. Εἶναι τρομερό καί πού τό σκέφτομαι...» (29).
Μετά τήν χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπον Σασίμων μιᾶς μικρᾶς
καί ἀσήμου κωμοπόλεως, πού ἦταν τό σταυροδρόμι τῶν διερχομένων, μέ μεγάλη
ἐμπορική κίνησι, θόρυβο, συναλλαγές, συχνές ἀντεγκλήσεις κ.ἄ., ὁ Γρηγόριος
φάνηκε ἀπρόθυμος, γιά τούς παραπάνω λόγους, νά διαποιμάνη τήν ἐπισκοπή αὐτή,
παρά τίς ἔντονες πιέσεις τοῦ Βασιλείου. Ἀρκέσθηκε στό νά ἐπισκεφθῆ τά Σάσιμα
γιά λίγες ὧρες, χωρίς νά εἰδοποιήση κανένα, καί νά προσκυνήση στόν Ἱερό Ναό.
Ἀμέσως ἐπέστρεψε στή Ναζιανζό ὡς ἄτυπος βοηθός Ἐπίσκοπος, τοῦ πατέρα του,
συνεχίζοντας τήν μέχρι τότε ἐκκλησιαστική διακονία του.
Ἐν τῷ μεταξύ εἶχαν μεσολαβήσει οἱ πρόωροι κατ' ἄνθρωπον
θάνατοι τῶν ἀδελφῶν του Καισαρίου καί Γοργονίας (ἀπό τό 368-370), στούς
ὁποίους ἐξεφώνησε πνευματικούς ἐπιταφίους λόγους. Μέ αὐτούς ἐξύμνησε καί
ἐξύφανε τίς ἀρετές τῶν μεταστάντων αὐτῶν ἀγαπημένων του προσώπων καί ἐστήριξε
τούς γηραλέους πονεμένους γονεῖς των.
Ἀργότερα, τήν ἄνοιξι τοῦ 374 δοκίμασε μεγάλη θλῖψι μέ τήν
μακάρια κοίμησι τοῦ πολυαγαπημένου καί πολυσέβαστου πατέρα του Γρηγορίου
Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, πού εἶχε σχεδόν φθάσει τά 100 χρόνια του καί ὑπηρέτησε 45
χρόνια στό ἱερό Θυσιαστήριο. Παρόντος τοῦ ἀδελφικοῦ του φίλου Βασιλείου
ἐξεφώνησε ἔνθερμο ἐπικήδειο λόγο στόν πατέρα του. «Ὁ λόγος του εἶχε πολλές
συγκινητικές στιγμές. Θυμήθηκε ὅλη τήν πορεία τοῦ πατέρα του. Ἀπό τούς
Ὑψισταρίους στό βάπτισμα, στό θυσιαστήριο, στή διακονία τῶν πιστῶν.
Ἀνέλυσε καί διηγήθηκε γνωστά καί ἄγνωστα περιστατικά τῆς ζωῆς καί τῆς διακονίας
τοῦ γερο-Ἐπισκόπου. Ἀκόμη καί θαυματουργικά σημεῖα περιέγραψε» (30).
Μέσα στό ἲδιο ἒτος, τό 374, λίγους μήνες ἀργότερα ἐκοιμήθη
σέ ὑπέργηρη ἡλικία προσευχομένη στόν Ναό, μέσα στό Ἱερό Βῆμα ἡ ἁγία μητέρα του
Νόννα. «Ἐνῶ ψέλλιζε προσευχές καί δεότανε, ἄκουσε γλυκειά φωνή ἀπό τόν
οὐρανό νά τῆς λέει: ἔλα! Ὑπάκουσε μέ ἀγαλλίαση κι ἐμπιστοσύνη. Ξεψύχησε
ὄρθια...»(31).
Ἕνα χρόνο περίπου μετά τόν θάνατο τῶν προσφιλῶν γονέων του,
καί παρά τίς πιέσεις τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ναζιανζοῦ νά παραμείνη κοντά
τους ὡς Ἐπίσκοπός των πλέον, ὁ Γρηγόριος, βλέποντας ὅτι σκόπιμα δέν γινόταν ἡ
ἐκλογή νέου Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, ἀναχώρησε ἀθόρυβα γιά τά μέρη τῆς
Σελεύκειας τῆς Ἰσαυρίας καί ἔφθασε στό προσκύνημα καί στό μοναστικό κέντρο τῆς
ἁγίας Θέκλης, λίγα χιλιόμετρα ἀπό τή Μεσόγειο, ἀπέναντι ἀπό τήν Κύπρο (32).
Βρίσκοντας κοντά στήν περιοχή αὐτή ἓνα ἀπομακρυσμένο καλύβι
ἄρχισε τήν πολυπόθητη ἄσκησί του, ὅπου παρέμεινε ἐπί τριάμισυ χρόνια. «Ἀλλά
ὁ ναός τῆς ἁγίας Θέκλας ἤτανε προσκύνημα καί ἡ φήμη τοῦ Γρηγορίου δέν
κρατιότανε φυλακισμένη, παρατηρεῖ ὁ ἀλησμόνητος καί καταξιωμένος Πατρολόγος
Καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος. Τό προσκύνημα ἔφερνε ὅλο καί περισσότερο
κόσμο στήν περιοχή. Καί ἡ φήμη του τράβαγε μαγνήτης τούς ὀρθοδόξους , πού
θέλανε μιά συμβουλή, μιά θεολογική γνώμη, λίγο κουράγιο. Καί μολονότι ζοῦσε
ἀποτραβηγμένος, δέν τόν ἄφηναν ἥσυχο» (33).
Μετά τόν σκληρό θάνατο τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη τόν
Αὒγουστο τοῦ 378 καί τήν ἀνακήρυξι τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου σέ αὐτοκράτορα τοῦ
Ἀνατολικοῦ κράτους τόν Ἰανουάριο τοῦ 379, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνεθάρρησαν.
Προηγουμένως ὅλοι οἱ Ἱεροί Ναοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν περιέλθει στούς
ἀρειανούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι βρίσκονταν σέ διωγμό, στήν ὕπαιθρο καί στούς ἀγρούς
λάτρευαν τόν Πανάγαθο Θεό.
Ἀντιπροσωπεία Ὀρθοδόξων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ξεκίνησε
ἐκεῖνο τόν καιρό γιά νά συναντήση τόν ἀσκητή τῆς Ἁγίας Θέκλας Γρηγόριο, ἀφοῦ
προηγουμένως συμβουλεύτηκε τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Εὐσέβιο Σαμοσάτων κ.ἄ.
Ἐπίμονα καί παρακλητικά, ἀντικρούοντας τά ἐπιχειρήματά του, ἒπεισαν τελικά οἱ
ὀρθόδοξοι πιστοί τόν Θεολόγο Γρηγόριο νά ἡγηθῆ τῆς ἁγίας παρατάξεως τῶν
Ὀρθοδόξων στήν Κωνσταντινούπολι, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἀπεδέχθη κατόπιν πολλῆς
προσευχῆς.
Ἄφησε, λοιπόν, ὁ μέγας αὐτός Ἱεράρχης τό ἡσυχαστήριό του
στήν Ἁγία Θέκλα, πέρασε ἀπό τήν πατρίδα του, ὅπου πρίν ἀπ' ὅλους ἐπεσκέφθη τόν
ἄρρωστο πλέον φίλο του Βασίλειο, συνομίλησε πολύ μαζί του γιά τό θέμα καί τήν
ἀποστολή του αὐτή καί ἔπειτα κατευθύνθηκε πρός τήν Κων/πολι.
Πλῆθος ἀγριεμένων ἀρειανῶν τόν ἀπεδοκίμασαν καί μερικοί τόν
προπηλάκησαν καθώς ἀποβιβάζονταν στήν Βασιλεύουσα. Ὡρισμένοι Ὀρθόδοξοι καί δύο
ἄνθρωποι ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν ἄρχοντα Ἀβλάβιο προστάτευσαν τόν Γρηγόριο καί τόν
ὡδήγησαν στό ἀρχοντικό του.
Εὐθύς ἀμέσως ὁ ἱερός Γρηγόριος ἄρχισε τό λειτουργικό ,
ἁγιαστικό, κατηχητικό καί τό ποιμαντικό του ἔργο σέ ἕνα πρόχειρο μικρό Ναό πού
διαμορφώθηκε μέ τήν ὑπόδειξι τοῦ Ἀβλαβίου. Κατηχοῦσε καθημερινά πολλούς
μελλοφωτίστους και θεολογών ἐκήρυττε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀντικρούοντας τούς
ἀρειανούς καί λοιπούς αἱρετικούς.
Μετά πάροδο
ὀλίγων ἑβδομάδων οἱ ὀρθόδοξοι, μέ τήν βοήθεια τοῦ ἄρχοντα Ἀβλαβίου, ἔκτισαν μιά
πιό μεγάλη Ἐκκλησία, τόν Ναό τῆς Ἀναστασίας (πρός τιμήν δηλ. τοῦ Ἀναστάντος
Χριστοῦ) γιά τήν ἐξυπηρέτησι τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τους.
Ἐκεῖ μέσα, εἶχε στήσει τό ἐργαστήριο τῆς Θείας Χάριτος μέ τό
νά ἱερουργῆ, νά ἁγιάζη, νά διδάσκη, νά κατηχῆ, νά βαπτίζη, νά κοινωνῆ τούς
πιστούς καί νά μεταδίδη τά νάματα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἀναπτύχθηκε καί
διατυπώθηκε καθαρά τό ὕψιστο δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ἐξεφωνήθησαν οἱ πέντε περίφημοι θεολογικοί λόγοι του.
Ἐκεῖ εἰσέβαλαν τήν νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου οἱ φοβεροί ἀρειανοί, ἐνῶ ὁ μέγας
Θεολόγος Γρηγόριος διάβαζε τίς εὐχές τῆς κατηχήσεως καί ἑτοιμάζονταν νά βαπτίση
τούς κατηχουμένους. Εἰσώρμησαν ὡς τίγρεις καί πάνθηρες κατά τῶν πιστῶν καί τῶν
κατηχουμένων και ἐπέφεραν καταστροφές καί μεγάλες ζημιές στόν Ναό τοῦ Θεοῦ.
Τόν Νοέμβριο τοῦ 380 ὁ Mέγας Θεοδόσιος, πού, ὅπως εἴπαμε,
ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 379 ἀνακηρύχθηκε Aὐτοκράτωρ τῆς Ἀνατολῆς, ἔφθασε στήν
φημισμένη πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας του, τήν Κων/πολι, τήν ὁποία ἔβλεπε γιά
πρώτη φορά. Ὁ νέος αὐτοκράτωρ ἀνεγνώρισε τόν Γρηγόριο ὡς Ἀρχιεπίσκοπο
Κων/πόλεως. Τόν ἔβαλε στά δεξιά του στήν ἐπίσημη πομπή, πού προηγήθηκε ἀπό τήν
ἐπίσημη ἐγκατάστασι τοῦ Θεοδοσίου στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἦταν ὁ
μεγαλύτερος καί ἐπισημότερος Ναός τῆς Βασιλεύουσας. Δυό μέρες πρίν εἶχε
καλέσει τόν ἀρειανό ἐπίσκοπο Δημόφιλο καί τοῦ ἐζήτησε ὀρθόδοξη ὁμολογία
πίστεως. Καί ὅταν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά συμμορφωθῆ, ἔδωσε διαταγή νά ἀποδοθοῦν
ὅλοι οἱ Ἱεροί Ναοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀρθοδόξους ἀπό τούς ἀρειανούς,
οἱ ὁποῖοι ἀντικανονικά τούς κατεῖχαν ἐπί 40 ὁλόκληρα χρόνια.
Μέσα στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ἐνῶ γίνονταν ἡ
ἐπίσημη ἐγκατάστασις τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου ὁ λαός ἐφώναζε νά ἀνεβάση ὁ
Θεοδόσιος στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τόν Γρηγόριο , δηλ. νά κάνη ἐπίσημα τήν
ἐνθρόνισι του. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος ἀπέτρεψε τό παλλαϊκό αὐτό αἴτημα γιατί
ἤθελε νά γίνη αὐτό κατά τρόπο κανονικό καί ἐκκλησιαστικό, δηλ. μέ ἀπόφασι καί
ἐκλογή ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου, πρᾶγμα πού ἔγινε μετά ἕνα ἑξάμηνο περίπου μέ
ἀπόφασι τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Β' Οἰκουμενική Σύνοδος συνῆλθε ἀρχές
Μαΐου τοῦ ἕτους 381 ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας
Μελετίου.
Τό πρῶτο μέλημα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατά τήν πρώτη
ἡμέρα τῶν κανονικῶν ἐργασιῶν της ἦταν ἡ τακτοποίησις τῆς ἐκκρεμότητας τοῦ
Γρηγορίου καί ἡ ἐπίσημη ἐνθρόνισίς του ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Μεταξύ τῶν κυρίων θεμάτων τῆς Οἰκουμ. Συνόδου ἦταν ἡ
συμπλήρωσις τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως πού εἶχε καταρτίσει ἡ Α' Οἰκουμενική
Σύνοδος τῆς Νικαίας τό 325. Ὁ ἲδιος ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ
ὁποῖος πρωτοστατοῦσε καί κατηύθυνε τίς θεολογικές συζητήσεις , γράφοντας
ἐπιστολή πρός Κληδόνιον τονίζει τά ἑξῆς: «Στή Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως δέν
ἀλλάξαμε τήν πίστι τῆς Νικαίας. Αὐτήν ἀποδεχόμαστε καί αὐτήν κρατᾶμε και θά
κρατᾶμε. Αὐτά πού κάναμε ἢτανε προσθήκη δηλώσεως γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἡ δήλωση αὐτή ἔλειπε ἀπό τό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Κι' ἔλειπε, δέν τήν
ἔκαναν τότε οἱ ἃγιοι ἐκεῖνοι Πατέρες, γιατί δέν εἶχε προκύψει τέτοιο πρόβλημα.
Ἄν εἶχε προκύψει, τό ἲδιο τό Ἃγιο Πνεῦμα θά τούς εἶχε φωτίση νά κάνουνε τή
δήλωση καί αὐτῆς τῆς ἀληθείας» (34).
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ Πρόεδρος τῆς Οἰκουμ. Συνόδου Ἐπίσκοπος
Ἀντιοχείας Μελέτιος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καί ἀμέσως ἡ προεδρία της ἀνατέθηκε εἰς
τόν νεοενθρονισθέντα Ἀρχιεπισκόπον Κων/πολεως Γρηγόριον.
Ὁ Γρηγόριος, παρά τήν ἀσθένεια καί τό ἐπισφαλές τῆς ὑγείας
του διηύθυνε ἐμπνευσμένα τίς κανονικές ἐργασίες τῆς Οἰκουμ. Συνόδου. Συναντοῦσε
ὀργανωμένη ἀντίδραση ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Μακεδονίας, πού
ἦλθαν καθυστερημένοι στή Σύνοδο καί παρακινούμενοι ἀπό φθόνο καί ζήλεια ἔναντι
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γρηγορίου γιά τήν ἁλματώδη αὒξησι τοῦ κύρους του ἀνάμεσα στίς
ἂλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Διέκοπταν τόν Πρόεδρο οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί μέ φωνασκίες,
θορύβους καί διαμαρτυρίες, διότι δῆθεν ὁ Γρηγόριος ἦταν ἀντικανονικός
Ἀρχιεπίσκοπος καί Πρόεδρος τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ ἐχειροτονήθη
διά τήν Ἐπισκοπήν Σασίμων καί ἡ ἀνάληψις τῶν καθηκόντων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Κων/πόλεως ἦταν ἀντικανονική γι'αὐτούς καί ζητοῦσαν τήν παραίτησί του καί τήν
ἀνάδειξι νέου Ἀρχιεπισκόπου.
Ἔπειτα ἀπό αὐτά, βλέποντας ὁ Γρηγόριος, βλέποντας τό
ἀνυποχώρητο καί τό ἐριστικό τῶν ἐν θέματι Ἐπισκόπων τῆς Αἰγύπτου καί τῆς
Μακεδονίας, οἱ ὁποῖοι ἀντιστρατεύονταν πρός τόν Γρηγόριο καί τίς
ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ὑπέβαλε τήν ἱστορική καί μεγαλειώδη παραίτησί του
.Ἐξήγησε τούς λόγους τῆς παραιτήσεως , εὐχήθηκε τά κρείττονα στούς Ἐπισκόπους
καί στήν Σύνοδο καί μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἀνεχώρησε γιά τήν προσφιλῆ του
Καππαδοκία καί τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα Ναζιανζό (Ἰούνιος 381) , ὃπου καί
ἐφησύχαζε τόν τελευταῖο καιρό τῆς ζωῆς του.
Μέχρι τόν Μάρτιο τοῦ 384 ἦταν ὑποχρεωμένος νά μείνη στήν
Ἀριανζό. Περίμενε νά βελτιωθῆ ἡ ὑγεία του, τόσο ὃσο νά μπορῆ νά ζῆ μόνος,
νά αὐτοεξυπηρετῆται. Εἶχε πάρει τήν ἀπόφασί του νά ἡσυχάση, νά συνεχίση τήν
ἀσκησι κάπου, χωρίς κόσμο γύρω του.
Στήνει τό ἀσκητήριό του στήν Καρβάλη καί ἐκεῖ ἀσκεῖται.
Σκάβει, φυτεύει, ποτίζει καί χτίζει καί πρωτίστως καί κυρίως προσεύχεται,
εὐχαριστώντας καί δοξολογώντας τον Θεόν.
Τόν Ἰανουάριο τοῦ 390, κατά τό δεύτερο δεκαπενθήμερο
καθηλώθηκε ἀπόλυτα στό ξυλοκρέβατό του. Καί οἱ πόνοι στίς ἀρθρώσεις, σέ ὃλες
τίς ἀρθρώσεις, ἦταν ἀφόρητοι. Δέν μποροῦσε νά συγκρατηθῆ.
Ὁ χειμώνας βαρύς, οἱ καιρικές συνθήκες δύσκολες, τό χιόνι
ἓνα μέτρο περίπου καί ἡ ὑγεία τοῦ Γέροντα Ἀρχιεπισκόπου πολύ βεβαρημένη.
Προεῖδε τό ἐπίγειο τέλος του.
«Ἔφθασε, παιδί μου... δέν ἀργεῖ πλέον...τό τέλος. Ἀπό βρέφος
μέ κάλεσε ὁ Θεός...ἐπί τέλους πάω κοντά Του. Ὡρίμασε ὁ καιρός...πέφτει στή
γῆ...πάω γιά πάντα στόν βασιλέα μου Χριστό» (36).
Αὐτό ἦταν τό «ἄσημο τέλος τοῦ διάσημου ἄνδρα», κατά
τόν ἀείμνηστον Καθηγητή Στυλιανό Παπαδόπουλο (37).
καί 3. Οἱ γνήσιοι Ἀδελφοί, φίλοι καί στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας
μας Ἐπίσκοποι
Ἤδη, μέ τήν ὃσο γινόταν πιό σύντομη ἀναφορά στο λαμπρό
ὁδοιπορικό ἑνός ἑκάστου ἀπό τούς ἐπιφανείς αὐτούς Ἱεράρχες κατεδείχθη περίτρανα
ὃτι ὑπῆρξαν πράγματι οἱ γνήσιοι Ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, οἱ ἀληθινοί φίλοι καί οἱ
πολύτιμοι στυλοβάτες τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας σέ χαλεπούς καί
δυσχείμαρους καιρούς. Καί τοῦτο γιατί ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ καθενός ἀπό
αὐτούς ἦταν παράλληλος καί ἐπάλληλος ὡς πρός τόν ἄλλον.
Συνοπτικῶς, ὃμως, καλόν εἶναι νά ἐπισημάνωμε τά ἑξῆς:
α)
Γνήσιοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί
Ὁ ἃγιος Γρηγόριος μαρτυρεῖ περί τοῦ ὃτι: «ἦσαν ὁμόστεγοι,
ἔτρωγαν τό ἴδιο φαγητό, εἶχαν τό ἴδιο πνεῦμα, τόν ἴδιο σκοπό. Συνεχῶς
μεγάλωναν, θέρμαιναν καί στερέωναν τήν μεταξύ τους ἀγάπη» (38). Οἱ δύο
ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί συμφώνησαν ὃτι σκοπός τους εἶναι «ἡ φιλοσοφία».
Στον ὃρο ἔδιναν δικό τους περιεχόμενο. «Φιλοσοφία» θά σημαίνει στό ἑξῆς τό νά
ζῆ κανείς τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, νά ἀγωνίζεται γιά τίς χριστιανικές ἀρετές. Ἀκόμα
εἰδικότερα, «φιλοσοφία» καί «φιλοσοφικός βίος» θά σημαίνει Θεολογία
ἢ ἄσκηση καί ἀσκητικός ἢ μοναχικός βίος (39).
Ὁ Γρηγόριος, τονίζοντας τήν ἐν Χριστῷ ὁμοψυχία καί στερέωσι
τους σημειώνει ὃτι οἱ δύο ὁμόσκηνοι Ἀδελφοί δεν κινδύνευσαν καθόλου στήν Ἀθήνα.
«Πέρασαν ἀπό τίς συμπληγάδες πέτρες ἀκέραιοι, γιατί φάνηκαν μυαλωμένοι,
εἶχαν ὁπλίσει τήν «διάνοια» τους ἔτσι , ὥστε νά μήν ὑποκύπτει στίς
ἐπιθέσεις τῆς κοσμικῆς σοφίας... Ὠφελήθησαν (στήν Ἀθήνα) γιατί
στερεώθησαν πιό πολύ στήν πίστι τους. Ὅσο γνώριζαν καί σπούδαζαν τήν ἀνθρώπινη
σοφία στό ἀθηναϊκό τους κορύφωμα, τόσο εὐκολότερα τήν σύγκριναν μέ τό δικό
τους φρόνημα καί διαπίστωναν ἔτσι πώς αὐτή εἶναι ἀπατηλή, μύθος, ἀθεμελίωτο
κατασκεύασμα» (40). Ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος παρατηρεῖ ὅτι μετά την
ἐπιστροφή τους ἀπό τήν Ἀθήνα, ἀφοῦ προσφέρθηκαν λίγο στόν κόσμο καί τά ἔργα
του, ὃσο γιά νά ἰκανοποιήσουν τήν ἐπιθυμία τῶν πολλῶν, γρήγορα κυριάρχησαν
στούς ἑαυτούς τους καί φάνηκαν ἄνδρες ἀπό τήν νεανική τους ἡλικία μέ τό νά
προχωρήσουν μέ ἀνδρεισύνη στή φιλοσοφία (δηλ. στήν ἄσκηση) (41).
Ὁ Μ. Βασίλειος, δίνοντας τό νόημα καί τό πλήρωμα τῆς ἀδελφικῆς
ἐν Χριστῷ σχέσεως καί τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, πού τήν συνοδεύει , γράφει στόν
ὁμόψυχο του Γρηγόριο: «Εἶναι ἀλήθεια πως ἡ δουλειά τούτη (δηλ. τό νά
ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν πατρική του περιουσία, διαμοιράζοντας την στούς ἐνδεεῖς
συνανθρώπους του) θά μέ κουράση. Μά τό λέω σέ σένα, πού ξέρεις πόσο εἴμαστε
ἓνα: Ἔχω μέσα μου χαρά... Τώρα πού σοῦ γράφω γιά τόν σκοπό τοῦ ταξιδιοῦ μου
σκέπτομαι συνεχῶς τά πραγματικά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ ὅταν ἀρχίσωμε τήν μοναστική ζωή.
Τόσες φορές τήν ἀποφασίσαμε μαζί. Συνεχῶς τά πραγματικά ἀ μέχρι τώρα τήν
ἀναβάλλουμε. Μά πλησιάζει ἐπί τέλους ἡ ποθητή ὥρα, τή βλέπω, ἔρχεται...Λοιπόν
χαῖρε τῆ χαρά τοῦ Κυρίου, καί νά εὒχεσαι γιά τή σύντομη ὥρα τῆς ἀσκήσεως μας.
Θά βροῦμε ὄμορφο καί ἥσυχο μέρος νά στήσωμε τό ἀσκητήριό μας. Καί τότε...» (42).
Ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἀναποφάσιστος πρός καιρόν γιά τον
καιρό, πού θά συνασκήτευαν, καί ὁ ἅγιος Βασίλειος τοῦ ἔγραψε ἐπιτιμητικά γι'
αὐτό, ὁ πρῶτος τοῦ ἀπάντησε μέ ὅλη του τήν εἰλικρίνεια: «Ὁμολογῶ πώς
ψεύτισα. Συμφώνησα στήν Ἀθήνα ὅτι μαζί θά εἴμαστε πάντα καί μαζί θά
μονάσουμε... Mά δέν ψεύτισα μέ τήν θέλησι μου...Κι ἄν τό δεχτεῖς δέν θά ψευτίσω
γιά πάντα... Θἄρθει καιρός πού θά εἴμαστε μαζί, ἄν τό θελήσεις, κι ὅλα θά τά
ἐχουμε κοινά» (43).
Ὅταν τελικά οἱ δύο Ἱεροί ἄνδρες συνασκητεύουν κοντά στόν Ἴρι
ποταμό καί τρυγοῦν τό μέλι τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς χαίρονται καί
ἀπολαμβάνουν , κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο, τά ἀγαθά τῆς «συμφυΐας» καί
«συμψυχίας» (44). Ὅσο ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς προχωρᾶ τόσο
περισσότερο οἱ δύο ἄνδρες αἰσθάνονται τήν ἀδελφωσύνη τους. Ὅσο βαθύτερη γίνεται
ἡ ἕνωσις τους μέ τόν Θεό, τόσο πιό ἀδελφικά νοιώθουν. Δέν τό φωνάζουν ὅμως.
Κανείς δέν ὑψώνει φωνή, δέν κάνει ἀπότομη χειρονομία. Τοῦ ἀρκεῖ πού ἔχουν «συμφυΐα»
καί «συμψυχία», ὅπως εἴπαμε (45) .
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σέ μιά ὁμιλία του στή μνήμη τῆς
κοιμήσεως τοῦ Βασιλείου διερωτᾶται γιά τό πῶς νά μιλήση μπροστά σέ ἕνα τόσο
μεγάλο ἀκροατήριο γιά πνευματικές θεωρίες καί ἐκστάσεις; «Πῶς νά ἐξηγήση
στούς ἀκροατές ὅτι σέ εὐλογημένες ὧρες ἔβλεπε τόν Βασίλειο πλημμυρισμένο στό
φῶς; Ποῦ νά βρῆ τό κουράγιο νά εἰπῆ ὅτι κάποτε ὁ Βασίλειος στάθηκε γιά ὧρες νά
τόν κοιτάζη ἔκθαμβος τότε πού τό πρόσωπο του εἶχε γίνει φανέρωμα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πού ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;» (46)
Ἀξίζει, νομίζω, γιά τό φιλάδελφο καί τό πνευματικό ὅμαιμο
τῶν δύο ἁγίων ἀνδρῶν νά παραθέσωμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πρός τόν
Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο: «Δέν θά δεχθῶ νά ἐπαινῆς ἐμένα καί νά κατηγορῆς
τόν Βασίλειο, μέ τόν ὁποῖο εἴμαστε ἕνα στό πνεῦμα καί στή διάθεσι. Ὅπως φέρεσαι
σέ μένα , ἔτσι καί καλύτερα πρέπει νά φέρεσαι καί στόν Βασίλειο. Ἀλλοιῶς νοιώθω
μέ τό ἕνα σου χέρι νά μέ χαϊδεύεις καί μέ τό ἄλλο σου νά μέ δέρνης» (47).
β)
Γνήσιοι κατά Θεόν φίλοι
Ἄν καί οἱ
λέξεις «Ἀδελφοί ἐν Χριστῷ» καί φίλοι κατά Θεόν εἶναι σχεδόν ταυτόσημες,
διότι ἐμπεριέχουν τήν Ἁγιοπνευματική σχέσι καί κοινωνία τῶν προσώπων, ἐν
τούτοις θά καταγράψωμε ὅτι οἱ δύο Καππαδόκες ἅγιοι Ἱεράρχες ἦσαν καί γνήσιοι
κατά Θεόν φίλοι.
Σταθήκαμε καί προηγουμένως στήν ἐπισήμανσι ὅτι οἱ δύο συνομήλικοι νέοι τῆς
Καππαδοκίας «σύντροφοι τώρα σπουδῶν, θά γίνουν ἀργότερα ἐπιστήθιοι φίλοι καί
συναθληταί στό στίβο τῆς Ὀρθοδοξίας»(48).
«Στό πνεῦμα
δύο νέων εἴκοσι ἐτῶν γεννιέται ὁ πνευματικός δεσμός πού θά γίνη σύμβολο καί
μέτρο φιλίας. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, οἱ διάκονοι τοῦ λόγου καί τοῦ στοχασμοῦ,
θά μετροῦν πλέον τίς φιλίες τους μέ τή φιλία πού ἄρχισε τό 350/1 στήν Ἀθήνα
ἀνάμεσα σέ δύο Καππαδόκες φοιτητές. Ἀνάμεσα σέ δύο φορεῖς τοῦ νέου γιά
τότε πνευματικοῦ κόσμου, δηλ. τῆς Ἐκκλησίας» (49).
Ὅταν σπούδαζαν
στήν Ἀθήνα οἱ δύο φίλοι καί ὁ Γρηγόριος ἐστήριξε σέ μιά δύσκολη στιγμή τόν
Βασίλειο γιά νά μήν ἀποθαρρυνθῆ ἀπό τήν Ἀθήνα καί τίς ἐκεῖ σπουδές, συνέβη τό
ἑξῆς: «Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη οἱ δύο νέοι κατάλαβαν κάτι πολύ βασικό: ὁ καθένας
μποροῦσε νά δίνει στόν ἄλλο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀνάγκη τόν ἄλλο. Εἶναι μία σχέσι πού
βαθαίνει χωρίς ὅρια καί θά τελειώση μέ τόν θάνατο τους» (50) .
Μετά τά ὡς ἄνω
περιστατικά «οἱ δύο νέοι ἄνδρες ἐξέφρασαν αὐτό πού κιόλας ζοῦσαν. Τή φιλία πού
ὁ ἕνας αἰσθανόταν γιά τόν ἄλλο. Τήν ἀγάπη πού ὑπῆρχε στόν ἕνα γιά τόν
ἄλλο (51) .
«Ἡ κατάστασις
φιλίας καί ἀγάπης πού οἱ δύο νέοι ἀνέπτυξαν δέν ἐξηγεῖται μέ τά κοινά μέτρα. Οἱ
ἄνθρωποι μέχρι τότε εἶχαν γνωρίσει ἀγάπη, ἀλλά αὐτή ἦταν ἄλλου εἴδους:
συναισθηματική, σωματική, ἰδεολογική. Στήν περίπτωση τοῦ Βασιλείου καί τοῦ
Γρηγορίου ἔχουμε βάθος, ἔκτασι, διάρκεια καί ποιότητα φιλίας πού ἐκπλήσσει. Ἡ
φιλία αὐτή ἄγγιξε τά ὅρια τῆς γνησιότητας καί τῆς ἀληθείας» (52).
Ὁ ἀείμνηστος
Πατρολόγος Καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, φανερώνοντας τό μεγάλο μυστικό τῆς
ἀληθινῆς φιλίας, τῆς γνήσιας κατά Θεόν φιλίας, ἀναφέρεται στίς θετικές πρός
τοῦτο προϋποθέσεις καί λέγει τά ἑξῆς περισπούδαστα:
«Ὁ Γρηγόριος
φανερώνει τό γνήσιο πρόσωπο καί ὁ Βασίλειος βλέπει στόν Γρηγόριο τό γνήσιο
πρόσωπο. Συναντήθηκαν δύο ἄνθρωποι πού πάσχιζαν νά καθαρίσουν τό πρόσωπο τους
ἀπό τά προσωπεῖα. Τήν προσπάθεια διαπίστωσαν ἀμοιβαῖα. Δέ χρειαζόταν
πολύ. Ἀφοῦ εἶχαν συνείδησι τοῦ λυτρωτικοῦ μεγαλείου τοῦ προσώπου, ἑπόμενο ἦταν
νά στραφῆ ὁ ἕνας στόν ἄλλο.
»Κι ἔτσι γινόταν συγχρόνως ἀγώνας γιά κάθαρσι τοῦ προσώπου καί φανέρωσι τοῦ
προσώπου στόν συνάνθρωπο. Τό μεγαλεῖο καί ἡ μακαριότητα τῆς φιλίας αὐτῆς
βρίσκεται στό ὅτι ὁ Βασίλειος ἔβλεπε πιά στό πρόσωπο τοῦ Γρηγορίου τό θεῖο
πρόσωπο, ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀφοῦ τό πρόσωπο εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
»Τό ἴδιο
συνέβαινε καί μέ τόν Γρηγόριο. Τό μεγάλο μυστικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας εἶναι δύο
ἄνθρωποι, νά φανερώνουν ἀμοιβαῖα τό ἀληθινό τους πρόσωπο, ἀπαλλαγμένο ἀπό τά
προσωπεῖα» .
(Καί στή συνέχεια ὁ ἀείμνηστος Πανεπιστημιακός διδάσκαλος προσθέτει) «Ἡ φιλία
καί ἡ ἀγάπη ἀποτελοῦν ἀγαλλίασι καί ἀπόλαυσι πνευματική, ἀκριβῶς γιατί βλέπει
κανείς τόν ἴδιο τόν Θεό στό πρόσωπο πού ἀγαπάει. Ἀλλοιῶς δέν θά καταλάβουμε τήν
ἄρρητη συγκίνησι τοῦ Γρηγορίου καί τόν ὀδυρμό του γιά τήν ἀπώλεια τοῦ φίλου του
Βασιλείου, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας μιλάει γιά τή φιλία τους»(53).
Φιλία κατά
Θεόν, ἱερή, ἔνθεος, ἀληθινή, φιλία παντοτινή καί εὐλογημένη.
καί
γ) Γνήσιοι στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας
Στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί
Ἀποστολική τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος της εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, ἡ Θεία κεφαλή αὐτῆς. Στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καί Ὁμολογητές τῆς Πίστεως
μας.
Διακεκριμένοι
καί γνήσιοι στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας μας, θαυμαστοί καί περιώνυμοι εἶναι οἱ δύο
μεγάλοι Καππαδόκες Θεολόγοι καί Ἱεράρχες, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος.
Ἄνθρωποι καί
Ἱεράρχες βαθειᾶς πίστεως καί θεοσεβείας, πού κληρονόμησαν ἀπό τούς γονεῖς,
πάππους καί προπάππους. Ἐπίσκοποι πανάρετοι καί ἁγιασμένοι. Βαθεῖς γνῶστες τῶν
Θείων Γραφῶν καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως. Ἐμβριθεῖς μελετητές καί
ἐρευνητές τῶν βαθέων τοῦ Ἅγίου Πνεύματος. Φίλοι γνήσιοι τῆς ἀληθείας καί
προασπιστές τῆς σῳζούσης ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς
ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου Πίστεως μας.
Καί ἐνῶ
ἐβίωναν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τήν Θεία Ἀλήθεια, ἀνεδείχθησαν
ταυτόχρονα οἱ ἄγρυπνοι φύλακες καί φρυκτωροί της, ὑπερασπιζόμενοι αὐτήν καί
μαχόμενοι κατά τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν (Ἀρειανῶν,Ὁμοίων, Ἀνομοίων,
Ὁμοιουσιανῶν, Πνευματομάχων κ.ἄ.).
Εἴδαμε
προηγουμένως πόσο ἐταλαιπώρησαν τό Ὁρθόδοξο ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ οἱ ἀρειανοί καί
ἀρειανόφρονες αὐτοκράτορες καί οἱ ἀρειανόφρονες Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας.
Προσέξαμε ἰδιαίτερα τούς θεολογικούς ἀγῶνες καί τήν ποιμαντική ἐπαγρύπνησι τόσο
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅσον καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατά τῶν
Ὁμοιουσιανῶν καί τῶν Ἀρειανῶν. Ἐθαυμάσαμε ἰδιαίτερα τούς διαρκεῖς καί μεγάλους
ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατά τῆς Ἀρειανικῆς αἱρέσεως, τούς
προπηλακισμούς πού δέχθηκε, ἀλλά καί τίς περιφανεῖς νίκες, πού κατόρθωσε, καθώς
ὑπεραμύνονταν τῆς Ὁρθοδοξίας καί ἐστηλίτευσε τίς αἱρετικές τους
διδασκαλίες. Ἡ ὁλοκλήρωσις τοῦ Ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως
ἦταν ἐπίτευγμα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί ἰδική του λαμπρή
ἐπιτυχία.
Δι'ὅλων αὐτῶν
τῶν ἱερῶν ἀγώνων ἐδοξάσθη καί ἐμεγαλύνθη θεοπρεπῶς ἡ Ἁγία
Τριάς, καθώς ἐπίσης ἐδοξάσθησαν πρεπόντως τά δύο δεινῶς πολεμηθέντα θεῖα
πρόσωπα , τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
* * * * *
Μετά τά ὅσα ἐλέχθησαν ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἱερά ὑποθήκη τῶν
ἁγίων τούτων μεγάλων Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων εἶναι:
Νά εἴμεθα μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φιλόθεοι καί φιλάδελφοι, γνήσιοι Ἀδελφοί ἐν
Χριστῷ καί φίλοι κατά Θεόν γνήσιοι πρός τούς οἰκείους τῆς πίστεως καί ἐν τῷ
μέτρῷ τῶν δυνατοτήτων μας νά ἀγαπᾶμε εἰλικρινά την ἁγία μας Ἐκκλησία, ὄντες
ζωντανά καί ὀργανικά μέλη Αὐτῆς καί ἐμφορούμενοι ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν
προσήλωσι μας εἰς τήν Ἱεράν Παρακαταθήκην καί τήν Παράδοσιν τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν
Πίστεως.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν
Μέγαν Βασίλειον Ἐπιτάφιος γ'.
2) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ Ἡ ζωή ἑνός μεγάλου (Βασίλειος
Καισαρείας ), ἔκδ. ε' 2002,
‹‹Ἀποστολικῆς Διακονίας››, κεφ. , σελ.14. 3) Μ. Βασιλείου,
Ἐπιστολή 210 , παρ.1. 4) Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιο,
PG 76, 8088.
5) Γρηγορίου Νύσσης, ἔνθ' ἀνωτ. BC.
6) Στυλ. Παπαδοπούλου ἔργον, κεφ. α' σελ. 23-24.
7) Γρηγ. Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον Ἐπιτάφιος, ιβ'.
8) Αὐτόθι, Ἐπιτάφιος, ιγ'.
9) Β.Τατάκη, Ἡ συμβολή τῆς Καππαδοκίας στή χριστιανική σκέψη,
Ἀθήνα 1960, σελ. 68.
10) Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος ιδ'.
11) Ἔνθ' ἀνωτέρω, Ἐπιτάφιος ιδ'. 12. Ἔνθ' ἀνωτ.
12) Ἔνθ' ἀνωτ.
13) Αὐτόθι.
14) Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τῆς Μακρίνης, PG 46,965C.
15) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου, Βασίλειος
Καισαρείας, κεφ. β'.
16) Ἐπιστολή 336 (Λιβανίου πρός Βασίλειον).
17) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου, Βασίλειος
Καισαρείας, κεφ. β', σελ.72.
18) Ἐπιστολή 223,2.
19) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου, Βασίλειος
Καισαρείας, κεφ. β', σελ. 82.
20) Παπαδοπούλου Στυλ. «Ἡ ζωή ἑνός μεγάλου»...κεφ δ΄,
σελ.230-231.
21) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολή 45.
22) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ὁ πληγωμένος ἀετός (Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος), ἔκδ.6η Ἀποστολ.Διακονίας, Οἱ γονεῖς καί τά παιδικά ἔτη, σελ. 17-18.
23) Αὐτόθι, σελ.19.
24) Αὐτόθι, Πρώτη παιδεία στήν πατρίδα.
25) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον , Πρώτη παιδεία στήν
πατρίδα, σελ. 21.
26) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, Ἀνώτερες σπουδές
Γρηγ. Θεολόγου, Παλαιστίνη καί Ἀλεξάνδρεια, σελ. 32-33.
27) Ἔνθ' ἀνωτ., Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου, σελ. 38.
28) Ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 33.
29) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, Ἐπίσκοπος καί
Ἀναχωρητής, σελ. 107.
30) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, Ἐπίσκοπος καί
Ἀναχωρητής, σελ. 126.
31) Αὐτόθι, σελ.126-127.
32) Αὐτόθι, σελ. 129.
33) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, σελ.130.
34) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολή 102,1, Πρός Κληδόνιον.
35) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, Ἡ μεγαλειώδης
παραίτησι, σελ.272.
36) Αὐτόθι,Ἡ δρύς πέφτει. Ἄσημο τέλος διάσημου ἄνδρα,
σελ.384. Αὐτόθι, σελ.383.
37) Αὐτόθι, σελ.383.
38) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον Ἐπιτάφιος
ιθ'.
39) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου, κεφ. Α', σελ.
48.
40) Ἔνθ' ἀνωτ. Σελ. 61.
41) Ἔνθ' ἀνωτ. Σελ. 76.
42) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου, κεφ. Β', σελ.
111.
43) Αὐτόθι, σελ.121.
44) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολή 6.
45) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, κεφ. γ', σελ.174.
46) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος §ε' καί Παπαδοπούλου
Στυλιανοῦ, Ἡ ζωή ἑνός Μεγάλου, κεφ. γ', σελ. 175.
47) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιστολή 16.
48) Β.Τατάκη, Ἡ συμβολή τῆς Καππαδοκίας...,σελ.68.
49) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, κεφ. α', σελ.42.
50) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος ιη'.
51) Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος ιθ'.
52) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, κεφ. α', σελ.49-50.
53) Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ, μνημ. ἔργον, κεφ. α', σελ.50.