Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ήγουν, περί δικαιώματος και πάθους αδιαβλήτου.

 



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί δικαιώματος καί πάθους ἀδιαβλήτου.
ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΑΥΤΗ ΞΕΚΙΝΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: "ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ". Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΑΥΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΗΘΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
«…Ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πα­θῶν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή στό βαθμό πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ Πα­τέ­ρες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τά πά­θη πού λει­τουρ­γοῦν μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο ὡς «ἀ­δι­ά­βλη­τα», δη­λα­δή ἀ­να­μάρ­τη­τα… Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­περ­βαί­νει αὐ­τό τό μέ­τρο, εἰ­σά­γει στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» τήν πο­νη­ρί­α, καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο καί με­τά τά πά­θη τοῦ κα­θί­σταν­ται ἁ­μαρ­τω­λά…Ἡ πο­νη­ρί­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» εἶ­ναι σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μέ τή φύ­ση μας. Γιαὐ­τό καί ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ μέ τίς δι­κές του δυ­νά­μεις νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α της στή ζω­ή μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μπο­ρεῖ νά τήν ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά…» «…Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Χρι­στό συν­τε­λεῖ­ται «μυ­στι­κῶς» στό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἀρ­χή τοῦ λό­γου μας ὁ­ρί­σα­με ὡς «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που λαμ­βά­νει ἀ­πό τό Θε­ό «φω­τι­σμόν γνώ­σε­ως», διά τοῦ ὁ­ποί­ου «πλα­τύ­νε­ται». Προσ­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, ἐ­ναρ­γέ­στε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη «γνώ­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί τοῦ κό­σμου, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α τῆς πο­νη­ρί­ας στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος», καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κτᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή «γνώ­ση» τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Ζω­ῆς καί Μα­κα­ρι­ό­τη­τας, πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἄ­ναρ­χη ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεί­ου Ὄν­τος, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας μπο­ρεῖ νά ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά ὅ­λες τίς μορ­φές τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος»…»
«...Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί, συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν. Ατοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, πὲρ μν ἀεὶ πρεσβεύουσιν...»
 
Σ
έ πα­λαι­ό­τε­ρη ὁ­μι­λί­α μας ἀ­να­φέ­ρα­με ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή πα­ρα­μέ­νει πάν­τα κρυ­φή καί ἀ­θέ­α­τη, για­τί τε­λεῖ­ται στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Τόν πνευ­μα­τι­κό αὐ­τό χῶ­ρο ἡ σύγχρονη ψυχολογία τόν ὀ­νο­μά­ζει «ὑ­πο­συ­νεί­δη­το», ἐ­νῶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή καί οἱ νη­πτι­κοί πα­τέ­ρες τόν ὁ­ρί­ζουν, συ­νή­θως, ὡς «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Γιά τόν κρυ­φό, λοι­πόν, καί ἀ­θέ­α­το χῶ­ρο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, γιά ὅ­σα τε­λοῦν­ται στό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, γιά το «ὑ­πο­συ­νεί­δη­το» καί τήν «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ προ­κεί­με­νος λό­γος. Καί ἐ­πει­δή τό ἐγ­χεί­ρη­μά μας εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κά δύ­σκο­λο καί τολ­μη­ρό, πα­ρα­κα­λοῦ­με τό Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα νά χα­ρί­σει σέ ἐ­μᾶς μέν λό­γο γνώσεως καί σο­φί­ας, ὥ­στε νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με ἐπιτυχῶς ἕ­να ἔρ­γο πού ὑ­περ­βαί­νει κα­τά πο­λύ τό μέ­τρο τῶν πε­νι­χρῶν μας δυ­νά­με­ων, στούς δέ ἀ­κρο­α­τές μας  τήν φω­τι­στι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, ὥ­στε νά κατανοήσουν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Π
ο­λύς λό­γος γί­νε­ται σή­με­ρα γιά τά «δι­και­ώ­μα­τα» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί γιά νά ἀ­πο­φύ­γου­με κά­θε πι­θα­νή πα­ρε­ξή­γη­ση, δι­ευ­κρι­νί­ζου­με ἐξ ἀρ­χῆς ὅ­τι μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δέν ἐν­νο­οῦ­με τά ἀ­γα­θά πού εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀ­ναγ­καῖ­α γιά τήν ἀ­ξι­ο­πρε­πῆ ἐ­πι­βί­ω­σή μας. Δέν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε, γιά πα­ρά­δειγ­μα, στό δι­καί­ω­μα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἔ­χει ἄ­με­ση καί ἀ­κώ­λυ­τη πρό­σβα­ση στήν τρο­φή καί στό νε­ρό, στήν ὑ­γεί­α καί στήν παι­δεί­α, στήν ἐρ­γα­σί­α καί στή δι­και­ο­σύ­νη, στήν εἰ­ρή­νη καί στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δη­λώ­νου­με ὅ­σα ἀ­παι­τεῖ στό ὄ­νο­μα τῆς εὐ­τυ­χί­ας ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος καθ᾽ ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ὁ­ρί­ου τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς ἐ­πι­βί­ω­σης γιά τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν του πα­θῶν. Μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δη­λώ­νου­με τήν ἐμ­πα­θῆ τά­ση τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που νά ἱ­ε­ρο­ποι­εῖ, ἤ καί νά θε­ο­ποι­εῖ, τήν ἀ­κό­ρε­στη ἐ­πι­θυ­μί­α του γιά τό χρῆ­μα, γιά τή δό­ξα καί γιά τήν πα­ρά φύ­ση ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν βι­ο­λο­γι­κῶν του ἐν­στί­κτων. Αὐ­τή ἡ πο­νη­ρή ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, πού συ­χνά ἐν­δύ­ε­ται ἀ­πα­τη­λά τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» στή ζω­ή, στόν ἔ­ρω­τα, στή χα­ρά καί, γε­νι­κό­τε­ρα, στήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς τρυφῆς καί τῶν ἡδονῶν τοῦ βί­ου, βρί­σκε­ται στό ἐ­πί­κεν­τρο τοῦ λό­γου μας.
Γ
ιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με τή σχε­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρέ­πει νά ἀ­να­τρέ­ξου­με, ὅ­πως πάν­τα, στό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ, πού ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρό­τυ­πο καί τόν κα­νό­να τῆς ἀνυπέρβλητης τε­λει­ό­τη­τας. Ὁ Χρι­στός, λοι­πόν, στά εὐ­αγ­γέ­λια ἀρ­νεῖ­ται μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τήν πο­νη­ρή ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» καί ἀ­κο­λου­θεῖ ἑ­κού­σια τήν ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τί­θε­τη πο­ρεί­α. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, «…οὔχ ἁρ­παγ­μόν ἡγή­σα­το τό εἶ­ναι ἴ­σα Θε­ῷ, ἄλλ Ἑ­αυ­τόν ἐ­κέ­νω­σε μορ­φήν δού­λου λα­βών…» (Φιλ. 2,6) καί προσέλαβε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση γιά νά τήν ἀ­να­πλά­σει καί νά τή σώ­σει ἀ­πό τό θά­να­το. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, γεν­νι­έ­ται σέ μί­α σπη­λιά καί ζεῖ ἀ­φα­νῶς ὡς «…ὁ τοῦ τέ­κτο­νος υἱ­ός…» (Μτ. 13,55) μέ­χρι τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς δη­μό­σιας δρά­σης Του. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, ἐ­πι­λέ­γει τήν ὁ­δό τῆς παρ­θε­νί­ας καί γί­νε­ται πτω­χό­τε­ρος ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τά ἄ­λο­γα ζῶ­α, πού ἔ­χουν φω­λι­ές, ἐ­νῶ ὁ Ἴ­διος «…οὐκ ἔ­χει ποῦ τήν κε­φα­λήν κλί­νῃ…» (Μτ. 8,20). Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, ἀ­νε­βαί­νει στό φρι­κτό Γολ­γο­θά καί πε­θαί­νει στό Σταυ­ρό, ἐ­νῶ μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ὡς ὑ­πε­ρα­σπι­στές Του «…πλεί­ους ἤ δώ­δε­κα λε­γε­ῶνας ἀγ­γέ­λων…» (Μτ. 26,53).
Α
ὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν ὁ­δό, τήν ὁ­δό τῆς ἑ­κού­σιας πα­ραί­τη­σης ἀ­πό κά­θε ἔν­νοι­α πο­νη­ροῦ «δι­και­ώ­μα­τος», πο­ρεύ­ον­ται ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τό Χρι­στό, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νά προ­σαρ­μό­σουν τή ζω­ή τους πρός τό ἀ­νυ­πέρ­βλη­το πρό­τυ­πο τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐν οἷς καί οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες. Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά χρι­στια­νός, ἄν δέν ἀ­γω­νί­ζε­ται νά φτά­σει «…εἰς ἄν­δρα τέ­λει­ον, εἰς μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ…» (Ἐφ. 4,13). Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά χρι­στια­νός, «…ἄ­χρις οὗ μορ­φω­θῇ Χρι­στός ἐν αὐ­τῷ…» (Γαλ. 4,19).
­
τσι, οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, μι­μού­με­νοι τό Χρι­στό, ἐ­νῶ ἦ­ταν πλού­σιοι, μοί­ρα­σαν τήν πε­ρι­ου­σί­α τους στούς πτω­χούς καί ἐ­πέ­λε­ξαν νά γί­νουν οἱ ἴ­διοι πτω­χοί. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πο­λαύ­σουν τίς ἡ­δο­νές καί τίς χα­ρές τῆς ζω­ῆς, τίς πε­ρι­φρό­νη­σαν καί προ­τί­μη­σαν τά πι­κρά χόρ­τα καί τόν ἄ­ζυ­μο ἄρ­το τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Ἐ­νῶ ὑ­πε­ρεῖ­χαν δι­α­νο­η­τι­κά ἔ­ναν­τι τῶν συγ­χρό­νων τους καί μπο­ροῦ­σαν νά δι­α­πρέ­ψουν στό χῶ­ρο τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς τέ­χνης, ἀρ­νή­θη­καν τίς σχε­τι­κές κτή­σεις τους καί ἔ­θε­σαν τόν ἑ­αυ­τό τους στό πε­ρι­θώ­ριο τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἔ­χουν τή δό­ξα καί τόν ἔ­παι­νο τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀρ­νή­θη­καν κά­θε τι­μή καί ἀ­πο­δέ­χθη­καν τήν ὀ­δύ­νη τοῦ κα­τα­τρεγ­μοῦ καί τῆς συ­κο­φαν­τί­ας. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἰ­δι­ο­ποι­η­θοῦν τά φυ­σι­κά καί πνευ­μα­τι­κά τους χα­ρί­σμα­τα, τά ἔ­θε­σαν στήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ δι­α­κο­νί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους. Ἐν ὀ­λί­γοις, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τή λα­ϊ­κή ρή­ση, ἐ­νῶ εἶ­χαν τό μέ­λι στό δά­κτυ­λό τους, δέν θέ­λη­σαν πό­τε νά τό βά­λουν στό στό­μα τους.
Δ
έν χρει­ά­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρα λό­για γιά νά φα­νεῖ ὁ ρι­ζο­σπα­στι­κός καί ἀ­να­τρε­πτι­κός χα­ρα­κτή­ρας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους. Στή συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τῶν πολ­λῶν ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ὡς ἡ ὕ­ψι­στη μορ­φή ἀ­φρο­σύ­νης καί ἰ­δι­ω­τεί­ας. Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά τή σο­φί­α νά θαυ­μά­σει τό με­γα­λεῖ­ο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν τους; Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά τή δύ­να­μη νά μι­μη­θεῖ τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τους; Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς, πού ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε χρι­στια­νοί, θέ­λει πραγ­μα­τι­κά νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει τή στιγ­μή πού μα­ζί μέ τό Χρι­στό ἀ­νε­βαί­νουν στό Γολ­γο­θά; Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τά δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση. Ἀ­νή­κουν στήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν λε­γό­με­νων «ρη­το­ρι­κῶν ἐ­ρω­τη­μά­των». Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας δι­α­κα­ῶς ἐ­πι­θυ­μοῦ­με ὅ­σα οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες ἀρ­νή­θη­καν καί πε­ρι­φρό­νη­σαν. Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας ζη­λεύ­ου­με αὐ­τούς πού κα­τέ­χουν ὅ­σα οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες ἀρ­νή­θη­καν καί τούς ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὡς ἠ­θι­κά πρό­τυ­πα. Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας ἀ­πο­τι­μᾶ­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ὡς με­γά­λη βλα­κεί­α καί σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν θά θέ­λα­με –ἐ­μεῖς καί, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, τά παι­διά μας– νά ἀ­κο­λου­θή­σουμε τό πα­ρά­δειγ­μά τους. Καί ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε ἡ δύ­να­μη τῆς συ­νή­θειας πού τρό­πον τι­νά ἐ­πι­βά­λλει τήν τι­μή τους, σέ μί­α ἐ­πο­χή πού οἱ ἴδιοι οἱ χρι­στια­νοί ἔμ­πρα­κτα τήν ἀρ­νοῦν­ται, τό­τε ἀ­κό­μη καί ἡ ἑ­ορ­τή τους θά ἦ­ταν, γιά νά εἴ­μα­στε τί­μιοι καί εἰ­λι­κρι­νεῖς, ἐ­νο­χλη­τι­κή. Μί­α νέ­α ἑ­ορ­τή ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη, γιά πα­ρά­δειγ­μα, στήν τυ­χάρ­πα­στη καί πα­ρακ­μια­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ περιβόητου Ἀ­λέ­ξη Ζορ­μπᾶ θά ἦ­ταν σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­μο­φι­λής καί οἰ­κεί­α στό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο, θά ἄγ­γι­ζε, ἴ­σως, πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς «καρ­διές» τῶν σύγχρονων χριστιανῶν.
λ­λά τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι κε­φα­λαι­ῶ­δες. Αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει δέν εἶ­ναι ὁ σχο­λια­σμός τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­πο­τί­μη­σης τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους, ἀλ­λά ἡ ἀ­νά­δει­ξη τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ ἀ­γώ­να πού ἀ­παι­τεῖ ἡ συμ­μόρ­φω­ση πρός τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­δει­ξη τῆς δι­α­λε­κτι­κῆς πού ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο σέ ἠ­θι­κές ἐ­πι­λο­γές ἀ­σύμ­βα­τες μέ τή λε­γό­με­νη κοι­νή λο­γι­κή, σέ ἠ­θι­κές ἐ­πι­λο­γές πού ὑ­περ­βαί­νουν κα­τά πο­λύ τό σύ­νη­θες μέ­τρο τοῦ κοι­νω­νι­κά ἀ­πο­δε­κτοῦ. Πῶς, λοι­πόν, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τό θε­σμό τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τίς ἡ­δο­νές καί τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς, τή στιγ­μή μά­λι­στα πού σέ με­γά­λο βαθμό εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νες μέ τήν ἴ­δια του τή φύ­ση; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τό μέ­λι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δό­ξας καί ἀ­να­γνώ­ρι­σης; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές καί τίς καλ­λι­τε­χνι­κές του κτή­σεις;
Σ
τά ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τά ὁ Χρι­στός ἀ­παν­τᾶ: «…πα­ρά ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρά δέ Θε­ῷ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι…» (Μτ. 19,26). Ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πα­θῶν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή στό βαθμό πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καία γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ Πα­τέ­ρες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τά πά­θη πού λει­τουρ­γοῦν μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο ὡς «ἀ­δι­ά­βλη­τα», δη­λα­δή ἀ­να­μάρ­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά ἐ­πι­βι­ώ­σει πρέ­πει νά φά­ει. Γιά νά προ­στα­τεύ­σει τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­πό τούς φυ­σι­κούς κιν­δύ­νους χρει­ά­ζε­ται κα­τοι­κί­α καί ἐν­δύ­μα­τα. Γιά τήν ἀ­να­πα­ρα­γω­γή τοῦ εἴ­δους του πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τό γε­νε­τή­σιο ἔν­στι­κτο. Γιά νά κά­νει τίς οἰ­κο­νο­μι­κές του συ­ναλ­λα­γές χρει­ά­ζε­ται χρή­μα­τα. Ὅ­λα αὐ­τά δέν εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως ἁ­μαρ­τω­λά στό μέ­τρο πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τα ὑ­περ­βαί­νει αὐ­τό τό μέ­τρο, εἰ­σά­γει στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» τήν πο­νη­ρί­α καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο καί με­τά τά πά­θη του κα­θί­σταν­ται ἁ­μαρ­τω­λά. Ἔ­τσι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος τρώ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται, ἡ πρόσ­λη­ψη τῆς τρο­φῆς παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πά­θους τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας. Ἄν ἐ­πι­θυ­μεῖ νά κα­τέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρα σπί­τια ἤ τρό­φι­μα ἤ ἐν­δύ­μα­τα ἤ χρή­μα­τα ἀ­πό ὅ­σα χρει­ά­ζε­ται, ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πά­θους τῆς ἀ­πλη­στί­ας, τῆς φι­λο­κτη­μο­σύ­νης καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας. Ἄν, τέ­λος, ἀ­πο­κό­πτει τό γε­νε­τή­σιο ἔν­στι­κτο ἀ­πό τό φυ­σι­κό του προ­ο­ρι­σμό, με­τα­τρέ­πον­τας σέ αὐ­το­σκο­πό τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση πού προ­σφέ­ρει, ἡ κα­τά πάν­τα φυ­σι­κή αὐ­τή λει­τουρ­γί­α παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα φο­βε­ρῶν καί ἀ­πο­τρό­παι­ων πα­θῶν, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α, σε­βό­με­νοι τήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ χώ­ρου, ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κά μό­νον αὐ­τά τῆς πορ­νεί­ας καί τῆς μοι­χεί­ας. Θά ἄ­ξι­ζε, ἴ­σως, τόν κό­πο νά ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τό ζή­τη­μα τῆς χρή­σης τοῦ γε­νε­τη­σί­ου ἐν­στί­κτου καί τή φύ­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἔ­ρω­τα. Ὁ χρο­νι­κός, ὅ­μως, πε­ρι­ο­ρι­σμός δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ σπου­δαί­ου αὐ­τοῦ ζη­τή­μα­τος, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἐλ­πί­ζου­με ὅ­τι κά­πο­τε θά μι­λή­σου­με.
 
πο­νη­ρί­α, λοι­πόν, τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» εἶ­ναι σέ πο­λύ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μέ τήν ἴδια μας τή φύ­ση. Γι᾽ αὐ­τό καί ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ μέ τίς δι­κές του δυ­νά­μεις νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α της στή ζω­ή μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μπο­ρεῖ νά τήν ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γω­νί­ζε­ται σθε­να­ρά νά τη­ρή­σει τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί με­τέ­χει συ­νει­δη­τά στά σω­στι­κά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἑ­νώ­νε­ται πραγ­μα­τι­κά μέ τό Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό καί ἑλ­κύ­ει τήν ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη. Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Χρι­στό, ἡ ἕ­νω­ση τοῦ λο­γι­κοῦ κτί­σμα­τος μέ τή Φυ­σι­κή Ἐ­νέρ­γεια τῆς ἄ­κτι­στης ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ συν­τε­λεῖ­ται «μυ­στι­κῶς» (δη­λα­δή μέ τρό­πο ἀ­φα­νῆ καί ἀ­θέ­α­το, ἄ­γνω­στο καί ἀ­κα­τα­νό­η­το σέ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν τή δύ­να­μη τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς) μέ­σα στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἀρ­χή τοῦ λό­γου μας ὁ­ρί­σα­με ὡς «ὑποσυνείδητο»«καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που λαμ­βά­νει ἀ­πό τό Θε­ό «φω­τι­σμόν γνώ­σε­ως», διά τοῦ ὁ­ποί­ου «πλα­τύ­νε­ται». Προσ­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, ἐ­ναρ­γέ­στε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη «γνώ­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί τοῦ κό­σμου, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α τῆς πο­νη­ρί­ας στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος», καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κτᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή «γνώ­ση» τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Ζω­ῆς καί Μα­κα­ρι­ό­τη­τας, πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἄ­ναρ­χη ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεί­ου Ὄν­τος, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας μπο­ρεῖ νά ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά ὅ­λες τίς μορ­φές τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος».
Α
 ὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός μέ τίς σύν­το­μες, ἀλ­λά ἀ­νυ­πέρ­βλη­τες σέ ἀ­ξί­α, πα­ρα­βο­λές τοῦ «κρυμ­μέ­νου θη­σαυ­ροῦ» καί τοῦ «πο­λύ­τι­μου μαρ­γα­ρί­τη» (Μτθ. 13,44-46). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» ἀ­παι­τεῖ ἀ­πό ἐ­μᾶς ὁ Κύ­ριος, ὅ­ταν ζη­τᾶ νά μή σπα­τα­λᾶ­με τό χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας «…με­ρι­μνῶν­τες καί τυρ­βά­ζον­τες πε­ρί πολ­λά…», ἀ­φοῦ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «…ἑ­νός ἐ­στι χρεί­α…» (πρβ. Λκ. 10,42). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» κα­ταγ­γέλ­λει τό ἀ­ψευ­δές στό­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που, λέ­γον­τας: «…τί γάρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον, ἐ­άν κερ­δή­σῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ;…» (Μκ. 8,36). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν πο­νη­ρί­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» δι­έ­κρι­ναν μέ τό θε­ο­φώ­τι­στο νοῦ τους οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί αὐτήν, μι­μού­με­νοι τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἀρ­νή­θη­καν ἔμ­πρα­κτα μέ τίς ὑ­πέρ­λο­γες καί ἀ­να­τρε­πτι­κές ἠ­θι­κές τους ἐ­πι­λο­γές.
Κ
αί ἄν σή­με­ρα, ὡς ἀ­ναί­σθη­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νά Ἀ­γα­θοῦ,  ἀ­δυ­να­τοῦμε νά κα­τα­νο­ή­σουμε τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἤ­θους τῶν Ἁγίων, οἱ ψυχές μας ἀ­κοῦν κα­θα­ρά μέ τή δύ­να­μη τῆς πί­στης τή φω­νή τοῦ γέ­ρον­τος Ἰω­σήφ τοῦ Ἡ­συ­χα­στῆ, νά λέει ἐξ ὀνόματός τους: «…Ναί, ὤ γλυ­κεί­α Ἀ­γά­πη, Ἰ­η­σοῦς ὁ Σω­τήρ ἡ­μῶν· ὁ Ἔ­ρως καί ἡ Ζω­ή, ἡ Ἐλ­πίς καί ἡ Δύ­να­μις, ἡ Γνῶ­σις καί ἡ Ἀ­λή­θεια, τό Φῶς, τό ὑ­πέρ πᾶν Φῶς, τό ἐξ Ἀ­νάρ­χου Φω­τός τοῦ Πα­τρός καί Γεν­νή­το­ρος, τό φω­τί­ζον νε­φρούς καί καρ­δί­αν, νευ­ράς καί ὀ­στέ­α, νοῦν καί δι­ά­νοι­αν, καί πᾶ­σαν τήν σύ­στα­σιν τοῦ ἡ­με­τέ­ρου σκη­νώ­μα­τος, δι Ἀ­γά­πην Σου ἐ­σταυ­ρώ­θη­μεν καί τά πάν­τα ἐ­βα­στά­σα­μεν….». Ἄς ἐ­πι­τρα­πεῖ, τέ­λος, καί σέ ἐ­μᾶς νά προ­σθέ­σου­με: «…Για­τί, ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ἀ­γά­πη. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ἀ­λή­θεια. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ζω­ή. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν μᾶς δό­θη­κε ἀ­λη­θι­νή ὕ­παρ­ξη…».
Ο
 
ἱ θε­ό­δε­κτες πρε­σβεῖ­ες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν εἴ­θε νά σκέ­πουν γιά πάν­τα τό γέ­νος τῶν ὀρ­θο­δό­ξων, τήν πα­τρί­δα καί τό λα­ό μας. Ἀ­μήν.
 
 
 
Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ.
Θε­ο­λό­γος – Ἐκ­παι­δευ­τι­κός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 06/01/2015.


Read more: http://www.egolpion.com/58F92C11.el.aspx#ixzz3QAd0jKrd

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου