Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΛΛΙ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ

ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΛΛΙ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ
1Είναι ένας χαρακτηρισμός που και παλιά έδιναν οι άνθρωποι στην εποχή τους αναπολώντας τα περασμένα. Δεν είναι όμως αρκετός, πιστεύουμε, για να εκφράση την σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα. Τα γεγονόντα αυτά καθεαυτά, η μεταξύ τους σχέση, η σύγκλιση, η έκταση και η ταχύτητα με την οποία εξελίσσονται αναγκάζουν πολλούς να την δούν ως αποκαλυπτική. Η προχωρημένη και γενικευμένη κρίση που επικρατεί σε όλα τα πεδία -είναι περιττό να τα απαριθμήσουμε- δεν έχει αίτια οικονομικά, πολιτικά, αλλά πνευματικά και φανερώνει ότι πίσω από τους ορατούς κρύβεται ο αόρατος εχθρός του Θεού και της ανθρωπότητος.

Αυτός όμως δεν είναι παρά ένα από τα κτίσματα, ικανότερο βέβαια από τον άνθρωπο να κάνη το κακό, ως πνεύμα πονηρό, αδύναμο όμως εμπρός στον Δημιουργό και Κτίστη των απάντων. Γι’ αυτό, και αν τον συναντήση μες στον άνθρωπο, φεύγει μακριά και τα σχεδιά του ματαιώνονται. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να αλώσει ιδιαίτερα τις ορθόδοξες χώρες, ώστε, και αν αυτές είναι μικρές και αδύναμες σαν την Ελλάδα μας. Τον φοβίζουν όσο τίποτε άλλο οι άνθρωποι και οι λαοί που έχουν μέσα τους Χριστό, γι’ αυτό, στην ύστατη προσπάθειά του να απομακρύνει τη Χάρη που έλαβαν με το Βάπτισμα  και το Χρίσμα, έχει επιστρατεύσει όλη του την πονηρία και τους πιο έμπιστους συνεργάτες του.

Μην παρασυρθούμε ωστόσο από τα κατορθώματα που έχει να επιδείξη στην εποχή μας και τον θεωρήσουμε κυρίαρχο των πάντων. Ο μόνος Δυνατός, ο Παντοκράτωρ είναι μαζί μας, μέσα μας, όταν βέβαια τον ακολουθούμε απαρνούμενοι τον εαυτό μας και γινόμαστε μέλη ζωντανά του Σώματός του, της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Με την ενανθρώπησή Του μας έδωσε την δυνατότητα, αν ζούμε σύμφωνα με τις εντολές και το παράδειγμά Του να γινόμαστε μέτοχοι της  Χάριτος του Αγίου Του Πνεύματος η οποία ανασταίνει  τις ψυχές από τώρα και θα δοξάση τα αναστημένα σώματα στην Δευτέρα Παρουσία Του. Εμείς αδικήσαμε τον εαυτό μας, λησμονώντας την ύψιστη αυτή τιμή που μας έκανε ο Υιός και Λόγος του Θεού, να γίνη άνθρωπος, ώστε να μας δώση την δυνατότητα να γίνουμε εμείς θεοί κατά Χάριν.

Αν αναλογιστούμε αυτές τις αλήθειες θα συνειδητοποιήσουμε ότι αίτιοι του κακού και ειδικά της  σημερινής κατάστασης είμαστε εμείς εφ’ όσον μπορούμε να τα αποτρέψουμε με την εν Χριστώ ζωή και δεν το κάνουμε. Αυτό σημαίνει ότι η βασική ευθύνη δεν ανήκει τόσο στον εισηγητή της κακίας όσο σε εμάς που έχουμε την δύναμη και δεν την ενεργοποιούμε.

Ακούμε από τον Κύριο «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην (αρετή) αυτού και ταύτα πάντα (τα γήινα) προστεθήσεται υμίν» και ως χριστιανοί το δεχόμαστε, αλλά μόνο στην θεωρία. Στην καθημερινή ζωή το πρωταρχικό ενδιαφέρον μας έχει μεταφερθή από τον ουρανό, «όπου υπάρχει το πολίτευμά μας» η αληθινή πατρίδα μας, σε τούτη εδώ την γη στην οποία μας έφερε ο Θεός με αποκλειστικό σκοπό να προετοιμασθούμε για την αιωνιότητα.

«Ουδείς αναβέβηκε εις τον ουρανόν μετά ανέσεως» μας λέει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με το στόμα του αββά Ισαάκ και όλων των αγίων της. Εμείς θεωρούμε την άνεση ως αυτονόητο δικαίωμα και την επιδιώκουμε με κάθε τρόπο και χωρίς καμμία συστολή. Έτσι όμως καλλιεργούμε αντί να καταπολεμήσουμε την φιλαυτία μας και προετοιμάζουμε την ψυχή μας να αναζητήση και να δεχθή την αμαρτία. Αυτή είναι που απομακρύνει την Χάρη του Θεού και νεκρώνει έτσι την ψυχή, με αποτέλεσμα να μας βρίσκουν όλα τα κακά, εσωτερικά και εξωτερικά και στην ζωή αυτή και στην αιώνια. Δεν αμαρτάνει βέβαια όποιος χρησιμοποιεί ευχαριστιακά και απολαμβάνει έννομα τα δώρα του Θεού, αφού ο ίδιος μας τα έδωσε  για να αναγώμεθα σ’αυτόν. Αμαρτωλά δεν είναι κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή τα γήινα αγαθά, αλλά η εμπαθής προσκόλληση σε αυτά. Αυτή είναι ακριβώς η μεγάλη πτώση μας γι’αυτό και τώρα ο Θεός επέτρεψε να τα πάρουν στα χέρια τους και να μας τα στερούν οι εχθροί του, μήπως συνέλθουμε από την αχαριστία μας και καταλάβουμε ότι αυτός είναι η πηγή κάθε αγαθού. Αλλά αυτή δεν θα είναι και η έσχατη πτώση; Το ότι θα προτιμήσουν οι πολλοί εκείνον που θα τους υποσχεθή ότι θα τους εξασφαλίση τα γήινα αγαθά αδιαφορώντας για τα ουράνια και πνευματικά και κωφεύοντας στην ολοκάθαρη και πατρική φωνή του αληθινού Θεού η οποία τους βεβαιώνει μέσα από τις Άγιες Γραφές ότι στην μέλλουσα ζωή θα πάνε μαζί μ’ αυτόν που ακολούθησαν στην παρούσα.

Εκείνο που ζητά η ψυχή μας  είναι αδύνατον να μας το χαρίση άλλος εκτός από Αυτόν ο οποίος μας έπλασε αλλά και μας ανέπλασε με την Σταύρωση  και την Ανάστασή Του. Δικαιούται ωστόσο να είναι, καθώς λέει ο ίδιος, Θεός ζηλότυπος και θέλει να Τον αγαπούμε όπως μας Αγαπά Αυτός, με όλη μας την καρδιά. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» μας παραγγέλλει στην Π.Διαθήκη και «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της  καρδίας  σου και εξ όλης της  ψυχής σου και εξ όλης της  δυνάμεώς σου» στην Παλαιά και στην Καινή ως πρώτη και μεγάλη εντολή.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν με την μετάνοια στην αγκαλιά Του παρακαλώντας Τον να μας δώση την διάθεση να Τον αναζητήσουμε, να θέλουμε να Τον αγαπήσουμε και αυτό να γίνει το πρώτο μέλημα της ζωής μας. Ας φροντίσουμε να αναγνωρίσουμε το πλήθος και το μέγεθος των αμαρτιών μας και μη δικαιολογούμε συνεχώς  τον εαυτό μας. Όπως δεν ωφέλησε τους πρωτοπλάστους η δικαιολογία και η μετάθεση της ευθύνης, έτσι και μας. Δεν θα είχε ο νοητός όφις ούτε οι συνανθρωποί μας την δυνατότητα να μας απομακρύνουν από τον Θεό, αν εμείς είχαμε μείνει πιστοί στην Πατρική Του αγάπη και είχαμε εκτιμήσει τα δώρα του.

Ως Πατέρας φιλόστοργος δεν έπαψε ποτέ να μας αγαπά, αλλά περιμένει με μακροθυμία την μετανοιά μας.Όλα αυτά που σήμερα συμβαίνουν στο προσωπικό επίπεδο, στην Ελλάδα αλλά και στο παγκόσμιο προσκήνιο μας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. «Ώρα ημάς εξ ύπνου εγερθήναι» κατά τον Απόστολο. Αν τώρα δεν ξυπνήσουμε, σε λίγο θα είναι πολύ αργά. Ο ύπνος θα γίνη λήθαργος και νάρκη. Η κακομοιριά στην οποία καταδικάσαμε τον εαυτό μας δεν αρμόζει στις εικόνες του Θεού και μάλιστα σε Ορθόδοξους Έλληνες. Δεν μας χάρισε ο Ύψιστος Θεός την ύπαρξη σαν μία παρένθεση μέσα στην ανυπαρξία, ώστε να κυλιώμαστε στα γήινα, μάταια η αμαρτωλά. Όποιος δεν φοβάται τον Κτίστη των απάντων φοβάται και υποδουλώνεται στα κτίσματά Του, αλλά και αντιστρόφως. Μη μας κυριεύση λοιπόν η ηττοπάθεια, ως πρόσωπα και ως έθνος και υποκύπτουμε στις επιβουλές των ορατών και των αοράτων εχθρών. Μας έφεραν προ αλλεπάλληλων τετελεσμένων γεγονότων που κανένας μας δεν θέλει και όμως τα αποδεχόμαστε μοιρολατρικά και σχεδόν αδιαμαρτύρητα.

Εδώ που φθάσαμε είναι πλέον αδύνατον, ανθρωπίνως, να επανέλθουμε στην ομαλότητα, την λογική, την χαρά, την ενότητα, την αγάπη, την  ελευθερία. Ο μόνος που μπορεί να μας βγάλη από το αδιέξοδο και να μας   χαρίση  όλα τα καλά είναι ο Χριστός μας, τον οποίο παραγκωνίσαμε και βάλαμε στην θέση του, στο κέντρο της ζωής τον άνθρωπο, τον εαυτό μας. Καί θα το κάνη αν μετανοήσουμε έμπρακτα και του αναθέσουμε «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών» από τις σωστικές πρεσβείες της Παναγίας Του Μητρός και Υπερμάχου Στρατηγού του γένους των Ορθοδόξων. Δεν θέλει με κανένα τρόπο να προσβάλη το πλάσμα που τίμησε με το κατ’εικόνα Του γι’ αυτό, σεβόμενος το αυτεξούσιο που άλλοι πασχίζουν τώρα να μας στερήσουν, θέλει την συγκατάθεσή μας. Αν παρ’ όλα ταύτα εμείς δεν ταπεινωθούμε, αλλά προτιμήσουμε να αυτονομηθούμε οριστικά από τον φιλάνθρωπο και  Παντοδύναμο  τον Κυριό μας Ιησού Χριστό, τότε κι αυτός αναγκαστικά θα μας εγκαταλείψη και ουσιαστικά θα χάσουμε την επίγεια πατρίδα μας. Όποιος όμως  ξεχωρίσει από την μάζα και Τον ακολουθήσει, θα έχη την δυνατότητα να κερδίσει την ουράνια πατρίδα την οποία επόθησε και προσδοκά. Καί αν ο Κύριός μας δη να αλλάζουμε ομαδικά πορεία να μετανοούμε σαν τους Νινευίτες, μπορεί με ένα νεύμα να μας ελευθερώσει από τα χέρια των εχθρών Του, να ευλογήσει και πάλι την Ελλάδα μας και τις ψυχές να σώσει.

Ας αγωνιστούμε λοιπόν να ελκύσουμε την Χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό και μεταξύ τους, ώστε να επικρατήσει η αγάπη και η ομόνοια, όπως στον ουρανό έτσι στην Ελλάδα μας, στους Ορθοδόξους λαούς -και ποιός δεν το εύχεται- σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ - ΘΛΙΨΕΙΣ

 

Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης: Στις θλίψεις ο Θεός δίνει την αληθινή παρηγοριά


Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης: Στις θλίψεις ο Θεός δίνει την αληθινή παρηγοριά
Ο Θεός βλέπει από κοντά τις ταλαιπωρίες των παιδιών Του και τα παρηγορεί σαν καλός Πατέρας. Γιατί, τι νομίζεις, θέλει να βλέπη το παιδάκι Του να ταλαιπωρήται; Όλα τα βάσανά του, τα κλάματά του, τα λαμβάνει υπ’ όψιν Του και ύστερα πληρώνει. Μόνον ο Θεός δίνει στις θλίψεις την αληθινή παρηγοριά. Γι’ αυτό, άνθρωπος που δεν πιστεύει στην αληθινή ζωή, που δεν πιστεύει στον Θεό, για να Του ζητήση το έλεός Του στις δοκιμασίες που περνάει, είναι όλο απελπισία και δεν έχει νόημα η ζωή του. Πάντα μένει αβοήθητος, απαρηγόρητος και βασανισμένος σ’ αυτήν την ζωή, αλλά καταδικάζει και αιώνια την ψυχή του.

Οι πνευματικοί όμως άνθρωποι, επειδή όλες τις δοκιμασίες τις αντιμετωπίζουν κοντά στον Χριστό, δεν έχουν δικές τους θλίψεις. Μαζεύουν τις πολλές πίκρες των άλλων, αλλά παράλληλα μαζεύουν και την πολλή αγάπη του Θεού. Όταν ψάλλω το τροπάριο «Μη καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία, Παναγία Δέσποινα», καμμιά φορά σταματώ στο «αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου…».

Αφού δεν έχω θλίψη, πως να πω «θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι»; Ψέμματα να πω; Στην πνευματική αντιμετώπιση δεν υπάρχει θλίψη, γιατί, όταν ο άνθρωπος τοποθετηθή σωστά, πνευματικά, όλα αλλάζουν. Αν ο άνθρωπος ακουμπήση την πίκρα του πόνου του στον γλυκύ Ιησού, οι πίκρες και τα φαρμάκια του μεταβάλλονται σε μέλι.

Αν καταλάβη κανείς τα μυστικά της πνευματικής ζωής και τον μυστικό τρόπο με τον οποίο εργάζεται ο Θεός, παύει να στεναχωριέται για ό,τι του συμβαίνει, γιατί δέχεται με χαρά τα πικρά φάρμακα που του δίνει ο Θεός για την υγεία της ψυχής του. Όλα τα θεωρεί αποτελέσματα της προσευχής του, αφού ζητάει συνέχεια από τον Θεό να του λευκάνη την ψυχή. Όταν όμως οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις δοκιμασίες κοσμικά, βασανίζονται. Αφού ο Θεός όλους μας παρακολουθεί, πρέπει να παραδίνεται κανείς εν λευκώ σ’ Αυτόν. Αλλιώς είναι βάσανο· ζητάει να του έρθουν όλα, όπως εκείνος θέλει, αλλά δεν του έρχονται όλα όπως τα θέλει, και ανάπαυση δε βρίσκει.

Είτε χορτάτος είναι κανείς είτε νηστικός, είτε τον επαινούν, είτε τον αδικούν, πρέπει να χαίρεται και να τα αντιμετωπίζη όλα ταπεινά και με υπομονή. Τότε ο Θεός συνέχεια θα του δίνη ευλογίες, ώσπου να φθάση η ψυχή του σε σημείο να μη χωράη, να μην αντέχη την καλωσύνη του Θεού. Και, όσο θα προχωράη πνευματικά, τόσο θα βλέπη την αγάπη του Θεού σε μεγαλύτερο βαθμό και θα λειώνη από την αγάπη Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λόγοι Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου: Δ’ Οικογενειακή ζωή”

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΑΠΙΣΤΟΙ & ΠΙΣΤΟΙ

Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν: Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!

            



284842_195443667183582_100001538496307_531651_2695262_n.jpg


Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, εί­ναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;


Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλο­φορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψο­κινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυ­ναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδά­σκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα ανα­στάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγά­νια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύ­ναμη και την έλξη του Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρω­τήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλή­θεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλά­σουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυ­πνους κι άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιά­νονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαι­ναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάν­τροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέ­τοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύ­χτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.

panagios tafos ihsoy.jpgΚαι τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμέ­να με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέ­τρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδα­ληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρη­ση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυ­μνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυ­λίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιω­άννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλά­ει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπατα­λήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωρι­στά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυ­λιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυ­ρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυ­τοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγί­δες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δει­λία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πί­στεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβο­λία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελ­φούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελλάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατώρθωναν κάτι τέτοιο;
Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνι­σθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;

pasxalia22.jpgΚαι αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκω­θούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως εί­χαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατα­σκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέ­πτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδεί­ξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι από­στολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επι­κρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώ­πους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρω­ποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπα­θώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλ­λους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεω­ρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρα­νών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυ­ριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερ­φυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπά­κουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλον­τα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μι­σούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναν­τίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.

panagios tafos.jpgΏστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αν­τίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώ­να και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρα­τιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα· αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψα­με, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφα­νωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι από­στολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατή­σουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τε­λείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακο­λουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλε­παν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλ­λους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πεί­σουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύ­ναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυ­ρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγμα­τα.
Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβή­τητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επα­ναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γί­νονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρό­σταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτι­νοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.

AgioFos.jpgΓι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέ­σως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πρά­ξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδει­ξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον εί­δες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δεί­ξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύ­ναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστι­γώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορ­θώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημέ­νου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξα­φανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέ­πειες.
Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρό­σφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χρι­στός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.
Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώ­πινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να κατα­πατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νε­κρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκα­νε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξε­χάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.

Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:


Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των  αιώνων.  Αμήν

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας
Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου

Ἡ διακονία καί ἡ ποιμαντική εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας σ' ὁποιαδήποτε ἐποχή, ἰδιαίτερα δέ σήμερα, ἔχει χρέος νά προσανατολίζεται σταθερά στήν ἐπικαιρότητα καί νά μή παραθεωρῆ τίς ἐπί μέρους πολιτισμικές καταβολές τῶν ἀνθρώπων, στούς ὁποίους ἐκτείνει τή φροντίδα της. Ἐξ ἴσου ἔχει τήν ὑποχρέωση νά ἀναβαπτίζεται συνεχῶς στά θεολογικά ἐκεῖνα κριτήρια, τά ὁποῖα περιγράφουν καί προσδιορίζουν τόν χαρακτῆρα καί τή φυσιογνωμία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι παράλληλα καί συγχρόνως μέ τή σπουδή τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου ὀφείλει νά γνωρίζη τή χριστιανική διάσταση καί ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά προσεγγίση καί νά ποιμάνη; Ποιό εἶναι τό βάθος καί ποιά τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς του;
Εἶναι προφανές ἀπό τή μελέτη τῆς ἐν γένει χριστιανικῆς παραδόσεως ὅτι ὁ ἄνθρωπος, κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ ζῆ καί ἐπιβιώνει μέσα στήν πολλαπλότητα τῆς κοσμικῆς καί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, στήν οὐσία συνιστᾶ "καινήν κτίσιν" (2 Κορ. 5: 17). Ἐνῶ πορεύεται μέσα στήν ἀκατανόητη ἀναγκαιότητα τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου εἶναι ὀντότης μιᾶς ἄλλης τάξεως καί κοινωνίας. Χωρίς νά ἀρνεῖται τόν κόσμο καί τό ἱστορικό, κοινωνικό καί πολιτισμικό του περιβάλλον, ὅπως θά ἤθελε μιά μονιστική μεταφυσική ἤ ἡ μανιχαϊκή ὀντολογία, ἀνατρέπει τή γνωστή κατεύθυνση, ἀπό τή ζωή στό θάνατο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ "μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν" (Ἰω. 5: 24). Χωρίς νά ἀπαρνεῖται τόν κοσμικό χῶρο στόν ὁποῖο ὑπάρχει, δρᾶ καί πορεύεται, ὁ ἄνθρωπος τῆς νέας Διαθήκης ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ζωή του "κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ" (Κολ. 3: 2-3).
Μιά προσεκτική μελέτη τῶν βιβλικῶν δεδομένων μᾶς φέρνει μπροστά στήν ἔννοια τοῦ "καινοῦ ἀνθρώπου". Ἡ ἔννοια αὐτή κατανοήθηκε στή χριστιανική παράδοση σάν ἀφετηριακό καί θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Θά μπορούσαμε ἀπερίφραστα νά ποῦμε ὅτι, ἡ χριστιανική περί ἀνθρώπου διδασκαλία δέν εἶναι στήν οὐσία ἄλλο παρά θεολογία τοῦ "καινοῦ" ἀνθρώπου. Στήν Καινή Διαθήκη καί εἰδικώτερα στή θεολογία τοῦ Παύλου ὁ "καινός ἄνθρωπος" παρίσταται ὡς προϊόν τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ἀντιδιαστέλλεται δέ ἀπό τόν "παλαιόν ἄνθρωπον". Εἶναι γνωστό ὅτι, μέ τήν ἔννοια "παλαιός ἄνθρωπος" ὁ Παῦλος περιγράφει τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 6: 6. Κολ. 3: 9), τόν "ἀπηλλοτριωμένον τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ" (Ἐφ. 4: 18), "τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης" (Ἐφ. 4: 22). Ὁ παλαιός αὐτός ἄνθρωπος παρομοιάζεται μέ "παλαιάν ζύμην", μέ τήν "ζύμην τῆς κακίας καί πονηρίας", πού σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἄχρηστη καί πρέπει νά ἀντικατασταθῆ μέ νέα ζύμη "εἰλικρινείας καί ἀληθείας" (1 Κορ. 5: 7-8).
Ἡ διαλεκτική παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς πτυχές, τρεῖς ἄν θέλετε ἰδιάζουσες ἀναφορές στή θεολογία τοῦ Παύλου. Κατά πρῶτο λόγο ἔχει ἕνα μυστηριακό χαρακτῆρα, χρησιμοποιεῖται δηλ. σέ σχέση μέ τό Βάπτισμα. "Ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη" καί συνετάφη στό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Παρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν" (Ρωμ. 6: 3-6). Τό Βάπτισμα κατανοεῖται ὡς "λουτρόν παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου" (Τίτ. 3: 5). Πρόκειται γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀρχή τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἔνδυση τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 3: 27), πού πραγματώνεται μέ τήν ὑπαρξιακή μετοχή στό θάνατο καί στήν ἀνάστασή Του. Ἔτσι, ἡ μυστηριακή σχέση ἀνάγει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο στή θεανδρική ζωή.
Ἀπό τό μυστηριακό κύκλο ἡ παράσταση μεταφέρεται στόν κύκλο τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καλεῖται νά κινηθῆ ἐλεύθερα καί νά ἐγκαταλείψη "τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἄνθρωπον" (Ἐφ. 4: 22). Ἡ παλαιά ζωή, τήν ὁποία πρέπει νά ἀπαρνηθῆ καί νά νεκρώση ὁ πιστός, περιλαμβάνει κάθε μορφή σαρκικῆς λαγνείας, "πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμία κακήν, καί τήν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία" (Κολ. 3: 5). Γιά νά κτισθῆ ὁ καινός ἄνθρωπος αὐτές οἱ ἐπιθυμίες καί εἰδωλολατρικές ὀρέξεις πρέπει νά φύγουν ἀπό τό σῶμα του, ὅπως φεύγει τό ἔνδυμα μέ τήν ἀπέκδυση. Ἔτσι οἱ πιστοί, "ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον", θά ἐνδυθοῦν, μέ τήν προσωπική τους πλέον ἄσκηση, "τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν" (Κολ. 3: 9-10).
Τήν παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου συνδέει, τέλος, ὁ Παῦλος μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου "οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός" (Κολ. 3: 11). Ἀποτελεῖ βασικό ἀξίωμα τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου, ὅτι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομεῖται ὁ καινός ἄνθρωπος (Ἐφ. 2: 15), ὁ ὁποῖος ἔχει τή δυνατότητα νά ὑψωθῆ "εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ", νά φθάση δηλ. στή θεία ἐπίγνωση καί νά βιώση τήν ἑνότητα τῆς πίστεως (Ἐφ. 4: 13). Σ' αὐτό τό μέτρο ὁ ἀπόλυτα, ὁ αὐθεντικά "καινός ἄνθρωπος" εἶναι, ὅπως σημειώνει ὁ Ἰγνάτιος, ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ὁποῖος πραγματώνει στόν ἑαυτό του τήν ἀνακαίνωση τοῦ παλαιοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος τέμνει καί συγχρόνως ἑνοποιεῖ τήν ἱστορία, προβάλλοντας τόν καινό ἄνθρωπο στήν ἴδια τήν ὑπόστασή Του, "ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ". Καταργεῖ τά παλαιά καί ἑνοποιεῖ τά διεστῶτα, "ἵνα τούς δύο κτίση ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον" (Ἐφ. 2: 11-22).
Τό περί "καινοῦ ἀνθρώπου" τρίπτυχο τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου, ἡ μυστηριακή σφαίρα, ἡ προσωπική πνευματική ζωή καί ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀποτελεῖ σταθερή βάση γιά τήν καταγραφή μιᾶς ὁλοκληρωμένης χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Ἡ μυστηριακή θεμελίωση καί προοπτική τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σύνδεση δηλ. τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, δηλώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ὑψώνεται στό θεανδρικό ἐπίπεδο, ὑπερβαίνει δηλ. τά ὅριά του καί μετέχει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στή θεία ζωή. Ἡ σύνδεση ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τήν προσωπική πνευματική ζωή βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ νέος τρόπος τῆς ὑπάρξεώς του δέν ἔρχεται, σέ καμμιά περίπτωση, σάν κάτι μαγικό, ἀλλά εἶναι σταθερά καρπός τῆς χάριτος βεβαίως καί ἐξ ἴσου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Τέλος, ἡ κατανόηση καί τοποθέτηση τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναιρεῖ κάθε ἄνομη αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου καί κλείνει τό δρόμο στίς ὀλέθριες συνέπειες μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς ἀνθρωπολογίας.  
α) Ὁ θεανδρικός ἄνθρωπος 
Ὁ ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἡ πρώτη καί ἡ μοναδική μορφή βιολογικῆς ὑπάρξεως πού συνδέθηκε ὀργανικά, χάρη στήν κατ' εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία του, μέ τό Δημιουργό του. Ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ μικρός κόσμος τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ὁ "χοῦς ἀπό τῆς γῆς", ὑπῆρξε τό μοναδικό δημιούργημα στό ὁποῖο ὁ Θεός "ἐνεφύσησε... πνοήν ζωῆς" (Γεν. 2: 7). Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, πού μέ τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε μιά αὐτοτελής ὀντότης τῆς κτίσεως, μέ τήν πνοή τοῦ Πνεύματος ὑψώθηκε στή σφαίρα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἡ ζωή του ἔγινε πραγματικά καί ἀληθινά θεοκεντρική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δέν περιορίζεται καί δέν ἐξαντλεῖται στήν ὕλη, ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἔχει τήν ἀναφορά της στό ἀρχέτυπο κάλλος μέ βάση τό ὁποῖο δημιουργήθηκε καί τό ὁποῖο τήν προσδιορίζει. Ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν ὕλη, ἡ ὁποία ἁπλῶς συνιστᾶ τήν κτιστή ὑποδομή τῆς βιολογικῆς του ὑπάρξεως, ἀλλά στό ἄκτιστο ἀρχέτυπο ἀπό τό ὁποῖο λαμβάνει τό θεῖο περιεχόμενό της. Εἶναι τό θεῖο ἀρχέτυπο πού δίνει εὐμορφία καί ὡραιότητα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι τό θεῖο ἀρχέτυπο πού ὑψώνει τόν ἄνθρωπο στίς διαστάσεις τῆς θείας ἀπειρίας. Γίνεται ἔτσι κατανοητό ὅτι τό ὀντολογικό περιεχόμενο τοῦ ἀθρώπου δέν προσδιορίζεται ἀπό τήν ὕλη μέ τήν ὁποία δημιουργεῖται, ἀλλά ἀπό τήν πνοή τῆς ζωῆς μέ τήν ὁποία ἡ ὑλική κτίση λαμβάνει μορφή καί δομή κατ' εἰκόνα Θεοῦ.
Ἐνῶ ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ἀρχική του κλήση, ὁ ἄνθρωπος προωρίσθηκε νά ὑπάρχη σέ σχέση μέ τό Θεό, νά μετέχη δηλ. καί νά κοινωνῆ τῆς θείας ζωῆς, ἐπειδή ἡ κλήση αὐτή δέν ἀποτελοῦσε ἐπιτακτική ἀναγκαιότητα, ἀλλά ὑπέθετε τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τοῦ πλάσματος, ὁ ἄνθρωπος ἐπέλεξε τήν ὁδό τῆς ἀποστασίας. Τόσο ἡ βιβλική θεολογία, ὅσο καί ἡ πατερική ἑρμηνευτική ἀναγνωρίζουν, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἀπόκλιση ἀπό τόν ἀρχικό θεῖο προορισμό εἶναι μέν καταστροφική καί ἀλλοιωτική γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι ὅμως καί αὐτοκατάργηση καί αὐτοεκμηδένισή του. Ἡ πτώση ὁδηγεῖ στό θάνατο ὄχι ὅμως στήν ἀνυπαρξία. Ἡ κακία λεηλατεῖ καί διαστρέφει τήν ὕπαρξη σέ καμμιά ὅμως περίπτωση δέν τήν παύει. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι "παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου" (1 Κορ. 7: 31). Ὁ κόσμος πού ἀρνεῖται νά εὐθυγραμμίση τή ζωή του μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ θά παρέλθη, δέν θά παρέλθη ὅμως αὐτός καθ' ἑαυτόν ὁ κόσμος, ἁπλούστατα γιατί πλάσθηκε ἀπό τό Θεό γιά νά ὑπάρχη.
Θά πρέπει νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ σάν ἀνάπλαση καί ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, σάν διορθωτική κίνηση καί ἐπαναπροσανατολισμό του στήν ἀρχική κλήση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιά διπλή κτίση καί γιά ἐν Χριστῷ ἀνάπλαση καί ἀνακατασκευή τοῦ ἀνθρώπου. "Διπλῆν τῆς φύσεως ἡμῶν τήν κτίσιν ἐγνώκαμεν, τήν τε πρώτην καθ' ἥν ἐπλάσθημεν καί τήν δευτέραν καθ' ἥν ἀνεπλάσθημεν, ἀλλ' οὐκ ἄν ἦν τῆς δευτέρας ἡμῶν κτίσεως χρεία, εἰ μή τήν πρώτην διά τῆς παρακοῆς ἠχρειώσαμεν. Ἐκείνης τοίνυν παλαιωθείσης τε καί ἀφανισθείσης ἔδει καινήν ἐν Χριστῷ γενέσθαι κτίσιν".
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σ' ἕνα ἐξαιρετικά πυκνό κείμενό του, θεωρεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου καί τή δεύτερη κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο παραδοξοτέρα καί ὑψηλοτέρα τῆς πρώτης. Ἁπλούστατα, γιατί στή δεύτερη δημιουργία ἔχουμε "καινήν μῖξιν" καί "παράδοξον κρᾶσιν". Στή δεύτερη δημιουργία ἔχουμε τήν ὑπαρξιακή ἐμπλοκή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, "τό ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου", "ἡ μή κινουμένη σφραγίς" κινεῖται πρός τό κτίσμα καί τό προσλαμβάνει. Πρόκειται γιά μοναδική ἕνωση πού συνεπάγεται τή θέωση τοῦ προσλήμματος. "Ὁ ὤν, γίνεται· καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται· καί ὁ ἀχώρητος, χωρεῖται... Καί ὁ πλήρης, κενοῦται· κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν' ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως... Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολύ τῆς πρώτης παραδοξοτέραν... Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον".
Ἀποτελεῖ σταθερή θέση τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας ὅτι, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται στήν ἄκτιστη ζωή, ἡ φύση του παραλαμβάνεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κτίσεως πραγματώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καί ἀπ' Αὐτόν μεταφέρεται ὡς θεανδρική πραγματικότητα καί συνείδηση, ὡς θεανδρική αἴσθηση καί ἐμπειρία στήν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς οἰκονομίας εἶναι θεανδρικός. Μέ τήν ἔνσαρκο φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ συνδέεται ὀργανικά μέ τή θεότητα. Οἱ Καππαδόκες, καί ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, στήν προσπάθειά τους νά ἑρμηνεύσουν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς θεραπείας καί ἀποκαταστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπιμένουν στήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, μιά συγκεκριμένη καί ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Αὐτή ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δηλώνεται ἤδη στή διήγηση τῆς δημιουργίας. Μέ τήν ἔκφραση τῆς Γενέσεως "ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον" (1: 27) νοεῖται ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ὁ ἄνθρωπος ὄχι ὡς ἄτομο, ἀλλά ὡς γένος. Μέ τή δημιουργική δηλ. ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στήν ὕπαρξη "ἀθρόως" καί "ἐν κεφαλαίῳ" ὄχι ἕνα μέρος ἀλλά "ὅλον τό τῆς ἀνθρωπότητος πλήρωμα". Ἔτσι, ὁ Ἀδάμ, "ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὅλον ἔσχεν ἐν ἑαυτῷ τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τόν ὅρον, καί ὁ ἐξ ἐκείνου γεννηθείς ὡσαύτως ἐν τῷ αὐτῷ τῆς οὐσίας ὑπογράφεται λόγω".
Μόνο ξεκινώντας ἀπ' αὐτή τήν ἀρχή τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μποροῦμε νά κατανοήσουμε γιατί μέ τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ ἔχασε τήν αὐθεντικότητά της ἡ φύση ὁλόκληρη, καί γιατί πάλι μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαταστάθηκε τό πλήρωμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τό ἀνθρώπινο γένος ὡς ὁλότης. Μ' ἄλλα λόγια ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνοντας μιά συγκεκριμένη καί ἀτομική ἀνθρώπινη φύση προσέλαβε ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, λόγω ἀκριβῶς τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔτσι, ὅπως στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ ἔπεσε καί ἀλλοιώθηκε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, κατά ἀνάλογο τρόπο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση ὁλόκληρη ξαναβρῆκε τή γνησιότητα καί τό ἀρχαῖο κάλλος της. Ἡ σωτηρία συνεπῶς ὑποθέτει δύο πράγματα, πρῶτο τήν ἀδιάτμητη ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί δεύτερο τήν ὀντολογική ἕνωση τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ περί τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πατερική διδασκαλία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν κατανόηση τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ὅπως ἐπίσης καί τῆς διακονίας, τήν ὁποία ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο. Ἄν δεχθοῦμε ὅτι τό ἀνθρώπινο γένος στό σύνολό του ἔχει δεχθῆ τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς σαρκώσεως, ὅτι μέ τήν ἐνανθρώπηση ἔχει συντελεσθῆ μιά δομική ἀλλαγή σ' ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά σέκτα τοῦ κόσμου, μιά ἀποκλειστική θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά ἡ μικρά ζύμη πού καλεῖται νά ζυμώση ὅλο τό φύραμα (1 Κορ. 5: 6). Ἄν ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ἐν δυνάμει ἀποκατασταθῆ καί ἐλευθερωθῆ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: νά μεταφέρη στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο τή λύτρωση, ὥστε αὐτό ἐλεύθερα νά ἑδραιώση στήν ὕπαρξή του τή δεδομένη ἐν Χριστῷ θεραπεία τοῦ γένους.
 
β) Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐλευθερίας 
Κατά τήν ἀποκατάσταση τῆς φύσεως πού συντελέσθηκε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπαναβρίσκει τήν ἀρχική λειτουργικότητα καί δυναμικότητά της. Ἡ σωτηρία στή χριστιανική ἀντίληψη ποτέ δέν κατανοήθηκε περιοριστικά, σάν κάτι στάσιμο καί ἀπολιθωμένο. Μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἡ φύση ἐπανατροχοδρομεῖται σέ μιά ἀδιάπαυστα δυναμική καί ἐξελικτική πορεία. Πρόκειται γιά τήν πορεία πρός τό ἀτελεύτητο τέλος τῆς τελειότητος. Ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ δέν θεραπεύει μόνο ἀπό τό κακό πού εἶχε περεισφρύσει παρασιτικά στήν ἀνθρώπινη οὐσία, παράλληλα προάγει τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο στήν τελείωσή του. Στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο παρέχονται ἄπειρες δυνατότητες δημιουργίας προσωπικῆς ἱστορίας. Αὐτό εἶναι ἕνα στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας πού δέν πρέπει σέ καμμιά περίπτωση νά παραθεωρήσουμε.
Ὅταν ὁ Παῦλος προέτρεπε τούς Κολασσαεῖς νά ἀπεκδυθοῦν τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦν "τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος" (3: 9-10), ἐγκαταλείποντας κάθε "ἀκαθαρσίαν", "πάθος" καί "ἐπιθυμίαν κακήν" (3: 5), ἤ ὅταν ζητοῦσε ἀπό τούς Ἐφεσίους "ἀνανεοῦσθαι τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν" (4: 23), δέν ἔδινε ὁδηγίες ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Κατέγραφε τό προνόμιο καί τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου τῆς Καινῆς Διαθήκης νά προχωρῆ ἐλεύθερα σέ μιά ζωή θεανθρώπινης αἰσθήσεως καί ἐπιγνώσεως. Ὑπενθύμιζε στούς ἀνθρώπους τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς κάθε ἐποχῆς, ὑπερβαλλόντως δέ ὑπενθυμίζει στούς χριστιανούς τῆς σημερινῆς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ οἰκονομία ἄνοιξε τό δρόμο στήν προσωπική δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας, μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἐλευθερία του, ἀναγεννᾶται καί ἐπαναφέρει τόν ἑαυτό του στήν πρωταρχική ἑνότητά του. Ὡς κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ μπορεῖ κατευθύνοντας τό αὐτεξούσιό του, νά ἐπανασυγκροτήση τή διασπασμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ὕπαρξή του.
Στήν πατερική παράδοση ἡ ἁμαρτία κατανοεῖται ὡς διάσπαση καί διαστροφή, ὡς τραγική ἀποδιοργάνωση καί ἀναστάτωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, τό κακό εἶναι μιά "παρά φύσιν" κατάσταση πού ὀφείλεται στήν ἀρρώστια τῆς βουλήσεως. Ὁ Ψευδο-Διονύσιος στήν προσπάθειά του νά περιγράψη τή διαλυτική φύση τοῦ κακοῦ χρησιμοποιεῖ μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό ἀρνητικούς ὅρους: τό κακό εἶναι "ἀσυμετρία", "ἄσκοπον", "ἀκαλλές", "ἄζωον", "ἄνουν", "ἄλογον", "ἀτελές", "ἀνίδρυτον", "ἀναίτιον", "ἄγονον", "ἀργόν", "ἀδρανές", "ἄτακτον", "ἀνόμοιον", "ἄπειρον". Τό κακό, αὐτή ἡ ἀποσυνθετική καί ἀλλοτριωτική τῆς ἀληθινῆς ζωῆς δύναμη, θεραπεύεται μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἐναπόκειται ὅμως στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργήση δημιουργικά καί νά κάνη τή θεραπεία τοῦ κακοῦ προσωπική ἱστορία. Ὅταν λέμε ὅτι τό κακό θεραπεύεται μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι τό κακό θεραπεύεται μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία συναντᾶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ δηλ. μέ τήν οἰκονομία Του, σώζεται ἡ χαμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐλευθερία ἐπιστρέφει στόν ἄνθρωπο, καί συνεπῶς μπορεῖ νά πορεύεται πνευματικά καί νά δημιουργῆ ἱστορία ἁγιότητος.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕνα τεράστιο κεφάλαιο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἀνακαίνιση τῆς φύσεως γίνεται προσωπική μέ τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία καί τό πρόσωπο εἶναι ἔννοιες ἀλληλένδετες. Χωρίς ἐλευθερία χάνεται τό πρόσωπο καί ἀφανίζεται ἡ καινή ζωή. Χωρίς τήν ἐλευθερία δέν νοεῖται ἀνακαίνιση, δημιουργική πορεία καί θεία μέθεξη. Ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωπική, ὑποθέτει δηλ. τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ μέ τόν προσωπικό Θεό. Τό ἀνθρώπινο ὅμως πρόσωπο ὑπάρχει καί λειτουργεῖ στή βάση τῆς ἐλευθερίας. Χωρίς τήν ἐλευθερία δέν ὑπάρχει πρόσωπο. Χωρίς τό αὐτεξούσιο δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος κατ' εἰκόνα Θεοῦ, μέ ψυχή λογική. "Ἄνελε ἡμῶν τό αὐτεξούσιον καί οὔτε εἰκών Θεοῦ ἐσόμεθα, οὔτε ψυχή λογική καί νοερά, καί τῷ ὄντι φθαρήσεται ἡ φύσις, οὐκ οὖσα ὅπερ ἔδει αὐτήν εἶναι".
Μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύεται, καί γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τίς δυνατότητες νά διορθώση τίς ψυχικές του λειτουργίες, ὥστε ἡ ψυχή νά ἐπανέλθη στήν ἀρχική κατάστασή της, ὅπως δηλ. εἶχε κτισθῆ ἀπό τό δημιουργό της. Ἡ θεραπευμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια καί προέκταση τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως. Μ' αὐτή ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀπαλείψη ἀπό τή συνείδησή του ὅλες τίς μνῆμες τοῦ κακοῦ, ὅλες τίς συνήθειες καί τάσεις πού καλλιέργησε καί συντήρησε στήν ὕπαρξή του ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι, ἡ σωτηρία δέν ἐπιβάλλεται τυραννικά, ἀλλά διοχετεύεται στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσω τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά πῆ ὅτι "βουλομένων, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον".
Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλεύθερος καί μέ τή βούλησή του ἀποδέχεται τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος. Ἡ θεία χάρη κατά κάποιο τρόπο ἐνσαρκώνεται ὑπαρξιακά καί πραγματικά σ' ἐκεῖνο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού ἡ βούλησή του τήν ἀναγνωρίζει καί τήν ἀποδέχεται. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, "ἡ τοῦ Πνεύματος ἐπιφοίτησις, μυστικῶς ἐρχομένη πρός τήν ἡμετέραν ἐλευθερίαν", ἀναγεννᾶ καί κτίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ ἀναγέννηση δέν προσφέρεται μαγικά, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἀρρήτου σχέσεως χάριτος καί ἐλευθερίας. Παράλληλα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ προαίρεση εἶναι προϋπόθεση τῆς ὅποιας δημιουργικῆς προόδου καί τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀγαθό δέν εἶναι ἀκούσιο καί "κατηναγκασμένον", ἀλλά ἀκριβῶς "κατόρθωμα προαιρέσεως", ἐλεύθερος δηλ. προσωπικῆς συγκαταθέσεως καί ἀσκήσεως.
Ἡ χριστιανική ἀνθρωπολογία, ὡς ἀνθρωπολογία ἐλευθερίας, καταγράφει τή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναχθῆ στό ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς. Ἡ μετοχή τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέωση του ἀνθρώπου, αὐτό τό δῶρο τῆς χάριτος καί τῆς ἀνθρώπινης συνεργίας, νοηματοδοτοῦν καί ἀξιολογοῦν τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος, πού ὑπαρξιακά καί φαινομενολογικά εἶχε χάσει τή λογικότητα καί τήν ἀγαθή αἴσθηση πού εἶχε σπείρει μέσα του ὁ Δημιουργός, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά δώση καί πάλι νόημα καί περιεχόμενο στήν ὕπαρξή του. Μπορεῖ ἐλεύθερα νά ξαναγυρίση στήν ἀρχική του κλήση πού ἦταν ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, μιά κοινωνία ὄχι στατική, ἀλλά δημιουργική καί προαγωγική. Στή βιβλική θεολογία, στήν πατερική σκέψη καί στήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική συνείδηση καί πρακτική αὐτός ὁ δρόμος περιγράφεται ὡς ἁγιότης. Ἡ κλήση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου γιά ἁγιότητα εἶναι τό σπουδαιότερο καί κυριώτερο στή ζωή του.
Ὁ ἄνθρωπος συνεπῶς τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά συνδεθῆ ὀργανικά μέ τό Θεό. Ὁ σύνδεσμος αὐτός εἶναι ἐκστατικός, εἶναι δηλ. προϊόν μιᾶς ἐξόδου καί μιᾶς πορείας πού καταξιώνει καί ὁλοκληρώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς κοινωνική ὀντότητα. Πρόκειται γιά τό ἀντίθετο τῆς ἐγωκεντρικῆς συσπειρώσεως καί τῆς ἀπομονώσεως. Στή ζωή τῆς ἁγιότητος, πού προσφέρει ἡ θεία οἰκονομία στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὑπάρχει ἕνας ἀκατάπαυστος δυναμισμός. Δέν ἔχει σχέση ἡ χριστιανική ἁγιότης μέ τήν αὐτάρκεια καί στασιμότητα μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς, πρόκειται μᾶλλον γιά μιά συνεχῆ ἐπέκταση, μιά ἀδιάπαυστη διεύρυνση τῶν ὁρίων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά κινῆται "κατά χάριν" συνεχῶς πρός τά ἀσύληπτα βάθη τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν οἱ Ἕλληνες πατέρες ἀναφέρονται στή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς οἰκονομίας γιά θέωση, ἐννοοῦν ἀκριβῶς ὅτι πρόκειται γιά ἕνα γίγνεσθαι πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, γιά μιά κίνηση ἀπό τό "κατ' εἰκόνα" στό "καθ' ὁμοίωσιν, ἀπό τό κτιστό στό ἄκτιστο. Βέβαια τό ὀντολογικό χάσμα πού χωρίζει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο παραμένει, μέ τήν ἔννοια ὅτι ποτέ τό κτιστό δέν ταυτίζεται μέ τό ἄκτιστο. Ἐνῶ ὅμως δέν ἔχουμε στή θέωση ταύτιση κτιστοῦ καί ἀκτίστου ἤ μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου σέ μιάν ἄλλη ὀντική σφαίρα, τό κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνεται στή θεία ζωή. Μέ τή θέωση, μέ τή διείσδυση δηλ. στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο παραμένει μιά μοναδικά ἰδιαίτερη εἰκόνα, πού συνεχῶς ἐκλαμπρύνεται καί καταυγάζεται ἀπό τό φῶς τοῦ θείου κάλλους. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου πατερική διδασκαλία δέν ὑποθέτει σέ καμμιά περίπτωση ἀπόρριψη ἤ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Δέν ἔχουμε ἐδῶ ἀπορρόφηση καί ἐξαφάνιση τοῦ θεουμένου ἤ μετάβασή του σέ μιάν ἀφηρημένη θεία σφαίρα, ἀλλά ἀκριβῶς μεταμόρφωσή του. Ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί ὁλοκληρώνεται ὡς ψυχοσωματική ὀντότης. Ὑψώνεται δηλ. στό ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς χωρίς ὅμως νά χάνη τήν ταυτότητά του. Ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση τῆς θεώσεως παραμένει πραγματικά ἕνα ἰδιαίτερο καί μοναδικό κόσμημα πού φωτίζεται ἀπό τή θεία ὡραιότητα. 
γ) Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας 
Ἡ ἁγιότης καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Παῦλος συνέδεε τό μυστήριο τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δέν τόνιζε μόνο ὅτι σ' αὐτήν "οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος..., βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος", συγχρόνως ὑπεγράμμιζε ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός εἶναι "τά πάντα καί ἐν πᾶσι" (Κολ. 3: 11). Κατ' ἀκρίβειαν, Αὐτός εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀπ' ἀρχῆς, ἡ ἀπό τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου. "Τά πάντα δι' Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται, καί Αὐτός ἐστι πρό πάντων καί τά πάντα ἐν Αὐτῷ συνέστηκε. Καί Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας" (Κολ. 1: 16-18).
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε, μέ ἁπλοποιημένο ἴσως τρόπο, ὅτι ἡ θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας ἀποβλεπει στήν ἐκκλησιαστικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἐντελέχεια, ἡ ἐκκλησιαστική τελολογία τῆς κτίσεως. Μέ τήν οἰκονομία Του ὁ Θεάνθρωπος ἀπεργάζεται τήν ἐπανασυγκρότηση καί ἐπανενότητα τῆς κτίσεως. Ἄν ἡ ἁμαρτία εἶναι διάσπαση καί διάλυση, παράλογη ἀποσύνθεση καί θάνατος, ἡ σωτηρία κατανοεῖται ὡς παλινδρόμηση στήν ἀρχική ἑνότητα, ὡς ἐπιστροφή στήν ἔνθεο πανενότητα τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ βάση πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ ἑνότητα τῆς κτίσεως. Εἶναι ἡ συνεκτική δύναμη τοῦ κόσμου. Οἱ ζωτικοί ἱστοί πού συνέχουν τήν κτίση βρίσκονται στήν πραγματικότητα καί στήν ἑνοποιό ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Χωρίς τήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχη καί νά λειτουργῇ ὡς κοινωνικό ὄν καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέν θά μποροῦσε νά ἔχη πρόσβαση καί συνειδητή ἐπικοινωνία μέ τό Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας βιώνει τήν ἑνότητα σέ τρία ἐπίπεδα. Πρῶτα ἔχει τήν αἴσθηση καί συνείδηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό. Μέ τήν πίστη του ἀναφέρεται στό Θεό καί ἔχει τή δυνατότητα νά μετέχη συνειδητά στίς ἐνέργειές Του. Μέσα στήν Ἐκκλησία δηλ., διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, γεφυρώνεται τό χάσμα, πού εἶχε προξενήσει ἡ ἁμαρτία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, χρόνου καί αἰωνιότητος. Ἄν ἡ ἁμαρτία λειτουργοῦσε ὡς "μεσότοιχον" πού δέν ἐπέτρεπε "τήν προσαγωγήν... ἐν ἑνί Πνεύματι πρός τόν Πατέρα" (Ἐφ. 2: 14-18), ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καταργεῖ τό ρῆγμα πού εἶχε δημιουργηθεῖ στή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου καί λειτουργεῖ ὡς συνεκτικός παράγων, ὡς ἑνοποιητική δύναμη πού προάγει διά τῆς πίστεως τά ἀνθρώπινα πρόσωπα στή θεία κοινωνία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος θά σημειώση ὅτι, "σχέση ἐστίν ὑπέρ φύσιν ἡ πίστις, δι' ἧς ἀγνώστως, ἀλλ' οὐκ ἀποδεικτικῶς ἑνούμεθα τῷ Θεῷ κατά τήν ὑπέρ νόησιν ἕνωσιν".
Στή συνέχεια, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας δέν νοεῖται ὡς ἀπομονωμένη καί αὐτονομημένη ὀντότης, ἀλλά στή σχέση του μέ τά ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα. Ἡ ἁμαρτία δέν διέρρηξε μόνο τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐξ ἴσου καί κατά συνέπεια διαστρεύλωσε τή σχέση ἀνθρώπου καί ἀνθρώπου. Καί ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πάλι δέν ἀποκαθιστᾶ μόνο τή σχέση τοῦ ἀτόμου μέ τό Θεό, ἐξ ἴσου ἐπαναφέρει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπό του στήν ἀρχική της καθαρότητα. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ἔχει μιάν ἄλλη κοινωνική ὑποδομή πού προσδιορίζεται ἀπό τήν ἀγαπητική ἰδιότητα. Θά πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη δέν κατανοεῖται ἁπλῶς σάν μιά ἀρετή ἤ σάν κοινωνική μόνο συμπεριφορά, ἀλλά σάν συστατικό τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Μέ τήν ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καί διαπορεύεται ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στό Θεό ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως και τῆς ἐνεργείας Του εἶναι ἡ ἀγάπη, κατά εἰκονικό καί ἀναλογικό τρόπο στόν ἄνθρωπο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη ὑποτίθεται ὡς δομικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς του. Διαποτίζει καί χαρακτηρίζει τό ὅλο εἶναι του. Εἶναι "ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος" (Μάρκ. 123: 30).
Τέλος, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου ἐπανακτίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ διχασμένος καί διαταραγμένος ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τῆς αἰσθήσεως καί τῆς αὐτοσυνειδησίας του. Ἡ σκέψη του, ἡ ζωή καί τό εἶναι του ἐπανέρχονται στήν πληρότητα τῆς θεοειδοῦς ὑπάρξεως. Μέ τήν οἰκονομία, τό κακό πού ἀποσυνθέτει καί διχάζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει χάσει τήν ἰσχύ του καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὑψωθῆ σέ μιάν ἄλλη αἴσθηση τῆς ὑπάρξεώς του καί τοῦ κόσμου. Μπορεῖ νά βιώνη τήν ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου του καί νά ἔχη μιά ὁλοκληρωμένη ἀντίληψη του κόσμου. Ὅπως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου ὑπάρχουν ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις "ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως" καί ἐκδηλώνονται στόν ἕνα φορέα πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος, κατά ἀνάλογο τρόπο στό ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκατασταθῆ ἡ συνείδηση τῆς ἑνότητος μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ, μεταξύ τοῦ ἐνθάδε καί τοῦ ἐπέκεινα, μεταξύ τοῦ "ἐγώ" καί τοῦ "σύ". Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας δέν συνθλίβεται ἀπό τήν καταστροφική καί διασπαστική δύναμη τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ἀλλά ἔχει συνείδηση πρῶτα τῆς δικῆς του ὑπαρξιακῆς συνοχῆς καί ἑνότητος καί συγχρόνως ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς κοινωνίας καί τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ὑπερβαίνει τούς διχασμούς καί τήν ἐγωκεντρική ἀπομόνωση πού τοῦ ἐπέβαλε ἡ ἁμαρτία καί ἀναγνωρίζει τήν ὀργανική καί Θεανθρώπινη ἑνότητα τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου.
Ἡ ὀργανική ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου παρεμβαίνει εὐεργετικά καί στήν ὅλη κτίση. Ἔτσι, ἡ ἐσχατολογική μεταμόρφωση τοῦ κόσμου δέν πραγματώνεται μηχανικά ἤ μαγικά, ἀπό μιά δύναμη πού ἔρχεται ἀπ' ἔξω, ἀλλά περνάει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀποκατάσταση. Ἄν ἡ φύση "συστενάζει καί συνωδίνει" (Ρωμ. 8: 22), καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀνωμαλίας εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἀνθρώπινης ἀκεραιότητας, μέ τήν ἐπανασυγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου ἡ κτίση ὀργανικά καί φυσικά ἐπανέρχεται στήν ἀρχική της ὁλοκληρία.
Ἡ αἴσθηση καί ἡ συνείδηση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ἔχει τεραστία σημασία γιά τήν καταγραφή μιᾶς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας. Παράλληλα ἔχει τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τή συνειδητοποίηση, ὅτι ἡ ποιμαντική καί ἡ ἐν γένει διακονία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀποκλειστικά μιά στρατηγική ἐργασίας, οὔτε μπορεῖ νά ἐξαντλεῖται στήν ἐξωτερική δραστηριότητα ἤ σέ προγραμματισμούς καί ἐφαρμογές γιά τή φροντίδα τῆς ἐπικαιρότητας. Ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά παραγνωρίζη τίς πραγματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου στό χρόνο καί στό περιβάλλον πού αὐτός ζῆ, δέν μπορεῖ νά εἶναι, σέ καμμιά περίπτωση, ἄνευ ὅρων ὑποταγή στά κοινωνικά δεδομένα καί στούς κοινωνικούς ἐξαναγκασμούς.
Ἡ διαπίστωση αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά λειτουργῆ συνθετικά, ἔχοντας συναίσθηση, ὅτι ἡ πράξη καί ἡ θεωρία εἶναι ἀλληλένδετες, ὅτι δηλ. ἀποτελοῦν κατ' οὐσίαν συζυγία. Ἡ Ἐκκλησία, ἔχοντας ἐπίγνωση, ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι θεωρητική αὐτόνομη λειτουργία τοῦ λόγου, ἀλλά στήν οὐσία εἶναι δραστηριότητα, καί ὅτι ἡ δραστηριότητα πάλι δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἀκτιβισμός, ἀλλά ἐξ ἴσου εἶναι θεολογία, μπορεῖ νά δώση στή διακονία της μιά πληρότητα καί μιά ἔκταση πού, χωρίς νά ὑποτιμᾶ τό ἐδῶ καί τό τώρα, θά στηρίζεται στά θεολογικά ἐκεῖνα ἐρείσματα πού προσδιορίζουν καί προδιαγράφουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Μέσα σ' αὐτό τό πλαίσιο, τῆς συνθετικῆς ἀντιλήψεως θεολογίας καί δράσεως μπορεῖ ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι ἐφικτή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό χρέος νά στηρίζη τό ἔργο της, χωρίς προφανῶς νά παραθεωρῆ τήν ἐπικαιρότητα, στή θεολογία τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἄν κατανοηθῆ ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας, ποιά εἶναι ἡ δομή καί τό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του, ποιά εἶναι ἡ κλήση καί ἡ ἐλπίδα του, μπορεῖ ἡ ποιμαντική προσφορά νά εἶναι ἀποτελεσματική καί νά ἀνταποκρίνεται πραγματικά στίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων.

Παναγιώτης Χρήστου Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΤΗΣ ΑΙΔΙΟΤΗΤΟΣ

Παναγιώτης Χρήστου

Ο Άνθρωπος στο Άπειρο της Αϊδιότητος


Από: περ. Εποπτεία 67, Αθήνα 1982 (σελ. 369-93).


Αϊδιότης του ανθρώπου

Στην προσπάθεια να διασαφήσει την κατάσταση του υπερβατικού βίου ο Μάξιμος προσάγει το παράδειγμα του Μελχισεδέκ. Ο βασιλεύς αυτός της Σαλήμ, φερόμενος στο βιβλίο της "Γενέσεως" χωρίς γενεαλογία, παίρνει με τον καιρό μεσσιανική ιδιότητα και αργότερα στην "προς Εβραίους" επιστολή χαρακτηρίζεται απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, χωρίς αρχή ημερών και τέλος ζωής, αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού(20).

Η μετάσταση στην αϊδιότητα δεν είναι εσχατολογική μόνο υπόθεση, με την κυριολεκτική σημασία αυτού του όρου, διότι ανήκει στο χώροτης πνευματικής ενεργείας που εκδηλώνεται ανεξαρτήτως εγχρόνων ή αχρόνων καταστάσεων. Ο χρόνος και ο χώρος μπορούν να καταργηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του ανθρωπίνου βίου, ακόμη και του επιγείου, εφ' όσον οι κατηγορίες αυτές υπερβαθούν διά του λόγου και ης αρετής. Το μεταξύ Θεού και ανθρώπου χάσμα διαβαίνεται ακόμη και όταν ο δεύτερος ευρίσκεται στον κόσμο της αλλοίωσης και της φθοράς, στη σάρκα, αρκεί διά της θελήσεως ν' απομακρυνθεί από τη σάρκα και το κόσμο(21).

Οι επωνυμίες απάτωρ, αμήτωρ και αγενεαλόγητος δεν δόθηκαν βέβαια στο Μελχισεδέκ με βάση τις φυσικές και χρονικές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν πατέρα και μητέρα και γενεαλογία, την αρχή και το τέλος των ημερών, πράγματα που καταργήθηκαν από τον ίδιο το Μελχισεδέκ. Του δόθηκαν με βάση τις θείες ιδιότητες, την αρετή, δια της οποίας μεταμόρφωσε το είδος του. Ωνομάσθηκε έτσι, όχι για την από μηδέν κτιστή του φύση, κατά την οποία άρχισε και τελείωσε τη ζωή του, αλλά για τη θεία και άκτιστη χάρη που, προερχομένη από τον αΐδιο Θεό, υφίσταται πάντοτε επάνω από κάθε φύση και κάθε χρόνο.

Μόνο κατά την άκτιστη χάρη αναγνωρίζεται ο άνθρωπος ότι γεννήθηκε ολόκληρος γνωμικώς, πράγμα που κατόρθωσε με το γεγονός ότι προτίμησε αντί της φύσης του την αρετή και έτσι γεννήθηκε κατά χάρη στο Πνεύμα διά του Λόγου προς τις θείες και άναρχες και αθάνατες ουσίες του Θεού και φέρει μέσα του αληθινή την ομοίωση του Θεού που τον γέννησε. Όποιος νεκρώσει τα επίγεια μέλη του πεθαίνει και ανασταίνεται μαζί με το Χριστό και, αφού νέκρωσε τα επίγεια μέλη του και αρνήθηκε τα εγκόσμια, έπαυσε πια να φέρει επάνω του την έγχρονη ζωή που έχει αρχή και τέλος, που συγκλονίζεται από πλήθος παθημάτων, διότι την εγκατέλειψε για χάρη της ανώτερης, της θείας και αΐδιας ζωής που ενοίκησε σ' αυτόν.(22).

Απαλλασσόμενος από τα δεσμά της χρονικότητος, ελευθερώνεται και κατά τα δύο άκρα, και από την αρχή και από το τέλος, που εμπίπτουν στα πλαίσια της χρονικότητος κι επομένως καταργήθηκαν. Τέλος των χρόνων και αιώνων είναι η αδιάστατη ενότης μεταξύ της ακραιφνούς αρχής και του ακραιφνούς τέλους στον σωζόμενο άνθρωπο. Και εφ' όσον αρχή και τέλος ακραιφνή είναι ο Θεός, ενότης των δύο τούτων στοιχείων στους σωζομένους αποτελεί την ένωση με το Θεό. Δηλαδή παρατηρείται πρώτα η κλείση των εγχρόνων πραγμάτων, έπειτα η αδιάστατη ενότης αρχής και τέλους, και τελευταία η θέωση(23).

Αυτός που λαμβάνει τα δώρα του ενανθρωπήσαντος Λόγου διά των μυστηρίων είναι για πάντα ενωμ;νος μαζί του και κρατεί για πάντα την υπόσταση τούτου στην ψυχή του, διότι τότε ο Χριστός γεννάται σ' αυτόν πάντοτε με τη θέλησή του μυστικώς και καθιστά μητέρα παρθένο την ψυχή που γεννά(24). Έχοντας διαρκώς το Θεάνθρωπο μέσα του, ευρίσκεται σε συνεχή και ολοκληρωτική επαφή με το θείο. Αυτός που μπορεί να αναχθεί στην αΐδια δόξα του Πατρός, όπως ο Υιός του, αυτός ανεβαίνει στούς ουρανούς διά του Θεού Λόγου, που κατήλθε γι' αυτό επάνω στη γη. Έγινε Θεός τόσο, όσο εκείνος έγινε άνθρωπος(25). Όταν φθάνει υπεράνω της φύσεως γίνεται κατά χάριν ό,τι είναι ο ίδιος ο δοτήρ της χάριτος κατά φύσιν. Αφού παύσει τις φυσικές του ενέργειες, σαρκικές, αισθητικές, νοητικές, γίνεται Θεός με την μέθεξη της θείας χάριτος. Τότε συνθεώνεται μαζί με την ψυχή και το σώμα, ώστε να φαίνεται μόνο Θεός και κατά τα δύο. Είναι η αγέννητη θέωση που προσφέρεται στους αξίουςμε έλαμψη και φανέρωση.

Και όπως η θέωση είναι θεία ενέργεια άναρχη και ατελεύτητη, έτσι και ο θεούμενος: άναρχος και ατελεύτητος.

ΠΕΡΙ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑΣ & ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ

Περί Αιτιοκρατίας και Ελεύθερης Βούλησης.


Αιτιοκρατία (ή Ντετερµινισµός) ονοµάζεται η αντίληψη σύµφωνα µε την οποία οτιδήποτε πρόκειται να συµβεί είναι προκαθορισµένο από «αρχής κόσµου», δηλαδή βασίζεται στην άποψη ότι τίποτε δεν δηµιουργείται τυχαία και εκ του µηδενός αλλά το καθετί έχει κάποια αιτία που µε αναγωγικές διαδικασίες (η αιτία τής αιτίας τής αιτίας…) οδηγεί πίσω, στη δηµιουργία του Σύµπαντος. Το τελευταίο, λοιπόν, διέπεται από µια απόλυτη αναγκαιότητα που καθιστά το παρόν ως σύνολο γεγονότων καθορισµένων από το παρελθόν και ταυτόχρονα απόλυτο διαµορφωτή του µέλλοντος.Κάποιες από τις βασικές µορφές αιτιοκρατίας είναι η θεολογική, η µεταφυσική, η λογική και η επιστηµονική [1].
Ελεύθερο πουλί
Κατά τη θεολογική αιτιοκρατία, ο Θεός, ως το υπέρτατο, πάνσοφο και παντοδύναµο ον, δεν µπορεί παρά να γνωρίζει εκ των προτέρων κάθε γεγονός – από ένα φυσικό φαινόµενο µέχρι και την πιο ενδόµυχή µας σκέψη - αλλά και να είναι σε θέση να το ελέγξει πλήρως. Τίποτα δεν µπορεί να λάβει χώρα παρά τη θέληση του Δηµιουργού του Σύµπαντος και εποµένως τα πάντα έχουν προβλεφθεί και προκαθοριστεί [2].
Σε ό,τι αφορά τη µεταφυσική αιτιοκρατία, µιλάµε για µια παραλλαγή της θεολογικής υπό την έννοια ότι εδώ δεσπόζει ο Λόγος ως δηµιουργός του κόσµου, µε τον πρώτο να έχει διαχυθεί σε κάθε σηµείο του δεύτερου. Αυτόµατα, στο Σύµπαν ενσωµατώνεται µια νοµοτέλεια που του προσδίδει τα χαρακτηριστικά της τάξης και της αναγκαιότητας για το τί πρόκειται να συµβεί και µε ποιό ακριβώς τρόπο.
Η λογική αιτιοκρατία υποστηρίζει πως ο προκαθορισµός οποιουδήποτε γεγονότος υπαγορεύεται από την αρχή του «αποκλειόµενου µέσου ή τρίτου», σύµφωνα µε την οποία µια πρόταση δύναται να είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Το ενδεχόµενο να είναι η πρόταση και ψευδής και αληθής ή ούτε ψευδής ούτε αληθής είναι αδύνατο. Πρόσφορο παράδειγµα η Αριστοτελική διατύπωση, ότι κάτι κατ’ ανάγκη είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είτε θα συµβεί είτε δεν θα συµβεί. Μια ναυµαχία, λόγου χάρη, είτε θα συµβεί αύριο είτε όχι. Και αν λάβει χώρα, η πρόταση «αύριο θα γίνει µια ναυµαχία» είναι αληθής τη µέρα εκείνη, τη χθεσινή µέρα που διατυπώθηκε, ήταν αληθής και πριν ένα µήνα, ένα χρόνο, µια χιλιετία, από την αρχή του κόσµου! Αλλά θα παραµένει αληθής και την εποµένη του γεγονότος, µετά από έναν µήνα, χίλια χρόνια, για κάθε στιγµή στο µέλλον [3].
Τέλος, η επιστηµονική αιτιοκρατία στηρίζεται στην αρχή πως το Σύµπαν διέπεται από αυστηρούς νόµους που καθορίζουν την εξέλιξη πραγµάτων και γεγονότων έτσι ώστε αν κάποιος γνωρίζει επακριβώς τους νόµους της φύσης και τις υφιστάµενες, σε κάθε περίπτωση, συνθήκες να µπορεί να προβλέψει µε ακρίβεια το µέλλον. Για παράδειγµα, η ρίψη των ζαριών – ένα κατεξοχήν τυχερό παιχνίδι – απεκδύεται της τυχαιότητάς του αν κάποιος είναι σε θέση να γνωρίζει υπό ποιά γωνία θα ρίξει τα ζάρια, µε τί δύναµη, από ποιό ύψος (ώστε τα µόρια του αέρα να το βάλλουν µε έναν συγκεκριµένο τρόπο, κ.τ.λ.) για να φέρει εξάρες [4].
Η µεγαλύτερη δυσκολία σχετικά µε την κατανόηση αλλά και την αποδοχή της αιτιοκρατίας είναι το ζήτηµα της ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης, και δεδομένης της µεθοδολογικής ανεπάρκειας κάθε είδους προσέγγισης [5] το ζήτηµα αυτό καθίσταται καθαρά υπαρξιακό και μεταφυσικό…
 Ο Ιερός Αυγουστίνος, από το θεολογικό πεδίο, εισάγει την έννοια δύο αντιφατικών μεταξύ τους όρων, της ελευθερίας της βούλησης και του απόλυτου προορισµού [6]. Μιλώντας για απόλυτο προορισµό εννοούµε τη θεωρία σύµφωνα µε την οποία ο Θεός έχει εξαρχής αποφασίσει ποιοι από τους ανθρώπους είναι οι εκλεκτοί και θα σωθούν και ποιοι είναι αυτοί που θα καταδικαστούν αιώνια.
 Στη χριστιανική θεολογία η σωτηρία του ανθρώπου θεωρείται αποτέλεσµα δύο παραγόντων, της θείας χάριτος και της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Ο Αυγουστίνος, στηριζόµενος και σε µια ιδιαίτερη ερµηνεία της προς Ρωµαίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου [Ρωµ. 7, 19] ενίσχυσε τον θείο παράγοντα ως το σηµείο κατάργησης του ανθρωπίνου και διατύπωσε την προαναφερόμενη θεωρία του απόλυτου προορισµού. Δέχτηκε πως, ο άνθρωπος διαπράττοντας το προπατορικό αµάρτηµα έχασε την ικανότητα να σωθεί αφ’ εαυτού µε αποτέλεσµα η σωτηρία του να αποτελεί αντικείµενο της θείας βούλησης και µόνο. Το «γεγονός» όµως πως δεν σώζονται όλοι οι άνθρωποι δείχνει πως και για τις δύο κατηγορίες υπάρχει ένας προορισµός. Η θεία χάρη επενεργεί στους εκλεκτούς «παρά τη θέλησή τους» και εν αγνοία τους, κανείς όµως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τί σχέδια έχει για εκείνον ο Θεός. Όσοι σώζονται λοιπόν δεν πάνε στον ουρανό επειδή είναι «καλοί», αφού ολόκληρο το ανθρώπινο γένος είναι διαφθαρµένο, αλλά επειδή η επενέργεια της θείας χάριτος τούς καθιστά άσπιλους. ∆εν υπάρχει καµιά δικαιολογία για το ότι άλλοι σώζονται και άλλοι τιµωρούνται. Αυτό είναι συνέπεια της (αναιτιολόγητης) εκλογής του Θεού και τόσο η καταδίκη όσο και η σωτηρία αποτελούν µαρτυρία της αγαθότητάς Του, αφού η πρώτη καταδεικνύει τη δικαιοσύνη Του και η δεύτερη την ευσπλαχνία Του.
 Εξάλλου, ο Καλβίνος υιοθέτησε το αυγουστίνιο δόγµα περί σωτηριολογίας θεωρώντας και αυτός πως η απόφαση του Θεού για σωτηρία ή καταδίκη του ανθρώπου παρακάµπτει την πίστη του ανθρώπου για το ζήτηµα αυτό. «∆ια τούτο το sola fide (σωτηρία εκ µόνης της πίστεως) µετεβάλλετο παρ’ αυτώ εις soli Deo Gloria (µόνω τω Θεώ δόξα)» [7]. Αξίζει τον κόπο να αναφερθώ στο σηµείο αυτό και σε άλλη µια θεωρία σωτηριολογίας που αν και πολύ πιο αισιόδοξη από τις προαναφερθείσες δεν παύει να περικλείει και αυτή ισχυρά σπέρµατα αιτιοκρατίας. Πρόκειται για τη θεωρία της αποκατάστασης την οποία και εισηγήθηκαν οι χριστιανοί πατέρες Ωριγένης και Γρηγόριος ο Νύσσης. Σύµφωνα µε αυτή, όλες οι υπάρξεις, συµπεριλαµβανοµένων και του Σατανά και των ακολούθων του, θα επανακάµψουν στο βασίλειο του Θεού. Η αποκατάσταση των ψυχών θα προκύψει κατά τη συντέλεια του κόσµου ως αποτέλεσµα του θριάµβου της καλοσύνης του Θεού εις βάρος του κακού και της πνευµατικής διαπαιδαγώγησης των ψυχών µέχρι να µετανοήσουν. Σίγουρα η θεωρία αυτή καµία σχέση δεν έχει µε τον πεσιµισµό του Αυγουστίνου και του Καλβίνου αλλά δεν παύει να διέπεται από τον ίδιο αιτιοκρατικό µηχανισµό.
 Κριτική όµως στην αιτιοκρατία άσκησαν πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως ο Πελάγιος και ο, προαναφερόμενος, Γρηγόριος Νύσσης [8]. Ο Πελαγιανισµός ήταν µια χριστιανική αίρεση που πρέσβευε την απόρριψη της διδασκαλίας περί προπατορικού αµαρτήµατος υπό την έννοια ότι ναι µεν ο Αδάµ και η Εύα αµάρτησαν αλλά το αµάρτηµά τους δεν θα µπορούσε να µεταδοθεί στους απογόνους τους µιας και η οποιαδήποτε πράξη αποτελεί, για τον Πελάγιο, προϊόν της ελεύθερης βούλησης του υποκειµένου και µόνο. Κανείς δεν µπορεί να φέρει ευθύνη για την πράξη κάποιου άλλου, πόσο µάλλον και να την «κληρονοµήσει». Θέλοντας να απεµπολήσει και το παραµικρό ψήγµα αιτιοκρατίας από το σκεπτικό του, ο Πελάγιος ισχυριζόταν πως η θεία χάρη τον µόνο ρόλο που µπορεί να παίξει είναι αυτός του επίκουρου και συµπαραστάτη στη δοκιµασία που υφίσταται ο άνθρωπος όταν, κάνοντας χρήση της ελεύθερης βούλησής του, επιλέγει το αγαθό αποφεύγοντας το κακό [9].
 Επιπλέον, ο Γρηγόριος Νύσσης, από τους εξέχοντες πατέρες της ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας, στο λόγο του «Κατά Ειµαρµένης» συµπυκνώνει την αντί - αιτιοκρατική διδασκαλία της εκκλησιαστικής παράδοσης [10]. Ο λόγος αυτός αποτελεί µια λεπτοµερή εξιστόρηση της αντιπαράθεσης του µε έναν εθνικό φιλόσοφο [11] για το αν υφίσταται η ελευθερία της βούλησης ή αν πράγµατι υπάρχει αυτή η περιβόητη ειµαρµένη που καθορίζει τον κάθε άνθρωπο από τη στιγµή της γέννησής του. Η συζήτηση, αρκετά γενική στην αρχή, επικεντρώνεται στα ουράνια σώµατα [12] και στην κίνηση αυτών, ως λίκνο της ειµαρµένης, µε τον Γρηγόριο να επιδίδεται σε µια ορθολογιστική (και αρκετά επιτυχή, θα µπορούσα να προσθέσω) προσπάθεια κατάρριψης της σύνδεσης των άστρων µε το ποιόν κάθε ανθρώπου και των αποφάσεων αυτού. [13].
 Είναι γεγονός πως σε θεολογικό, φιλοσοφικό αλλά και επιστημονικό επίπεδο η κατάρριψη της αιτιοκρατίας με «αντικειμενικά» και «αδιάσειστα» στοιχεία δεν υφίσταται, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Είναι λοιπόν επόμενο ένα τόσο σοβαρό ζήτημα για την ανθρώπινη ύπαρξη να ρυθμίζεται, όσον αφορά στον Χριστιανό, από τη σχέση του με Αυτόν που αποκαλεί Πατέρα. Στην «Κριτική της Κριτικής Δύναμης» ο μεγάλος Γερμανός Φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ προσπάθησε να συμβιβάσει την αιτιοκρατία της φυσικής πραγματικότητας με την ελευθερία της βούλησης, επικαλούμενος ένα υπερβατολογικό επιχείρημα: οι άνθρωποι πρέπει να είναι ηθικά όντα, πρέπει να είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και γι’ αυτό η ύπαρξη ενός ανώτερου όντος που, έστω και μετά θάνατον, θα ανταμείψει την ηθικότητα κρίνεται αναγκαία και ως η μόνη λογικά αποδεκτή λύση. Όμως ο Χριστιανός δεν μπορεί να κρίνει σχέσεις καρδιάς με οποιοδήποτε ζύγι, ακόμα και με αυτό της δικαιοσύνης. Αν πρεσβεύουμε έναν Θεό απόλυτης αγάπης πρέπει να αποδεχτούμε μία βασική συνέπεια. Αυτός που αγαπά ολοκληρωτικά, ανίσκιωτα, με ανιδιοτέλεια, το πρώτο δώρο που προσφέρει είναι αυτό της ελευθερίας. Ελευθερία βούλησης, δηλαδή σκέψης και επιλογής. Ελευθερία που μπορεί να οδηγήσει τον αποδέκτη της αγάπης Του ακόμα και στο να Τον αρνηθεί. Και η «τιμωρία» τότε δεν θα είναι το αποτέλεσμα καμιάς Θείας Δικαιοσύνης και καμίας εκδικητικής ρομφαίας- Εκείνος που αγαπά ολοκληρωτικά είναι «ανίκανος» να αποδώσει οποιαδήποτε δικαιοσύνη. Θα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής απομάκρυνσης από το Φως, της συνειδητής ψυχικής απεργίας πείνας που νομοτελειακά οδηγεί κάθε ζωντανό οργανισμό στο μαρασμό και στο θάνατο…

Χρίστος Ηλιόπουλος.    

ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ - ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΙΩΣΗΦ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής (1) (μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

23 Απριλίου 2010 στις 2:22 μ.μ.


Πρόλογος

Ο αγιορείτικος μοναχισμός μέσα στον σύγχρονο υλόφρονα κόσμο προβάλλει ως οδοδείκτης προς τον Ουρανό και λειτουργεί ως προφυλακή της Εκκλησίας. Με την άσκηση της προσευχής και της εσωστρέφειας καλλιεργεί την εσωτερική πνευματική ζωή απέναντι στον άκρατο ακτιβισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Με την υιοθέτηση της θεμελιώδους αρετής της ακτημοσύνης εισηγείται την ολιγάρκεια αντί του υπερκαταναλωτισμού. Ζει την παρθενία και την αγνότητα μέσα στην αφάνεια της ταπεινώσεως σε μία εποχή, που ο ηδονισμός και ο εγωκεντρισμός έχουν επικρατήσει ως οι κοινωνικά αποδεκτοί τρόποι ζωής. Συνδέει το δόγμα με το ήθος, την γνώση με την αγάπη και έτσι υπερβαίνει τον αμφίκρημνο του ηθικισμού και της νοησιαρχίας. Παρουσιάζει εμπειρικά, με το βίωμα αυτών που φόρεσαν με επίγνωση το ασκητικό τριβώνιο ,την «εντός ημών» βασιλεία του Θεού ως οντολογική πραγματικότητα, στην όποια μετέχει υπαρξιακά όλος ο άνθρωπος ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα .

Νομίζουμε ότι η συμβολή του αγιορειτικού μοναχισμού στην αναβάθμιση της πνευματικής ζωής του κόσμου, όπως και η προσφορά του στη ζωή της Εκκλησίας είναι ανεκτίμητη· δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Είναι μία προσφορά αγιότητος. Το Άγιον Όρος δημιουργεί, προετοιμάζει και αναδεικνύει αγίους, οι οποίοι επηρεάζουν όλη την Εκκλησία και αποτελούν το καύχημα της, τη δόξα της.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1898-1959) ήταν ο ασκητής εκείνος, που έζησε σε μία περίοδο παρακμής του αγιορειτικού μοναχισμού και συνέβαλε στην πνευματική ανάκαμψη του. Ακολουθώντας και βιώνοντας την ησυχαστική και φιλοκαλική παράδοση έγινε απαράμιλλος μύστης της μοναστικής ζωής, που συνίσταται στη συνεχή παραμονή εν Θεώ, στην εν αισθήσει μέθεξη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Τόνιζε ότι, «ο αληθής μοναχός είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος», και έλεγε· «μη λογίζεσαι άνθρωπος, όταν Χάριν δεν λάβης».

Πόθησε, "κυνήγησε", βίωσε τη θεία Χάρη. Η ζωή του προσανατολίστηκε στη βίωση της. Οί εμπειρίες της θείας Χάριτος τον καταξίωσαν να γίνει απλανής οδηγός της πνευματικής ζωής, μέγας διδάσκαλος της νοεράς προσευχής. Έμπλεος θείας Χάριτος μπορούσε να την μεταδίδει στους μαθητές του, στα πνευματικά του τέκνα. Έτσι αναδείχθηκε μυσταγωγός για αυτούς, που ήθελαν να ανέλθουν στις υψηλές πνευματικές βαθμίδες.

Ερμήνευσε το νόημα της αληθινής υπακοής μέσα στον μοναχισμό και επανατοποθέτησε τη σχέση Γέροντος-υποτακτικού στις αυθεντικές Πατερικές βάσεις, κάτι που είχε εξασθενήσει στην εποχή του. Επέμενε στην άσκηση της ησυχίας και της νοεράς προσευχής, που χαρακτηρίζει και πλουτίζει με θείες εμπειρίες τον αληθινό μοναχό. Ήταν αυτός που μπόρεσε και συνδύασε στη συνοδία του την υπακοή με την ησυχία και μετέδωσε το πνεύμα αυτό στους υποτακτικούς του ως ζωηφόρα παρακαταθήκη.

Ο μακάριος Γέροντας έχοντας αποκτήσει βαθιά συνείδηση ότι το νόημα της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι ο αγιασμός, η θέωση του ανθρωπίνου προσώπου , υπάκουσε και εφάρμοσε την εντολή του Θεού «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ αγιός είμι» (Α' Πέτ. 1,16). Όλη η προαίρεση, η έφεση της ψυχής και η δραστηριότητα του στράφηκαν προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Η ζωή του αποτελεί μία επαλήθευση του ευαγγελικού μηνύματος για τον σύγχρονο άνθρωπο ότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13,8).

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αυτού παρουσιάζεται η πρώτη βιογραφία του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού από τον υποτακτικό του και Γέροντα μας Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό. Αυτή συγγράφηκε τρία μόλις έτη μετά από την κοίμηση του Γέροντος, δηλαδή το 1962. Η βιογραφία αυτή στάλθηκε ως έπιστολιμαία βιογραφία σε κάποιο πνευματικό τέκνο του Γέροντος, που τον γνώρισε κατά τα τελευταία έτη της ζωής του και παρακάλεσε τον Γέροντά μας να του την γράψει για προσωπική του ωφέλεια.

Μολονότι έχει εκδοθεί ο κατά πλάτος βίος του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ, νομίζουμε ότι διατηρεί το πνευματικό της ενδιαφέρον και η έκδοση του πρώτου αυτού βίου. Γιατί περιέχει όχι μόνον στοιχεία που δεν υπάρχουν στον κατά πλάτος βίο, αλλά και γιατί ο χρόνος και ο τρόπος γραφής έχουν μία αμεσότητα και ζωντάνια, που φανερώνουν φιλόκαλο δημιουργό, αν και αυτός δεν τελείωσε ούτε την Β' Δημοτικού.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρατίθενται τα ευρεθέντα κατάλοιπα του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. Πρόκειται για μερικές ανέκδοτες επιστολές, που απευθύνονται προς μοναχούς και μοναχές, αλλά και προς λαϊκούς, φοιτητές τής Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού στο Μπρούκλιν της Βοστώνης και προς κάποιους συγγενείς του.

Οι επιστολές αυτές νομίζουμε ότι έχουν ιδιαίτερη αξία, επειδή οι περισσότερες γράφτηκαν κατά τα τελευταία έτη της ζωής του. Σε αυτές μπορεί κανείς να διακρίνει την έγνοια και τον πόθο του, για να οδηγήσει τα πνευματικά του τέκνα στην απόκτηση του θεουργικού έρωτος προς τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο -την γλυκιά μας Μανούλα, όπως Την αποκαλούσε ο ίδιος - διά μέσου της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Επίσης παρέχονται πληροφορίες για την επώδυνη και μαρτυρική κατάσταση της υγείας του κατά τους τελευταίους εξι μήνες της ζωής του.

Τέλος στο δεύτερο μέρος δημοσιεύονται ανέκδοτα ποιήματα του οσιωτάτου Γέροντος, τα όποια αποτελούν δοκίμια μεστά θεολογικών νοημάτων. Αυτά αναφέρονται στην ένσαρκη οικονομία του Θεού, τον θείο έρωτα προς τον Χριστό και την Παναγία, την ματαιότητα του κόσμου, το μυστήριο του θανάτου και την ζωή του μοναχού στην έρημο.

Ο Γέροντας ήταν άμοιρος κοσμικής μορφώσεως -ακόμη και της στοιχειώδους-ανορθόγραφος, «αλφαβητάριος», όπως έλεγε ο ίδιος. Είχε όμως ποιητική διάθεση και καλλιτεχνική φλέβα, που εξέφραζαν την θεολόγο ψυχή του. Επειδή είχε μορφωθεί μέσα του ο Χριστός, συμμόρφωνε και συνδύαζε ο ίδιος στον γραπτό του λόγο κατά έναν ιδιάζοντα εμπειρικό τρόπο την ποίηση με την θεολογία. Εννοείται βέβαια ότι τα κείμενα αυτά, όπως και η Επιστολιμαία βιογραφία, διορθώθηκαν στη στίξη και την ορθογραφία· επίσης η Επιστολιμαία βιογραφία χωρίσθηκε σε ενότητες.

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς και Σεβάσμιας Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου.

Αρχιμ. Εφραίμ.