ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ
ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Παναγιώτου I. Μπρατσιώτου
Ακαδημαϊκού, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών (+21.1.1982)
Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι Τρεις Ιεράρχαι γεραίρονται και υμνούνται ευλόγως «ως φωστήρες και διδάσκαλοι της Οικουμένης». Σκοπός δε τού παρόντος άρθρου είναι να δειχθή δι' ολίγων άφ' ενός μεν ότι ο τοιούτος χαρακτηρισμός αυτών ισχύει και δια σήμερον, άφ' ετέρου δε ότι προ παντός οι Ιεροί ούτοι άνδρες είναι οι κατ' εξοχήν διδάσκαλοι τού ελληνικού έθνους.
Και οι τρεις ούτοι μεγάλοι της Εκκλησίας πατέρες ήκμασαν κατά το δεύτερον ήμισυ τού δ' αιώνος. Ήδη όμως από τού ε' αιώνος άρχεται όχι μόνον η τελετουργική αυτών τιμή ανά την οικουμενικήν Εκκλησίαν, κατ' αρχάς εν τη Ανατολή και συν τω χρόνω και εν τη Δύσει, αλλά και εις τας γλώσσας πάντων των χριστιανικών λαών μετάφρασις και διάδοσις και επίδρασις των συγγραμμάτων αυτών. Τι λέγω; Ήδη καθ' ον χρόνον έζων ούτοι είχε εξέλθει των ορίων της περιοχής της δράσεως αυτών η φήμη και η ακτινοβολία αυτών. Ούτω π.χ. ο άγιος Βασίλειος καλείται ήδη υπό των συγχρόνων του «μέγας» και δέχεται την επίσκεψιν ανδρών της περιωπής Ευφραίμ τού Σύρου και φιλολογικήν ασκεί επίδρασιν επί τον κλεινόν των Μεδιολάνων επίσκοπον Αμβρόσιον (Εξαήμερος), μεθ’ ου και επιστολάς ανταλλάσσει. Ήδη δε περί τα τέλη τού δ' αιώνος μεταφράζεται λατινιστί και διαδίδεται ανά την Δύσιν η «Εξαήμερος» αυτού και επιδρά επί τον Αυγουστίνον, και μετά τινα χρόνον επακολουθεί και νέα μετάφρασις τού έργου τούτου και πολλών άλλων έργιοων τού ανδρός όχι μόνον εις την λατινικήν, αλλά και εις πολλάς ανατολικάς γλώσσας.
Υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων του Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεολαίας τού δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολική και των γραμμάτων εορτή.
|
Προς τοις άλλοις και ο μοναχικός της Δύσεως βίος εδέχθη ζωηράν την επίδρασιν τού Βασιλείου, την οποίαν εδέχθη γενικώτερον και η Σχολαστική θεολογία. Κατά δε τους νεωτέρους χρόνους όχι μόνον επανειλημμένως εκδίδονται ελληνιστί τα έργα του (αρίστη παραμένει η έκδοσις των Gamier και Maran, διωρθωμένη υπό τού L. De Sinner), αλλά και εις πάσας τας ευρωπαϊκάς γλώσσας μεταφράζονται επανειλημμένως πολλά τούτων, υπό δε τού Wendel γερμανιστί τα άπαντα αυτού (1776-78).
Εκ των έργων του την μεγαλυτέραν διάδοσιν και επίδρασιν έσχεν η περίφημος πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», όπερ έργον πλείστους απέκτησε και εν τη Δύσει θαυμαστάς, μάλιστα κατά τους χρόνους της Αναγεννήσεως, ότε εντός 40 ετών (1449-1500) εξεδόθη εικοσάκις, διότι εθεωρείτο ως η σπουδαιότατη μαρτυρία περί της αξίας των ανθρωπιστικών σπουδών.
Αλλά και κατά τους νεωτέρους χρόνους είναι περιζήτητα και θαυμάζονται εκ πάσης επόψεως τα έργα τού Μ. Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων και των υπέροχων επιστολών του, και περί αυτά έχει δημιουργηθή πλουσιωτάτη γραμματεία. Εκ των νεωτέρων αξιόλογων δημοσιευμάτων περί αυτού το πλέον πρόσφατον είναι το τού Lukas Vischer υπό τον τίτλον Basilius der Grosse. Untersuchungen zu einem Kirchenvater des 4 Jahrhunderts (1953). Ουδέ θα έλεγε τις υπερβολήν ότι ισχύει και μέχρι σήμερον περί τού ιερού τούτου ανδρός εν τη Ανατολή και τη Δύσει η φωνή της ημετέρας Εκκλησίας: «Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω, ζη και παρ' ημίν ως λαλών εκ των βίβλων» και «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ως δεξαμενήν τον λόγον σου».
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο μετά τού αποστόλου Ιωάννου επικληθείς θεολόγος, ήδη ζων εδέχθη εν Κωνσταντινουπόλει, της οποίας επί τινα χρόνων διετέλεσεν Αρχιεπίσκοπος, εδέχθη, λέγω, την επίσκεψιν και ακρόασιν των λόγων του υπό τού επιφανούς της Λατινικής Εκκλησίας πατρός Ιερωνύμου, όστις και μεταξύ των επιφανών ανδρών εν τω φερωνύμω βιβλίω του (De viris illustribus) τον συγκαταλέγει και ως διδάσκαλόν του τον αναγνωρίζει. Ήδη εν τη Γ' εν Εφέσω Οικουμενική Συνόδω εχαρακτηρίσθη ο Γρηγόριος ως «μέγας». Ολίγα δε έτη μετά τον θάνατόν του ο Ρουφίνος μεταφράζει λατινιστί (περί το 400) εννέα λόγους του. Θαυμασταί του δε αναφαίνοται εν τη Δύσει άλλοι τε και ο πάπας Λέων ο μέγας και ο Αυγουστίνος, όστις τον χαρακτηρίζει ως «μεγαλώνυμον» και ως «επιφανή επίσκοπον ενδοξότατης φήμης». Από τού στ' έως ιγ' αιώνος κυκλοφορούν πλήθος σχολίων εις τους λόγους του, οι οποίοι και επί την ελληνικήν υμνογραφίαν ασκούν ζωηράν επίδρασιν, αφού και τμήματα όλα εξ αυτών παραλαμβάνονται αυτολεξεί υπό των Ελλήνων υμνογράφων (Χριστός γεννάται δοξάσατε, Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει κ.λπ., Πεντηκοστήν εορτάζομεν κ.λπ.).
Ζωηρότατη εν γένει είναι η επίδρασις των έργων τού Γρηγορίου εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει κατά τον Μεσαίωνα και κατά τους νεωτέρους χρόνους. Άπαντα τα έργα του εκδίδονται μετά πολλής φιλοτιμίας εν τη Δύσει ελληνιστί. Και αρίστη μεν πασών παραμένει η έκδοσις των Μαυρίνων εν Παρισίοις (1778-1840), ήτις ανετυπώθη και εν τη ελληνική Πατρολογία τού Migne. Κατά δε τας παραμονάς τού β' παγκοσμίου πολέμου είχεν αναγγελθή η προπαρασκευή νέας εκδόσεως αυτών υπό της Ακαδημίας της Κρακοβίας. Αλλά και πολλαί μεταφράσεις των κυριωτέρων έργων τού Γρηγορίου εκυκλοφόρησαν εν τη Δύσει εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκάς γλώσσας και πλούσια βιβλιογραφία πέριξ πάντων των έργων του έχει δημιουργηθή και εξακολουθεί να πλουτίζεται μέχρι των ημερών ημών. Εξ αυτών αναφέρομεν το μάλιστα πρόσφατον και περισπούδαστον έργον τού Ρωμαιοκαθολικού καθηγητού του Στρασβούργου J. Plagnicux (1952).
Αρά γε θα ωνειρεύθη ποτέ, ότι τοσούτους και τηλικούτους έμελλε να εύρη θαυμαστάς και υμνητάς ο μελαγχολικός πως την διάθεσιν και φιλήσυχος πατήρ, όστις απευθυνόμενος προς τον Μ. Βασίλειον εν τω εις αυτόν επιταφίω του (κεφ. πβ') ως εξής κατέκλειε τον λόγον του; «Σοί μεν ουν ούτος παρ' ημών ο λόγος. Ημάς δε τις επαινέσεται μετά σε τον βίον απολίποντας, ει και τι παράσχομεν επαίνου τοις λόγοις άξιον;»
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήδη υπό μεν τού συγχρόνου του Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρρου χαρακτηρίζεται ως «μέγας διδάσκαλος της οικουμένης», υπό δε τού επίσης συγχρόνου του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Ιερωνύμου συγκαταλέγεται και αυτός μεταξύ των «επιφανών ανδρών» και θεωρείται ύπ' αυτού ως αυθεντία εκκλησιαστική. Μετά δε χρόνον όχι μόνον ο Αυγουστίνος επικαλείται τας μαρτυρίας του και τον χαρακτηρίζει ως «μέγαν άνδρα» και τον συγκαταλέγει μεταξύ των «αγίων», αλλά και ο Πάπας Ρώμης Καιλεστίνος λέγει περί αυτού, ότι «ο λόγος του εξεχύθη εις πάντα τον κόσμον», ενώ ο Κασσιανός τον παρέβαλε προς τον επιπεσόντα εις το στήθος τού Κυρίου απόστολον Ιωάννην.
Ήδη από της εν έτει 438 ανακομιδής τού ιερού του λειψάνου εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων εν Κωνσταντινουπόλει υπό τού αυτοκράτορος Θεοδοσίου τού Β' και τού οικουμενικού πατριάρχου Πρόκλου άρχεται ο εορτασμός της μνήμης του εν τη Ανατολική Εκκλησία και έκτοτε πληθύνονται και οι προς αυτόν έπαινοι και τα εγκώμια.
Εν τη Δ' Οικουμενική Συνόδω αναγνωρίζεται επισήμως ως «διδάσκαλος της Εκκλησίας» και εν ταίς λοιπαίς Οικουμενικαίς Συνόδοις αναφέρεται ως αυθεντικός μάρτυς της ορθής πίστεως. Τα έργα του διαδίδονται καταπληκτικώς ανά την Ανατολήν και την Δύσιν εις το πρωτότυπον και εις μεταφράσεις, ο δε αριθμός των σωζόμενων ελληνικών χειρογράφων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος των άλλων εκκλησιαστικών πατέρων, υπερβαίνων τας 2000. Ανθολογίαι εκ των έργων του, ως και των άλλων δύο μεγάλων ιεραρχών, συντάσσονται προς εποικοδομήν είτε ιδιωτικήν είτε λειτουργικήν. Οι «Μαργαρίται» τού Χρυσοστόμου αναγιγνώσκονται εν τη θεία Λειτουργία αντί κηρύγματος. Ακόμη και σχολικαί ανθολογίαι συντάσσονται. Ο Χρυσόστομος είναι το κλασσικόν ανάγνωσμα των Βυζαντινών.
Αλλ' η επίδρασίς του δεν περιωρίσθη εις το Βυζάντιον. Τα βιβλία του μεταφρασθέντα εις τε τας γλώσσας των χριστιανικών λαών της Ανατολής και εις την Λατινικήν εγένοντο λίαν ενωρίς κτήμα όλης της Εκκλησίας τόσον εις την Ανατολήν όσον και εις την Δύσιν. Δέκα περίπου έτη μετά τον θάνατόν του εφιλοτεχνήθη η πρώτη, ως φαίνεται, μετάφρασις χρυσοστομείων έργων, των επτά ομιλιών του εις τον απόστολον Παύλον, και επηκολούθησεν η μετάφρασις και άλλων έργων του και συν τω χρόνω και των απάντων αυτού εις την Λατινικήν.
Δια την έκδοσιν και ευρυτέραν διάδοσιν των συγγραμμάτων τού Χρυσοστόμου εν τω πρωτοτυπώ ημιλλήθησαν Άγγλοι και Γάλλοι λόγιοι. Εκ τούτων άξια μνείας μάλιστα τα ονόματα άφ' ενός τού Sir Savile, περί τού οποίου αναφέρεται ότι ελάτρευε κυριολεκτικώς τον Χρυσόστομον, μέχρι τού σημείου να προκαλέση την ζηλοτυπίαν της συζύγου του και την απόπειραν αυτής όπως πυρπολήση τα σχετικά χειρόγραφα αυτού, άφ' ετέρου δε τού Montfaucon και τού Bareille. Πολυάριθμοι είναι και αι μεταφράσεις πλείστων έργων του εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας, ως απέραντος είναι η περί αυτού σχηματισθείσα βιβλιογραφία και ανυπολόγιστος η επίδρασις αυτού ως ιεροκήρυκος και ηθικολόγου και εξηγητού και δογματικού επί την νεωτέραν σχετικήν θεολογικήν γραμματείαν, μάλιστα δε την ρωμαιοκαθολικήν.
Εν έτει 1908 επί τη συμπληρώσει 1500 ετών από τού θανάτου του εξεδόθη εν Ρώμη ειδικός αναμνηστικός τόμος περιέχων ποικίλας περί αυτού μονογραφίας υπό τον ελληνικόν τίτλον «Χρυσοστομικά» και κατά το αυτό έτος ανεκηρύχθη υπό τού Πάπα Πίου τού Χ εις «προστάτην των χριστιανικών ιεροκηρύκων». Πάντως αν δεν είναι ακριβές, διότι δεν ανταποκρίνεται προς τα πράγματα, το υπό τού αρίστου των συγχρόνων βιογράφων του ρωμαιοκαθολικών Χρυσοστ. Baur λεχθέν ότι «οι κράτιστοι των υπέρ τού ιερού ανδρός επαίνων ηκούσθησαν εν τη Δύσει», δύναται όμως να θεωρηθή ως λίαν εύστοχος ο ισχυρισμός αυτού ότι ο Χρυσόστομος «εξακολουθεί δια των συγγραμμάτων του να ζη και σήμερον ακόμη», ότι «ο άμβων της Αντιοχείας και της Κωνσταντινουπόλεως επεξετάθη εις παγκόσμιον άμβωνα» και ότι «καθώς οι Απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, ούτω και ο Χρυσόστομος λαλεί μέχρι σήμερον προς πάντας τους λαούς τη ιδία εκάστω αυτών διαλέκτω». Παρεμφερές τι (αν και ουχί βεβαίως το αυτό) θα ηδύνατο να λεχθή και περί των δύο προμνημονευθέντων μεγάλων πατέρων και διδασκάλων, οίτινες, ως ο Χρυσόστομος, αναγνωρίζονται ως τοιούτοι και υπό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά δε τους τελευταίους χρόνους στρέφεται προς αυτούς μετ' ιδιάζοντος σεβασμού και ο προτεσταντικός κόσμος, τουλάχιστον ο συντηρητικώτερος και εκκλησιαστικώτερος, ως αποδεικνύει προς τοις άλλοις και η υπάρχουσα και διαρκώς πληθυνομένη σχετική γραμματεία.
Προς παντός όμως άλλου οι τρεις ιεράρχαι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι αυθεντικοί και οι προσφιλέστατοι πατέρες και διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μάλιστα τού ελληνικού λαού, όχι μόνον κατά τους βυζαντινούς χρόνους, αλλά και επί τουρκοκρατίας και μέχρι σήμερον. Τι άλλο εσήμαινε και ο επί Αλεξίου τού Κομνηνού θεσμός της κοινής αυτών εορτής αγομένης κατά την 30 Ιανουαρίου και η κατά τε τους Βυζαντινούς χρόνους και επί Τουρκοκρατίας και μετά την εθνικήν ημών παλιγγενεσίαν σύνταξις σχολικών Ανθολογιών ή «Χρηστομαθειών», εν ταις οποίαις -παραλλήλως προς τους λόγους τού Δημοσθένους και τού Λυσίου και τού Ισοκράτους και άλλων θύραθεν Ελλήνων συγγραφέων- παρετίθεντο και λόγοι των Τριών Ιεραρχών, ίνα μη αναφέρω το πλήθος των νεοελληνικών μεταφράσεων μάλιστα έργων τού Βασιλείου και τού Χρυσοστόμου;
Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων τού Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεολαίας τού δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολική και των γραμμάτων εορτή. Εντεύθεν δ' εξηγείται, ότι τέσσαρα έτη μετά την ίδρυσιν της εορτής ταύτης, ήδη το 1841, η πανεπιστημιακή τού Εθνικού ημών Πανεπιστημίου Σύγκλητος, ή το «Ακαδημαϊκόν Συμβούλιον», ως ελέγετο αύτη τότε, ώρισεν ίνα κατά την εορτήν ταύτην, συμφώνως προς παλαιόν έθος, τελήται και το μνημόσυνον υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των ευεργετών αυτού. Η ιστορική δε εκείνη απόφασις εγένετο και αφετηρία της παλινορθώσεως της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως πανελληνίου εορτής των σχολείων και των γραμμάτων όχι μόνον εν τω ελληνικώ κράτει, αλλά και εν τω υποδούλω και τω απανταχού της γης Ελληνισμώ. Και κατεβλήθησαν μεν προσπάθειαι εις ωρισμένην εποχήν απομακρύνσεως από την εθνικήν ημών παράδοσιν προς παραμερισμόν της εορτής ταύτης, άλλ' είναι ευχάριστον ότι κατά τα τελευταία έτη αναζωογονείται αύτη και πάλιν και τείνει εις την επαναφοράν τού παλαιού της μεγαλείου εν τη πνευματική τού έθνους ημών ζωή, ως κατ' εξοχήν εορτή των γραμμάτων, εορτή συμβολίζουσα τα ιδανικά τού ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, τα οποία και εν τω 16ω άρθρω τού νέου Ελληνικού Συντάγματος ορίζονται ως τα ιδανικά της ελληνικής παιδείας.
Read more: http://www.egolpion.com/3ierarxes_bratsiotis.el.aspx#ixzz3QAdVUnhh