Ο Πίνδαρος καί οι Έλληνες
Από τόν αρχαίο κόσμο στήν καινή κτίσι
ΑΡΧ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΒΗΡΙΤΟΥ
Όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε τήν Αθήνα καί βρήκε τήν πόλι "κατείδωλον", γεμάτη σεβάσματα πρός τούς θεούς, ένοιωσε καί χαρακτήρισε τούς Αθηναίους ως τούς δεισιδαιμονεστέρους (Πράξ. 17, 22), τούς πιό θεοφοβούμενους από όσους είχε γνωρίσει. Αλλά εκείνο πού τόν συνεκλόνισε κυριολεκτικά καί τού έδωσε τή δυνατότητα νά αρχίση αμέσως τόν διάλογο μαζί τους ήταν ο βωμός μέ τήν επιγραφή: τώ αγνώστω θεώ. Οπότε, καί ο Παύλος συμπλήρωσε: Όν ούν αγνοούντες ευσεβείτε τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν (Πράξ. 17, 23). Αυτή είναι η πιό βαθιά καί θεόπνευστη διάγνωσι, πού εκφράζεται μέ δύο λέξεις, γιά τό τί είναι η ελληνική ψυχή.
Οι Έλληνες αγνοούντες ευσεβούν. Σέβονται αυτό πού αγνοούν. Στέκονται μέ σεβασμό μπροστά στό άγνωστο, πού τούς ξεπερνά. Καί δέν αγωνίζονται νά ξεπεράσουν τήν άγνοια διά τού ερευνάν, αλλά διά τού ευσεβείν. Όχι απλώς διά τής ερευνητικής εργασίας, αλλά δι’ ευσεβούς πολιτείας. Όχι διά στοχασμών, αλλά διά κοινωνίας ζωής. Αυτό είναι τό καθολικό καί βαθύτατα θρησκευτικό αίσθημα πού χαρακτηρίζει τήν ελληνική ψυχή καί τόν πολιτισμό της από τήν αρχή μέχρι σήμερα. Κατά μετοχήν τού θείου λόγου πάντα πράττομέν τε καί νοούμεν, λέει ο Ηράκλειτος (απ. 16, 35). Αλλά καί ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Πάντα γάρ τά θεία καί όσα ημίν εκπέφανται ταίς μετοχαίς μόναις γινώσκεται (Περί θείων ονομάτων, P. G. 3, 645A).
Μέσα στόν γενικώτερο αγώνα τής θρησκείας καί τής φιλοσοφίας - φιλοσοφίας ούσης μεγίστης μουσικής (Πλάτωνος, Φαίδρος 61 a 3) - καταβάλλεται η προσπάθεια νά δοθούν ενιαίως καί εναρμονίως λύσεις στά αγωνιώδη προβλήματα τού ανθρώπου καί νά φθάση στήν ομοίωσι τού Θεού. Μέσα σ' αυτή τήν προσπάθεια νά βρεθή ποιό είναι τό νόημα τής ζωής καί η αξία τής υγείας τής ψυχής καί τού σώματος· μέσα στήν επιθυμία τών Ελλήνων γιά τή συνέχισι τού αγώνα τών προγόνων των· τήν επίτευξι τής προσωπικής επιτυχίας, δόξας καί τιμής τής οικογενείας καί τής πόλεως από τήν οποία κατάγονται· μέσα στήν προσδοκία νά πετύχουν καλύτερες σχέσεις καί ειρηνική συμβίωσι μέ όλες τίς πόλεις-κράτη τοποθετούνται οι Ολυμπιακοί αγώνες. Οι μεγαλύτεροι καί λαμπρότεροι πανελλήνιοι αγώνες. Γι’ αυτό, κατά τήν περίοδό τους, έχομε τήν εκεχειρία, παύσι τών εχθροπραξιών.
Οι αγώνες στόν ιερό χώρο τής Ολυμπίας δέν ήταν απλό θέαμα, αλλά ιεροτελεστία. Ζητούν όλοι, αθλητές καί πολίτες, τή θεία βοήθεια γιά τήν επιτυχία τών αγώνων, πού γίνονται πρός τιμήν τών θεών. Στό τέλος ο νικητής, επιστρέφοντας στήν πόλι του, κατευθύνεται, μαζί μέ τούς συμπολίτες του, εν πομπή πρός τόν πολιούχο θεό, γιά νά εκφράση σ’ αυτόν τήν ευγνωμοσύνη του γιά τή νίκη· τή στιγμή πού κάθε αρετή καί ικανότης δεξιοτεχνίας στόν άνθρωπο θεωρείται δώρο τού Θεού. Ταυτόχρονα ζητείται από τή Xάρι Ηχώ νά κατέβη στό σκοτεινό βασίλειο τής Περσεφόνης καί νά αναγγείλη τό ευχάριστο γεγονός στόν νεκρό πατέρα τού νικητή, ότι ο γιός του πρώτευσε στούς Ολυμπιακούς αγώνες (Ολ. 14, 20-21).
Οι Ολυμπιακοί αγώνες παρουσιάζονται ως μία μεγαλειώδης καί πανελλήνια προσπάθεια γενικής συμφιλιώσεως. Οι αθλητές επιθυμούν, μέ τή βοήθεια τών θεών, νά πετύχουν: τήν πρόοδο στίς σχέσεις υγείας σώματος καί ψυχής· τή σύσφιγξι τών δεσμών μεταξύ τών συγγενών, εφ’ όσον όλη η οικογένεια κατά κάποιο τρόπο μετέχει στόν αγώνα καί στή χαρά τής νίκης, καί τών σχέσεων μεταξύ τών συμπολιτών, εφ’ όσον η δόξα τής νίκης αντανακλά σ' ολόκληρη τή γενέθλια πόλι τού ολυμπιονίκη· τήν καλυτέρευσι στήν ειρηνική συνύπαρξι, συνεργασία καί αλληλογνωριμία όλων τών πόλεων· τήν ανανέωσι καί τόνωσι τών σχέσεων ζώντων καί νεκρών· τήν ενδυνάμωσι τών σχέσεων τών ανθρώπων μέ τή θεία δύναμι καί τόν σεβασμό πρός τήν παράδοσι.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες σφραγίζουν ολόκληρη τή ζωή τής Ελλάδος καί διαμορφώνουν τόν χαρακτήρα καί τό ήθος τών πολιτών της. Τό παράδειγμα τών ολυμπονικών γίνεται αφορμή εγρηγόρσεως γιά όλους τούς αγώνες τής ζωής. Οι χρονικές περίοδοι τής τελέσεως τών αγώνων αυτών θεωρούνται ως τά σταθερά σημεία πού καθορίζουν τή θέσι στά υπόλοιπα γεγονότα.
* * *
Ο Πίνδαρος, ο μέγιστος τών λυρικών ποιητών, αναλαμβάνει νά υμνήση τούς ολυμπιονίκες, τίς αρετές καί τά προτερήματά τους, τίς οικογένειες καί τίς πατρίδες τους. Υπάρχει καί εδώ ένας άλλος αγώνας γιά γνήσια δημιουργία καί υψηλή ποίησι. Ένας αγώνας γιά τή μεγαλοπρεπή έκφρασι, τήν ποικιλία τών ρυθμών, τή μουσικότητα τής γλώσσης, τήν ακρίβεια τών περιγραφών. Ένας χείμαρρος εμπνεύσεως καί ζωντάνιας ρέει ανέτως, τρεφόμενος από τήν παραδοσιακή θρησκευτικότητα καί τή μεγαλοφυΐα τού ποιητή. Τό ενδιαφέρον του περιστρέφεται γύρω από τά μεγάλα προβλήματα τής ζωής. Φτάνει μέ φιλοσοφικό στοχασμό στήν προτροπή σεβασμού τού ανθρώπου πρός τό θείο· στήν ευχή σωτηρίας τής αξιοπρεπείας τού ανθρώπου: γένοι’ οίος εσσι’ (γίνε αυτός πού στ’ αλήθεια είσαι [Πυθ. 2, 72]). Υπάρχει μιά σχέσι αρχής καί τέλους, ζωής καί θανάτου, ύμνου, χαράς καί θρήνου. Υπάρχει ένα τέλος πού γίνεται θεϊκή αρχή: Όλβιος όστις ιδών κείν’ είσ’ υπό χθόνι’ οίδε μέν βίου τελευτάν, οίδεν δέ διόσδοτον αρχάν (Θρην. 121).
Μέσα σ’ αυτό τό κλίμα διεξάγεται καί ο αγώνας τού Πινδάρου. Είναι ένας σκληρός αγώνας τό νά υφαίνης ύμνους. Προσπαθεί. Βρίσκεται μέσα στήν άμιλλα. Συγκρίνει τόν εαυτό του μέ τούς ομοτέχνους του. Νοιώθει ανώτερος. Έχει τή χάρι του. Έχει τήν ταλαιπωρία του. Πολλά διαισθάνεται, υπαινίσσεται, γνωρίζει, σέβεται, κρίνει. Υπάρχει ο μύθος, ο θρύλος, πού προσφέρεται ως θρησκευτική καί ποιητική γλώσσα, γιά νά εκφραστή τό ανεξήγητο, νά φωτιστή τό σκοτεινό καί άγνωστο τής αρχής τής ζωής καί τού τέλους, πού μπορεί νά βιωθή ως διόσδοτος αρχή. Μέσα σ’ αυτόν τόν κόσμο τού θρύλου καί τού μύθου βρίσκει ο Πίνδαρος κάποια παρηγοριά, μεμιγμένη όμως μέ στοιχεία πού η αίσθησί του απορρίπτει ως απαράδεκτα. Δέν μπορεί νά δεχθή τήν κανιβαλική τράπεζα στήν οποία οι θεοί τρώνε τά μέλη τού Πέλοπος (Ολ. 1, 52). Μέσα στήν ανθρώπινη αυτή ταλαιπωρία καί τό εφήμερο υπάρχει κάποια ελπίδα θείου φωτισμού, πού πλουταίνει καί καταπραύνει τή ζωή: Επάμεροι (εφήμεροι)· τί δέ τις; τί δ’ ού τις; σκιάς όναρ άνθρωπος, αλλ’ όταν αίγλα διόσδοτος έλθη, λαμπρόν φέγγος έπεστιν ανδρών καί μείλιχος αιών (Πυθ. 8, 95-57). Όλη η προσπάθεια τών αρχαίων Ελλήνων καταλήγει στήν αίσθησι κάποιου θείου φωτισμού καί μειλίχιου βίου. Αυτή η θεόσδοτη αίγλη, πού διαισθάνθηκε καί ύμνησε η ελληνική ψυχή, αποτελεί τόν όρθρο τής ανεσπέρου ημέρας, πού ανατέλλει μέ τήν περίοδο τής Χάριτος.
* * *
Μέ τόν ερχομό της η Εκκλησία σβήνει τή δίψα. Θεραπεύει τήν ασθένεια. Κατακαίει τό καρκίνωμα, όχι τά υγιή κύτταρα. Δέν έρχεται νά μισερώση, αλλά νά σώση τόν άνθρωπο. Δέν ήλθε ο Θεάνθρωπος νά καταλύση, αλλά νά πληρώση, νά συμπληρώση. Υπάρχει μιά μεγάλη σχέσι καί συγγένεια όλου αυτού τού σωματικού καί πνευματικού αγώνος τού αρχαίου Έλληνα μέ αυτό πού επιτελείται καί συνεχίζεται εδώ. Είναι παρόντες οι αρχαίοι στή ζωή καί στόν χαρακτήρα μας. Μιλούμε τή γλώσσα τους. Ζούμε στόν τόπο τους. Μελετούμε τά έργα τους. Κρινόμαστε από τό φιλότιμό τους. Διδασκόμαστε από τήν πολιτεία τους. Θαυμάζομε τήν επιμονή καί τή θεία μανία τους. Ταυτοχρόνως προσπαθούμε καί οφείλομε νά αποφύγωμε τίς εκτροπές τους, νά ξεπεράσωμε τίς πτώσεις τους, όπως καί οι ίδιοι μάς προτρέπουν: ου δεί ως παίδας τοκεώνων, τούτ’ έστι κατά ψιλόν· καθότι παρειλήφαμεν. (Δέν πρέπει νά ενεργούμε σάν παιδιά τών γονέων μας, δηλαδή, σύμφωνα μέ αυτά πού παρελάβαμε [Ηράκλειτος, απ. 74]).
Ζούμε στήν περίοδο τής Χάριτος, στήν καινή κτίσι, στήν Εκκλησία. Ζούμε στό μυστήριο τής σαρκώσεως τού Θεού Λόγου καί τής θεώσεως τού προσλήμματος· τής καθόδου τού Αγίου Πνεύματος, πού εκκέχυται επί πάσαν σάρκα (πρβλ. Πράξ. 2, 17). Όλη η ζωή προσλαμβάνεται. Οι αγώνες τών προγενεστέρων αξιοποιούνται. Τά επιτεύγματά τους δοκιμάζονται καί καθαίρονται. Τά νοήματα αιχμαλωτίζονται: αιχμαλωτίζοντες πάν νόημα εις τήν υπακοήν τού Χριστού (Β΄ Κορ. 10, 5). Η ορολογία μένει. Τό περιεχόμενο αλλάζει. Ο νούς μεταστρέφεται διά τής μετανοίας. Ο άνθρωπος μεταμορφώνεται διά τής Χάριτος. Καί όλη η ζωή, ενώ φαίνεται η ίδια, είναι μεταμορφωμένη έσωθεν, κεκαθαρμένη διά τού Πνεύματος, χωρίς νά τής λείπη κάτι πού είναι δοσμένο από τόν Θεό στόν άνθρωπο. Η Εκκλησία δέν αδικεί κανένα, δέν περιφρονεί ούτε μεροληπτεί. Κρίνει τούς πάντας εν αγάπη καί αληθεία. Σώζει τό σύνολο: Έσωσας όλον με τόν άνθρωπον, έσωσες όλη τή ζωή, τή δημιουργία καί τήν κληρονομιά τών ανθρώπων. Καί μέσα στήν ελληνική παράδοσι καί ψυχή υπάρχει τόσος πλούτος ζωής καί δημιουργίας, αυθορμητισμός καί εκζήτησι τού ενός διά τού οποίου τιμώνται, γνωρίζονται καί σώζονται τά πάντα. Η αγάπη, η φιλία τού καλού καί τού σοφού, ως φιλοκαλία καί φιλοσοφία, σώζονται. Η εξομολόγησι, η έκφρασι τής χαράς γιά τή ζωή, τής απορίας γιά τό άγνωστο, τού θρήνου γιά τόν θάνατο καί η επιθυμία τού ξεπεράσματός του υπάρχουν καί εντοπίζονται σαφέστατα. Όλα αυτά πού υπήρχαν καί υπάρχουν στήν ενιαία Παράδοσί μας έχουν πλάσει τόν χαρακτήρα μας. Όλα αυτά προσλαμβάνονται εν δυνάμει αγάπης καί καθαίρονται. Δέν παίρνει η Εκκλησία τά πράγματα αδοκίμαστα ως έχουν. Δέν δέχεται ως αληθή αυτά πού καί οι ίδιοι οι αρχαίοι εν πολλοίς απορρίπτουν. Δέν πιστεύει σέ ελληνικές μυθοπλασίες καί ιδέες πλατωνικές. Ούτε υποτάσσεται ιουδαϊκοίς μύθοις καί εντολαίς ανθρώπων αποστρεφομένων τήν αλήθειαν (Τίτ. 1, 14). Ο ελληνισμός - ως ανθρώπινο μέγεθος - δέν είναι κάτι άσπιλο καί αμόλυντο, πού λαμβάνεται ως έχει. Ούτε κάτι άχρηστο, πού απορρίπτεται ανεξέταστα. Βρίσκεις εδώ κάτι τό πληθωρικά ζωντανό καί αυθόρμητο, μέ όλες τίς πτήσεις τού πνεύματος καί τίς πτώσεις τής ανθρώπινης αδυναμίας. Διά τής μετανοίας όμως καί ταπεινώσεως, όλοι μπορούμε νά σωθούμε. Διά τού βαπτίσματος εν τώ θανάτω Αυτού μπορούμε νά μπούμε στόν χώρο τόν απεριόριστο τής εν Χριστώ ελευθερίας, όπου καταργείται ο φόβος καί ο θάνατος. Ο Θεάνθρωπος γνωρίζεται ως θύρα ζωής. Δι’ Αυτού εισερχόμεθα καί εξερχόμεθα καί νομήν ευρίσκομεν.
Η κατάστασι τής Χάριτος είναι η φανέρωσι καί η κυριαρχία τής αφάτου αγάπης Αυτού, πού έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανεν (Ρωμ. 5, 8). Αυτό πού εδώ μαθαίνομε, στό οποίο στηριζόμαστε καί τό οποίο μάς ανοίγει τόν δρόμο τής ζωής, είναι η δωρεάν αγάπη πρός όλους, τούς εγγύς καί τούς μακράν, καθ’ ομοιότητα Εκείνου. Έτσι, ο ώριμος Γέροντας τής ερήμου, συναντώντας τόν ιερέα τών ειδώλων, δέν εκνευρίζεται, σάν αρχάριος πνευματικά, αλλά γαλήνια τόν χαιρετά μέ τήν ευχή: σωθείης, καματηρέ (είθε νά σωθής καί σύ, ταλαίπωρε [Γεροντικόν]). Ο ίδιος ο αββάς Μακάριος μιλά μέ τό κρανίο τού ιερέως τών Ελλήνων, κι εκείνο τού λέει πόσο γίνεται αισθητή η προσευχή τού Γέροντα, ως παραμυθία, γι’ αυτούς πού βασανίζονται στόν Άδη.
* * *
Ζούμε σέ γαλήνη θείας συμφιλιώσεως καί αρμονίας. Δέν χωρίζομε εκείνα πού ο Θεάνθρωπος ήνωσε. Δέν απορρίπτομε εκείνα πού Αυτός προσέλαβε: Ουκ ελάτρευσαν - ούτε λατρεύουν - τή κτίσει οι θεόφρονες παρά τόν κτίσαντα. Έτσι, τιμούν καί σέβονται τήν κτίσι, τήν οποία Αυτός προσέλαβε καί ηγίασε, καί δι’ αυτής σωζόμεθα. Δέν υπάρχει εδώ ο ψυχρός καί άρρωστος - ως ανθρώπινο κατασκεύασμα - χωρισμός τού κοσμικού (profan) καί τού ιερού (sacré). Όταν αυτό συμβή, τότε τό σύνολο εκπίπτει. Καί τό μέν κοσμικό αναδίδει τήν κρυάδα τού νεκρού· τό δέ ιερό, τήν αποφορά τού αρρωστημένου καί κλειστού. Εδώ λάμπει η ευωδία τής θεανθρώπινης παρουσίας καί περιχωρήσεως, πού τά πάντα ποιεί καινά. Τά αρχαία παρήλθε. Όλα όσα υπήρχαν μέσα στήν ασάφεια τής σκιάς καί στή σύγχυσι τών υποθέσεων πέρασαν. Τά πάντα, καθαιρόμενα καί φωτιζόμενα, συλλειτουργούν μέσα στό μυστήριο τής καινής κτίσεως.
Άν ζούσαν όλοι αυτοί πού αγωνίστηκαν, πόνεσαν, μάτωσαν, έψαξαν, δίψασαν καί ζήτησαν αυτό πού τούς ξεπερνά καί τό οποίο μόνο χρειάζονται· εάν ζούσαν (καί ζούν) τώρα πού στήν καινή κτίσι τά ανήκουστα ηκούσθη καί τά αόρατα εθεάθη, θά χαίρονταν, θά ήσαν πρώτοι μεταξύ τών πρώτων. Γι’ αυτό καί οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αγιογραφούνται στούς νάρθηκες τών εκκλησιών (καί τού ναού τής Πορταϊτίσσης). Χαίρονται, γιατί μέσα στόν ναό τελείται αυτή η θεία Λειτουργία, η ιερουργία τής σωτηρίας τού ανθρώπου καί τού σύμπαντος κόσμου. Πράγματα γιά τά οποία αγωνίστηκαν καί ήλπισαν. Έγραψαν ύμνους. Έχυσαν δάκρυα. Διετύπωσαν φιλοσοφίες. Χάραξαν σχήματα. Έκτισαν ναούς. Λάξευσαν καί μεταμόρφωσαν τήν πέτρα σέ άγαλμα· τή γλώσσα σέ λόγο ικανό νά εκφράση, κατά τό δυνατόν, τόν θείο καί άρρητο Λόγο.
Μελετώντας κάποιος τούς αρχαίους μόνος του, φωτίζοντάς τους μέ τόν προβολέα τής διανοίας καί τής εμπειρίας του (ή τής φιλοσοφικής σχολής καί απόψεως στήν οποία ανήκει), σχηματίζει κάποια εικόνα πού αναπόφευκτα επηρεάζεται από τίς προϋποθέσεις πού διαθέτει. Έτσι, οι αρχαίοι, λίγο-πολύ, πάντα παραποιούνται καί ευτελίζονται. Μελετώντας τους όμως μέσα από τό πνεύμα τής Εκκλησίας, βλέποντάς τους καταυγαζομένους μέ τό φώς τής Χάριτος, πού ήν αεί καί έστι καί έσται, αποκαλύπτονται αληθώς καί διαχρονικώς. Αποκτούν τό πραγματικό τους μέγεθος. Δέν αδικούνται ούτε παραποιούνται, αλλά παίρνουν τή θέσι πού τούς αρμόζει μέσα στό παγκόσμιο συλλείτουργο καί στήν αναζήτησι τής αλήθειας. Βλέποντας, από τήν εποχή τών Προσωκρατικών, τόν χαρακτήρα, τή ζωή καί τόν πόνο τους, λές: Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πλασμένοι γιά νά βαπτισθούν εν Πνεύματι αγίω καί πυρί (Ματθ. 3, 11), τό οποίο ήν μέν αεί καί έστι καί έσται (πρβλ. Ηράκλειτο [απ. 30], άγιο Γρηγόριο Θεολόγο [P. G. 49, 36], ακολουθία τής Πεντηκοστής). Τό ζητούσε τό είναι τους. Ήταν γεννημένοι γιά νά μπούν μέσα στό μυστήριο τής λειτουργικής θεολογίας, τήν οποία μέ τόν τρόπο τους προετοίμασαν· νά μπούν εκεί πού ζή, ανθεί καί καταξιώνεται όλος ο ελληνισμός. Ήταν προορισμένοι νά παίξουν ένα ρόλο σημαντικό στό μυστήριο τής σωτηρίας τού σύμπαντος κόσμου.
Επειδή οι αρχαίοι είναι αληθινοί, όσο απομακρύνονται μάς πλησιάζουν. Όσο περισσότερο απέχομε χρονικά απ’ αυτούς, τόσο πιό καθαρά διακρίνομε τό έργο τους καί συνειδητοποιούμε τήν οφειλή μας. Αυθόρμητα δέ, όπως ο Αββάς, ευχόμαστε γι’ αυτούς. Οι απεικονίσεις τών αρχαίων φιλοσόφων παρουσιάζονται στούς νάρθηκες τών ναών κατά τό μέσο τής δευτέρας μετά Χριστόν χιλιετίας.
* * *
Μετά από όλα αυτά, τό απορίας άξιον δέν είναι πώς ο Πίνδαρος βρίσκεται στή βιβλιοθήκη τής Μονής τών Ιβήρων· αλλά, αντιθέτως, θά ήταν παράδοξο άν δέν υπήρχε σ’ αυτήν. Τή στιγμή πού η βιβλιοθήκη τής Μονής Ιβήρων θεωρείται μιά από τίς πιό σημαντικές τής Ελλάδος καί τής Ευρώπης, δέν υπήρξε ποτέ απλός χώρος φυλάξεως νεκρών καί μή χρησιμοποιουμένων τόμων, αλλ’ ιερό τέμενος πνευματικής καλλιέργειας μέ τή μορφή μελέτης καί προσευχής. Χώρος όπου αφιέρωσαν τίς βιβλιοθήκες των - καί πολλοί δούλεψαν σ’ αυτόν - επώνυμοι Άγιοι, θεολόγοι καί ιεράρχες από παλαιά μέχρι σήμερα. Καί όπου, εκτός τών εκκλησιαστικού καί θεολογικού περιεχομένου χειρογράφων καί εντύπων, φυλάσσεται σημαντικός αριθμός χειρογράφων, αρχετύπων καί παλαιτύπων μέ έργα τών μεγάλων αντιπροσώπων τής επικής, τραγικής καί λυρικής ποιήσεως. Έτσι, παρακολουθείς πώς ο επικός αγώνας τών αρχαίων, περνώντας μέσα από τό δράμα τής ανθρώπινης τραγικότητας, φυσιολογικά τούς οδηγεί στήν ουράνια λυρικότητα τής καινής κτίσεως· πώς από τούς κλασικούς φιλοσόφους καί ποιητές τού αρχαίου κόσμου προχωρούμε στούς μεγάλους Πατέρες καί μελωδούς τής Εκκλησίας, τούς όντως Οικουμενικούς διδασκάλους.
Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) είναι Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Ορους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου