Μάρκος ο Αθηναίος - ο γίγαντας της ερήμου
Ήταν μια φορά στην παλιά την Αίγυπτο δύο Άγιοι Πατέρες και ασκήτευαν μέσα στην βαθιά την έρημο.
Και ο Αββάς Σεραπίονας τον ρώτησε:
—«Πες μου, Άγιε Γέροντα, πως ήλθες σε τούτο το σπήλαιον;».
Και ο Άγιος του αποκρίθηκε:
«Εγώ τέκνον μου, γεννήθηκα στην Αθήνα, Έλληνας ειδωλολάτρης. Οι γονιοί μου με βάλανε να σπουδάζω, να γίνω φιλόσοφος, όπως γίνονται οι μάταιοι άνθρωποι της πατρίδας μου. Μα ο Κύριος με ελέησε κι έγινα Χριστιανός, κι έβγαλα από πάνω μου τον παλιό τον άνθρωπο, όπως το φίδι βγάζει το δέρμα του. Κι αποθάνανε οι γονιοί μου κι' είπα:
«Θνητός άνθρωπος είμαι κι εγώ σαν τους πατεράδες μου. Τι όφελος θα απολαύσω από τούτον τον μάταιο τον κόσμο;».
Σηκώθηκα κι απαράτησα τον κόσμο σ' εκείνους, που τον αγαπάνε κι εγώ ήρθα στην Αλεξάνδρεια. Κι από την Αλεξάνδρεια βγήκα στον άμμο και περπάτησα πολλές μέρες και πολλές νύχτες, περπάτησα μερόνυχτα πολλά με πόθο να φτάσω σε μέρος, που δεν είναι άνθρωπος. Περπάτησα σ' ένα λάκκο μεγάλο κι είδα δένδρα πετρωμένα, πλην άνθρωπο δεν είδα, ως που έφτασα στα βουνά Ζαμπαράχ κοντά στην θάλασσα. Από κει περπάτησα σαράντα μέρες, οδηγούμενος από τον Θεό κι έφτασα πια σε τούτο το μέρος. Και τα ποδάρια μου με φέραν ίσια σε τούτο το σπήλαιον, δίχως να τα κυβερνώ εγώ.Ενενήντα πέντε χρόνια δεν είδα άνθρωπο, μήτε αγρίμι, μήτε πουλί, μήτε ψωμί έφαγα, μήτε ντύθηκα με ρούχο. Τριάντα χρόνια έζησα με πολλή στενοχώρια, με πείνα και με δίψα και με παγίδες του διαβόλου. Έφαγα, τέκνον μου, χώμα από την πολλή μου πείνα, και από την πολλή μου δίψα ήπια νερό της θάλασσας. Είκοσι χρόνια ήμουνα γυμνός, ως ο Αδάμ. Τα δαιμόνια με σέρνανε να με ρίξουνε στη θάλασσα και φωνάζανε: «Φεύγα από τον τόπο μας καλόγερε. Από την αρχή του κόσμου δεν ήλθε άνθρωπος σε τούτο το μέρος και συ πως αποκότησες και ήρθες;». Κι εγώ καρτέρησα είκοσι χρόνια πεινασμένος και γυμνός. Και η ευσπλαχνία του Κυρίου έκανε κι αλλάξανε τα φυσικά του κορμιού και
Η μνήμη του τιμάται στις 5 Μαρτίου |
Ο ένας λεγότανε Ιωάννης κι ο άλλος λεγότανε Σεραπίων.
Ησύχαζαν σ' αυτό το μέρος, ξεχασμένοι. Λογάριαζαν πως κανένας άλλος ασκητής δεν είχε αποτραβηχτεί πιο μακρυά στην έρημο και δόξαζαν τον Θεό.
Μια νύχτα έπεσαν να κοιμηθούν και βλέπει ο Άγιος Σεραπίονας στον ύπνο του, πως σταθήκανε από πάνω του δύο γέροντες, σεβάσμιοι και του είπανε:
Μια νύχτα έπεσαν να κοιμηθούν και βλέπει ο Άγιος Σεραπίονας στον ύπνο του, πως σταθήκανε από πάνω του δύο γέροντες, σεβάσμιοι και του είπανε:
- Πόσα χρόνια ευρίσκεσαι σε τούτη την έρημο και δεν γνωρίζεις την πάρα μέσα έρημο, που είναι η πόρτα της Αιθιοπίας! Εκεί πέρα βρίσκεται το βουνό της Θράκης, και σε δαύτο αγωνίζεται ο Άγιος Μάρκος, γέροντας, βαθύγερος, εκατόν τριάντα χρόνια. Κι έχει εννένηντα χρόνια να δει άνθρωπο. Δεν υπάρχει άλλος ασκητής, που να 'φταξε στα μέτρα που έφταξε εκείνος ο Άγιος. Και σε σαράντα μέρες αναπαύεται.Ξημερώνοντας η μέρα, ιστόρησε τ' όνειρό του ο Αββάς Σεραπίονας στον Αββά Ιωάννη. Κι εκείνος του αποκρίθηκε ότι είναι από τον Θεό.
Τότε ο Αββάς Σεραπίονας ξεκίνησε τον δρόμο του για να πάει να βρει τον Άγιο Μάρκο.
Μαζί του πήρε λιγοστούς χουρμάδες και λίγο νερό σε ένα νεροκολόκυθο. Περπάτησε πάνω στην έρημο 20 μέρες αλλά ο Κύριος τον δρόσιζε και τον σκέπαζε από τον ήλιο.
Τότε ο Αββάς Σεραπίονας ξεκίνησε τον δρόμο του για να πάει να βρει τον Άγιο Μάρκο.
Μαζί του πήρε λιγοστούς χουρμάδες και λίγο νερό σε ένα νεροκολόκυθο. Περπάτησε πάνω στην έρημο 20 μέρες αλλά ο Κύριος τον δρόσιζε και τον σκέπαζε από τον ήλιο.
Στις είκοσι μέρες σώθηκε το νερό, που είχε στο νεροκολόκυθο, κι' έπεσε σαν αποθαμένος. Τότε βλέπει πάλιν τους δύο γέροντας και σταθήκανε μπροστά του. Ο ένας από δαύτους τού έδωσε κάποια ρίζα από δένδρο κομίδι και του είπε:
- Πάρε τούτη τη ρίζα και πήγαινε, με την δύναμη του Θεού.
Ύστερα του δείξανε τον δρόμο και χαθήκανε. Και παρευθύς ξύπνησε και κίνησε κατά το μέρος, που του δείξανε.
Περπάτησε επτά μέρες σε κάποια ερημιά ακόμη πιο τρομερή κι' έγλυφε την ρίζα, που βαστούσε στο χέρι του, για να ξεδιψάσει. Ώσπου έφτασε σε ένα βουνό πολύ υψηλό.
Επιασε κι ανέβαινε άλλες επτά μέρες. Και στις επτά μέρες νυχτώθηκε μπροστά σε μια σπηλιά. Πήγε μπροστά στο στόμα της σπηλιάς κι άκουσε τον Άγιο Μάρκο να κάνει την προσευχή του, μέσα στη σπηλιά.Κι αφού προσευχήθηκε, βγήκε στην πόρτα της σπηλιάς και φώναξε δακρυσμένος:
- Πάρε τούτη τη ρίζα και πήγαινε, με την δύναμη του Θεού.
Ύστερα του δείξανε τον δρόμο και χαθήκανε. Και παρευθύς ξύπνησε και κίνησε κατά το μέρος, που του δείξανε.
Περπάτησε επτά μέρες σε κάποια ερημιά ακόμη πιο τρομερή κι' έγλυφε την ρίζα, που βαστούσε στο χέρι του, για να ξεδιψάσει. Ώσπου έφτασε σε ένα βουνό πολύ υψηλό.
Επιασε κι ανέβαινε άλλες επτά μέρες. Και στις επτά μέρες νυχτώθηκε μπροστά σε μια σπηλιά. Πήγε μπροστά στο στόμα της σπηλιάς κι άκουσε τον Άγιο Μάρκο να κάνει την προσευχή του, μέσα στη σπηλιά.Κι αφού προσευχήθηκε, βγήκε στην πόρτα της σπηλιάς και φώναξε δακρυσμένος:
- «Αββά Σεραπίονα».
Ο Αββάς τ' αποκρίθηκε φοβισμένος:
- «Ευλόγησέ με Γέροντα».
Και ο Άγιος Μάρκος είπε:
- «Η ειρήνη του Χριστού να 'ναι πάνω σου. Έλα σίμωσέ με, τέκνον μου».
Ο Αββάς Σεραπίονας πήγε κοντά του κι' έκαμε μετάνοια. Και ο Μάρκος του λέγει:
- «Ο Κύριος να σου δώσει το μισθό σου, τέκνον μου, την ημέρα της Κρίσεως, επειδής έκαμες πολύ κόπο να 'ρθης σε τούτο το άγριο το μέρος, για μένα, τον καταφρονεμένο».
Και μπήκανε μέσα στην σπηλιά και καθήσανε μέσα στο σκοτάδι. Και λέγει πάλιν ο Άγιος Μάρκος:
—«Εννενηνταπέντε χρόνια έχω που δεν είδα άνθρωπο. Και τώρα βλέπω τ' Άγιο το πρόσωπο σου».
Διήγησις του Αγίου Μάρκου
Ο Αββάς τ' αποκρίθηκε φοβισμένος:
- «Ευλόγησέ με Γέροντα».
Και ο Άγιος Μάρκος είπε:
- «Η ειρήνη του Χριστού να 'ναι πάνω σου. Έλα σίμωσέ με, τέκνον μου».
Ο Αββάς Σεραπίονας πήγε κοντά του κι' έκαμε μετάνοια. Και ο Μάρκος του λέγει:
- «Ο Κύριος να σου δώσει το μισθό σου, τέκνον μου, την ημέρα της Κρίσεως, επειδής έκαμες πολύ κόπο να 'ρθης σε τούτο το άγριο το μέρος, για μένα, τον καταφρονεμένο».
Και μπήκανε μέσα στην σπηλιά και καθήσανε μέσα στο σκοτάδι. Και λέγει πάλιν ο Άγιος Μάρκος:
—«Εννενηνταπέντε χρόνια έχω που δεν είδα άνθρωπο. Και τώρα βλέπω τ' Άγιο το πρόσωπο σου».
Διήγησις του Αγίου Μάρκου
Και ο Αββάς Σεραπίονας τον ρώτησε:
—«Πες μου, Άγιε Γέροντα, πως ήλθες σε τούτο το σπήλαιον;».
Και ο Άγιος του αποκρίθηκε:
«Εγώ τέκνον μου, γεννήθηκα στην Αθήνα, Έλληνας ειδωλολάτρης. Οι γονιοί μου με βάλανε να σπουδάζω, να γίνω φιλόσοφος, όπως γίνονται οι μάταιοι άνθρωποι της πατρίδας μου. Μα ο Κύριος με ελέησε κι έγινα Χριστιανός, κι έβγαλα από πάνω μου τον παλιό τον άνθρωπο, όπως το φίδι βγάζει το δέρμα του. Κι αποθάνανε οι γονιοί μου κι' είπα:
«Θνητός άνθρωπος είμαι κι εγώ σαν τους πατεράδες μου. Τι όφελος θα απολαύσω από τούτον τον μάταιο τον κόσμο;».
Σηκώθηκα κι απαράτησα τον κόσμο σ' εκείνους, που τον αγαπάνε κι εγώ ήρθα στην Αλεξάνδρεια. Κι από την Αλεξάνδρεια βγήκα στον άμμο και περπάτησα πολλές μέρες και πολλές νύχτες, περπάτησα μερόνυχτα πολλά με πόθο να φτάσω σε μέρος, που δεν είναι άνθρωπος. Περπάτησα σ' ένα λάκκο μεγάλο κι είδα δένδρα πετρωμένα, πλην άνθρωπο δεν είδα, ως που έφτασα στα βουνά Ζαμπαράχ κοντά στην θάλασσα. Από κει περπάτησα σαράντα μέρες, οδηγούμενος από τον Θεό κι έφτασα πια σε τούτο το μέρος. Και τα ποδάρια μου με φέραν ίσια σε τούτο το σπήλαιον, δίχως να τα κυβερνώ εγώ.Ενενήντα πέντε χρόνια δεν είδα άνθρωπο, μήτε αγρίμι, μήτε πουλί, μήτε ψωμί έφαγα, μήτε ντύθηκα με ρούχο. Τριάντα χρόνια έζησα με πολλή στενοχώρια, με πείνα και με δίψα και με παγίδες του διαβόλου. Έφαγα, τέκνον μου, χώμα από την πολλή μου πείνα, και από την πολλή μου δίψα ήπια νερό της θάλασσας. Είκοσι χρόνια ήμουνα γυμνός, ως ο Αδάμ. Τα δαιμόνια με σέρνανε να με ρίξουνε στη θάλασσα και φωνάζανε: «Φεύγα από τον τόπο μας καλόγερε. Από την αρχή του κόσμου δεν ήλθε άνθρωπος σε τούτο το μέρος και συ πως αποκότησες και ήρθες;». Κι εγώ καρτέρησα είκοσι χρόνια πεινασμένος και γυμνός. Και η ευσπλαχνία του Κυρίου έκανε κι αλλάξανε τα φυσικά του κορμιού και
φυτρώσανε τρίχες σε όλο το κορμί μου. Ενας άγγελος μου έφερνε να φάγω, κι έβλεπα τους αγγέλους να κατεβαίνουνε κοντά μου, και θωρούσα την Βασιλείαν των Ουρανών και τα Μοναστήρια, που κάθονται οι ψυχές των Αγίων».
Κι εκεί που μιλούσε ο Άγιος Μάρκος, πέρασε η νύχτα και γλυκοχάραξε η μέρα. Κι ο Αββάς Σεραπίονας είδε τότε το κορμί του Αγίου Μάρκου σκεπασμένο από τρίχες πυκνές, σαν ήτανε θηρίο, και τον έπιασε φόβος και τρόμαξε, γιατί δεν είχε όψη ανθρωπινή, και δεν ξεχώριζε πως ήτανε άνθρωπος πάρεξ μονάχα από την ομιλία που έβγαζε από το στόμα του. Κι ο Άγιος Μάρκος είπε:
- «Μη φοβάσαι, τέκνον μου, από την όψη ετούτου του κορμιού, γιατί είναι πρόσκαιρο».
Κι εκεί που μιλούσε ο Άγιος Μάρκος, πέρασε η νύχτα και γλυκοχάραξε η μέρα. Κι ο Αββάς Σεραπίονας είδε τότε το κορμί του Αγίου Μάρκου σκεπασμένο από τρίχες πυκνές, σαν ήτανε θηρίο, και τον έπιασε φόβος και τρόμαξε, γιατί δεν είχε όψη ανθρωπινή, και δεν ξεχώριζε πως ήτανε άνθρωπος πάρεξ μονάχα από την ομιλία που έβγαζε από το στόμα του. Κι ο Άγιος Μάρκος είπε:
- «Μη φοβάσαι, τέκνον μου, από την όψη ετούτου του κορμιού, γιατί είναι πρόσκαιρο».
Κατόπιν ο Άγιος ερώτησε τον Αββά Σεραπίονα τι γίνεται στον κόσμο εάν οι διωγμοί των Χριστιανών έπαψαν και οι Έλληνες ήταν ακόμα ειδωλολάτρες.
Και βράδιασε η μέρα κι είπε ο Άγιος Μάρκος:
—«Τέκνον μου, Σεραπίονα, είναι καιρός να κάνουμε αγάπη».
Και άπλωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε. Και μπήκανε στη σπηλιά και είδανε ένα τραπέζι κι' ένα ψωμί που άχνιζε επάνω στο τραπέζι και δυο ψητά ψάρια και λάχανα τρυφερά κι ελιές και χουρμάδες κι έναν μαστραπά νερό και καθίσαν.
Κι είπε ο Άγιος Μάρκος:
—«Ευλόγησον». Και παρευθείς φάνηκε ένα χέρι, κι ευλόγησε την τράπεζαν. Κι ο Άγιος Μάρκος είπε:
—«Ευλόγησον, Κύριε, την βρώσιν και την πόσιν πάντοτε και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Και σαν αποφάγανε, έκανε την ευχαριστία ο Άγιος Μάρκος και παρευθύς η τράπεζα σηκώθηκε, όπως στρώθηκε. Κι είπε ο Άγιος Μάρκος στον Αββά Σεραπίονα:
- «Είδες, τέκνον μου, πόσο αγαπά ο Θεός τους δούλους Του;» και σώπασε... Μετά πολλή ώρα άνοιξε το στόμα του κι είπε:
- «Σήμερον, τέκνον μου, τελειώνει το μέτρον της ζωής μου, και έστειλεν ο Κύριος να κηδέψεις με τ' αγιασμένα χέρια σου το καταφρονεμένο κορμί μου». Και δεν είπε άλλον λόγο όλη την ημέρα. Και προς το βράδυ λέγει στον Αββά Σεραπίονα:
- «Αδελφέ, συμπάθησέ με να κάνουμε αγρυπνία τούτη τη νύχτα».
Ψάλλανε από το ψαλτήρι. Κι ο Άγιος Μάρκος, σα νάχε βιβλίο μπροστά του, δίχως να μάθει ποτές του γράμματα της Εκκλησίας έψαλε λυπητερά και ταπεινά. Και σαν αποτελειώσανε το ψαλτήρι, γύρισε ο Άγιος Μάρκος και είπε στον Αββά Σεραπίονα:
- «Αδελφέ Σεραπίονα, το σώμα μου κήδεψέ το μέσα σε τούτο το σπήλαιο. Κι άφησέ το μέσα, και φράξε το στόμα του με πέτρες. Κι ύστερα να φύγεις, να μην μείνεις σε τούτο το μέρος».
Ο Αββάς Σεραπίονας άρχισε να κλαίει. Και ο Αββάς Μάρκος του είπε:
- «Μην κλαις, τέκνον μου, σήμερα που είναι η μέρα της χαράς μου. Ο Θεός, που σου έδειξε τον δρόμο, για να έλθεις, θα σου δείξει και το δρόμο για να γυρίσεις πίσω στην κέλλα σου. Πλην δεν θα γυρίσεις από τον δρόμο, που ήρθες. Αδελφέ Σεραπίονα, τούτη ημέρα είναι η πιο μεγάλη απ' όλες τις μέρες τις ζωής μου. Σήμερα η ψυχή μου αφήνει το παθιασμένο το κορμί μου και πηγαίνει να ξεκουραστεί από τους κόπους κι από την αμαρτία».
Ο Άγιος Μάρκος αποχαιρετά τον κόσμο
—«Τέκνον μου, Σεραπίονα, είναι καιρός να κάνουμε αγάπη».
Και άπλωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε. Και μπήκανε στη σπηλιά και είδανε ένα τραπέζι κι' ένα ψωμί που άχνιζε επάνω στο τραπέζι και δυο ψητά ψάρια και λάχανα τρυφερά κι ελιές και χουρμάδες κι έναν μαστραπά νερό και καθίσαν.
Κι είπε ο Άγιος Μάρκος:
—«Ευλόγησον». Και παρευθείς φάνηκε ένα χέρι, κι ευλόγησε την τράπεζαν. Κι ο Άγιος Μάρκος είπε:
—«Ευλόγησον, Κύριε, την βρώσιν και την πόσιν πάντοτε και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Και σαν αποφάγανε, έκανε την ευχαριστία ο Άγιος Μάρκος και παρευθύς η τράπεζα σηκώθηκε, όπως στρώθηκε. Κι είπε ο Άγιος Μάρκος στον Αββά Σεραπίονα:
- «Είδες, τέκνον μου, πόσο αγαπά ο Θεός τους δούλους Του;» και σώπασε... Μετά πολλή ώρα άνοιξε το στόμα του κι είπε:
- «Σήμερον, τέκνον μου, τελειώνει το μέτρον της ζωής μου, και έστειλεν ο Κύριος να κηδέψεις με τ' αγιασμένα χέρια σου το καταφρονεμένο κορμί μου». Και δεν είπε άλλον λόγο όλη την ημέρα. Και προς το βράδυ λέγει στον Αββά Σεραπίονα:
- «Αδελφέ, συμπάθησέ με να κάνουμε αγρυπνία τούτη τη νύχτα».
Ψάλλανε από το ψαλτήρι. Κι ο Άγιος Μάρκος, σα νάχε βιβλίο μπροστά του, δίχως να μάθει ποτές του γράμματα της Εκκλησίας έψαλε λυπητερά και ταπεινά. Και σαν αποτελειώσανε το ψαλτήρι, γύρισε ο Άγιος Μάρκος και είπε στον Αββά Σεραπίονα:
- «Αδελφέ Σεραπίονα, το σώμα μου κήδεψέ το μέσα σε τούτο το σπήλαιο. Κι άφησέ το μέσα, και φράξε το στόμα του με πέτρες. Κι ύστερα να φύγεις, να μην μείνεις σε τούτο το μέρος».
Ο Αββάς Σεραπίονας άρχισε να κλαίει. Και ο Αββάς Μάρκος του είπε:
- «Μην κλαις, τέκνον μου, σήμερα που είναι η μέρα της χαράς μου. Ο Θεός, που σου έδειξε τον δρόμο, για να έλθεις, θα σου δείξει και το δρόμο για να γυρίσεις πίσω στην κέλλα σου. Πλην δεν θα γυρίσεις από τον δρόμο, που ήρθες. Αδελφέ Σεραπίονα, τούτη ημέρα είναι η πιο μεγάλη απ' όλες τις μέρες τις ζωής μου. Σήμερα η ψυχή μου αφήνει το παθιασμένο το κορμί μου και πηγαίνει να ξεκουραστεί από τους κόπους κι από την αμαρτία».
Ο Άγιος Μάρκος αποχαιρετά τον κόσμο
Κι εκεί που τα έλεγε αυτά τα λόγια, γέμιζε η σπηλιά από φως, πιο δυνατό από τον ήλιο και το βουνό γέμισε ευωδία. Κι ο Άγιος Μάρκος έπιασε από το χέρι τον Αββά Σεραπίονα κι άρχισε να αποχαιρετά τον κόσμο. Και σαν είπε τούτα, γονάτισε και σήκωσε τα χέρια του κι είπε:
- «Κύριε, Κύριε, προστάτεψε κι αποσκέπασε τον Κόσμον Σου, κρύψε από τα μάτια Σου τ' αμαρτωλά τα έργα του».
Ύστερα σηκώθηκε κι ασπάσθηκε τον Αββά Σεραπίονα κι είπε:
- «Έχε γεια κι εσύ, αδελφέ Σεραπίονα. Ο Χριστός να σου δώσει το μισθό σου, δια τους κόπους πού έκανες για μένα, την ημέρα της Παρουσίας Του.
Σ' εξορκίζω, τέκνον μου, στο Όνομα του Θεού, να μην πάρεις τίποτε από το κορμί μου, μήτε και μια τρίχα. Μην σιμώσεις στο κορμί μου ρούχο ή πανί, και ας είναι για σάβανο μου οι τρίχες, που μ' έντυσε ο Κύριος».
Σαν έπαψε να μιλά, ακούσθηκε μια φωνή από τον Ουρανό κι έλεγε:
- «Φέρτε μου τον αγωνιστή της ερήμου, το στύλο της ερήμου, το στύλο της υπομονής, τον ευλογημένο και τον πιστό το δούλο μου. Μάρκε, Μάρκε έλα ν' αναπαυτής στην χώρα της δικαιοσύνης». Κι ο Άγιος Μάρκος λέγει στον Αββά Σεραπίονα:
- «Αδελφέ μου, Σεραπίονα, ας γονατίσουμε» ενώ έλεγε σε Κάποιον Αλλον: «Άνοιξε την αγκαλιά σου».
Και σηκώθηκε επάνω ο Αββάς Σεραπίονας και γύρισε και είδε την ψυχήν του Αγίου Μάρκου ντυμένη μ' άσπρη στολή και την κρατούσανε οι Άγγελοι και την πηγαίνανε στον Ουρανό. Κι άνοιξε η σκέπη τ' Ουρανού. Κι είδε τα εναέρια τελώνεια που ήθελαν ν' αρπάξουν την ψυχή του Αγίου Μάρκου κι' ακούστηκε μια φωνή τρομερή που έλεγε:
- «Φύγετε πνεύματα του σκοταδιού μπροστά στο φως».
Και γίνηκε ταραχή μεγάλη και μποδίστηκε η ψυχή του Αγίου Μάρκου ίσαμε μία ώρα. Κι ύστερα ακούστηκε μια φωνή κι' έλεγε:
- «Σηκώστε την ψυχή του δούλου Μου».
Τα δαιμόνια παραμερίσανε κι είδε ο Αββάς Σεραπίονας ένα χέρι που άπλωσε από τον Ουρανό και πήρε την ψυχή του Αγίου
Μάρκου. Και δεν την ξαναείδε κι ήτανε τρίτη ώρα της νύχτας. Ο Αββάς Σεραπίονας προσευχόταν όλη την νύχτα και σαν ξημέρωσε έψαλλε τα νεκρώσιμα επάνω στο Άγιο λείψανο. Δεν το άγγιξε, μήτε το μετατόπισε, μήτε σίμωσε σε δαύτο ρούχο, τίποτε. Βγήκε έξω, πήρε πέτρες, έφραξε το στόμα της σπηλιάς και κατέβηκε από το βουνό.
Παρακαλούσε τον Θεό να τον στηρίξει να περάσει κείνη την φοβερή την έρημο. Και την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, βλέπει μπροστά του δύο γέροντες, που τους
είχε ειδωμένους στο όνειρό του, και του είπανε:
- «Κήδεψες λείψανο, που δεν του αξίζει όλος ο κόσμος. Έλα μαζί μας και θα περπατήσουμε όλη τη νύχτα, για να μην χάσεις την δύναμη σου από την κάψα της ημέρας».
Και περπατήσανε και οι τρεις μαζί ίσα με το πρωί. Και το πρωί του είπανε:
- «Πήγαινε στην ευχή του Θεού». Και χαθήκανε από τα μάτια του κι' είδε πως στεκότανε μπροστά στην πόρτα της Εκκλησίας, στο κελί της μετανοίας του.
Θαύμασε και θυμήθηκε τα λόγια, που είχε πει ο Άγιος Μάρκος, πως «δεν θα γυρίσεις στον τόπο σου από την ίδια στράτα που ήλθες».
Ο Αββάς Ιωάννης άκουσε την φωνή του και βγήκε από το κελί του και του είπε:
—«Καλώς όρισες Αββά Σεραπίονα». Και μπήκανε στην Εκκλησία και δοξάσανε τον Θεό.
Κι είπε ο Αββας Ιωάννης στον Αββά Σεραπίονα:
—«Αδελφέ, εκείνος ήτανε αληθινός Χριστιανός. Εμείς είμαστε με τ' όνομα μονάχα Χριστιανοί. Πλην με τα έργα δεν είμαστε καθόλου ολότελα. Δόξα στο Θεό που μας αξίώνει να βλέπουμε τους Αγίους Του. Αμήν».
- «Κύριε, Κύριε, προστάτεψε κι αποσκέπασε τον Κόσμον Σου, κρύψε από τα μάτια Σου τ' αμαρτωλά τα έργα του».
Ύστερα σηκώθηκε κι ασπάσθηκε τον Αββά Σεραπίονα κι είπε:
- «Έχε γεια κι εσύ, αδελφέ Σεραπίονα. Ο Χριστός να σου δώσει το μισθό σου, δια τους κόπους πού έκανες για μένα, την ημέρα της Παρουσίας Του.
Σ' εξορκίζω, τέκνον μου, στο Όνομα του Θεού, να μην πάρεις τίποτε από το κορμί μου, μήτε και μια τρίχα. Μην σιμώσεις στο κορμί μου ρούχο ή πανί, και ας είναι για σάβανο μου οι τρίχες, που μ' έντυσε ο Κύριος».
Σαν έπαψε να μιλά, ακούσθηκε μια φωνή από τον Ουρανό κι έλεγε:
- «Φέρτε μου τον αγωνιστή της ερήμου, το στύλο της ερήμου, το στύλο της υπομονής, τον ευλογημένο και τον πιστό το δούλο μου. Μάρκε, Μάρκε έλα ν' αναπαυτής στην χώρα της δικαιοσύνης». Κι ο Άγιος Μάρκος λέγει στον Αββά Σεραπίονα:
- «Αδελφέ μου, Σεραπίονα, ας γονατίσουμε» ενώ έλεγε σε Κάποιον Αλλον: «Άνοιξε την αγκαλιά σου».
Και σηκώθηκε επάνω ο Αββάς Σεραπίονας και γύρισε και είδε την ψυχήν του Αγίου Μάρκου ντυμένη μ' άσπρη στολή και την κρατούσανε οι Άγγελοι και την πηγαίνανε στον Ουρανό. Κι άνοιξε η σκέπη τ' Ουρανού. Κι είδε τα εναέρια τελώνεια που ήθελαν ν' αρπάξουν την ψυχή του Αγίου Μάρκου κι' ακούστηκε μια φωνή τρομερή που έλεγε:
- «Φύγετε πνεύματα του σκοταδιού μπροστά στο φως».
Και γίνηκε ταραχή μεγάλη και μποδίστηκε η ψυχή του Αγίου Μάρκου ίσαμε μία ώρα. Κι ύστερα ακούστηκε μια φωνή κι' έλεγε:
- «Σηκώστε την ψυχή του δούλου Μου».
Τα δαιμόνια παραμερίσανε κι είδε ο Αββάς Σεραπίονας ένα χέρι που άπλωσε από τον Ουρανό και πήρε την ψυχή του Αγίου
Μάρκου. Και δεν την ξαναείδε κι ήτανε τρίτη ώρα της νύχτας. Ο Αββάς Σεραπίονας προσευχόταν όλη την νύχτα και σαν ξημέρωσε έψαλλε τα νεκρώσιμα επάνω στο Άγιο λείψανο. Δεν το άγγιξε, μήτε το μετατόπισε, μήτε σίμωσε σε δαύτο ρούχο, τίποτε. Βγήκε έξω, πήρε πέτρες, έφραξε το στόμα της σπηλιάς και κατέβηκε από το βουνό.
Παρακαλούσε τον Θεό να τον στηρίξει να περάσει κείνη την φοβερή την έρημο. Και την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, βλέπει μπροστά του δύο γέροντες, που τους
είχε ειδωμένους στο όνειρό του, και του είπανε:
- «Κήδεψες λείψανο, που δεν του αξίζει όλος ο κόσμος. Έλα μαζί μας και θα περπατήσουμε όλη τη νύχτα, για να μην χάσεις την δύναμη σου από την κάψα της ημέρας».
Και περπατήσανε και οι τρεις μαζί ίσα με το πρωί. Και το πρωί του είπανε:
- «Πήγαινε στην ευχή του Θεού». Και χαθήκανε από τα μάτια του κι' είδε πως στεκότανε μπροστά στην πόρτα της Εκκλησίας, στο κελί της μετανοίας του.
Θαύμασε και θυμήθηκε τα λόγια, που είχε πει ο Άγιος Μάρκος, πως «δεν θα γυρίσεις στον τόπο σου από την ίδια στράτα που ήλθες».
Ο Αββάς Ιωάννης άκουσε την φωνή του και βγήκε από το κελί του και του είπε:
—«Καλώς όρισες Αββά Σεραπίονα». Και μπήκανε στην Εκκλησία και δοξάσανε τον Θεό.
Κι είπε ο Αββας Ιωάννης στον Αββά Σεραπίονα:
—«Αδελφέ, εκείνος ήτανε αληθινός Χριστιανός. Εμείς είμαστε με τ' όνομα μονάχα Χριστιανοί. Πλην με τα έργα δεν είμαστε καθόλου ολότελα. Δόξα στο Θεό που μας αξίώνει να βλέπουμε τους Αγίους Του. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου