Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου.

 



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου.*
«… Χρι­στός στό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος ὄ­χι τήν ἰ­σο­πέ­δω­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά τήν πλή­ρη ἀν­τι­στρο­φή της. Ὁ Κύ­ριος δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν ἀ­νι­σό­τη­τα καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν ἀρ­νεῖ­ται τή συγ­κρό­τη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά ἀ­να­τρέ­πον­τας τήν πυ­ρα­μί­δα αὐ­τή καί το­πο­θε­τῶν­τας τήν κο­ρυ­φή της πρός τά κά­τω μᾶς δι­δά­σκει τήν ἔ­σχα­τη καί ἀ­πό­λυ­τη τε­λει­ό­τη­τα…»
«...Στήν ἀν­τι­στρο­φή τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας βρί­σκε­ται κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ λύ­ση ὄ­χι μό­νο τῆς ση­με­ρι­νῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης, ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν κοι­νω­νι­κῶν προ­βλη­μά­των. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χή αὐ­τῆς τῆς ἰ­δι­ό­τυ­πης κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῆς θε­ώ­ρη­σης εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή κά­θε μορ­φῆς δύ­να­μης ἀ­πό «ἐ­ξου­σί­α» πού κα­τα­πι­έ­ζει τόν ἄν­θρω­πο σέ «δι­α­κο­νί­α» πού τόν ὑ­πη­ρε­τεῖ...»

 «Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί,
συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν.
Ατοί γάρ τῇ Τριάδι, πέρ μν εί πρεσβεύουσιν»
 
 παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση πού ταλαιπωρεῖ τά τελευταῖα χρό­νια τό σύ­νο­λο τῶν χω­ρῶν τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου, γε­νι­κό­τε­ρα, ἀλ­λά καί τήν πα­τρί­δα μας, εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα τό πιό ἐ­πί­και­ρο θέ­μα τῶν ἡ­με­ρῶν μας. Αὐ­τή ἡ παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση μο­νο­πω­λεῖ κα­θη­με­ρι­νά τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν δη­μο­σι­ο­γρά­φων καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κεν­τρι­κή εἴ­δη­ση στά δελ­τί­α τῶν εἰ­δή­σε­ων καί στά πρω­το­σέ­λι­δα τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων. Βα­σα­νί­ζει τή σκέ­ψη τῶν εἰ­δι­κῶν οἰ­κο­νο­μο­λό­γων καί τεχνοκρατῶν πού ἀναζητοῦν τήν ὁριστική της λύ­ση. Ἐ­ξω­θεῖ τίς ἐ­θνι­κές κυ­βερ­νή­σεις στή λή­ψη ἐ­πώ­δυ­νων μέ­τρων πού ἀνατρέπουν βί­αι­α τά οἰ­κο­νο­μι­κά κε­κτη­μέ­να καί τά ἐρ­γα­σια­κά δι­και­ώ­μα­τα τῶν λα­ῶν τους. Γε­μί­ζει μέ φό­βο καί ἀ­γω­νί­α τίς ψυ­χές τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων. Δο­κι­μά­ζει ἀ­νάλ­γη­τα τά ὅ­ρια καί τίς ἀν­το­χές τῶν σύγ­χρο­νων κοι­νω­νι­ῶν. Παίρ­νον­τας, λοι­πόν, ἀ­φορ­μή ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή ἑ­ορ­τή νο­μί­ζου­με, ὅτι θά ἄξιζε τόν κό­πο, νά ἐ­πι­χει­ρή­σου­με μί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἐ­πί­και­ρου ζη­τή­μα­τος τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, ἐκ­φρα­στές τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πῆρ­ξαν οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες.
 ἰ­δέ­α τῆς ἰ­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πό τά βα­θύ­τε­ρα καί ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­νώ­τε­ρα αἰ­τή­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης. Τό ὅ­ρα­μα ἑ­νός κό­σμου ἀ­πό­λυ­της δι­και­ο­σύ­νης, ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης, εἰ­ρή­νης καί εὐ­τυ­χί­ας πού θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή καί οἰ­κο­νο­μι­κή ἰ­σό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων ση­μά­δε­ψε ἀ­νε­ξί­τη­λα τήν πο­ρεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Χά­ριν αὐ­τοῦ του ὁ­ρά­μα­τος δι­α­τυ­πώ­θη­καν κα­τά τό πέ­ρα­σμα τῶν αἰ­ώ­νων πολ­λές φι­λο­σο­φι­κές καί πο­λι­τι­κές θε­ω­ρί­ες, ξέ­σπα­σαν αἱ­μα­τη­ροί πό­λε­μοι καί ἐ­πα­να­στά­σεις, χύ­θη­καν πο­τά­μια δα­κρύ­ων, ἀν­θρώ­πι­νες ζω­ές θυ­σι­ά­στη­καν. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὅ­μως, ἡ πεί­ρα πού ἀ­πο­κτή­θη­κε ἀ­πο­δει­κνύ­ει μέ κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο ὅ­τι πο­τέ καί που­θε­νά δέν ὑ­λο­ποι­ή­θη­κε τό ὅ­ρα­μα αὐ­τῆς τῆς ἰ­δα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὅ­τι πο­τέ καί που­θε­νά δέν κα­τέ­στη δυ­να­τή ἡ πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ἰ­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­τι ἡ ἴ­δια ἡ φύ­ση ἐ­πι­βάλ­λει παν­τοῦ καί πάν­τα ὡς ἀ­πα­ρά­βα­το φυ­σι­κό νό­μο τήν ἀ­νι­σό­τη­τα τῶν ὄν­των, ὄ­χι μό­νο στήν κοι­νω­νι­κή μας ζω-ή,  ἀλ­λά καί σέ κά­θε μορ­φή ὕ­παρ­ξης τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου.
­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς ὀ­δυ­νη­ρῆς καί ἄ­δι­κης γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ραρ­χι­κή δι­αί­ρε­ση τῶν ἀν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νι­ῶν σέ ἀ­νώ­τε­ρα καί κα­τώ­τε­ρα ἐ­πί­πε­δα, ἡ ἐ­πι­βο­λή μί­ας ἱ­ε­ραρ­χι­κῆς τά­ξης πού, συ­νή­θως, ἀ­πο­κα­λεῖ­ται «κοι­νω­νι­κή πυ­ρα­μί­δα». Ἔ­τσι, οἱ ἄν­θρω­ποι χω­ρί­ζον­ται σέ κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες πού ἑ­νω­μέ­νες συγ­κρο­τοῦν τήν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά, ταυ­τό­χρο­να, δι­α­κρί­νον­ται με­τα­ξύ τους ὡς πρός τή θέ­ση τούς μέ­σα σέ μί­α εὐ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή πυ­ρα­μί­δα. Οἱ πιό ἀ­δύ­να­τες κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες εἶ­ναι πάν­τα οἱ πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρες καί βρί­σκον­ται στή βά­ση τῆς πυ­ρα­μί­δας. Οἱ ὁ­μά­δες αὐ­τές δέ­χον­ται τήν πί­ε­ση καί τό βάρος ὅ­λων τῶν ἄλ­λων ὁ­μά­δων πού βρί­σκον­ται σέ ἱ­ε­ραρ­χι­κά ἀ­νώ­τε­ρη θέ­ση, ἐ­νῶ οἱ ἴ­δι­ες δέν πι­έ­ζουν κα­μί­α ὁ­μά­δα. Ὅ­σο πο­ρεύ­ε­ται κα­νείς ἀ­πό τή βά­ση πρός τήν κο­ρυ­φή τῆς πυ­ρα­μί­δας δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι οἱ κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες συρ­ρι­κνώ­νον­ται ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ριθ­μη­τι­κά καί, ἀ­φε­νός μέν, δέ­χον­ται λι­γό­τε­ρη πί­ε­ση ἀ­πό τίς ἱ­ε­ραρ­χι­κά ἀ­νώ­τε­ρες ὁ­μά­δες, ἀ­φε­τέ­ρου δέ, πι­έ­ζουν οἱ ἴ­δι­ες ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς ἱ­ε­ραρ­χι­κά κα­τώ­τε­ρες σέ σχέ­ση μέ αὐ­τές. Στήν κο­ρυ­φή, τέ­λος, τῆς πυ­ρα­μί­δας συ­ναν­τᾶμε μί­α μι­κρή ἀ­ριθ­μη­τι­κά ὁ­μά­δα πού ἐ­νῶ στη­ρί­ζε­ται σέ ὅ­λες τίς ἄλ­λες, ἀ­σκῶν­τας τούς πί­ε­ση, ἡ ἴ­δια δέν πι­έ­ζε­ται ἀ­πό που­θε­νά, ἀλ­λά λό­γῳ θέ­σε­ως καί ἰ­σχύ­ος ἐ­ξου­σιά­ζει τό σύ­νο­λο τῶν ὁ­μά­δων πού συγ­κρο­τοῦν τήν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας –πα­ρά τήν πο­λυ­μορ­φί­α πού πα­ρου­σιά­ζει ἀ­νά­λο­γα μέ τίς ἐ­πο­χές καί τίς κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές ἀν­τι­λή­ψεις τῶν ἀν­θρώ­πων– ἀ­πο­τε­λεῖ κα­θο­λι­κό καί πα­ναν­θρώ­πι­νο φαι­νό­με­νο καί ἀ­πο­δει­κνύ­ει μέ ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το τρό­πο τήν ὀν­το­λο­γι­κά ἀ­να­πό­φευ­κτη ἀ­νι­σό­τη­τα πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες. Μᾶς ἀ­πο­δει­κνύ­ει, δη­λα­δή, ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι δέν θά εἶ­ναι πο­τέ ἴ­σοι, ἀλ­λά πάν­τα θά δι­α­κρί­νον­ται σέ δυ­να­τούς καί ἀ­δύ­να­τους, σέ πλού­σιους καί πτω­χούς, σέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ λι­γό­τε­ρο ἔ­ξυ­πνους, σέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ λι­γό­τε­ρο ἱ­κα­νούς. Ὅ­πως, φυ­σι­κά, θά δι­α­κρί­νον­ται πάν­το­τε σέ ψη­λούς καί κον­τούς, σέ ὄ­μορ­φους καί ἄ­σχη­μους, σέ χον­δρούς καί λι­γνούς, σέ καλ­λί­φω­νους καί πα­ρά­φω­νους.
Μ
προ­στά σέ αὐ­τό τό ὀ­δυ­νη­ρό ἀ­δι­έ­ξο­δο προ­βάλ­λουν, ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως, δύ­ο πι­θα­νές λύ­σεις. Ἡ πρώ­τη εἶ­ναι ὁ συμ­βι­βα­σμός μέ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί ἡ πα­ραί­τη­ση ἀ­πό τό αἴ­τη­μα τῆς ἰ­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ δεύ­τε­ρη εἶ­ναι ἡ με­τά­θε­ση τοῦ αἰ­τή­μα­τος τῆς ἰ­σό­τη­τας ἔ­ξω ἀ­πό τά ὅ­ρια τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου (ἡ πί­στη, δη­λα­δή, ὅ­τι σέ ἕ­ναν ἄλ­λο κό­σμο, σέ κά­ποι­α ἄλ­λη ζω­ή, θά ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ ἰ­σό­τη­τα πού ἀ­δυ­να­τεῖ νά ἐ­πι­κρα­τή­σει στίς ἱ­στο­ρι­κές κοι­νω­νί­ες). Ἡ δι­δα­σκα­λί­α, ὅ­μως, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πορ­ρί­πτει καί τίς δύ­ο αὐ­τές λύ­σεις, ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας ἕ­ναν ἄλ­λο δρό­μο πρός ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος. Κάτ΄ ἀρ­χήν, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἀ­νι­σό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων καί, ὡς ἐκ τού­του, δέν θε­ω­ρεῖ τήν ἰ­δέ­α τῆς ἰ­σό­τη­τας ὡς τήν ἐν­δει­κνυ­ό­με­νη ἀ­πάν­τη­ση στό αἴ­τη­μα τῆς οἰ­κο­δό­μη­σης ἑ­νός κό­σμου δι­και­ο­σύ­νης καί εὐ­τυ­χί­ας. Κα­τά τή χρι­στι­α­νι­κή δι­δα­σκα­λί­α θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χή τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α, δη­λα­δή ἡ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἐ­πι­λέ­γει τήν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ κα­κοῦ, ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν ἔ­χει πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τοῦ λαν­θα­σμέ­νου καί ἀ­δι­έ­ξο­δου χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς του. Συ­νε­πῶς, γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ πραγ­μα­τι­κή αἰ­τί­α τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας καί, γενικότερα, ὅ­λων τῶν μορ­φῶν τοῦ «κοι­νω­νι­κοῦ κα­κοῦ» δέν βρί­σκε­ται στήν ἀ­νι­σό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά στήν κα­κή χρή­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Εἶ­ναι, ἄ­ρα­γε, πο­τέ δυ­να­τόν νά ἐ­πι­κρα­τή­σει ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ εὐ­τυ­χί­α στίς ἱ­στο­ρι­κές κοι­νω­νί­ες ὅ­σο οἱ ἄν­θρω­ποι θά ἀ­σκοῦν τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους μέ ἀρ­νη­τι­κό τρό­πο; Ἡ πεί­ρα τῶν αἰ­ώ­νων ἐ­πι­βάλ­λει ἀ­μεί­λι­κτα μί­α καί μό­νη ἀ­πάν­τη­ση: ὄ­χι. Ὅ­σο θά ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πο­νη­ροί καί κα­κο­προ­αί­ρε­τοι, φι­λάρ­γυ­ροι καί φι­λό­δο­ξοι, φί­λαρ­χοι καί ἐ­γω­ι­στές, δό­λιοι καί ἀ­πα­τε­ῶ­νες, ὅ­σο, δη­λα­δή, οἱ ἄν­θρω­ποι θά κυ­ρι­αρ­χοῦν­ται ἀ­πό τά πά­θη τους ἡ κοι­νω­νι­κή ἀ­δι­κί­α καί δυ­στυ­χί­α θά ἀ­να­πα­ρά­γε­ται ἀ­έ­να­α καί κα­μιά πο­λι­τι­κή καί κοι­νω­νι­κή θε­ω­ρί­α, κα­νέ­να κόμ­μα καί κα­μί­α οἰ­κο­νο­μι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, κα­νέ­νας πό­λε­μος καί κα­μί­α ἐ­πα­νά­στα­ση, δέν θά μπο­ρέ­σουν νά χα­ρί­σουν στήν πο­λύ­πα­θη ἀν­θρω­πό­τη­τα τήν πο­θού­με­νη δι­και­ο­σύ­νη καί εὐ­τυ­χί­α. Τί πρέ­πει, λοι­πόν, νά γί­νει; Μπο­ροῦν, τε­λι­κά, νά ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν τά πα­ναν­θρώ­πι­να αἰ­τή­μα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης καί εὐ­τυ­χί­ας; Καί, ἄν ναί, μέ ποι­ό τρό­πο;
 Χρι­στός στό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὑ­πο­δει­κνύ­ει ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος ὄ­χι τήν ἰ­σο­πέ­δω­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά τήν πλή­ρη ἀν­τι­στρο­φή της. Ὁ Κύ­ριος δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν ἀ­νι­σό­τη­τα καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, δέν ἀρ­νεῖ­ται τή συγ­κρό­τη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας, ἀλ­λά ἀ­να­τρέ­πον­τας τήν πυ­ρα­μί­δα αὐ­τή καί το­πο­θε­τῶν­τας τήν κο­ρυ­φή της πρός τά κά­τω μᾶς δι­δά­σκει τήν ἔ­σχα­τη καί ἀ­πό­λυ­τη τε­λει­ό­τη­τα. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός βρί­σκε­ται στήν κο­ρυ­φή αὐ­τῆς τῆς ἀν­τε­στραμ­μέ­νης πυ­ρα­μί­δας καί ἑ­κού­σια δέ­χε­ται ἐ­πά­νω Του τό βά­ρος ὅ­λης της ἀν­θρω­πό­τη­τας. Εἶ­ναι, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, «…ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ, ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου…» (Ἰ­ω­άν­νου 1,29). Ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τό Χρι­στό πο­ρεύ­ον­ται –μέ­σα στά πλαί­σια τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης πυ­ρα­μί­δας– πρός Αὐ­τόν. Ὅ­σο, ὅ­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρο πλη­σιά­ζουν πρός τό Χρι­στό, τό­σο λι­γο­στεύ­ουν οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκον­ται δί­πλα τους καί τό­σο με­γα­λώ­νει ἡ πί­ε­ση πού δέ­χον­ται ἀ­πό τά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα πού βρί­σκον­ται πά­νω ἀ­πό αὐ­τούς. Ἔ­τσι, στό πο­σο­στό πού πλη­σιά­ζουν τό Χρι­στό στήν κο­ρυ­φή τῆς ἀν­τε­στραμ­μέ­νης πυ­ρα­μί­δας ἐ­ξο­μοι­ώ­νον­ται μέ Αὐ­τόν, ση­κώ­νον­τας τά βά­ρη τῶν ἀ­δελ­φῶν τους, κα­τά τό λό­γο τοῦ Ἀ­πό­στο­λου Παύ­λου: «…Ὄ­φει­λο­μεν ἠ­μεῖς οἱ δυ­να­τοί τά ἀ­σθε­νή­μα­τα τῶν ἀ­δυ­νά­των βα­στά­ζειν καί μή ἐ­αυ­τοῖς ἀ­ρέ­σκειν…» (Ρω­μαί­ους 15,1). Ὁ Κύ­ριος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν ἀ­να­τρο­πή τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας καί στήν ἰ­δι­αί­τε­ρη θέ­ση Του στήν κο­ρυ­φή της, εἶ­πε γιά τόν Ἑ­αυ­τό Του: «…μεί­ζο­να ταύ­της ἀ­γά­πην οὐ­δείς ἔ­χει, ἴ­να τίς τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ θῆ ὑ­πέρ τῶν φί­λων αὐ­τοῦ…» (Ἰ­ω­άν­νου 15,13) καί «…ὁ Υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που οὐκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λά δι­α­κο­νῆ­σαι καί δοῦ­ναι τήν ψυ­χήν Αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τί πολ­λῶν…» (Ματ­θαί­ου 20,28). Ἔ­δω­σε, μά­λι­στα, ἐν­το­λή στούς μα­θη­τές Του νά ἀ­κο­λου­θή­σουν τό πα­ρά­δειγ­μά Του: «…οἱ ἄρ­χον­τες τῶν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­εύ­ου­σιν αὐ­τῶν καί οἱ με­γά­λοι κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν. Οὔχ οὕ­τως ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν ἀλ­λ’ ὅς ἐ­άν θέ­λη ἐν ὑ­μῖν μέ­γας γε­νέ­σθαι, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος, καί  ὅς ἐάν θέλη ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶ­τος, ἔ­σται ὑ­μῶν δοῦ­λος…» (Ματ­θαί­ου 20,25-27).
Σ
έ αὐ­τήν, ἀ­κρι­βῶς, τήν ἀν­τι­στρο­φή τῆς κοι­νω­νι­κῆς πυ­ρα­μί­δας βρί­σκε­ται κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ λύ­ση ὄ­χι μό­νο τῆς ση­με­ρι­νῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης, ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν κοι­νω­νι­κῶν προ­βλη­μά­των. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χή αὐ­τῆς τῆς ἰ­δι­ό­τυ­πης κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῆς θε­ώ­ρη­σης εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή κά­θε μορ­φῆς δύ­να­μης ἀ­πό «ἐ­ξου­σί­α» πού κα­τα­πι­έ­ζει τόν ἄν­θρω­πο σέ «δι­α­κο­νί­α» πού τόν ὑ­πη­ρε­τεῖ. Μό­νο ἄν ἀ­σκή­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι μέ θε­τι­κό τρό­πο τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους, ὡς ἀ­γά­πη, κα­τά τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­λες οἱ μορ­φές τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ κα­κοῦ θά ἐ­ξα­φα­νι­στοῦν ἀ­πό τή ζω­ή μας. Μό­νο τό­τε ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ εὐ­τυ­χί­α θά ἐ­πι­κρα­τή­σουν στίς ἱ­στο­ρι­κές κοι­νω­νί­ες. Μό­νο τό­τε ἡ ἀ­κό­ρε­στη ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν ἰ­σχυ­ρῶν γιά χρῆ­μα καί ἐ­ξου­σί­α θά ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ εἰ­ρη­νι­κά καί ἀ­ναί­μα­κτα ἀ­πό μί­α νέ­α οἰ­κο­νο­μι­κή καί πο­λι­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη πού θά θε­ω­ρεῖ κέρ­δος ὄ­χι τή συσ­σώ­ρευ­ση τοῦ πλού­του, ἀλ­λά τήν κα­λή του δι­α­χεί­ρι­ση μέ ὕ­ψι­στο κρι­τή­ριο τίς ἀ­νάγ­κες ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Μό­νο τό­τε θά ἐ­ξα­φα­νι­στοῦν ἀ­πό τή ζω­ή μας ἡ πεί­να καί ἡ φτώ­χεια, ἡ ἀ­δι­κί­α καί ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­ση, ἡ ἐ­ξα­θλί­ω­ση καί ὁ ἀ­ναλ­φα­βη­τι­σμός, τό ψέ­μα καί ὁ δό­λος, ὁ φό­βος τοῦ πο­λέ­μου καί, τε­λι­κά, ὁ ἴ­διος ὁ πό­λε­μος. Μό­νο τό­τε θά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν νό­μοι καί θε­σμοί, δι­ε­θνεῖς ὀρ­γα­νι­σμοί καί δι­α­κρα­τι­κές συμ­μα­χί­ες, πού θά ὑ­πη­ρε­τοῦν ὄ­χι τό ἐ­γω­ι­στι­κό συμ­φέ­ρον τῶν ολί­γων, ἀλ­λά τό γε­νι­κό συμ­φέ­ρον τῶν πολ­λῶν.
Α
ὐ­τός εἶ­ναι ὁ δρό­μος τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν Ἁ­γί­ων Του. Αὐ­τό τό δρό­μο ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ σή­με­ρα ἑ­ορ­τα­ζό­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί αὐ­τό τό δρό­μο μᾶς δί­δα­ξαν μέ τό πο­λύ­πλευ­ρο ἔρ­γο τους ὡς ὁ­δό ἀ­πό­λυ­της τε­λει­ό­τη­τας. Καί οἱ Τρεῖς κα­τά­γον­ταν ἀ­πό ἀρ­χον­τι­κές καί πλού­σι­ες οἰ­κο­γέ­νει­ες. Ἀρ­νή­θη­καν, ὅ­μως, ἑ­κού­σια τόν πλοῦ­το καί ἀ­κο­λου­θών­τας τό πα­ρά­δειγ­μα καί τήν ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ μοί­ρα­σαν τήν πε­ρι­ου­σί­α τους στούς πτω­χούς. Καί οἱ Τρεῖς δι­έ­θε­σαν ὅ­λες τίς ψυ­χο­σω­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις, ὅ­λες τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές τους γνώ­σεις, ὅ­λα τους τά τα­λέν­τα καί ὅ­λα τά πλού­σια χα­ρί­σμα­τά τους στήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ δι­α­κο­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καί οἱ Τρεῖς ἔ­λεγ­ξαν μέ αὐ­στη­ρό­τα­τη γλώσ­σα τούς ἰ­σχυ­ρούς της ἐ­πο­χῆς τους. Ἄ­σκη­σαν, ἔ­τσι, δρι­μύ­τα­τη κρι­τι­κή στούς ἀ­νά­ξιους βα­σι­λιά­δες κα­τα­δι­κά­ζον­τας τήν ἰ­δι­ο­τε­λῆ ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας. Κα­τήγ­γει­λαν δη­μό­σια τους δι­ε­φθαρ­μέ­νους πο­λι­τι­κούς καί θρη­σκευ­τι­κούς ἄρ­χον­τες γιά τήν προ­σω­πο­λη­ψί­α τους κα­τά τήν ἀ­πό­δο­ση τῆς δι­και­ο­σύ­νης καί γιά τόν πα­ρά­νο­μο χρη­μα­τι­σμό τους. Στη­λί­τευ­σαν ἀ­νε­λέ­η­τα τούς πλού­σιους γιά τήν κα­κή χρή­ση τοῦ πλού­του, ἀ­παι­τών­τας ἐ­πι­τα­κτι­κά τήν ἄ­σκη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης πού κα­τά τήν ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­πο­χρε­οῦν­ται νά ἐ­πι­δει­κνύ­ουν οἱ δυ­να­τοί πρός τούς ἀ­δύ­να­τους. Ἀ­γω­νί­στη­καν, τέ­λος, μέ ὅ­λες τους τίς δυ­νά­μεις γιά τήν ἔμ­πρα­κτη ἐ­φαρ­μο­γή τῆς ἀ­γά­πης στίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες καί μᾶς ἄ­φη­σαν ὡς πο­λύ­τι­μη πα­ρα­κα­τα­θή­κη, τό­σο τό προ­σω­πι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­σο καί τή θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­παί­τη­σε ἀ­πό τούς πλού­σιους της ἐ­πο­χῆς του νά μοι­ρά­σουν στούς πτω­χούς τά ἀ­γα­θά πού εἶ­χαν φυ­λαγ­μέ­να στίς ἀ­πο­θῆ­κες τους καί ὁ­πλι­σμέ­νος μέ τό κύ­ρος πού τοῦ προ­σέ­δι­δε τό προ­σω­πι­κό του πα­ρά­δειγ­μα τούς ἔ­πει­σε τε­λι­κά νά ἐ­νερ­γή­σουν κα­τά τίς ἐν­το­λές του. Ἔ­σω­σε, ἔ­τσι, κα­τά τό λι­μό τοῦ 367 μ.Χ. τούς πτω­χούς της Και­σά­ρειας χω­ρίς νά τούς δι­α­κρί­νει σέ χρι­στια­νούς, ἐ­θνι­κούς καί Ἑ­βραί­ους. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὡς ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος, πλέ­ον, Και­σα­ρεί­ας, μέ χρή­μα­τα πού συγ­κέν­τρω­σε ἀ­πό δω­ρε­ές πλου­σί­ων καί μέ τήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ ἐρ­γα­σί­α τῶν μο­να­χῶν ἔ­κτι­σε τήν πε­ρί­φη­μη Βα­σι­λειά­δα. Ἕ­να κοι­νω­φε­λές ἵ­δρυ­μα πού πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε νο­σο­κο­μεῖ­ο, πτω­χο­κο­μεῖ­ο, ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο καί σχο­λεῖ­ο γιά τά πτω­χά παι­διά.
Σ
τό δρό­μο τῆς ἔμ­πρα­κτης ἐ­φαρ­μο­γῆς τῆς ἀ­γά­πης βρί­σκε­ται, καί κα­τά τήν τα­πει­νή μας ἀ­πο­ψη, ἡ λύ­ση τῆς ση­με­ρι­νῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης πού εἴ­θε μέ τίς θε­ο­δε­κτές πρε­σβεῖες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν νά ξε­πε­ρα­στεῖ τό συν­το­μό­τε­ρο δυ­να­τό γιά τό κα­λό ὅ­λου του κό­σμου καί, κυ­ρί­ως, γιά τό κα­λό της πα­τρί­δας καί τοῦ λα­οῦ μας.

Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ
Θε­ο­λό­γος – Ἐκπαιδευτικός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 15/01/2011
 


Read more: http://www.egolpion.com/ierarxes_krisews.el.aspx#ixzz3QAcTdceY

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου