ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί ἀκτημοσύνης καί πτωχείας πλουτοποιοῦ.*
«…Ὁ πλοῦτος δέν εἶναι ἀπό τή φύση του οὔτε καλός, οὔτε κακός. Γίνεται, ὅμως, καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού τόν χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς καλός οἰκονόμος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτόματα καί ὁ πλοῦτος λειτουργεῖ ὡς ἀγαθό πού ὑπηρετεῖ τήν ἀγάπη καί τή δικαιοσύνη. Ἄν, πάλι, ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς κακός οἰκονόμος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτόματα καί ὁ πλοῦτος λειτουργεῖ ὡς κοινωνικό κακό πού ὑπηρετεῖ τό ἐγωκεντρικό συμφέρον καί τήν ἀδικία. Ὁ Χριστός δέν καταδικάζει τόν πλοῦτο, ἀλλά τήν κακή χρήση τοῦ πλούτου ἀπό τόν ἄνθρωπο…».
| ...ἡ ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πλούτου ἀποτελεῖ μόνο τήν ἀφετηρία στόν ἀγώνα τῆς ἐξομοίωσης τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ὑπόδειγμα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ…πού στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται, γενικά, ὡς «ἀκτημοσύνη». Ἡ πλήρης, ὅμως, ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἀκτημοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πλούτου καί τῆς ἰδιοποίησης τῶν ὑλικῶν κτήσεων, καί, σέ δεύτερη φάση, ἐπεκτείνεται στήν ἄρνηση τῆς ἰδιοποίησης τῶν διανοητικῶν καί τῶν καλλιτεχνικῶν κτήσεων, γιά νά καταλήξει, στήν τρίτη καί τελική της φάση, στήν ἄρνηση τῆς ἰδιοποίησης τοῦ ἀνθρώπινου σώματος...» |
«Πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί,
συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν.
Αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ἠμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν»
Π |
ρίν ἀπό δύο χρόνια, σάν σήμερα, μέσα σέ αὐτό τό ναό προσπαθήσαμε νά προσεγγίσουμε μέ βάση τή χριστιανική διδασκαλία τό ζήτημα τῆς παγκόσμιας οἰκονομικῆς κρίσης. Προβάλαμε, τότε, τό παράδειγμα καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά καί τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὡς τή μόνη ὁδό πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει μέ ἀσφάλεια τήν πατρίδα μας καί, γενικότερα, τήν ἀνθρωπότητα στήν ὑπέρβαση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καί τήν καθολική ἐπικράτηση τῶν μεγάλων ἀγαθῶν τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας.
Τ |
ά πράγματα θά ἦταν, σίγουρα, πολύ καλύτερα, ἄν ἡ παγκόσμια οἰκονομική κρίση πού μᾶς ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἐκφώνηση ἐκείνης τῆς ὁμιλίας ἀποτελοῦσε πιά παρελθόν καί ἄν ἄλλα ζητήματα ἀπασχολοῦσαν τήν ἐπικαιρότητα τῶν ἡμερῶν μας. Δυστυχῶς, ὅμως, τά γεγονότα δέν ἐξελίχθηκαν ἔτσι. Ὁ φόβος τῆς ἐνδεχόμενης ὁλοκληρωτικῆς οἰκονομικῆς κατάρρευσης, ἡ ἐξαθλίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀνέχεια καί τήν ἀνεργία, ἡ ἀγωνία γιά τό μέλλον τῶν παιδιῶν μας καί, φυσικά, ἡ ἀνασφάλεια πού ἐπι-κρατεῖ στίς ἀναπτυγμένες, κυρίως, κοινωνίες τοῦ δυτικοῦ κόσμου διατηροῦν τό θέμα τῆς παγκόσμιας οἰκονομικῆς κρίσης στό προσκήνιο τῆς ἐπικαιρότητας, προσφέροντάς του τήν πρωτοκαθεδρία τοῦ πολιτικοῦ, δημοσιογραφικοῦ καί κοινωνικοῦ ἐνδιαφέροντος.
Π |
αίρνοντας, λοιπόν, καί πάλι ἀφορμή ἀπό τό ἴδιο ἐπίκαιρο ζήτημα, νομίζουμε πώς ἀξίζει τόν κόπο νά σχολιάσουμε γιά μία ἀκόμη φορά κάποιες πτυχές τῆς θεολογίας τοῦ κοινωνικοῦ βίου, βασικοί ἐκφραστές τῆς ὁποίας, τόσο σέ πρακτικό, ὅσο καί σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, ὑπῆρξαν οἱ σήμερα τιμώμενοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Εἰδικότερα, ὁ σημερινός μας λόγος δέν θά ἀσχοληθεῖ μέ τό καίριο ζήτημα τῆς ὑπέρβασης τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, ἀλλά μέ τό ζήτημα τοῦ πλούτου καί τῆς ὀρθῆς διαχείρισης τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Καί μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο θά προσπαθήσουμε νά ἀναπτύξουμε συνοπτικά καί τό βαθύτερο νόημα τῆς χριστιανικῆς «ἀκτημοσύνης», γιά τήν ὁποία γίνεται ἐκτενής λόγος στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί, κυρίως, στήν ἀσκητική καί νηπτική της γραμματεία.
Ἡ |
χριστιανική ζωή εἶναι ἀπό τή φύση της ριζοσπαστική καί ἀνατρεπτική. Δέν διστάζει νά ἀμφισβητήσει πράγματα αὐτονόητα γιά τήν πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ἤ καί νά ἔρθει σέ πλήρη ρήξη μέ ὄτι, συνήθως, ὀνομάζουμε κοινή λογική. Αὐτό ὀφείλεται, τόσο στόν ὑπερλόγο χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης, ὅσο καί στήν ἀξιολόγηση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή χριστιανική ἠθική μέ βάση τήν ἐσωτερική καί καρδιακή τους ζωή, πού παραμένει πάντα κρυφή και ἀθέατη, καί ὄχι μέ βάση τήν ἐξωτερική καί φαινομενική ζωή τους, τήν ἄμεσα προσιτή στίς αἰσθήσεις μας καί τήν ἀντικειμενική παρατήρηση.
Μ |
έ βάση αὐτή τή θεμελιώδη ἀρχή μποροῦμε, ἴσως, νά κατανοήσουμε τίς θέσεις τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς γιά τό ζήτημα τοῦ πλούτου καί τῆς ὀρθῆς χρήσης του. Ἐνῶ, λοιπόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τόν πλοῦτο καί διακαῶς τόν ἐπιθυμοῦν, ὁ Χριστός δέν συμμερίζεται αὐτή τήν ἀντίληψη. Ἀντίθετα, Θεάνθρωπος ὤν, ἐπιλέγει ἑκούσια τήν ὁδό τῆς πτωχείας καί αὐτή μᾶς προτείνει ὡς κανόνα ἀπόλυτης τελειότητας. Μιλᾶ γιά τόν πλούσιο μέ τήν ἀγάπη καί τή συμπάθεια πού ἁρμόζουν σέ ἕνα πρόσωπο τραγικό καί δυστυχισμένο, τό ὁποῖο, ἐνῶ νομίζει πώς κατέχει τά πάντα, δέν κατέχει, στήν πραγματικότητα, τίποτα. Θεωρεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν πλοῦτο ὡς ἀπόλυτα ἀσυμβίβαστη μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τό πρός τό συνάνθρωπο καί, τέλος, μᾶς προειδοποιεῖ πώς ἡ ἀγάπη αὐτή μπορεῖ νά γίνει ἡ αἰτία τοῦ αἰώνιου χωρισμοῦ μας ἀπό τό μόνο ἀληθινό Πλοῦτο, τό Θεό.
Γ |
ιατί, ὅμως, ὁ Χριστός ἐμφανίζεται στά εὐαγγέλια τόσο ἐπιφυλακτικός ἀπέναντι στό φαινόμενο τῆς συσσώρευσης τοῦ πλούτου; Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος βρίσκεται, ὅπως πάντα, μέσα στά εὐρύτερα ἑρμηνευτικά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Παράδοσης. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί, κυρίως, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι αὐτοί πού θά συγκεφαλαιώσουν τήν προγενέστερη Παράδοση, θά τήν ἀναπτύξουν, ἀνταποκρινόμενοι στίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς τους, δημιουργικά καί θά διατυπώσουν ὁριστικά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό σύνολο τῶν προβλημάτων πού ἀφοροῦν στή συγκρότηση τοῦ κοινωνικοῦ βίου.
Σ |
τό ἐπίκεντρο τῆς διδασκαλίας τους βρίσκεται, ἀναμφίβολα, ἡ ἄρνηση τοῦ θεσμοῦ τῆς ἰδιοκτησίας. Σύμφωνα μέ αὐτήν ὁ μόνος πραγματικός κύριος καί ἰδιοκτήτης τοῦ κόσμου καί ὅλων τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι ὁ Θεός πού δημιούργησε τά πάντα ἀπό τό μηδέν, ἐνῶ ὁ θεσμός τῆς ἰδιοκτησίας δέν ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μία ἀπό τίς συνέπειες τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς εἰσόδου τοῦ κακοῦ στή ζωή μας. Στήν πραγματικότητα, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἰδιοκτήτης, ἀλλά «οἰκονόμος», δηλαδή διαχειριστής, τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν πού τοῦ ἐμπιστεύεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ὡς οἰκονόμος εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι στό Θεό γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖ τήν οἰκονομία του, γιά τόν τρόπο, δηλαδή, μέ τόν ὁποῖο διαχειρίζεται τά λίγα ἤ τά πολλά ὑλικά ἀγαθά πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Καλός οἰκονόμος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτός πού χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἑαυτό του μόνο ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ἀξιοπρεποῦς ἐπιβίωσής του καί προσφέρει ἐλεύθερα τό ὅποιο μικρό ἤ μεγάλο περίσσευμά τους σέ ὅσους τό στεροῦνται καί τό ἔχουν ἀνάγκη. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν διαχειρίζεται τά ὑλικά ἀγαθά μέ αὐτό τόν τρόπο, ἀλλά ἐπιθυμεῖ νά τά κατέχει μόνο γιά τόν ἑαυτό του καί νά αὐξάνει ἀσταμάτητα τό περίσσευμά τους, ἀναδεικνύεται σέ κακό οἰκονόμο καί σφετεριστή τῶν πραγμάτων τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός μέ τή συμπεριφορά του καθίσταται ὑπόλογος ὄχι μόνο ἀπέναντι στό Θεό, ἀλλά καί ἀπέναντι στούς συνανθρώπους του. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός κλέπτης πού ἁρπάζει μέ δόλο καί ἰδιοτέλεια αὐτά πού δικαιωματικά ἀνήκουν σέ ὅσους τά ἔχουν ἀνάγκη. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός φονιάς ὅσων χάνουν κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες τή ζωή τους. Καί ὡς κλέπτης καί φονιάς θά κριθεῖ καί θά καταδικαστεῖ ἀπό τό Θεό. Ὁ νόμος τοῦ κράτους δίνει, ἴσως, στόν ἄνθρωπο τό δικαίωμα νά συσσωρεύει τόν πλοῦτο καί νά ἰδιοποιεῖται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ δέν ἀναγνωρίζει αὐτό τό δικαίωμα καί, σέ τελική ἀνάλυση, αὐτή ἡ θεία δικαιοσύνη θά ἀξιολογήσει αἰώνια τήν ἡμέρα τῆς κρίσης τά ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀ |
Μ |
έ βάση, λοιπόν, τήν ἐν λόγῳ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε ὀρθά τή στάση τοῦ Κυρίου μας ἀπέναντι στόν πλοῦτο. Ὁ πλοῦτος δέν εἶναι ἀπό τή φύση του οὔτε καλός, οὔτε κακός. Γίνεται, ὅμως, καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού τόν χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς καλός οἰκονόμος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτόματα καί ὁ πλοῦτος λειτουργεῖ ὡς ἀγαθό πού ὑπηρετεῖ τήν ἀγάπη καί τή δικαιοσύνη. Ἄν, πάλι, ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς κακός οἰκονόμος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτόματα καί ὁ πλοῦτος λειτουργεῖ ὡς κοινωνικό κακό πού ὑπηρετεῖ τό ἐγωκεντρικό συμφέρον καί τήν ἀδικία. Συνεπῶς, ὁ Χριστός δέν καταδικάζει τόν πλοῦτο, ἀλλά τήν κακή χρήση τοῦ πλούτου ἀπό τόν ἄνθρωπο. Γιά τό Χριστό ἡ πραγματική πηγή ὅλων τῶν μορφῶν τῆς ἀδικίας δέν βρίσκεται στόν πλοῦτο, ἀλλά στά πάθη τῆς ἀπληστίας καί τῆς πλεονεξίας πού μέ τυραννική ἐξουσία ὠθοῦν τόν ἄνθρωπο στήν κακή χρήση τοῦ πλούτου. Καί ἐπειδή, ἀκριβῶς, εἶναι πολύ εὔκολο τό νά ὑποκύψει ὁ ἄνθρωπος στά πάθη του καί νά χρησιμοποιήσει τόν πλοῦτο μέ κακό τρόπο, ἐνῶ, ἀντίθετα, εἶναι πολύ δύσκολο τό νά νικήσει τά πάθη του καί νά χρησιμοποιήσει τόν πλοῦτο μέ καλό τρόπο, ὁ Κύριος λέει: «…Ἀμήν λέγω ὑμίν· ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Πάλιν δέ λέγω ὑμίν· εὐκοπότερον ἐστί κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν…» (Μτθ. 19, 23-24). Ὅταν, μάλιστα, οἱ μαθητές Του καταλήγουν στό λογικό συμπέρασμα, πώς, ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, εἶναι ἀδύνατον νά σωθεῖ ὁ πλούσιος, ὁ Κύριος τούς ἐξηγεῖ, πώς ἡ σωτηρία τοῦ πλούσιου εἶναι, μέν, πολύ δύσκολη, ἀλλά ὄχι ἀδύνατη, γιατί «…παρά ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρά δέ Θεῶ πάντα δυνατά ἐστι…» (Μτθ. 19, 26), ὑπονοώντας πώς μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν –ἔστω καί σπάνια– ἄνθρωποι πού θά χρησιμοποιήσουν τόν πλοῦτο μέ σωστό τρόπο. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν, γιά παράδειγμα, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἀφοῦ ὅλοι τους εἶχαν τεράστια περιουσία πού τή μοίρασαν ἐλεύθερα στούς πτωχούς, ὅταν ἀποφάσισαν νά ἀφιερωθοῦν στό Θεό.
Ε |
ἴδαμε, προηγουμένως, πώς γιά τή χριστιανική διδασκαλία ἡ πραγματική αἰτία τῆς ἀγάπης τοῦ πλούτου βρίσκεται στά πάθη τῆς ἀπληστίας καί τῆς πλεονεξίας καί ἐνάντια σέ αὐτά πρέπει, κατά βάση, νά στρέφεται ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δέν ξεριζωθεῖ ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὁ πόθος τῆς ἀπληστίας καί τῆς πλεονεξίας εἶναι ἀδύνατον νά ἐλευθερωθεῖ ἡ κοινωνία μας ἀπό τά δεινά πού συνεπάγεται ἡ κακή χρήση τοῦ πλούτου. Ἀξίζει, μάλιστα, να ἀναφέρουμε πῶς γιά τή χριστιανική διδασκαλία τά πάθη τῆς ἀπληστίας καί τῆς πλεονεξίας δέν ἐξουσιάζουν τυραννικά μόνο τόν πλούσιο, ἀλλά καί αὐτόν πού, ἐνῶ δέν κατέχει τόν πλοῦτο, ἀπλά τόν ἐπιθυμεῖ, εἴτε γιά νά τόν ἰδιοποιηθεῖ, εἴτε γιά νά τόν διαχειριστεῖ, τάχα, στό ὄνομα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Γι’ αὐτό καί, στήν πραγματικότητα, ὅσον ἀφορᾶ, τουλάχιστον, τήν ἐσωτερική καί καρδιακή τους ζωή δέν ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων κάποια εἰδοποιός ποιοτική διαφορά.
Ἀ |
ξίζει, τέλος, νά σημειώσουμε πώς ἡ ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πλούτου πού ἐκφράζεται ὡς ἀγώνας ἐναντίον τῶν παθῶν τῆς ἀπληστίας καί τῆς πλεονεξίας ἀποτελεῖ μόνο τήν ἀφετηρία στόν ἀγώνα τῆς ἐξομοίωσης τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ὑπόδειγμα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι, κατ’ οὐσίαν, ἔνα πρῶτο βῆμα στήν πνευματική μας πορείας πρός τό Θεό πού στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται, γενικά, ὡς «ἀκτημοσύνη». Ἡ πλήρης, ὅμως, ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἀκτημοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ πλούτου καί τῆς ἰδιοποίησης τῶν ὑλικῶν κτήσεων καί, σέ δεύτερη φάση, ἐπεκτείνεται στήν ἄρνηση τῆς ἰδιοποίησης τῶν διανοητικῶν καί τῶν καλλιτεχνικῶν κτήσεων, γιά νά καταλήξει, στήν τρίτη καί τελική της φάση, στήν ἄρνηση τῆς ἰδιοποίησης τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ὁ ἀληθινός, δηλαδή, χριστιανός δέν ἀποτάσσεται μόνο τίς ὑλικές κτήσεις καί τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου, ἀλλά, σέ δεύτερη φάση, καί τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας πού ἐκδηλώνεται, εἴτε ὡς ἐπιθυμία διάκρισης καί ὑπεροχῆς, εἴτε ὡς ἐπιθυμία ἐξουσιαστικῆς καταδυνάστευσης, εἴτε, τό καί συνηθέστερο, ὡς ἁπλή ἐπιθυμία τῆς ἀνθρώπινης δόξας. Ὁ ἀληθινός χριστιανός δέν ἀποτάσσεται μόνο τίς ὑλικές κτήσεις καί τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου, ἀλλά, σέ τρίτη φάση, καί ὅλες τίς ἐμπαθεῖς ἐκδηλώσεις τοῦ ὑλικοῦ ὑποστρώματος τῆς ἀνθρώπινης φύσης πού μέ τόν ἕνα ἤ μέ τόν ἄλλο τρόπο ἐμποδίζουν τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἄσκηση τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, την ὁποία ὁ χριστιανός ὀφείλει πρός τό Θεό καί πρός τό συνάνθρωπο.
Σ |
τήν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῆς ἀκτημοσύνης βρίσκεται, κατά τή χριστιανική διδασκαλία, ἡ ὑπέρβαση τῶν δεινῶν πού προξενεῖ στή ζωή μας ἡ κακή χρήση τοῦ πλούτου. Αὐτή τήν ὁδό χάραξε καί ἀκολούθησε ὁ Χριστός καί αὐτή Μᾶς ὑπέδειξε ὡς ὁδό σωτηρίας. Αὐτή τήν ὁδό ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι της Ἐκκλησίας Του καί αὐτή μᾶς προτείνουν μέ τή ζωή καί τό ἔργο τους οἱ σήμερα τιμώμενοι Τρεῖς Ἱεράρχες, οἱ θεοδεκτές πρεσβείες τῶν ὁποίων εἴθε νά σκέπουν γιά πάντα τό γένος μας καί νά εὐλογοῦν τά παιδία μας. Ἀμήν.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 02/01/2013
Υ.Γ. 1) Η ανάπτυξη της χριστιανικής έννοιας της «ακτημοσύνης» εδράζεται στη διδασκαλία του μακαριστού γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (βλπ. «ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ», Έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1996, Μέρος Α΄, Κείμενο Ι. «Περί των βάσεων της oρθοδόξου ασκήσεως», Κεφ. Δ΄ «Αι μοναχικαί υποσχέσεις», παρ. 3 «Η ακτημοσύνη», σελ. 69-72).
2) Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε στο Καράτουλα Ηλείας την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013 κατά τησχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών.
3) Επιτρέπεται η ακριβής ηλεκτρονική και έντυπη αναπαραγωγή του κειμένου με την προϋπόθεση ότι θα ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ και θα μνημονεύεται ως πηγή προέλευσής του η ιστοσελίδα: www.egolpion.com
* ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤHN ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙA ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΟΜΙΛΙΩΝ, ΠΟΥ ΣΚΟΠΟ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ "ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ", ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Read more: http://www.egolpion.com/ierarxes_ptwxeia.el.aspx#ixzz3QAbvxK00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου