Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νὰ μὴ κρίνουμε κανένα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 



1. Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ ἔμενε στὸ κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε ἕνας πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ διάστημα, τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, τὸν ξανάδιωξαν καὶ ὁ ἀδελφὸς γύρισε πάλι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ».

Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς μήνυσε τὸ ἑξῆς:

«Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος, ἔχασε τὸ φορτίο του καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ ἐσεῖς ὅ,τι σώθηκε καὶ ἔφθασε στὴ στεριά, θέλετε νὰ τὸ καταποντίσετε;»

Κι ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, εὐθὺς τὸν δέχθηκαν.

8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἐὰν σοῦ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του, πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ εἶσαι περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἦσαν ἀρεστὰ στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον».

9. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐὰν δὲν κατακρίνεις τὸν πλησίον ἀλλὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου, παρέχεις ἀνάπαυση στὴ συνείδηση σου».

9. Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος σε κάποιο κοινόβιο καὶ εἶδε ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν κατέκρινε.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ μπεῖς».

Κι ἐκεῖνος παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:

«Τί συμβαίνει;»

Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:

«Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε λέγοντας: Πές του, ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔσφαλε καὶ τὸν καταδίκασες».

Εὐθὺς μετανόησε ὁ ἀββᾶς καὶ εἶπε:

«Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με».

Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:

«Σήκω, σὲ συγχώρεσε ὁ Θεός. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσέχεις νὰ μὴν κρίνεις κανέναν, προτοῦ τὸν κρίνει ὁ Θεός».

10. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:

«Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο».

Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ μὴν κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι».

11. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.

12. Κάποιος ἀδελφὸς τῆς Σκήτης κάποτε ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ πάει.

Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατὶ σὲ περιμένουν ὅλοι».

Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε κρατώντας στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ γέμισε ἄμμο.

Οἱ Πατέρες ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;»

«Οι ἁμαρτίες μου -ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω. Καὶ ἦλθα ἐγὼ σήμερα νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».

Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.

18. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Πές μου, πῶς θὰ γίνω μοναχός;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν θέλεις νὰ βρεῖς ἀνάπαυση καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, νὰ λὲς σὲ κάθε περίπτωση: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα».

20. Εἶπε ἐπίσης:

«Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ φαίνεται ὅτι σιωπᾷ ἐνῷ ἡ καρδιά του κατακρίνει τοὺς ἄλλους, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πάντοτε λαλεῖ.

Καὶ μπορεῖ ἕνας ἄλλος νὰ μιλάει ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ καὶ ὅμως κρατάει σιωπὴ γιατὶ δὲν λέει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα ὠφελοῦν».

21. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν δῶ κάποιο σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἶναι καλὸ νὰ τὸ σκεπάσω;»

Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

«Ὅποια ὥρα σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας. Καὶ ὅποια ὥρα θὰ φανερώσουμε τοῦ ἀδελφοῦ τὸ σφάλμα, θὰ φανερώσει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας».

28. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω ποὺ ὅταν πάω νὰ κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία μὲ κυριεύει ἡ ἀμέλεια;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

«Νὰ μὴν ἐξευτελίσεις κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Κανέναν νὰ μὴν κατηγορήσεις καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει ἀνάπαυση καὶ ἡ πνευματική σου ἐργασία θὰ γίνεται ἤρεμα».

29. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

«Εἶναι γραμμένο: Τὴν ἀνομία μου ἐγὼ θὰ τὴν ἐξαγγείλω καὶ θὰ φροντίσω νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου».

40. Κάποιος ἀδελφὸς ἔκανε μία ἐρώτηση σ᾿ ἕναν ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ ἔχει μία βάση, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνει μὲ τὸν λογισμό.

«Ἂς ὑποθέσουμε -εἶπε- ὅτι βλέπω κάποιον νὰ κάνει κάτι καὶ τὸ λέω αὐτὸ σὲ κάποιον ἄλλο, καὶ βλέπω ὅτι δὲν τὸν κατακρίνω, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸ συζητοῦμε. Αὐτὸ παύει νὰ εἶναι κατάκριση;»

Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν μιλᾷς μὲ ἐμπάθεια ἔχοντας κάτι ἐναντίον του, εἶναι κατάκριση, ἂν ὅμως εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος, δὲν εἶναι κατάκριση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μεγαλώνει τὸ κακό, ἡ σιωπὴ εἶναι προτιμότερη».

42. Ἄκουσε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ἔπεσε στὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Καὶ εἶπε:

«Ὤ, ἄσχημα ἔκανε».

Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πεθαίνει ὁ ἀδελφός. Καὶ πάει ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ στὸν Γέροντα καὶ τοῦ λέει:

«Δὲς αὐτὸν ποὺ κατέκρινες, πέθανε. Ποῦ παραγγέλλεις νὰ τὸν βάλω, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ στὴν κόλαση;»

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του ὁ Γέροντας ζητοῦσε ἀσταμάτητα ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα καὶ πόνο πολὺ νὰ τὸν συγχωρήσει.

49. Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Ἐὰν δεῖς ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει, μὴ ρίξεις τὴν αἰτία σ᾿ αὐτὸν ἀλλὰ στὸν πολέμιό του, καὶ πές: Ὅπως αὐτὸς νικήθηκε, ἔτσι κι ἐγώ.

Κλαῖε καὶ ζῆτα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ δεῖχνε συμπόνια σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἄθελά του πάσχει. Γιατὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήσει στὸν Θεό, ἀλλὰ ὅλοι σφάλλουμε».

54. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Τίποτε δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ἀπογυμνώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ χάρη, ὥστε νὰ φτάσει καὶ σὲ ἐγκατάλειψη ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ νὰ κατηγορεῖ τὸν πλησίον του ἢ νὰ τὸν κατακρίνει ἢ νὰ τὸν ἐξουθενώνει. Καὶ εἶναι τόσο βαρύτερη ἡ κατάκριση ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει:

«Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τὸ δοκάρι ποὺ ἔχεις στὸ μάτι σου καὶ τότε θὰ δεῖς καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Παρομοίασε δηλαδὴ τὸ ἁμάρτημα τοῦ πλησίον μὲ τὸ σκουπιδάκι, ἐνῷ τὴν κατάκριση μὲ τὸ δοκάρι.

Εἶναι τόσο κακὸ τὸ νὰ κατακρίνει κανείς, σχεδὸν ξεπερνᾷ κάθε ἁμαρτία.

Ἑπομένως τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο, ἀδελφοί μου, οὔτε χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ καταδικάσουμε ἢ νὰ ἐξουθενώσουμε τὸν πλησίον.

Γιατί νὰ μὴν προτιμοῦμε νὰ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας;

Καὶ ἐννοῶ τὰ κακὰ τὰ δικά μας ποὺ καλὰ τὰ γνωρίζουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεό.

Γιατί ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ;

Τί θέλουμε ἀπὸ τὸ πλάσμα του, τί θέλουμε ἀπὸ τὸν πλησίον;

Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὰ βάρη τοῦ ἄλλου;

Ἔχουμε, ἀδελφοί, τί νὰ φροντίσουμε. Ὁ καθεὶς ἂς προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς δικές του κακίες.

Ἡ ἐξουσία νὰ δικαιώνει καὶ νὰ καταδικάζει, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ποὺ γνωρίζει καὶ τὴν κατάσταση τοῦ καθενὸς καὶ τὴ δύναμη, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τὰ χαρίσματά του, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἱκανότητές του, ἀνήκει στὸν Θεὸ ποὺ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτά, ὅπως ὁ ἴδιος μόνος τὰ γνωρίζει».


ΤΟΜΟΣ Γ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´

Περὶ διακρίσεως

2. Κάποιοι ἀδελφοὶ πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὰ ὁράματα ποὺ ἔβλεπαν, καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπ᾿ αὐτὸν ἐὰν πρόκειται γιὰ ἀληθινὰ ὁράματα ἢ τὰ δημιουργοῦν οἱ δαίμονες.

Αὐτοὶ εἶχαν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ τοὺς ψόφησε στὸν δρόμο.

Μόλις ἔφθασαν στὸν Γέροντα, πρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε:

«Πῶς ψόφησε τὸ γαϊδουράκι στὸν δρόμο;»

«Ποῦ τὸ ξέρεις, ἀββᾶ;» τὸν ρώτησαν.

Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Οἱ δαίμονες μοῦ τὸ φανέρωσαν».

«Μὰ κι ἐμεῖς -εἶπαν- γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἤρθαμε νὰ σὲ ρωτήσουμε, γιατὶ βλέπουμε ὁράματα καὶ πολλὲς φορὲς βγαίνουν ἀληθινά. Ἀλλὰ μὴ τυχὸν πέφτουμε σὲ πλάνη;»

Καὶ ὁ Γέροντας παίρνοντας ὡς παράδειγμα αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὸν ὄνο, τοὺς πληροφόρησε ὅτι προέρχονται ἀπό τους δαίμονες.

5. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:

«Προσευχήσου γιὰ μένα».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Οὔτε ἐγὼ σὲ σπλαχνίζομαι οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν σὺ ὁ ἴδιος δὲν σπεύσεις μὲ ζῆλο νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό».

6. Εἶπε ἐπίσης ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει να᾿ρθοῦν οἱ μεγάλοι πειρασμοὶ στὴ γενιὰ αὐτὴ ὅπως στὶς παλαιότερες, γιατὶ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καὶ δὲν ἀντέχουν.

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θα᾿ ρθεῖ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φέρονται ὅπως οἱ παράφρονες. Καὶ ὅταν θὰ βλέπουν κάποιον ποὺ δὲν θὰ συμπεριφέρεται ὡς παράφρων, θὰ τὰ βάζουν μαζί του καὶ θὰ τοῦ λένε: «Ἐσὺ εἶσαι τρελός», ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτούς.

19. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:

«Ἐὰν κάποιος μοῦ εἶναι ὑπερβολικὰ ἀγαπητὸς ἀλλὰ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα, κόβω ἀμέσως τὶς σχέσεις μου μαζί του».

33. Εἶπε ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Δανιήλ:

«Ὅσο ἀκμάζει τὸ σῶμα, τόσο ἡ ψυχὴ ἀδυνατίζει, καὶ ὅσο τὸ σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχὴ ἀκμάζει».

35. Ρωτήθηκε ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἐὰν ἀρκεῖ ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος γιὰ νὰ κινήσει τὸν Θεὸ σὲ εὐσπλαχνία, καὶ εἶπε:

«Ναί, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: Ψάξτε νὰ βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι στὴν πράξη δίκαιος καὶ εὐσεβῆς καὶ θὰ φανῶ σπλαχνικὸς γιὰ ὅλο τὸ λαό».

40. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἡ ἁπλότητα καὶ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό μας, καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν πονηρία».

47. Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Καμιά ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀρετή, νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τὸν ἄλλον».

50. Ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα σχετικὰ μὲ τὰ ἀκούσματα ποὺ φθάνουν στ᾿ αὐτιά μας:

«Πῶς εἶναι δυνατὸν -εἶπε- ὅταν γενικὰ τ᾿ αὐτιά μας δέχονται λόγια κοσμικῶν ἀνθρώπων ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλα ἄσχετα, νὰ παραμένουν προσανατολισμένα στὸν Θεὸ μόνο;»

Καὶ ἡ ἀμμᾶς τοῦ λέει:

«Ὅπως ἀκριβῶς ἂν κάθεσαι σὲ τραπέζι ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ φαγητὰ καὶ τρῷς βέβαια, ἀλλὰ ὄχι μὲ εὐχαρίστηση, τὸ ἴδιο καὶ ὅταν κοσμικὰ λόγια φθάνουν στ᾿ αὐτιά σου, τὴν καρδιά σου νὰ ἔχεις στραμμένη στὸν Θεὸ καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ διάθεση δὲν θ᾿ ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστηση καὶ δὲν παθαίνεις καμιὰ ζημιά».

64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:

«Δὲν χρειάζονται τὰ λόγια μοναχά, γιατὶ πολλὰ λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦτον τὸν καιρό, χρειάζονται ἔργα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι τὰ λίγα τὰ ἄκαρπα».

78. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Μιῶς ἀπὸ ἕναν στρατιωτικὸ ἐὰν ὁ Θεὸς δέχεται τὸν μετανοημένο. Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ τὸν κατήχησε λέγοντάς του πολλά, τὸν ρώτησε: «Πές μου, ἀγαπητέ, ἐὰν σχισθεῖ ἡ χλαίνη σου, τὴν πετᾷς;»

«Ὄχι, -εἶπε- τὴ ράβω πάλι καὶ τὴ χρησιμοποιῶ».

«Ἂν λοιπὸν ἐσὺ -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, ὁ Θεὸς δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸ δικό του πλάσμα;»

83. Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Διέπραξα -εἶπε- μεγάλη ἁμαρτία καὶ θέλω νὰ μπῶ σὲ κανόνα μετανοίας γιὰ τρία χρόνια».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πολύ εἶναι».

«Μήπως γιὰ ἕνα χρόνο;» ρωτάει ὁ ἀδελφός.

«Πολύ εἶναι» ἀπαντᾷ πάλι ὁ Γέροντας.

Αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶπαν:

«Μέχρι σαράντα μέρες;»

Καὶ πάλι ὁ Γέροντας εἶπε:

«Εἶναι πολύ».

Καὶ πρόσθεσε:

«Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει νὰ κάνει τὴν ἁμαρτία, καὶ μέσα σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός».

96. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἂν δῶ κάτι, τὸ βλέπεις σωστὸ νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτό;»

Ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Εἶναι γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐκφράσει γνώμη, πρὶν τοῦ δώσουν τὸν λόγο, προδίδει ἀμυαλοσύνη καὶ εἶναι ντροπή του. Ἂν σὲ ρωτήσουν, μίλησε, ἀλλιῶς σώπαινε».

102. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ κάνει κάποια ἁμαρτία καὶ μετανοήσει, θὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Θεός;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Μά, ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν Πέτρο ἔδωσε ἐντολή: Μέχρι ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑφτὰ νὰ συγχωροῦμε».

111. Ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία;»

Καὶ ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν κάνει κανεὶς στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ δίκαιοι ὀνομάσθηκαν ἄμεμπτοι, γιατὶ ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν δίκαιοι».

121. Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Εἶναι προτιμότερο τὸ νὰ μιλάει κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾷ;»

Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός, καλὰ κάνει. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σιωπᾷ, γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός, ἐπίσης καλὰ κάνει».

147. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:

«Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ Θεὸν πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη ἀκούγοντας ὅσα δὲν γνωρίζει, ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε μὲ τὴν πεῖρα. Ἂν κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν θέλει, δὲν εἶναι στὰ καλά της. Γιατὶ εἶναι ἀρχὴ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ χορτασιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ ἡ ἀνορεξία νὰ ἀκούσει λόγο Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο πάντοτε πεινάει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό».

155. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:

«Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;»

«Σήκω πάνω πάλι» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.

«Σηκώθηκα -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- καὶ ξαναέπεσα».

«Σήκω ξανὰ καὶ ξανά», λέει ὁ Γέροντας.

Καὶ ρωτάει ὁ ἀδελφός: «Ὡς πότε;»

«Ἕως ὅτου -ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας- σὲ βρεῖ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴν καὶ φεύγει».

159.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:

«Παρεκάλεσα τὸν ἀββᾶ Σισόη νὰ μοῦ πεῖ ἕναν λόγο, καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὅσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀποφύγει καὶ δὲν λαμβάνει τὰ μέτρα του, εἶναι σὰν νὰ προκαλεῖ τὴν ἁμαρτία».

173. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι ὄχι αὐτὸς ποὺ διδάσκει μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ παιδαγωγεῖ μὲ τὸ παράδειγμα».

189. Ρωτήθηκε Γέροντας:

«Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ;»

Καὶ ἀπάντησε:

«Ἡ διάκριση».

192. Ρωτήθηκε Γέροντας:

«Τί πρέπει νὰ κάνει ὁ μοναχός;»

Καὶ εἶπε: «Νὰ ἐπιδιώκει κάθε τί τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀπέχει ἀπὸ κάθε κακό».

196. Εἶπε Γέροντας:

«Τὸ νὰ βιάζει κανεὶς σ᾿ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ».

197. Εἶπε Γέροντας:

«Μὴν κάνεις τίποτε, προτοῦ ἐξετάσεις τὴν καρδιά σου ἂν αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

204. Εἶπε Γέροντας:

«Νὰ μὴ θέλεις ν᾿ ἀποφεύγεις τὴν καταφρόνια ἀπὸ μέρους τῶν ἄλλων».

209. «Ὁ Θεὸς -εἶπε ἄλλος Γέροντας- ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτα: Τὸν νοῦ, τὸν λόγο καὶ τὴν πράξη».

212.Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἑξῆς:

  • Νὰ φοβᾶται τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ,
  • νὰ μισήσει τὴν ἁμαρτία,
  • νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρετὴ καὶ
  • νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ ἀδιάλειπτα».

223. Εἶπε Γέροντας:

«Οι Προφῆτες ἔγραψαν τὰ βιβλία (τῆς Γραφῆς). Ἦρθαν κατόπιν οἱ Πατέρες καὶ τὰ ἐφάρμοσαν. Οἱ μεταγενέστεροι τὰ ἀποστήθισαν. Ἦρθε κι αὐτὴ ἡ γενεά, τὰ ἔγραψε καὶ τὰ τοποθέτησε στὰ ράφια, ὅπου μένουν ἀχρησιμοποίητα».

260. Εἶπε Γέροντας:

«Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἑκούσια προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ θλίψη, πιστεύω ὅτι μεταξὺ τῶν μαρτύρων τὸν λογαριάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τὰ δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὑπολογίζονται ὡς αἵμα».

302. Εἶπε Γέροντας:

«Τὸ ψέμα τὸ ἐκπροσωπεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ, ἀντίθετα, τὴν ἀλήθεια ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος».

303. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἡ ρίζα τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα εἶναι θάνατος».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´

Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νὰ εἴμαστε νηφάλιοι

3. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Αὐτὸς ποὺ χτυπάει τὴ μάζα τοῦ σιδήρου, πιὸ μπροστὰ βάζει στὸ μυαλό του τί πρόκειται νὰ κάνει, δρεπάνι, μαχαῖρι, τσεκοῦρι;

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε στὸ μυαλό μας ποιὰ ἀρετὴ ἐπιδιώκουμε, γιὰ νὰ μὴν πάει χαμένος ὁ κόπος μας».

4. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο νὰ ἀκούσει ἀπ᾿ τὸ στόμα του κάποιον λόγο.

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Νὰ ἀγωνίζεσαι μ᾿ ὅλη σου τὴ δύναμη γιὰ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός, καὶ ἔτσι θὰ κυριαρχήσεις καὶ στὰ πάθη ποὺ ἐκδηλώνονται ἐξωτερικά».

5. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἂν ἀναζητήσουμε τὸν Θεό, θὰ μᾶς ἐμφανισθεῖ καί, ἂν τὸν κρατήσουμε, θὰ μείνει μαζί μας».

6. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δανιήλ:

Μὲ κάλεσε κάποια φορὰ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος καὶ μοῦ εἶπε:

«Ἀνάπαυσε τὸν πατέρα σου, ὥστε, ὅταν ἀπέλθει στὸν Κύριο, νὰ τὸν παρακαλέσει γιὰ χάρη σου καὶ νὰ ἔχεις προκοπή».

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:

«Ὁ μοναχὸς δὲν πρέπει νὰ ἀφήσει τὴ συνείδησή του νὰ τὸν κατηγορήσει σὲ καμία περίπτωση».

8. Εἶπε ἐπίσης ὅτι:

«Χωρίς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος οὔτε σὲ μία ἀρετή».

9. Εἶπε ἄλλη φορὰ:

«Εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει ὅλη τὴν ὥρα στραμμένη τὴ σκέψη του στὸ ὅτι θὰ τὸν κρίνει ὁ Θεός».

13. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος:

«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν πεῖ μέσ᾿ τὴν καρδιά του ὅτι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἐγὼ μόνον καὶ ὁ Θεὸς εἴμαστε, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση».

14. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐὰν θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ δειλινὸ φθάνει σὲ μέτρα θεϊκά».

18. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἡ ὀλιγωρία καὶ τὸ ὅτι κατακρίνουμε κάποιον μὲ τὸν λογισμό μας, δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ».

22. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Πέτρος:

«Ὅποιος ἀναζητεῖ τὸν Κύριό με πόνο καρδιᾶς, θὰ εἰσακουσθεῖ αὐτός, καὶ ὅ,τι ζητήσει μὲ ἐπίγνωση καὶ φροντίδα καὶ πόνο καρδιᾶς, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τί κοσμικὸ καὶ φροντίζοντας γιὰ τὴν ψυχή του πῶς θὰ τὴν παραστήσει στὸ βῆμα τοῦ Κυρίου ἀκατάκριτη, σ᾿ αὐτὸν θὰ τὰ δώσει ὁ Κύριος».

23. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τοῦ Ἐνάτου εἶπε:

«Ἐὰν λογαριάσει ὁ Θεὸς τὴν ἀμέλειά μας στὶς προσευχὲς καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ σὲ λογισμοὺς τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας, σωτηρία μὴν περιμένουμε».

24. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Σκήτης:

«Ἔρχεται ὁ λογισμός, μὲ ταράζει καὶ μὲ ἀπασχολεῖ, δὲν ἔχει βέβαια τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει στὴν πράξη, ἀλλὰ ὡστόσο γίνεται ἐμπόδιο στὴν ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ἐπαγρυπνεῖ στὴν ψυχή του, πετάει πέρα τὸν λογισμὸ καὶ σηκώνεται γιὰ προσευχή».

27. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα:

«Ἦταν κάποιος μοναχὸς ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ εἶχε πολλοὺς πειρασμούς, εἶπε:

«Θὰ φύγω ἀπὸ δῶ».

Καὶ μόλις ἔβαλε τὰ πέδιλά του, βλέπει καὶ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο νὰ φοράει τὰ δικά του πέδιλα καὶ νὰ τοῦ λέει:

«Ἐξαιτίας μου δὲν φεύγεις; Νά, ποὺ ἐγὼ θὰ πηγαίνω μπροστὰ ἀπὸ σένα, ὅπου κι ἂν πᾶς».

45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Μέγας:

«Ὁφείλει ἡ ψυχὴ τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμούς της μὲ κατάνυξη καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ἔχει στὸν νοῦ παρὰ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀγάπη της τὴν ἔμφυτη νὰ τὴν διαφυλάττει γι᾿ αὐτὸν καὶ μόνο.

Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ μητέρα μαζεύει τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι, γιὰ νὰ τὰ διδάξει καὶ νὰ τὰ συμβουλεύσει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει χρέος τοὺς λογισμούς της ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ τοὺς συμμαζεύει ἀπὸ παντοῦ σὰν δικά της τέκνα, ἔστω κι ἂν ἡ ἁμαρτία τοὺς διασκορπίζει, ὥστε ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκατάπαυστα νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀναμένει τὸν Κύριο μὲ πίστη βεβαία, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ τῆς διδάξει τὴν ἀληθινὴ προσευχή, τὴν ἀπερίσπαστη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση Αὐτοῦ καὶ μόνον».

46. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μπεῖ στὸν στρατὸ τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν γίνει σὰν φωτιὰ ὅλος, ἂν δὲν καταφρονήσει τὴ δόξα καὶ τὴν καλοπέραση, ἂν δὲν ξεριζώσει τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν τηρήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

48. Εἶπε ἐπίσης:

«Ὁφείλει ὁ ἄνθρωπος νὰ νεκρώσει τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς κάθε τί ἁμαρτωλό, προτοῦ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴν κάνει ζημιὰ σὲ κανένα ἄνθρωπο».

61. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμένας:

«Ἡ πονηριὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι κρυμμένη πίσω τους».

65. Εἶπε ἐπίσης:

«Οἱ ἑξῆς τρεῖς ἀρχὲς εἶναι χρήσιμες: Τὸ νὰ φοβᾶσαι τὸν Κύριο, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ κάνεις τὸ καλὸ στὸν πλησίον».

77. Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό:

«Τί εἴδους ἀσκήσεις ἔκανες, πάτερ, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴ φρόνηση αὐτή;»

Καὶ ἀποκρίθηκε:

«Ποτέ δὲν ἄφησα στὴν καρδιά μου λογισμὸ ποὺ παροργίζει τὸν Θεό».

78. Ρώτησε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς τὸν ἀββᾶ Σιλουανό:

«Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος κάθε μέρα νὰ βάζει ἀρχή;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ἐὰν εἶναι ἀγωνιστής, μπορεῖ καὶ κάθε ὥρα νὰ βάζει ἀρχή».

81. Εἶπε ἡ μακαρία Συγκλητική:

«Τέκνα μου, ὅλοι γνωρίζουμε τὸν τρόπο νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἀμελείας μας μένουμε πίσω στὴ σωτηρία».

84. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ἡ σκέψη σου ἂς εἶναι παντοτινὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ γρήγορα θὰ τὴν κληρονομήσεις».

85. Εἶπε ἀκόμη:

«Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ ἂς μιμεῖται τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων καὶ νὰ κατακαίει τὴν ἁμαρτία».

97. Εἶπε Γέροντας:

«Ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει αὐτὸν ποὺ στέκεται κοντὰ στὸν βασιλιά, ἔτσι οὔτε ὁ Σατανᾶς μπορεῖ νὰ κάνει κάτι εἰς βάρος μας, ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Γιατὶ λέει: «Πλησιάστε με καὶ θὰ σᾶς πλησιάσω κι ἐγώ».

Ἀλλὰ ἐπειδὴ συνεχῶς παίρνουν ἀέρα τὰ μυαλά μας, εὔκολα ἁρπάζει ὁ ἐχθρὸς τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας καὶ τὴ ρίχνει στὰ ἄτιμα πάθη».

99. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι ὅταν τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός:

«Ἄσε τὴν σημερινὴ ἡμέρα καὶ αὔριο μετανοεῖς», ἀντέκρουε τὸν λογισμὸ λέγοντας:

«Ὄχι, σήμερα θὰ μετανοήσω καὶ αὔριο ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

119. Εἶπε Γέροντας:

«Να σκέφτεσαι πάντοτε τὰ καλά, γιὰ νὰ τὰ κάνεις καὶ πράξη. Καμιὰ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὸν Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου