ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί δικαιώματος καί πάθους ἀδιαβλήτου.
ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΑΥΤΗ ΞΕΚΙΝΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: "ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ". Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΑΥΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΗΘΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
|
«…Ἡ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν δέν εἶναι ἁμαρτωλή στό βαθμό πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τά πάθη πού λειτουργοῦν μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ὡς «ἀδιάβλητα», δηλαδή ἀναμάρτητα… Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει αὐτό τό μέτρο, εἰσάγει στήν ἔννοια τοῦ «δικαιώματος» τήν πονηρία, καί ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο καί μετά τά πάθη τοῦ καθίστανται ἁμαρτωλά…Ἡ πονηρία τοῦ «δικαιώματος» εἶναι σέ μεγάλο βαθμό ἀχώριστα ἑνωμένη μέ τή φύση μας. Γι᾽αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ μέ τίς δικές του δυνάμεις νά διακρίνει τήν παρουσία της στή ζωή μας, πολύ δέ περισσότερο δέν μπορεῖ νά τήν ὑπερβεῖ ἠθικά…» | «…Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Χριστό συντελεῖται «μυστικῶς» στό βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τό ὁποῖο στήν ἀρχή τοῦ λόγου μας ὁρίσαμε ὡς «καρδιά» τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου λαμβάνει ἀπό τό Θεό «φωτισμόν γνώσεως», διά τοῦ ὁποίου «πλατύνεται». Προσλαμβάνει, δηλαδή, ἐναργέστερη καί βαθύτερη «γνώση» τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου, δυνάμει τῆς ὁποίας καθίσταται ἱκανός νά διακρίνει τήν παρουσία τῆς πονηρίας στήν ἔννοια τοῦ «δικαιώματος», καί ταυτόχρονα ἀποκτᾶ τήν ὀντολογική «γνώση» τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς καί Μακαριότητας, πού πηγάζουν ἀπό τήν ἄναρχη ὕπαρξη τοῦ Θείου Ὄντος, δυνάμει τῆς ὁποίας μπορεῖ νά ὑπερβεῖ ἠθικά ὅλες τίς μορφές τῆς πονηρίας τοῦ «δικαιώματος»…» |
«...Πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν. Αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσιν...»
Σ |
έ παλαιότερη ὁμιλία μας ἀναφέραμε ὅτι ἡ χριστιανική ζωή παραμένει πάντα κρυφή καί ἀθέατη, γιατί τελεῖται στό ἔσχατο βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Τόν πνευματικό αὐτό χῶρο ἡ σύγχρονη ψυχολογία τόν ὀνομάζει «ὑποσυνείδητο», ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ νηπτικοί πατέρες τόν ὁρίζουν, συνήθως, ὡς «καρδιά» τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τόν κρυφό, λοιπόν, καί ἀθέατο χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά ὅσα τελοῦνται στό βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, γιά το «ὑποσυνείδητο» καί τήν «καρδιά» τοῦ ἀνθρώπου ὁ προκείμενος λόγος. Καί ἐπειδή τό ἐγχείρημά μας εἶναι ὑπερβολικά δύσκολο καί τολμηρό, παρακαλοῦμε τό Πανάγιο Πνεῦμα νά χαρίσει σέ ἐμᾶς μέν λόγο γνώσεως καί σοφίας, ὥστε νά πραγματοποιήσουμε ἐπιτυχῶς ἕνα ἔργο πού ὑπερβαίνει κατά πολύ τό μέτρο τῶν πενιχρῶν μας δυνάμεων, στούς δέ ἀκροατές μας τήν φωτιστική ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος, ὥστε νά κατανοήσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Π |
ολύς λόγος γίνεται σήμερα γιά τά «δικαιώματα» τοῦ ἀνθρώπου. Καί γιά νά ἀποφύγουμε κάθε πιθανή παρεξήγηση, διευκρινίζουμε ἐξ ἀρχῆς ὅτι μέ τή λέξη «δικαίωμα» δέν ἐννοοῦμε τά ἀγαθά πού εἶναι πραγματικά ἀναγκαῖα γιά τήν ἀξιοπρεπῆ ἐπιβίωσή μας. Δέν ἀναφερόμαστε, γιά παράδειγμα, στό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχει ἄμεση καί ἀκώλυτη πρόσβαση στήν τροφή καί στό νερό, στήν ὑγεία καί στήν παιδεία, στήν ἐργασία καί στή δικαιοσύνη, στήν εἰρήνη καί στήν ἐλευθερία. Μέ τή λέξη «δικαίωμα» δηλώνουμε ὅσα ἀπαιτεῖ στό ὄνομα τῆς εὐτυχίας ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καθ᾽ ὑπέρβαση τοῦ ὁρίου τῆς ἀξιοπρεποῦς ἐπιβίωσης γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἁμαρτωλῶν του παθῶν. Μέ τή λέξη «δικαίωμα» δηλώνουμε τήν ἐμπαθῆ τάση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά ἱεροποιεῖ, ἤ καί νά θεοποιεῖ, τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία του γιά τό χρῆμα, γιά τή δόξα καί γιά τήν παρά φύση ἱκανοποίηση τῶν βιολογικῶν του ἐνστίκτων. Αὐτή ἡ πονηρή ἐπιθυμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πού συχνά ἐνδύεται ἀπατηλά τό χαρακτήρα τοῦ «δικαιώματος» στή ζωή, στόν ἔρωτα, στή χαρά καί, γενικότερα, στήν ἀπόλαυση τῆς τρυφῆς καί τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου, βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τοῦ λόγου μας.
Γ |
ιά νά κατανοήσουμε τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά ἀνατρέξουμε, ὅπως πάντα, στό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελεῖ τό πρότυπο καί τόν κανόνα τῆς ἀνυπέρβλητης τελειότητας. Ὁ Χριστός, λοιπόν, στά εὐαγγέλια ἀρνεῖται μέ ἀπόλυτο τρόπο τήν πονηρή ἔννοια τοῦ «δικαιώματος» καί ἀκολουθεῖ ἑκούσια τήν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη πορεία. Πλούσιος ὤν, ὡς Θεός, «…οὔχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἄλλ᾽ Ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών…» (Φιλ. 2,6) καί προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά τήν ἀναπλάσει καί νά τή σώσει ἀπό τό θάνατο. Πλούσιος ὤν, ὡς Θεός, γεννιέται σέ μία σπηλιά καί ζεῖ ἀφανῶς ὡς «…ὁ τοῦ τέκτονος υἱός…» (Μτ. 13,55) μέχρι τήν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσης Του. Πλούσιος ὤν, ὡς Θεός, ἐπιλέγει τήν ὁδό τῆς παρθενίας καί γίνεται πτωχότερος ἀκόμη καί ἀπό τά ἄλογα ζῶα, πού ἔχουν φωλιές, ἐνῶ ὁ Ἴδιος «…οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ…» (Μτ. 8,20). Πλούσιος ὤν, ὡς Θεός, ἀνεβαίνει στό φρικτό Γολγοθά καί πεθαίνει στό Σταυρό, ἐνῶ μπορεῖ νά ἔχει ὡς ὑπερασπιστές Του «…πλείους ἤ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων…» (Μτ. 26,53).
Α
|
ὐτήν ἀκριβῶς τήν ὁδό, τήν ὁδό τῆς ἑκούσιας παραίτησης ἀπό κάθε ἔννοια πονηροῦ «δικαιώματος», πορεύονται ὅσοι ἀκολουθοῦν τό Χριστό, ἀγωνιζόμενοι νά προσαρμόσουν τή ζωή τους πρός τό ἀνυπέρβλητο πρότυπο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ἐν οἷς καί οἱ σήμερα τιμώμενοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι πραγματικά χριστιανός, ἄν δέν ἀγωνίζεται νά φτάσει «…εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ…» (Ἐφ. 4,13). Γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι πραγματικά χριστιανός, «…ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν αὐτῷ…» (Γαλ. 4,19).
Ἔ
|
τσι, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, μιμούμενοι τό Χριστό, ἐνῶ ἦταν πλούσιοι, μοίρασαν τήν περιουσία τους στούς πτωχούς καί ἐπέλεξαν νά γίνουν οἱ ἴδιοι πτωχοί. Ἐνῶ μποροῦσαν νά ἀπολαύσουν τίς ἡδονές καί τίς χαρές τῆς ζωῆς, τίς περιφρόνησαν καί προτίμησαν τά πικρά χόρτα καί τόν ἄζυμο ἄρτο τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐνῶ ὑπερεῖχαν διανοητικά ἔναντι τῶν συγχρόνων τους καί μποροῦσαν νά διαπρέψουν στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τέχνης, ἀρνήθηκαν τίς σχετικές κτήσεις τους καί ἔθεσαν τόν ἑαυτό τους στό περιθώριο τοῦ κοινωνικοῦ βίου. Ἐνῶ μποροῦσαν νά ἔχουν τή δόξα καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήθηκαν κάθε τιμή καί ἀποδέχθηκαν τήν ὀδύνη τοῦ κατατρεγμοῦ καί τῆς συκοφαντίας. Ἐνῶ μποροῦσαν νά ἰδιοποιηθοῦν τά φυσικά καί πνευματικά τους χαρίσματα, τά ἔθεσαν στήν ἀνιδιοτελῆ διακονία τῶν συνανθρώπων τους. Ἐν ὀλίγοις, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τή λαϊκή ρήση, ἐνῶ εἶχαν τό μέλι στό δάκτυλό τους, δέν θέλησαν πότε νά τό βάλουν στό στόμα τους.
Δ |
έν χρειάζονται περισσότερα λόγια γιά νά φανεῖ ὁ ριζοσπαστικός καί ἀνατρεπτικός χαρακτήρας τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους. Στή συνήθη ἀντίληψη τῶν πολλῶν ἡ συμπεριφορά τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποτιμᾶται ὡς ἡ ὕψιστη μορφή ἀφροσύνης καί ἰδιωτείας. Ποιός, ἆραγε, ἀπό ἐμᾶς ἔχει πραγματικά τή σοφία νά θαυμάσει τό μεγαλεῖο τῶν ἐπιλογῶν τους; Ποιός, ἆραγε, ἀπό ἐμᾶς ἔχει πραγματικά τή δύναμη νά μιμηθεῖ τό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς τους; Ποιός, ἆραγε, ἀπό ἐμᾶς, πού ὀνομαζόμαστε χριστιανοί, θέλει πραγματικά νά τούς ἀκολουθήσει τή στιγμή πού μαζί μέ τό Χριστό ἀνεβαίνουν στό Γολγοθά; Τά ἐρωτήματα αὐτά δέν περιμένουν ἀπάντηση. Ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγόμενων «ρητορικῶν ἐρωτημάτων». Δέν περιμένουν ἀπάντηση, γιατί ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι στό βάθος τῆς «καρδιᾶς» μας διακαῶς ἐπιθυμοῦμε ὅσα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀρνήθηκαν καί περιφρόνησαν. Δέν περιμένουν ἀπάντηση, γιατί ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι στό βάθος τῆς «καρδιᾶς» μας ζηλεύουμε αὐτούς πού κατέχουν ὅσα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀρνήθηκαν καί τούς ἀναγνωρίζουμε ὡς ἠθικά πρότυπα. Δέν περιμένουν ἀπάντηση, γιατί ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι στό βάθος τῆς «καρδιᾶς» μας ἀποτιμᾶμε τή συμπεριφορά τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς μεγάλη βλακεία καί σέ καμία περίπτωση δέν θά θέλαμε –ἐμεῖς καί, πολύ περισσότερο, τά παιδιά μας– νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους. Καί ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ δύναμη τῆς συνήθειας πού τρόπον τινά ἐπιβάλλει τήν τιμή τους, σέ μία ἐποχή πού οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί ἔμπρακτα τήν ἀρνοῦνται, τότε ἀκόμη καί ἡ ἑορτή τους θά ἦταν, γιά νά εἴμαστε τίμιοι καί εἰλικρινεῖς, ἐνοχλητική. Μία νέα ἑορτή ἀφιερωμένη, γιά παράδειγμα, στήν τυχάρπαστη καί παρακμιακή φυσιογνωμία τοῦ περιβόητου Ἀλέξη Ζορμπᾶ θά ἦταν σήμερα περισσότερο δημοφιλής καί οἰκεία στό χριστιανικό κόσμο, θά ἄγγιζε, ἴσως, περισσότερο τίς «καρδιές» τῶν σύγχρονων χριστιανῶν.
Ἀ |
λλά τό ζήτημα αὐτό δέν εἶναι κεφαλαιῶδες. Αὐτό πού πραγματικά μᾶς ἐνδιαφέρει δέν εἶναι ὁ σχολιασμός τῆς κοινωνικῆς ἀποτίμησης τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους, ἀλλά ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγώνα πού ἀπαιτεῖ ἡ συμμόρφωση πρός τό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Αὐτό πού πραγματικά μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς διαλεκτικῆς πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ ἠθικές ἐπιλογές ἀσύμβατες μέ τή λεγόμενη κοινή λογική, σέ ἠθικές ἐπιλογές πού ὑπερβαίνουν κατά πολύ τό σύνηθες μέτρο τοῦ κοινωνικά ἀποδεκτοῦ. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τό θεσμό τῆς ἰδιοκτησίας; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ τίς ἡδονές καί τίς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, τή στιγμή μάλιστα πού σέ μεγάλο βαθμό εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένες μέ τήν ἴδια του τή φύση; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ τό μέλι τῆς ἀνθρώπινης δόξας καί ἀναγνώρισης; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθεῖ τίς ἐπιστημονικές καί τίς καλλιτεχνικές του κτήσεις;
Σ |
τά ἐρωτήματα αὐτά ὁ Χριστός ἀπαντᾶ: «…παρά ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρά δέ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι…» (Μτ. 19,26). Ἡ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν δέν εἶναι ἁμαρτωλή στό βαθμό πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τά πάθη πού λειτουργοῦν μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ὡς «ἀδιάβλητα», δηλαδή ἀναμάρτητα. Ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἐπιβιώσει πρέπει νά φάει. Γιά νά προστατεύσει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς φυσικούς κινδύνους χρειάζεται κατοικία καί ἐνδύματα. Γιά τήν ἀναπαραγωγή τοῦ εἴδους του πρέπει νά χρησιμοποιήσει τό γενετήσιο ἔνστικτο. Γιά νά κάνει τίς οἰκονομικές του συναλλαγές χρειάζεται χρήματα. Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἐκ φύσεως ἁμαρτωλά στό μέτρο πού εἶναι ἀναγκαῖα. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ὑπερβαίνει αὐτό τό μέτρο, εἰσάγει στήν ἔννοια τοῦ «δικαιώματος» τήν πονηρία καί ἀπό ἐκεῖνο τό σημεῖο καί μετά τά πάθη του καθίστανται ἁμαρτωλά. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἄν ὁ ἄνθρωπος τρώει περισσότερο ἀπό ὅσο χρειάζεται, ἡ πρόσληψη τῆς τροφῆς παίρνει τό χαρακτήρα τοῦ πάθους τῆς γαστριμαργίας. Ἄν ἐπιθυμεῖ νά κατέχει περισσότερα σπίτια ἤ τρόφιμα ἤ ἐνδύματα ἤ χρήματα ἀπό ὅσα χρειάζεται, ἡ ἰδιοκτησία παίρνει τό χαρακτήρα τοῦ πάθους τῆς ἀπληστίας, τῆς φιλοκτημοσύνης καί τῆς πλεονεξίας. Ἄν, τέλος, ἀποκόπτει τό γενετήσιο ἔνστικτο ἀπό τό φυσικό του προορισμό, μετατρέποντας σέ αὐτοσκοπό τήν εὐχαρίστηση πού προσφέρει, ἡ κατά πάντα φυσική αὐτή λειτουργία παίρνει τό χαρακτήρα φοβερῶν καί ἀποτρόπαιων παθῶν, ἀπό τά ὁποῖα, σεβόμενοι τήν ἱερότητα τοῦ χώρου, ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά μόνον αὐτά τῆς πορνείας καί τῆς μοιχείας. Θά ἄξιζε, ἴσως, τόν κόπο νά ποῦμε περισσότερα γιά τό ζήτημα τῆς χρήσης τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου καί τή φύση τοῦ ἀληθινοῦ ἔρωτα. Ὁ χρονικός, ὅμως, περιορισμός δέν μᾶς ἐπιτρέπει τήν ἀνάπτυξη τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ ζητήματος, γιά τό ὁποῖο ἐλπίζουμε ὅτι κάποτε θά μιλήσουμε.
Ἡ
|
πονηρία, λοιπόν, τοῦ «δικαιώματος» εἶναι σέ πολύ μεγάλο βαθμό ἀχώριστα ἑνωμένη μέ τήν ἴδια μας τή φύση. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ μέ τίς δικές του δυνάμεις νά διακρίνει τήν παρουσία της στή ζωή μας, πολύ δέ περισσότερο δέν μπορεῖ νά τήν ὑπερβεῖ ἠθικά. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται σθεναρά νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί μετέχει συνειδητά στά σωστικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἑνώνεται πραγματικά μέ τό Θεάνθρωπο Χριστό καί ἑλκύει τήν ἄκτιστη Θεία Χάρη. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Χριστό, ἡ ἕνωση τοῦ λογικοῦ κτίσματος μέ τή Φυσική Ἐνέργεια τῆς ἄκτιστης ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ συντελεῖται «μυστικῶς» (δηλαδή μέ τρόπο ἀφανῆ καί ἀθέατο, ἄγνωστο καί ἀκατανόητο σέ ὅσους ἀγνοοῦν τή δύναμη τοῦ μυστηρίου τῆς χριστιανικῆς ζωῆς) μέσα στό ἔσχατο βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τό ὁποῖο στήν ἀρχή τοῦ λόγου μας ὁρίσαμε ὡς «ὑποσυνείδητο» ἤ «καρδιά» τοῦ ἀνθρώπου. Τότε, κατά τή μαρτυρία τῶν Πατέρων, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου λαμβάνει ἀπό τό Θεό «φωτισμόν γνώσεως», διά τοῦ ὁποίου «πλατύνεται». Προσλαμβάνει, δηλαδή, ἐναργέστερη καί βαθύτερη «γνώση» τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου, δυνάμει τῆς ὁποίας καθίσταται ἱκανός νά διακρίνει τήν παρουσία τῆς πονηρίας στήν ἔννοια τοῦ «δικαιώματος», καί ταυτόχρονα ἀποκτᾶ τήν ὀντολογική «γνώση» τοῦ πληρώματος τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς καί Μακαριότητας, πού πηγάζουν ἀπό τήν ἄναρχη ὕπαρξη τοῦ Θείου Ὄντος, δυνάμει τῆς ὁποίας μπορεῖ νά ὑπερβεῖ ἠθικά ὅλες τίς μορφές τῆς πονηρίας τοῦ «δικαιώματος».
Α |
ὐτήν ἀκριβῶς τή διάκριση καί ὑπέρβαση τῆς πονηρίας τοῦ «δικαιώματος» μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός μέ τίς σύντομες, ἀλλά ἀνυπέρβλητες σέ ἀξία, παραβολές τοῦ «κρυμμένου θησαυροῦ» καί τοῦ «πολύτιμου μαργαρίτη» (Μτθ. 13,44-46). Αὐτήν ἀκριβῶς τή διάκριση καί ὑπέρβαση τῆς πονηρίας τοῦ «δικαιώματος» ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς ὁ Κύριος, ὅταν ζητᾶ νά μή σπαταλᾶμε τό χρόνο τῆς ζωῆς μας «…μεριμνῶντες καί τυρβάζοντες περί πολλά…», ἀφοῦ στήν πραγματικότητα «…ἑνός ἐστι χρεία…» (πρβ. Λκ. 10,42). Αὐτήν ἀκριβῶς τή διάκριση καί ὑπέρβαση τῆς πονηρίας τοῦ «δικαιώματος» καταγγέλλει τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου, λέγοντας: «…τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;…» (Μκ. 8,36). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν πονηρία τοῦ «δικαιώματος» διέκριναν μέ τό θεοφώτιστο νοῦ τους οἱ σήμερα τιμώμενοι Τρεῖς Ἱεράρχες καί αὐτήν, μιμούμενοι τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀρνήθηκαν ἔμπρακτα μέ τίς ὑπέρλογες καί ἀνατρεπτικές ἠθικές τους ἐπιλογές.
Κ |
αί ἄν σήμερα, ὡς ἀναίσθητοι σέ κάθε κίνηση τοῦ ἀληθινά Ἀγαθοῦ, ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε τό μεγαλεῖο τοῦ ἤθους τῶν Ἁγίων, οἱ ψυχές μας ἀκοῦν καθαρά μέ τή δύναμη τῆς πίστης τή φωνή τοῦ γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ, νά λέει ἐξ ὀνόματός τους: «…Ναί, ὤ γλυκεία Ἀγάπη, Ἰησοῦς ὁ Σωτήρ ἡμῶν· ὁ Ἔρως καί ἡ Ζωή, ἡ Ἐλπίς καί ἡ Δύναμις, ἡ Γνῶσις καί ἡ Ἀλήθεια, τό Φῶς, τό ὑπέρ πᾶν Φῶς, τό ἐξ Ἀνάρχου Φωτός τοῦ Πατρός καί Γεννήτορος, τό φωτίζον νεφρούς καί καρδίαν, νευράς καί ὀστέα, νοῦν καί διάνοιαν, καί πᾶσαν τήν σύστασιν τοῦ ἡμετέρου σκηνώματος, δι᾽ Ἀγάπην Σου ἐσταυρώθημεν καί τά πάντα ἐβαστάσαμεν….». Ἄς ἐπιτραπεῖ, τέλος, καί σέ ἐμᾶς νά προσθέσουμε: «…Γιατί, ἄν δέν ὑπάρχεις Ἐσύ, δέν ὑπάρχει Δικαιοσύνη. Ἄν δέν ὑπάρχεις Ἐσύ, δέν ὑπάρχει Ἀγάπη. Ἄν δέν ὑπάρχεις Ἐσύ, δέν ὑπάρχει Ἀλήθεια. Ἄν δέν ὑπάρχεις Ἐσύ, δέν ὑπάρχει Ζωή. Ἄν δέν ὑπάρχεις Ἐσύ, δέν μᾶς δόθηκε ἀληθινή ὕπαρξη…».
Ο |
ἱ θεόδεκτες πρεσβεῖες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἴθε νά σκέπουν γιά πάντα τό γένος τῶν ὀρθοδόξων, τήν πατρίδα καί τό λαό μας. Ἀμήν.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ.
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 06/01/2015.
Read more: http://www.egolpion.com/58F92C11.el.aspx#ixzz3QAd0jKrd
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου