Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Η Αρτοκλασία και τι συμβολίζει…

          

artoklasia
Ο όρος Αρτοκλασία σημαίνει ο τεμαχισμός του άρτου και συναντάται μόνο στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Η ακολουθία της Αρτοκλασίας εσφαλμένα λέγεται από τους πιστούς και αρτοπλασία.
Οι νοικοκυρές βάζουν τα δυνατά τους για να φτιάξουν την πιο όμορφη Αρτοκλασία.
Έτσι στη Λειτουργική, Αρτοκλασία αποκαλούμαι τον τεμαχισμό των άρτων που προηγουμένως έχουν ευλογηθεί από ιερέα ή Αρχιερέα και στη συνέχεια διανέμονται στο εκκλησίασμα. Οι ευλογούμενοι άρτοι είναι πέντε, ισάριθμοι δηλαδή μ΄ εκείνους που ευλόγησε ο Χριστός στην έρημο και στη συνέχεια διανεμήθηκαν στο πλήθος. Μαζί με τους άρτους ευλογούνται επίσης μικρές ποσότητες οίνου και ελαίου που φέρονται σε μικρές φιάλες.
Η τελετή της αρτοκλασίας ή της «ευλογήσεως των άρτων» είναι παλαιότατη λειτουργική πράξη και έχει τις ρίζες της στους αποστολικούς χρόνους. Θεωρείται κατάλοιπο από τις «αγάπες», τα κοινά γεύματα των πρώτων χριστιανών, που διασώζει και το αρχαίο όνομα της Θείας Ευχαριστίας (κλάσις του άρτου), καθώς και τον τρόπο τεμαχισμού και διανομής της.
“…και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντες πιστούς δούλους σου αγίασον…”
Η Αρτοκλασία στις μέρες μας γίνεται και κατά την ακολουθία του όρθρου, αλλά κυρίως κατά τον εσπερινό της παραμονής δεσποτικής ή θεομητορικής εορτής αλλά και στις εορτές των Αγίων μας, επίσης Αρτοκλασία κάνουμε και όποτε το κρίνουμε εμείς ή ο πνευματικός μας αναγκαίο, η τέλεση δε του ιερού αυτού γεγονότος αποσκοπεί με τον συμβολισμό του πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Ιησού στην έρημο, στην ευλόγηση του σπιτικού μας και στον πολλαπλασιασμό των υλικών αλλά και των ψυχικών αγαθών των οικείων και των φίλων μας.
Η Αρτοκλασία όμως αποσκοπούσε και αποσκοπεί ακόμα και στην θεραπεία πρακτικής μοναστικής ανάγκης. Στα μοναστήρια, δηλαδή, οι μοναχοί αφού νήστευαν ολόκληρη την ημέρα της παραμονής κάθε μεγάλης εορτής, ήταν υποχρεωμένοι μα παραμείνουν στο ναό και να μην απομακρυνθούν, μετά τον εσπερινό, προκειμένου να συνεχίσουν την ολονυκτία και να τύχουν δια της αρτοκλασίας “παραμυθίας” και “στήριξης”. Η ευλογία των άρτων, “ανά πέντε”, του οίνου “ανά στάμνον μεστήν” καθώς και του ελαίου γινόταν με σύντομη ευχή αμέσως μετά τη λεγόμενη “λιτή”, (έπειτα από τη μεγάλη δέηση), περί το τέλος του εσπερινού. Ακολουθούσε ο τεμαχισμός και η διανομή από τον “κελλαρίτη” που βρίσκονταν στον νάρθηκα ή την λιτή, δηλαδή στο χώρο μεταξύ νάρθηκα και κυρίως ναού, όπου τελούταν η δέηση της “λιτής”, εξ ου και η ονομασία του χώρου. Μαζί με τον άρτο διανέμονταν, κατά το Τριώδιο και “ανά εξ ισχάδες ή φοίνικες” (ανά 6 σύκα ξερά ή χουρμάδες) και από “ενός κρασοβολίου οίνος” (ένα ποτήρι κρασί). Το έλαιο που ευλογούνταν πιθανώς χρησιμοποιούνταν στο μεγάλο κανδήλι του τιμώμενου Αγ
Ο άρτος, το βασικό στοιχείο τροφής του ανθρώπου, ευλογήθηκε ιδιαίτερα από τον Χριστό. Στην έρημο ο Κύριος ευλόγησε τους πέντε άρτους (και τα δύο ψάρια) και με αυτά χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά. Στο Μυστικό Δείπνο χρησιμοποιεί τον άρτο για να παραδώσει το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στους Εμμαούς, μετά την Ανάστασή Του, τα μάτια των μαθητών ανοίγουν και Τον αναγνωρίζουν κατά την ευλογία και την κλάση του άρτου. Ο Χριστός συμβολικά μίλησε για τον παραλληλισμό του άρτου με τον ίδιο τον εαυτό Του, που είναι ο «άρτος της ζωής», ο «άρτος ο ζων», ο «άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιωάν. στ, 35/51/41).
Ο άρτος συμβολίζει ακόμη την Εκκλησία, καθώς τα μέλη της -οι πιστοί- ήταν πριν διεσπαρμένα όπως το σιτάρι στους αγρούς, αλλά δια του Χριστού συνήχθησαν (συγκεντρώθηκαν) σε ένα σώμα.
Αλλά και εσχατολογικώς, ο άρτος θεωρήθηκε εικόνα της Βασιλείας του Θεού, καθώς οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν θα βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τον Θεό δια της βρώσεως του ουρανίου άρτου, που βρίσκεται στην τράπεζα του Κυρίου: «Μακάριος όστις φάγεται άρτον εν τη Βασιλεία του Θεού» (Λουκ. ιδ,15).
Ο άγιος Συμεών Θεσαλονίκης γράφει πως η αρτοκλασία είναι «άνωθεν παραδεδομένη εκ του Σωτήρος αυτού».
Στην τελετή της Αρτοκλασίας, τους πέντε άρτους προσφέρουν οι πιστοί, μαζί με έναν ακόμα πρόσφορο για την Αγία Πρόθεση, φέρνουν επίσης λάδι και κρασί ενώ στο τραπέζι της Αρτοκλασίας ανάβουμε συμβολικά και πέντε κεριά από αγνό μελισσοκέρι. Συνήθως οι εορτάζοντες, οι οποίοι προσφέρουν και τα δώρα αυτά στην εκκλησία, συμπληρώνουν προαιρετικά την προσφορά τους με αγνές λαμπάδες για την Αγία Τράπεζα, θυμίαμα, καρβουνάκια και φυτιλάκια για τις καντήλες του ναού και οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιείτε για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας που θα ακολουθήσει και που εκείνη την ημέρα γίνεται γιαυτούς ιδιαίτερα που εορτάζουν, ενίοτε δε οι εορτάζοντες προσφέρουν και λουλούδια που θα στολίσουν την Αγία Τράπεζα, ή χρήματα, για τις ανάγκες της εκκλησίας τους, για να ευλογηθούν αυτοί και τα σπιτικά τους, ενώ στο τέλος της τελετής παίρνουν έναν ευλογημένο άρτο στο σπίτι τους ο οποίος κόβεται στο γιορτινό τραπέζι, οι δε υπόλοιποι ευλογηθέντες άρτοι διανέμονται στους εκκλησιαζομένους, γεγονός που φανερώνει ακόμη περισσότερο τη σχέση της αρτοκλασίας προς τις παλαιές «αγάπες» των πρώτων χριστιανών.
Πηγή: askitikon.eu

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Μαντζαρίδης Γεώργιος)


 Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του. Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.
Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».

Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.

Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».

Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.

Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».

Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.

Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;

Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.

Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.


Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».


Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.

Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.

<Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν>


Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό και πιο ανίσχυρο στον κόσμο, αδελφοί, από το σκοτάδι. Μόνο να ανάψετε ένα κερί στο δωμάτιο, κι όλο το σκοτάδι στιγμιαία εξαφανίζεται, σα να μην υπήρχε ποτέ. Και ο θάνατος είναι σκοτάδι, και η άγνοια είναι σκοτάδι, και το μίσος είναι σκοτάδι. Εάν λάμψει η ζωή, το σκοτάδι του θανάτου εξαφανίζεται στην στιγμή σα να μην υπήρχε ποτέ. Εάν λάμψει η γνώση, το σκοτάδι της άγνοιας εξαφανίζεται στη στιγμή σα να μην υπήρχε ποτέ. Εάν λάμψει η αγάπη, το σκοτάδι του μίσους εξαφανίζεται στη στιγμή σα να μην υπήρχε ποτέ. Ότι είναι συμβολικά αληθινό στον υλικό κόσμο, είναι πραγματικά αληθινό στον πνευματικό κόσμο και οτιδήποτε είναι συμβολικά αληθινό εξωτερικά, είναι πραγματικά αληθινό εσωτερικά. Αφού από τον πνευματικό κόσμο εσωτερικά έρχεται όλο το φως και όλη η αλήθεια, και κοινοποιείται αχνά έξω στον υλικό κόσμο.....
Μέχρι εκεί που φθάνει το φως του κεριού, μέχρι εκεί το σκοτάδι είναι φαγωμένο και δεν υπάρχει, σα να μην υπήρχε ποτέ. Ενώ στο άκρο τούτου του φωτός, εκεί όπου το φως τρεμοσβήνει, εκεί το σκοτάδι το περικυκλώνει. Γύρω από κάθε φως στον κόσμο περικυκλώνει το σκοτάδι.Επειδή στον κόσμο δεν υπάρχει κανένα φως, του οποίου οι ακτίνες θα φώτιζαν αιώνια.

Και το φως του ηλίου είναι περιτριγυρισμένο με σκοτάδι, και το φως κάθε αστεριού είναι περικυκλωμένο με σκοτάδι. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι περιτριγυρισμένες με σκοτάδι και η ζωή μας, και η γνώση μας και η αγάπη μας. Μόλις το φως τρεμοπαίζει, φωτίζει λιγότερο, και το σκοτάδι το καταλαμβάνει όλο και περισσότερο. Την ταλαντευόμενη ζωή μας συχνά την καταλαμβάνει το σκοτάδι. Τον Θεό μέσα στον κόσμο τον περιτριγυρίζει το σκοτάδι, όμως δεν τον καταλαμβάνει. Αφού ο Θεός είναι γαλήνιο και αιώνιο φως, το οποίο δεν ταλαντεύεται. Ο Θεός είναι το φως καθ΄ εαυτό, που το σκοτάδι δεν το περιορίζει, ούτε το σκοτάδι βρίσκει την άκρη του, για να κατοικήσει εκεί. Είναι ο μοναδικός ήλιος, του οποίου το φως πηγαίνει εις το άπειρο, και το άπειρο συναντιέται με την αρχή. Ούτε περιορίζει τη ζωή του Θεού το σκότος του θανάτου ούτε τη γνώση του Θεού περιορίζει το σκότος της άγνοιας ούτε την αγάπη του Θεού περιορίζει το σκότος του μίσους. Όταν λάμψει ο Θεός, το σκότος φαγώνεται όλο και δεν υπάρχει πουθενά πια, σα να μην υπήρχε ποτέ. Σε οποιονδήποτε επιθυμήσει τον Θεό, ο Θεός φανερώνεται μέσα από το δικό του άπειρο φως της ζωής, της σοφίας και της αγάπης. Οποιοσδήποτε δεν επιθυμήσει τον Θεό, τούτος παραμένει στην αδυναμία και το φόβο του θανάτου, στην αδυναμία και το φόβο της άγνοιας, στην αδυναμία και το φόβο του μίσους. Αφού ο Θεός είναι το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Δεν θα μπορούσε κανείς άνθρωπος να έρθει στον κόσμο, και να μην τον ακολουθεί το φως του Θεού πίσω του και μπρος του.


Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Νέες ομιλίες υπό το όρος , εκδόσεις Χροες

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

π. Αθανάσιος Μυτιληναίος: Τι σημαίνει το «Αιωνία η μνήμη»;

 



π. Αθανάσιος Μυτιληναίος:  Τι σημαίνει το «Αιωνία η μνήμη»;
π. Αθανάσιος Μυτιληναίος
Τι σημαίνει το «Αιωνία η μνήμη»;
(απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από ομιλία)
Το λέμε αυτό για τον νεκρό. Αλλά πού να είναι, όμως, «αιωνία η μνήμη» του νεκρού; Αυτό είναι ταυτόσημο, προσέξτε: όταν λέμε «αιωνία η μνήμη» θα πει «κάποιος να σε θυμάται πάντοτε». Αυτός ο «κάποιος» που θα θυμάται πάντοτε είναι ο Θεός. Ποιον θα θυμάται; Αυτόν τον άνθρωπον για τον οποίον του ευχόμεθα θα είναι αιωνία του η μνήμη. Δηλαδή, ο Θεός, λέγει η Αγία Γραφή, θυμάται εκείνους, οι οποίοι έχουν σωθεί. Δεν θυμάται εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν σωθεί. Προσέξτε, είναι ανθρωποπαθής έκφρασις, ανθρωποπαθής. Τι θα πει αυτό; Το λέει ο ίδιος ο Θεός, η ίδια η Γραφή: γι’ αυτούς, λέει, «ου μη μνησθώ», σε πολλά σημεία στην Αγία Γραφή και Παλαιά και Καινή Διαθήκη, «ου μη μνησθώ», δηλαδή «δεν θα τους θυμηθώ». Τι θα πει «δεν θα τους θυμηθώ»; Όχι ότι ο Θεός ξεχνάει. Δεν τους λογαριάζει, όπως όταν γυρίζει την πλάτη Του σημαίνει. Όχι ότι δεν τους βλέπει. Ο Θεός δεν έχει πλάτη, αλλά ότι δεν είναι κάτω από την εύνοια τη δική Του.
Συνεπώς όταν λέμε «αιωνία η μνήμη» αυτό είναι ταυτόσημο με τη σωτηρία. Ότι, είθε να σωθείς, συ, ο κεκοιμημένος αδελφός, είθε να σωθείς για να σε ενθυμείται ο Θεός πάντοτε. Αυτό θα πει «αιωνία σου η μνήμη».  

† π. Αθανάσιος Μυτιληναίος

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Ο δεκάλογος του χριστιανικού νόμου (Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά)

 

1. Κύριος ο Θεός ημών, Κύριος εις έστιν.
Ο Κύριος, ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος
(Δευτ. 6:4), που αναγνωρίζεται ως Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, Ο Υιός έχει γεννηθεί από τον Πατέρα ανάρχως, αχρόνως και απαθώς, ως Λόγος, και έχει ονομαστεί Χριστός, επειδή έχρισε από τον εαυτό Του την ανθρώπινη φύση που πήρε από μας. Το Άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Αυτός είναι ο μόνος Θεός, Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, ο ένας Κύριος σε τρεις υποστάσεις, που δεν διαιρείται ως προς τη φύση, τη βουλή, τη δόξα, τη δύναμη, την ενέργεια και όλα τα γνωρίσματα της θεότητος.
Αυτόν, τον ένα Τριαδικό Θεό, μόνο θ’ αγαπήσεις και Αυτόν μόνο θα λατρέψεις μ’ όλη τη διάνοια σου και μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Και θα είναι τα λόγια Του και τα προστάγματά Του μέσα στην καρδιά σου, για να τα πράττεις και να τα μελετάς και να τα λες όταν κάθεσαι, όταν βαδίζεις, όταν βρίσκεσαι στο κρεβάτι, όταν σηκώνεσαι. Να θυμάσαι αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου. Αυτόν μονάχα να φοβάσαι. Μήτε Εκείνον μήτε τις εντολές Του να λησμονήσεις. Έτσι θα σου δώσει δύναμη να κάνεις το θέλημά Του. Γιατί δεν ζητάει από σένα τίποτ’ άλλο, παρά να Του είσαι αφοσιωμένος και να Τον αγαπάς και να βαδίζεις στους δρόμους όλων των εντολών Του. Αυτός είναι το καύχημά σου και Αυτός ο Θεός σου. Μαθαίνοντας πως οι υπερκόσμιοι άγγελοι είναι απαθείς και αόρατοι και πως ο διάβολος, που ξέπεσε από τον ουρανό, είναι πολύ κακός, σοφός, δυνατός και πολυμήχανος στο να πλανάει τον άνθρωπο, μη νομίσεις πως είναι κανένας τους ομότιμος με το Θεό. Βλέποντας, επίσης, το μέγεθος του ουρανού και την κινητική του πολυπλοκότητα, τη λαμπρότητα του ηλίου, τη φωτεινότητα της σελήνης, την καθαρότητα των άλλων άστρων, την ευχρηστία του αέρα στην αναπνοή, τον πλούτο των προϊόντων της γης και της θάλασσας, μη θεοποιήσεις κανένα απ’ αυτά. Όλα είναι κτίσματα του μόνου Θεού υποταγμένα σ’ Αυτόν που τα δημιούργησε από το μηδέν με το λόγο Του. «Αυτός είπε κι έγιναν, Αυτός πρόσταξε και δημιουργήθηκαν» (Ψαλμ. 32:9). Μόνο Αυτόν, λοιπόν, τον Κύριο και Δημιουργό του σύμπαντος, θα δοξάσεις ως Θεό, σ’ Αυτόν θα προσκολληθείς με αγάπη και σ’ Αυτόν θα μετανοείς μέρα-νύχτα για τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματά σου. Γιατί Αυτός είναι σπλαχνικός και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αγαθοποιός αιώνιος. Αυτός έχει υποσχεθεί και δίνει την ουράνια και αδιάδοχη βασιλεία, τον ανώδυνο βίο, την αθάνατη ζωή και το ανέσπερο φως, για να τ’ απολαμβάνουν όσοι Τον σέβονται, Τον προσκυνούν, Τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές Του.
Αλλά ο ίδιος είναι και Θεός ζηλωτής και κριτής δίκαιος και εκδικητής φρικτός. Στους ασεβείς και ανυπάκουους, που παραβαίνουν τα προστάγματά Του, επιβάλλει κόλαση αιώνια, φωτιά άσβεστη, οδύνη ακατάπαυστη, θλίψη απαρηγόρητη, χώρα σκοτεινή και στενάχωρη, που ετοίμασε για τον πρώτο πονηρό αποστάτη,
το διάβολο, και για όλους όσοι πλανήθηκαν απ’ αυτόν και τον ακλούθησαν, αφού αρνήθηκαν τον Πλάστη τους με τα έργα, τα λόγια και τις σκέψεις τους.
2. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα.,,
Μην κατασκευάσεις ποτέ ομοίωμα κάποιου απ’ όσα είναι πάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και
μέσα στα νερά, για να τα λατρεύεις και να τα δοξάζεις σαν θεούς (Εξ. 20:4-5). Γιατί όλα αυτά είναι κτίσματα του μόνου Θεού, που στους στερνούς καιρούς, αφού σαρκώθηκε σε παρθενική μήτρα, φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε τους ανθρώπους. Και αφού έπαθε και πέθανε και αναστήθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων, ανέβηκε με το σώμα Του στους ουρανούς και κάθησε ψηλά, στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού. Μ’ αυτό το σώμα θα έρθει πάλι με δόξα, για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς.
Από αγάπη λοιπόν σ’ Εκείνον, που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία μας, θα κάνεις την εικόνα Του. Και μέσω της εικόνας θα θυμάσαι και θα προσκυνάς Εκείνον. Μέσω της εικόνας θα υψώνεις το νου σου στο προσκυνητό σώμα του Σωτήρα, που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, στον ουρανό, θα κάνεις επίσης και των αγίων τις εικόνες και θα τις προσκυνάς κι αυτές -όχι σαν θεούς, γιατί είναι απαγορευμένο, αλλά για τη σχέση σου μαζί τους και για τη διάθεσή σου απέναντι τους και για τη μεγάλη τιμή που τους πρέπει- ενώ ο νους σου και πάλι θα πηγαίνει σ’ εκείνους μέσ’ από τις εικόνες. Έτσι έκανε και ο Μωυσής: Έφτιαξε τις εικόνες των Χερουβείμ και τις έβαλε μέσα στα Άγια των Αγίων για να δοξάσει όχι τα κτίσματα, αλλά μέσω αυτών τον κτίστη του κόσμου Θεό (Εξ. 25:17-19).
Κι εσύ λοιπόν δεν θα θεοποιήσεις τις εικόνες του Χριστού και των αγίων, αλλά μέσω αυτών θα προσκυνάς Εκείνον, που, αφού πρώτα μας έπλασε κατ’ εικόνα Του, ύστερα ευδόκησε από άφατη φιλανθρωπία να πάρει ο ίδιος την ανθρώπινη εικόνα Του και να γίνει περιγραπτός σύμφωνα μ’ αυτήν. Και δεν θα προσκυνήσεις μόνο την εικόνα του Κυρίου, αλλά και τον τύπο του σταυρού Του. Γιατί είναι σημείο πανίσχυρο και τρόπαιο του Χριστού κατά του διαβόλου και όλης της δαιμονικής παρατάξεως. Γι’ αυτό τους πιάνει φρίκη και τρέπονται σε φυγή, όταν βλέπουν να γίνεται το σημείο του σταυρού. Και πριν από τη Σταύρωση ακόμα, ο τύπος του σταυρού δοξάστηκε πολύ από τους προφήτες κι έκανε μεγάλα θαύματα. Αλλά και στη δευτέρα παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, που καρφώθηκε στο σταυρό και που θα έρθει για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, θα προπορεύεται αυτό το μεγάλο και φοβερό σημείο Του με δύναμη και λαμπρότητα πολλή. Δόξασε λοιπόν τώρα το σταυρό, για να τον ατενίσεις τότε με θάρρος και να δοξαστείς μαζί του.
Θα προσκυνήσεις και τις εικόνες των αγίων, επειδή αυτοί συσταυρώθηκαν με τον Κύριο, κάνοντας στο πρόσωπό σου το σημείο του σταυρού και φέρνοντας στο νου σου τη συμμετοχή τους στα παθήματα του Χριστού, θα προσκυνήσεις, επίσης, και τα άγια σκηνώματά τους και κάθε λείψανο των οστών τους, γιατί δεν χωρίστηκε απ’ αυτά η χάρη του Θεού, όπως ακριβώς δεν χωρίστηκε η θεότητα από το προσκυνητό σώμα του Χριστού κατά τον ζωοποιό Του θάνατο.
Κάνοντας έτσι και δοξάζοντας εκείνους που δόξασαν το Θεό, γιατί φάνηκαν με τα έργα τους τέλειοι στην αγάπη Του, θα δοξαστείς κι εσύ μαζί τους από το Θεό και θα ψάλλεις μαζί με τον Δαβίδ: «Πάρα πολύ τίμησα τους φίλους Σου, Θεέ μου» (Ψαλμ. 138:17).
 
3. Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
Δεν θα χρησιμοποιήσεις μάταια το όνομα του Κυρίου και Θεού σου (Εξ. 20:7), κάνοντας ψεύτικο όρκο για οποιοδήποτε γήινο πράγμα από φόβο ανθρώπου ή από ντροπή ή για δικό σου κέρδος. Γιατί η επιορκία είναι άρνηση του Θεού.
Να μην ορκίζεσαι λοιπόν καθόλου. Ν’ αποφεύγεις τελείως τον όρκο, γιατί από τον όρκο έρχεται η επιορκία, που αποξενώνει τον άνθρωπο από το Θεό και κατατάσσει τον επίορκο με τους παρανόμους. Αν λες παντοτινά την αλήθεια, θα σε πιστεύουν όπως αν έπαιρνες όρκο.
Κι αν ποτέ συμβεί να ορκιστείς -πράγμα που πρέπει να απεύχεσαι-, εφόσον μεν πρόκειται για κάτι σύμφωνο με τον θείο νόμο, θα το εκτελέσεις ως νόμιμο, αλλά θα θεωρήσεις φταίχτη τον εαυτό σου για την ορκοδοσία, και με ελεημοσύνη, ικεσία, πένθος και κακοπάθεια του σώματος θα ζητήσεις το έλεος του Χριστού, που είπε να μην ορκίζεσαι διόλου· αν πάλι ορκίστηκες για κάτι παράνομο, πρόσεξε μην τυχόν το εκτελέσεις, επειδή πήρες όρκο, για να μη σε κατατάξει ο Θεός με τον προφητοκτόνο Ηρώδη, που, για να μην αθετήσει τον όρκο του, αποκεφάλισε τον Τίμιο Πρόδρομο. Αθέτησε καλύτερα τον παράνομο εκείνο όρκο, βάλε νόμο στον εαυτό σου να μην ορκιστείς ποτέ πια και ζήτα το έλεος του Θεού, χρησιμοποιώντας πιό επίπονα τα παραπάνω φάρμακα μαζί με δάκρυα.
 
 
4. Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν.
 
Μία ημέρα της εβδομάδας ονομάζεται Κυριακή,

επειδή είναι αφιερωμένη στον Κύριο, που αναστήθηκε από τους νεκρούς αυτή την ημέρα, δείχνοντας και πιστοποιώντας από πριν την ανάσταση όλων των ανθρώπων, οπότε θα σταματήσει κάθε γήινο έργο.
Την Κυριακή λοιπόν θα την αφιερώσεις στο Θεό. Δεν θα κάνεις καμιά βιοτική εργασία, εκτός από τις αναγκαίες. Και αυτούς που εργάζονται για σένα ή μένουν μαζί σου, θα τους αφήσεις ν’ αναπαυθούν, για να δοξάσετε όλοι μαζί Εκείνον που μας αγόρασε με το θάνατό Του και αναστήθηκε, ανασταίνοντας μαζί Του και την ανθρώπινη φύση μας.
Θα φέρεις στο νου σου τη μέλλουσα ζωή, θα μελετήσεις όλες τις εντολές και τους νόμους του Κυρίου, θα εξετάσεις τον εαυτό σου, μην τυχόν έχεις παραβεί ή παραλείψει κάτι, και θα τον διορθώσεις σε όλα.
Την ήμερα αυτή, επίσης, θα πας στο ναό του Θεού, θα πάρεις μέρος στη λατρευτική σύναξη και θα κοινωνήσεις με ειλικρινή πίστη και ακατάκριτη συνείδηση το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού. Και θα βάλεις αρχή μιας ζωής πιο άγιας, ανακαινίζοντας τον εαυτό σου και ετοιμάζοντάς τον για την υποδοχή των μελλοντικών αιώνιων αγαθών.
Για χάρη αυτών των αγαθών, ούτε τις άλλες ημέρες θα κάνεις κατάχρηση των γήινων πραγμάτων και φροντίδων. Την Κυριακή, όμως, επειδή θα είσαι αφοσιωμένος στο Θεό, θα τ’ αποφεύγεις όλα, έκτος από τα απολύτως αναγκαία, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ζήσεις. Κι έτσι, έχοντας το Θεό καταφύγιό σου, ούτε θα πας πουθενά, ούτε τη φωτιά των παθών θ’ ανάψεις, ούτε το φορτίο της αμαρτίας θα σηκώσεις.
Την «ημέρα των σαββάτων», λοιπόν την Κυριακή, θα την αφιερώσεις στο Θεό, σαββατίζοντας με την απραξία των κακών, απέχοντας δηλαδή από καθετί κακό. Στις Κυριακές να προσθέσεις και τις καθιερωμένες μεγάλες εορτές, τα ίδια κάνοντας και από τα ίδια απέχοντας.
 
 
 5. Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…
 
Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου (Έξ. 20:12), γιατί μέσω αυτών σ’ έφερε στη ζωή ο Θεός και αυτοί, μετά το Θεό, είναι αίτιοι για το ότι υπάρχεις. Κι εσύ λοιπόν, μετά το Θεό, αυτούς θα τιμήσεις και θ’ αγαπήσεις, εφόσον, βεβαίως, η αγάπη σου σ’ εκείνους συντελεί στο ν’ αγαπήσεις το Θεό. Αν όμως δεν συντελεί, φεύγε από κοντά τους αμέσως. Αν επιπλέον σου είναι και εμπόδιο, και μάλιστα στην αληθινή και σωτήρια πίστη, επειδή έχουν άλλη πίστη, δεν θα φύγεις μονάχα, αλλά και θ’ απαρνηθείς και αυτούς και όλους, μ’ όσους έχεις συγγένεια ή φιλία ή άλλη σχέση, και τα ίδια σου τα μέλη και τις επιθυμίες τους και το σώμα σου ολόκληρο και την διά του σώματος σχέση σου με τα πάθη. Γιατί ο Χριστός είπε: «Όποιος δεν απαρνιέται τον πατέρα του και τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τους αδελφούς και τις αδελφές του, ακόμα και την ίδια του τη ζωή, και δεν σηκώνει το σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου».
Αυτά για τους σαρκικούς γονείς, τους αδελφούς και τους φίλους. Εκείνους, όμως, που έχουν την ίδια πίστη μ’ εσένα και δεν σ’ εμποδίζουν από τη σωτηρία, και θα τους τιμήσεις και θα τους αγαπήσεις.
Κι αν πρέπει να τιμάς έτσι τους σαρκικούς γονείς σου, πόσο περισσότερο πρέπει να τιμήσεις και ν’ αγαπήσεις τους πνευματικούς σου πατέρες; Αυτοί σε μετέφεραν από την απλή βιολογική ζωή στην πνευματική ζωή της αρετής· σου μετέδωσαν το φωτισμό της γνώσεως· σου δίδαξαν την αλήθεια· σε αναγέννησαν με το λουτρό της παλιγγενεσίας· έβαλαν μέσα σου την ελπίδα της αναστάσεως, της αθανασίας και της ουράνιας βασιλείας· σ’ έκαναν, από ανάξιο, άξιο των αιωνίων αγαθών και, από επίγειο, ουράνιο και, από πρόσκαιρο, αιώνιο και γιό και μαθητή όχι ανθρώπου, αλλά του θεανθρώ­που Ιησού Χρίστου, που σου χάρισε το Πνεύμα, το οποίο κάνει τους ανθρώπους παιδιά του Θεού, και που είπε: «Μην ονομάσετε κανέναν πατέρα ή αρχηγό σας στη γη, γιατί ένας είναι ο πατέρας και ο αρχηγός σας, ο Χριστός».
Οφείλεις λοιπόν κάθε τιμή και αγάπη στους πνευματικούς σου πατέρες, γιατί η τιμή, που απονέμεις σ’ αυτούς, αναφέρεται στο Χριστό, στο Πανάγιο Πνεύμα, που σ’ έκανε παιδί του Θεού, και στον επουράνιο Πατέρα, που δίνει ζωή και ύπαρξη σ’ όλα τα όντα, ουράνια και επίγεια, θα φροντίσεις μάλιστα να έχεις σ’ όλη σου τη ζωή πνευματικό πατέρα, για να του εξομολογείσαι κάθε αμαρτία και κάθε λογισμό σου, και να παίρνεις απ’ αυτόν τη θεραπεία και την άφεση.
Στους πνευματικούς πατέρες έχει δοθεί η εξουσία να συγχωρούν ή να μη συγχωρούν τις ψυχές. Και ό,τι κρατήσουν ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο και στον ουρανό, ενώ ό,τι συγχωρήσουν στη γη, θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό. Αυτή τη χάρη και τη δύναμη έλαβαν από το Χριστό. Γι’ αυτό θα τους υπακούς χωρίς καμιάν αντιλογία, για να μην οδηγήσεις την ψυχή σου στην απώλεια. Γιατί αν θανατωνόταν, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, όποιος αντιμιλούσε στους σαρκικούς γονείς του, και μάλιστα σε πράγματα που δεν απαγόρευε ο νόμος του Θεού, πώς είναι δυνατό να μη διώχνει το Πνεύμα του Θεού μακριά του και να μη χάνει την ψυχή του όποιος αντιμιλάει στους πνευματικούς του πατέρες; Γι’ αυτό, ως το τέλος της ζωής σου, και να τους συμβουλεύεσαι και να τους υπακούς, για να σωθεί η ψυχή σου και να γίνεις κληρονόμος των αιώνιων και άφθαρτων αγαθών.
 
  1. 6.    Ου μοιχεύσεις.
   Δεν θα μοιχεύσεις ούτε θα πορνεύσεις, για να μη  γίνεις, αντί μέλος του Χριστού, μέλος της πόρνης και αποκοπείς από το θεϊκό σώμα και ξεπέσεις από τη θεϊκή κληρονομιά και ριχθείς στη γέεννα. Γιατί αν, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, έπρεπε να καίγεται η κόρη του ιερέα, που θα πιανόταν να πορνεύει, επειδή εξευτέλισε τον πατέρα της, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να καίγεται στην αιώνια κόλαση εκείνος που κόλλησε τέτοιο μόλυσμα στο σώμα του Χριστού;
Όχι μόνο να μην πορνεύσεις, μα και την παρθενία, αν μπορείς, ν’ ασκήσεις, για ν’ ανήκεις ολοκληρωτικά στο Θεό και να προσκολληθείς σ’ Αυτόν με τέλεια αγάπη, παραμένοντας κοντά Του σ’ όλη σου τη ζωή και φροντίζοντας πάντοτε χωρίς περισπασμούς ό,τι αφορά τον Κύριο, απολαμβάνοντας από τώρα τη μέλλουσα ζωή και ζώντας σαν άγγελος Θεού πάνω στη γη. Γιατί η παρθενία είναι γνώρισμα των αγγέλων και μ’ αυτούς γίνεται όμοιος, όσο είναι δυνατόν, όποιος ασκεί την παρθενία, μολονότι έχει σώμα· ή μάλλον, πριν απ’ αυτούς, γίνεται όμοιος με τον Πατέρα, που γέννησε προαιώνια τον Υιό με τρόπο παρθενικό, και με τον παρθένο Υιό, που γεννήθηκε προαιώνια από Πατέρα παρθένο και σαρκώθηκε στους έσχατους καιρούς από Μητέρα παρθένα, και με το Άγιο Πνεύμα, που προβάλλεται με τρόπο ανέκφραστο μόνο από τον Πατέρα, όχι με γέννηση, αλλά με εκπόρευση. Μ’ Αυτόν το Θεό εξομοιώνεται και ενώνεται, συνάπτοντας μαζί Του άφθαρτο γάμο, εκείνος που διάλεξε την αληθινή παρθενία, που παρθενεύει στην ψυχή και στο σώμα, που ομορφαίνει όλες τις αισθήσεις και το λόγο και τη διάνοια με τα κάλλη της παρθενίας.
Αν, πάλι, δεν προτιμάς την παρθενία ούτε την υποσχέθηκες στο Θεό, σου επιτρέπεται να πάρεις με γάμο μια γυναίκα, σύμφωνα με τους νόμους του Κυρίου. Μόνο μ’ αυτήν να συγκατοικείς, μόνο αυτήν να έχεις δική σου, με στόχο τον αγιασμό. Μ’ όλη σου τη δύναμη να μένεις μακριά από άλλες γυναίκες. Και θα μπορέσεις να φυλαχθείς απ’ αυτές, αν αποφεύγεις τις άκαιρες συνομιλίες μαζί τους, αν γυρίζεις τα μάτια και του σώματος και της ψυχής σου μακριά τους, όσο είναι δυνατόν, αν δεν ευχαριστιέσαι στα πορνικά λόγια και ακούσματα και αν συνηθίσεις να μη βλέπεις με περιέργεια την ομορφιά των προσώπων. Γιατί όποιος κοιτάξει γυναίκα με πονηρή επιθυμία, έχει κιόλας διαπράξει μέσα του μοιχεία μαζί της, και γι’ αυτό είναι ακάθαρτος ενώπιον του Χριστού, που βλέπει μέσα στην καρδιά. Επιπλέον, απ’ αυτό το πονηρό κοίταγμα, καταντάει, ο δύστυχος, και στη διάπραξη με το σώμα της αισχρής αμαρτίας. Αλλά γιατί μιλώ μόνο για πορνείες και μοιχείες και όλα τα μολύσματα που συνδέονται με τη φυσική λειτουργία, αφού και στις παρά φύση ασέλγειες σέρνεται ακόλαστα ο άνθρωπος, όταν περίεργα παρατηρεί τα κάλλη των σωμάτων;
Αν λοιπόν εσύ κόψεις από τον εαυτό σου τις πικρές ρίζες, δεν θα μαζέψεις θανατηφόρους καρπούς, αλλά θα καρπωθείς την αγνεία και τη συνακόλουθή της αγιότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θ’ αντικρύσει τον Κύριο.
 
7.  Ου φονεύσεις.
 
Δεν θα διαπράξεις φόνο, για να μην πάψεις να είσαι παιδί Εκείνου, που και τους νεκρούς ζωοποιεί, και για να μη γίνεις με τα έργα σου παιδί εκείνου, που ήταν εξαρχής ανθρωποκτόνος. Και επειδή ο φόνος προέρχεται από χτύπημα, το χτύπημα από βρισιά, η βρισιά από οργή και η οργή από ζημιά ή χτύπημα ή βρισιά άλλου, γι’ αυτό είπε ο Χριστός: «Αν κάποιος σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να σου πάρει και το πουκάμισο» (Λουκ. 6:29). Αν κάποιος σε χτυπήσει, μην τον χτυπήσεις κι εσύ. Αν κάποιος σε βρίσει, μην τον βρίσεις κι εσύ. Έτσι θα λυτρώσεις από το αμάρτημα του φόνου τόσο τον εαυτό σου όσο κι εκείνον που σου κάνει κακό. Εσύ επιπλέον θα λάβεις και τη συγχώρηση των αμαρτημάτων σου από το Θεό. Γιατί λέει: «Συγχωρήστε, και θα συγχωρηθείτε», Εκείνος όμως, που λέει και κάνει το κακό, θα καταδικαστεί στην αιώνια κόλαση. Γιατί ο Χριστός είπε: «Όποιος πει τον αδελφό του “ηλίθιε”, είναι ένοχος για τη φωτιά της κολάσεως» (Ματθ. 5:22).
Αν λοιπόν μπορέσεις ν’ αποσπάσεις μαζί με τις ρίζες του το κακό, εξασφαλίζοντας στην ψυχή σου τη μακαριότητα της πραότητας, δόξασε το Χριστό, το διδάσκαλο και συνεργό μας στην κατόρθωση των αρετών. Χωρίς Αυτόν, όπως έχεις μάθει, δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα καλό. Αν, πάλι, δεν μπορέσεις να παραμείνεις ήρεμος και να μην οργιστείς, να τα βάζεις με τον εαυτό σου, που οργίζεται, και να ζητάς συγχώρηση τόσο από το Θεό όσο και από τον άνθρωπο που άκουσε ή έπαθε κακό από σένα. Γιατί όποιος μετανοεί στην αρχή της αμαρτίας, δεν φτάνει στο τέλος της· και όποιος δεν πονάει για τα μικρά αμαρτήματά του, θα πέσει, μετά στα μικρά, και στα μεγάλα.
 
8. Ου κλέψεις.
 
Δεν θα κλέψεις {Έξ. 20:14), για να μη σου
ανταποδώσει πολλαπλάσια την τιμωρία ο Θεός, που γνωρίζει τις κρυφές πράξεις. Καλύτερα λοιπόν να δίνεις κρυφά και από τα υπάρχοντά σου σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη, για να λάβεις από το Θεό, που βλέπει καθετί κρυφό, εκατό φορές περισσότερα και ζωή αιώνια στον μελλοντικό κόσμο.
 
 
9. Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου…
 
Δεν θα συκοφαντήσεις, για να μη μοιάσεις στο διάβολο, που συκοφάντησε το Θεό στην Εύα, και γίνεις καταραμένος, όπως εκείνος. Καλύτερα λοιπόν να σκεπάσεις κιόλας το αμάρτημα του πλησίον -έκτος κι αν αυτό βλάψει πολλούς άλλους-, για να μη μοιάσεις στον Χαμ, αλλά στον Σημ και τον Ιάφεθ, κι έτσι να πετύχεις την ευλογία.
 
10. Ουκ επιθυμήσεις… όσα τω πλησίον σου εστί.
 
Δεν θα επιθυμήσεις κάτι του πλησίον σου, ούτε κτήμα ούτε χρήματα ούτε δόξα ούτε τίποτ’ άλλο απ’ όσα ανήκουν σ’ αυτόν. Γιατί η επιθυμία, όταν συλληφθεί στην ψυχή, γεννά την αμαρτία· και η αμαρτία, όταν ολοκληρωθεί, γεννά το θάνατο.
 Αν εσύ δεν επιθυμείς τα ξένα, θα μείνεις μακριά από την πλεονεξία και την αρπαγή των ξένων. Καλύτερα είναι, λοιπόν, να δώσεις και από τα δικά σου σ’ εκείνον που σού ζητάει, και να ελεήσεις, όσο μπορείς, εκείνον που έχει ανάγκη. Αν κάποιος θέλει να του δανείσεις κάτι, μην του το αρνηθείς. Αν βρεις κάτι που έχει χαθεί, να το παραδώσεις στον ιδιοκτήτη του, ακόμα κι αν είναι εχθρός σου. Έτσι, και θα συμφιλιωθείς μαζί του και θα νικήσεις το κακό με το αγαθό, όπως σε προστάζει ο Χριστός.
Αν τηρείς τα παραπάνω μ’ όλη σου τη δύναμη και μ’ αυτά ζεις, θα αποθηκεύσεις στην ψυχή σου το θησαυρό της ευσέβειας, θα ευαρεστήσεις το Θεό, θα ευεργετηθείς απ’ Αυτόν και τους ανθρώπους Του και θα γίνεις κληρονόμος των αιώνιων αγαθών, που είθε να τ’ αποκτήσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
 
(«Φωνή των Πατέρων», τ.Γ΄σ.145-158, Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός-Αττικής)

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ερμηνεία του Αποστολικού Αναγνώσματος του Ψυχοσαββάτου κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

 



Ερμηνεία του Αποστολικού Αναγνώσματος του Ψυχοσαββάτου κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ (Α΄ ΘΕΣ. 4, 13-18) ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ

Ἐν Πειραιεῖ 21-2-2014
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ποῦ ἐμμελῶς ἐπαγγέλλεται στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ψυχοσαββάτου, προέρχεται ἀπό τήν A΄ Θεσ. ἐπιστολή τοῦ Ἄπ. Παύλου καί συγκεκριμένα ἀπό τό Δ΄ κεφ. καί περιλαμβάνει τούς στίχους 13 ἕως 17. Ἡ περικοπή αὐτή κάνει λόγο περί τῶν κεκοιμημένων καί περί ἀναστάσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νά ἀναγινώσκεται σέ κάθε ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅπως ἐπίσης καί στά δύο ψυχοσάββατα, τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Θά προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά ἀναλύσουμε αὐτούς τούς πέντε στίχους μέ τήν βοήθεια ἑνός ἀπό τούς ἀρίστους ἑρμηνευτές τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἄπ. Παύλου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ πρῶτος στίχος λέει : «οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἁγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων».
Ἐδῶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεκινᾶ τόν περί ἀναστάσεως λόγο, διότι, ἄν καί πρότερον εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς γι’ αὐτόν, τώρα, ὅμως, φανερώνει καί ξεσκεπάζει σ’ αὐτούς ἕνα μυστηριῶδες νόημα περί τῆς ἀναστάσεως. Διότι, οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἄν καί εἶχαν ὅλη τήν γνώση περί ἀναστάσεως, ἐντούτοις θρηνοῦσαν ὑπέρ τό πρέπον τούς κεκοιμημένους καί ἀποθανόντας ἀδελφούς. Γι’ αὐτό τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος διορθώνει αὐτό τό σφάλμα. Ἐπειδή πολλά πράγματα, ὅταν δέν τά ξέρουμε, μᾶς λυποῦν, ἀφοῦ, ὅμως, τά μάθουμε, ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν λύπη τους, γι’ αὐτό ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει ὅτι «δέν θέλω νά μήν ξέρετε, ἀδελφοί». Δέν εἶπε «περί τῶν ἀποθανόντων», ἀλλά «περί τῶν κεκοιμημένων», γιά νά δείξει ὅτι καί ἀπό αὐτό τό ὄνομα, πού λαμβάνουν οἱ ἐν Χριστῷ κοιμηθέντες, φανερώνουν ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθοῦν˙ διότι, φυσικά, ὅποιος κοιμᾶται, αὐτός πρόκειται νά σηκωθεῖ.
Ἐν συνεχεία, ὁ δεύτερος στίχος λέει: «ἵνα μή λυπῆσθε, καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα».
Ἐκεῖνοι, λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος, πρέπει νά λυποῦνται καί νά θρηνοῦν μέ ὑπερβολή τούς ἀποθανόντας, ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδα. Τίνος πράγματος δέν ἔχουν ἐλπίδα; Τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ποιοί δηλ. εἶναι αὐτοί; Οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἀσεβεῖς. Καί ὄχι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πού ἔχετε ἐλπίδα ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖτε μέ ἀφθαρσία καί δόξα.
Ἄς ἀκούσουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, μᾶς παροτρύνει ὁ ἅγιος Νικόδημος, αὐτά τά λόγια του Ἄπ. Παύλου καί ἄς τρομάξουμε, διότι κλαίοντας τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας ἀδελφούς μας, κατά μέν τόν ἱερό Χρυσόστομο, πικρῶς, κατά δέ τόν Θεοδώρητο, ἀμέτρως, γινόμαστε ὅμοιοι μέ τούς ἀσεβεῖς καί ἀπίστους, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ρωτάει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν Ἄπ. Παῦλο : «Τί, λοιπόν, ὦ μακάριε Παῦλε; Γι’ αὐτό δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν περί τῶν κεκοιμημένων οἱ Θεσσαλονικεῖς, μόνο γιά νά μή λυποῦνται; Καί πῶς δέν λές καλύτερα, ὅτι δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν, γιά νά μήν κολαστοῦν, ἀλλά γιά νά μήν λυποῦνται»; Καί ἀποκρίνεται ὁ Ἄπ. Παῦλος : «Ναί, ἐγώ τούς λέω νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτή ἡ λύπη ἡ ὑπερβάλλουσα προξενεῖ σ’ αὐτούς τήν κόλαση».
Καί ἐξακολουθεῖ ὁ Ἄπ. Παῦλος στόν τρίτο στίχο τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, λέγοντας: «Εἰ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν αὐτῶ».
Καθώς, λέει, ὁ Θεός ἀνέστησε τόν Κύριον Ἰησοῦν, που ἔπαθε καί ἀπέθανε σωματικῶς, ἔτσι θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς.
Μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος γι’ ἄλλη μιά φορά νά προσέξουμε ὅτι ἐπί μέν τοῦ Κυρίου, ἐπειδή ἔγινε ἤδη ἡ ἀνάστασή Του, γι’ αὐτό λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος μέ θάρρος ὅτι «ἀπέθανε»˙ ἐπί ἡμῶν δέ, για’ μᾶς ὅμως, ἐπειδή ἡ ἀνάστασή μας δέν ἔγινε ἀκόμη, ἀλλά πρόκειται νά γίνει, γι’ αὐτό λέει «τούς κοιμηθέντας», γιά νά φανερώσει μέ τό ὄνομα αὐτό τῆς κοιμήσεως, ὅτι πρόκειται νά σηκωθοῦν καί   ν’ ἀναστηθοῦν.
Ἡ φράση τοῦ στίχου «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει» νοεῖται κατά δύο τρόπους, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο. Πρῶτον, ὅτι θά τούς φέρει «διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλ. ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά γίνει ὁ μεσίτης τῆς ἀναστάσεώς τους καί θά τούς παραστήσει στό πρόσωπο τοῦ Πατρός. Δεύτερον, ὅτι τό «κοιμηθέντας» ἑνώνεται μέ τό «διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλ. ὅτι ὁ Θεός θά φέρει στή δόξα καί τήν βασιλεία Του «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλ. τούς πιστούς καί δικαίους Χριστιανούς. Ἐπειδή οἱ δίκαιοι Χριστιανοί, ἔχοντας κάτοικο στήν καρδιά τους τόν Χριστό, μέσω τῆς πίστεως καί τῆς χάριτος, κοιμοῦνται καί ἀποθνήσκουν «διά τοῦ Ἰησοῦ».
Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ὁ Ἄπ. Παῦλος ἐδῶ ὁμιλεῖ περί μερικῆς ἀναστάσεως, δηλ. περί τῆς μετά δόξης ἀναστάσεως τῶν πιστῶν, που θά γίνει μαζί μέ τόν Κύριο, δηλ. περί τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων τῶν ἐν πίστει καί χάριτι τελειωθέντων. Γιατί, αὐτούς ὁ Θεός «ἄξει σύν αὐτῶ τῷ Ἰησοῦ», δηλ. θά ἁρπάξει ἀπό κάθε μέρος τοῦ κόσμου μέ τίς νεφέλες «σύν τῷ Κυρίω». Περί μερικῆς, λοιπόν, ἀναστάσεως ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Ἄπ. Παῦλος, περί τῆς ὁποίας δέν ἤξεραν οἱ Θεσσαλονικεῖς, καί ὄχι περί τῆς καθολικῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή περί αὐτῆς ἤξεραν. Θέλει, λοιπόν, τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος νά παρηγορήσει τούς Χριστιανούς, μέ τό νά τούς ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν πιστῶν θά γίνει ἔντιμος καί ἔνδοξος καί ἀπό αὐτό νά τούς πείσει νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους. Διότι, ὅλοι μέν οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι, θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά δέν θά ἀναστηθοῦν ὅλοι μέ δόξα καί τιμή, παρά μόνο οἱ πιστοί, δηλ. αὐτοί πού ἔχουν τήν πίστη συνδεδεμένη μέ τά καλά ἔργα, δηλ. οἱ δίκαιοι.
Πιό κάτω λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος : «Τοῦτο γάρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγω Κυρίου».
Ἐπειδή πρόκειται ὁ Ἄπ. Παῦλος νά πεῖ ἕνα παράδοξο πράγμα, γι’ αὐτό τό κάνει ἀξιόπιστο μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου. «Δέν σᾶς λέω», λέει, «ἀπό τοῦ λόγου μου, ἀπό τό μυαλό μου, αὐτό πού πρόκειται νά πῶ˙ ὄχι, ἀλλά τό ἔμαθα ἀπό τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐπειδή ὁ θεόπνευστος Παῦλος, τόσο αὐτόν τόν λόγο ἄκουσε ρητῶς καί αὐτολεξεί ἀμέσως ἀπό τόν Διδάσκαλό του Χριστό, δηλ. δι’ ἀποκαλύψεως καί θείας ἐμπνεύσεως, ὅσο καί ἐκεῖνον τόν λόγον, δηλ. τό «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν», καθώς ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. 20, 35). Τά ἄλλα λόγια, πού ἔλεγε ὁ Ἄπ. Παῦλος, τά ἔλεγε μέν διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι, ὅμως, καί ρητῶς καί μέ αὐτές τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ποιό εἶναι, λοιπόν, αὐτό τό παράδοξο πράγμα, πού πρόκειται νά πεῖ ὁ Ἄπ. Παῦλος καί τοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός;
«Ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας».
Ἐκεῖνο πού λέει ὁ μέγας Παῦλος στήν Α΄ Κορ. 15, 51, δηλ. τό «ἐν ἀτόμω, ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ», αὐτό τό ἴδιο λέει κι ἐδῶ μέ ἄλλες λέξεις. Ἐπειδή φαινόταν πώς εἶναι δύσκολο καί ὑπέρ τούς ὅρους τῆς φύσεως νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σαπήσει καί διαφθαρεῖ πρό πολλοῦ, γι’ αὐτό λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος ὅτι αὐτοί, πού θά ζοῦν τότε (στήν δευτέρα Παρουσία), δέν θά προλάβουν στήν ἀνάσταση τούς νεκρούς, πού ἔχουν πεθάνει καί διαλυθεῖ πρό πολλοῦ, δηλ. οἱ τότε ζῶντες δέν θά προφθάσουν νά ἀλλάξουν καί νά ἀφθαρτισθοῦν, προτύτερα ἀπό τούς πάλαι ποτέ ἀποθανόντας, ἀλλά ἐξίσου καί τά δύο μέρη τήν ἴδια στιγμή θά ἀφθαρτισθοῦν˙ ἐπειδή, καθώς εἶναι εὔκολο στόν Θεό νά ἀφθαρτίσει αὐτούς, πού ζοῦν ἀκόμη καί εἶναι ὁλόκληροι, ἔτσι ἐξίσου εὔκολο εἶναι σ’ Αὐτόν καί νά ἀφθαρτίσει στήν ἴδια ροπή καί αὐτούς, πού ἔχουν πεθάνει πρίν πολλά χρόνια καί ἔχουν διαλυθεῖ σέ τέσσερα στοιχεῖα.
Λέγοντας ὁ Ἄπ. Παῦλος «ἡμεῖς οἱ ζῶντες», δέν τό ἐννοεῖ αὐτό γιά τόν ἑαυτό του (ἐπειδή δέν ἐπρόκειτο νά ζήσει μέχρι τήν κοινή ἀνάσταση), ἀλλά τό λέει γιά τούς ἄλλους Χριστιανούς, πού πρόκειται τότε νά βρεθοῦν ζωντανοί. Γι’ αὐτό πρόσθεσε καί τό «οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου». Στό δικό του, λοιπόν, πρόσωπο φανερώνει ὁ Ἄπ. Παῦλος τούς Χριστιανούς, πού θά ζοῦν τότε.
Ὁ προτελευταῖος ἑρμηνευόμενος στίχος ἀναφέρει: «Ὅτι αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῆ Ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ».
Μήν ἀπιστεῖτε, λέει, σ’ αὐτό πού σᾶς λέω, Χριστιανοί, γιατί κι αὐτός ὁ Κύριος θά τό προστάξει. Πῶς θά τό προστάξει; Μέ φωνή Ἀρχαγγέλου (πιθανῶς τοῦ ἄρχοντος Μιχαήλ), ὁ ὁποῖος στέκεται πάνω ἀπό τούς ἄλλους κατωτέρους Ἀγγέλους καί θά τούς πεῖ : «Ἑτοίμους ποιήσατε πάντας», δηλ. ἑτοιμάστε ὅλους τούς νεκρούς˙ «πάρεστι γάρ ὁ Κριτής», γιατί ἔφθασε ὁ Κριτής. Πολλές εἶναι οἱ σάλπιγγες, ἀλλά στήν τελευταῖα σάπλιγγα θά κατέβη ὁ Κριτής.
Αὐτό λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος καί στήν Α΄ Κορ. 15, 51 : «Πάντες μέν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δέ ἀλλαγησόμεθα ἐν ἀτόμω, ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῆ ἐσχάτη σάλπιγγι˙ σαλπίσει γάρ καί οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι καί ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα»˙ διότι, καθώς ὁ Πατήρ, ὅταν κατέβηκε στό ὅρος Σινᾶ εἶχε ὑπηρέτες Ἀγγέλους καί σάλπιγγες, ἔτσι καί ὁ Υἱός, ὡς Βασιλεύς καί Θεός, θά ἔχει ὑπηρέτες στήν δευτέρα Του παρουσία καί κατάβαση Ἀγγέλους καί σάλπιγγες. Ἡ μέν προσταγή τοῦ Θεοῦ θά κάνει τή γῆ νά δώσει τά σώματα τῶν νεκρῶν, πού θά ἔχουν ἀφθαρτισθεῖ, ἡ δέ φωνή τοῦ Ἀρχαγγέλου θά ἐνεργήσει, μέσω ἄλλων ὑπηρετῶν Ἀγγέλων, στό νά συναχθοῦν σέ ἕνα τόπο ὅλοι οἱ νεκροί, πού βρίσκονται σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ ἀναστηθοῦν ἀπό τά μνήματα.
«Καί οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ, ἀναστήσονται πρῶτον».
Οἱ νεκροί, λέει, οἱ ἐν Χριστῷ, δηλ. οἱ πιστοί καί δίκαιοι Χριστιανοί, αὐτοί θά ἀναστηθοῦν πρῶτα, ἐπειδή πρόκειται νά ἁρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες καί νά ἀναληφθοῦν στό ὕψος, γιά νά προϋπαντήσουν τόν Βασιλέα Χριστό, πού θά ἔλθει μέ δύναμη καί δόξα πολλή. Γι’ αὐτό καί αὐτοί πρῶτοι θά ἀναστηθοῦν. Οἱ δέ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί ὕστερα θά ἀναστηθοῦν, ἐπειδή αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, δέν θά ἁρπαχθοῦν μέ τίς νεφέλες, οὔτε θά πάνε σέ προϋπάντηση τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλά θά μείνουν κάτω, προσμένοντας τήν παρουσία Του.
Τελειώνουμε, ἀγαπητοί μου, μέ τόν τελευταῖο στίχο τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο: «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σύν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίω ἐσόμεθα».
Ἄν καί οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν πρῶτοι, ἀλλ’ ὅμως κι ἐμεῖς, λέει, οἱ ζωντανοί, δηλ. οἱ δίκαιοι καί ἄξιοι Χριστιανοί, πού θά ζοῦν τότε, παρευθύς, ἀφοῦ ἀλλαχθοῦν, θά ἁρπαχθοῦν κι αὐτοί, ὅπως καί οἱ νεκροί, πού ἀναστήθηκαν, μέ νεφέλες καί θά προϋπαντήσουν τόν Κύριο στόν ἀέρα. Γιατί, καθώς ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στούς οὐρανούς μέ νεφέλη, ἔτσι καί οἱ Χριστιανοί, πού ἔζησαν κατά Χριστόν, ὄχι μόνο θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά καί θά ἀναληφθοῦν, καί μέ τό ἴδιο «ἁμάξι», δηλ. μέ τίς ἴδιες νεφέλες, μέ τίς ὁποῖες ἀνελήφθη καί ὁ Χριστός.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκφράζει μιά ἀπορία : «Ἄν ὁ Χριστός πρόκειται νά κατέβη κάτω, γιά ποιά αἰτία ἁρπάζει τούς δικαίους Χριστιανούς πάνω»; Ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος, λέγοντας ὅτι «διά τιμήν καί δόξαν» τούς ἀνεβάζει. Διότι, καθώς, ὅταν ἕνας βασιλιάς πρόκειται νά μπεῖ σέ κάποια πόλη, ὅσοι μέν εἶναι ἔντιμοι καί ἔνδοξοι, πηγαίνουν καί προϋπαντοῦν τόν βασιλιά, ὅσοι δέ εἶναι κατάδικοι, δέν βγαίνουν ἔξω, ἀλλά προσμένουν μέσα τόν βασιλιά, γιά νά τούς κρίνει, ἔτσι παρομοίως θά γίνει καί τότε. Οἱ μέν δίκαιοι θά ἁρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες, θά πάνε μέ παρρησία νά προϋπαντήσουν τόν Κύριο, καί, μετά τήν κρίση, θά μένουν πάντοτε ἑνωμένοι μέ τόν Βασιλέα Χριστό, συμβασιλεύοντες καί συνδοξαζόμενοι μ’ Αὐτόν αἰωνίως (ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν). Οἱ δέ ἁμαρτωλοί, παρ’ ὅλο πού εἶναι Χριστιανοί, μένουν, ὅμως, οἱ ἄθλιοι κάτω ντροπιασμένοι καί ἀπαρρησίαστοι, καί, ἀφοῦ κριθοῦν, θά πάνε στήν αἰωνία κόλαση.
Μέ αὐτά, λοιπόν, τά λόγια νά παρηγοριόμασθε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, καί νά μήν θρηνοῦμε τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας συγγενεῖς μας ὑπέρ τό πρέπον, καθώς, δηλ. θρηνοῦν τούς νεκρούς τους οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἐλπίζουν οὔτε σέ ἀνάσταση οὔτε σέ ἀφθαρσία οὔτε σέ αἰώνια δόξα.
«Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις». Ἀμήν!

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ




X
Loading Image...
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ  ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ
ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Παναγιώτου I. Μπρατσιώτου
Ακαδημαϊκού, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών (+21.1.1982)
 
   Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι Τρεις Ιεράρχαι γεραίρονται και υμνούνται ευλόγως «ως φωστήρες και διδάσκαλοι της Οικουμένης». Σκοπός δε τού παρό­ντος άρθρου είναι να δειχθή δι' ολίγων άφ' ενός μεν ότι ο τοιούτος χαρακτηρι­σμός αυτών ισχύει και δια σήμερον, άφ' ετέρου δε ότι προ παντός οι Ιεροί ούτοι άνδρες είναι οι κατ' εξοχήν διδάσκαλοι τού ελληνικού έθνους.
Και οι τρεις ούτοι μεγάλοι της Εκκλησίας πατέρες ήκμασαν κατά το δεύτερον ήμισυ τού δ' αιώνος. Ήδη όμως από τού ε' αιώνος άρχεται όχι μό­νον η τελετουργική αυτών τιμή ανά την οικουμενικήν Εκκλησίαν, κατ' αρχάς εν τη Ανατολή και συν τω χρόνω και εν τη Δύσει, αλλά και εις τας γλώσσας πάντων των χριστιανικών λαών μετάφρασις και διάδοσις και επίδρασις των συγγραμμά­των αυτών. Τι λέγω; Ήδη καθ' ον χρόνον έζων ούτοι είχε εξέλθει των ορίων της πε­ριοχής της δράσεως αυτών η φήμη και η ακτινοβολία αυτών. Ούτω π.χ. ο άγιος Βασίλειος καλείται ήδη υπό των συγχρό­νων του «μέγας» και δέχεται την επίσκεψιν ανδρών της περιωπής Ευφραίμ τού Σύρου και φιλολογικήν ασκεί επίδρασιν επί τον κλεινόν των Μεδιολάνων επίσκοπον Αμβρόσιον (Εξαήμερος), μεθ’ ου και επιστολάς ανταλλάσσει. Ήδη δε περί τα τέλη τού δ' αιώνος μεταφράζεται λατινιστί και διαδίδεται ανά την Δύσιν η «Εξαήμερος» αυτού και επιδρά επί τον Αυγουστίνον, και μετά τινα χρόνον επα­κολουθεί και νέα μετάφρασις τού έργου τούτου και πολλών άλλων έργιοων τού ανδρός όχι μόνον εις την λατινικήν, αλλά και εις πολλάς ανατολικάς γλώσσας.
Υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων του Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεολαίας τού δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολική και των γραμμάτων εορτή.
Προς τοις άλλοις και ο μοναχικός της Δύσεως βίος εδέχθη ζωηράν την επίδρα­σιν τού Βασιλείου, την οποίαν εδέχθη γενικώτερον και η Σχολαστική θεολογία. Κατά δε τους νεωτέρους χρόνους όχι μό­νον επανειλημμένως εκδίδονται ελληνι­στί τα έργα του (αρίστη παραμένει η έκδοσις των Gamier και Maran, διωρθωμένη υπό τού L. De Sinner), αλλά και εις πάσας τας ευρωπαϊκάς γλώσσας μετα­φράζονται επανειλημμένως πολλά τού­των, υπό δε τού Wendel γερμανιστί τα άπαντα αυτού (1776-78).
Εκ των έργων του την μεγαλυτέραν διάδοσιν και επίδρασιν έσχεν η περίφη­μος πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λό­γων», όπερ έργον πλείστους απέκτησε και εν τη Δύσει θαυμαστάς, μάλιστα κατά τους χρόνους της Αναγεννήσεως, ότε εντός 40 ετών (1449-1500) εξεδόθη εικοσάκις, διότι εθεωρείτο ως η σπουδαιότα­τη μαρτυρία περί της αξίας των ανθρωπι­στικών σπουδών.
Αλλά και κατά τους νε­ωτέρους χρόνους είναι περιζήτητα και θαυμάζονται εκ πάσης επόψεως τα έργα τού Μ. Βασιλείου, συμπεριλαμβανομέ­νων και των υπέροχων επιστολών του, και περί αυτά έχει δημιουργηθή πλουσιωτάτη γραμματεία. Εκ των νεωτέρων αξιόλογων δημοσιευμάτων περί αυτού το πλέον πρόσφατον είναι το τού Lukas Vischer υπό τον τίτλον Basilius der Grosse. Untersuchungen zu einem Kirchenvater des 4 Jahrhunderts (1953). Ουδέ θα έλεγε τις υπερβολήν ότι ισχύει και μέχρι σήμε­ρον περί τού ιερού τούτου ανδρός εν τη Ανατολή και τη Δύσει η φωνή της ημετέ­ρας Εκκλησίας: «Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω, ζη και παρ' ημίν ως λαλών εκ των βίβλων» και «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ως δεξαμενήν τον λόγον σου».
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο μετά τού αποστόλου Ιωάννου επικληθείς θεολόγος, ήδη ζων εδέχθη εν Κωνσταντινουπόλει, της οποίας επί τινα χρόνων διετέλεσεν Αρχιεπίσκοπος, εδέχθη, λέγω, την επίσκεψιν και ακρόασιν των λόγων του υπό τού επιφανούς της Λατινικής Εκκλησίας πατρός Ιερωνύμου, όστις και μεταξύ των επιφανών ανδρών εν τω φερωνύμω βιβλίω του (De viris illustribus) τον συγκαταλέγει και ως διδάσκαλόν του τον αναγνωρίζει. Ήδη εν τη Γ' εν Εφέσω Οικουμενική Συνόδω εχαρακτηρίσθη ο Γρηγόριος ως «μέγας». Ολίγα δε έτη μετά τον θάνατόν του ο Ρουφίνος μεταφράζει λατινιστί (περί το 400) εννέα λόγους του. Θαυμασταί του δε αναφαίνοται εν τη Δύσει άλλοι τε και ο πάπας Λέων ο μέγας και ο Αυγου­στίνος, όστις τον χαρακτηρίζει ως «μεγαλώνυμον» και ως «επιφανή επίσκοπον ενδοξότατης φήμης». Από τού στ' έως ιγ' αιώνος κυκλοφορούν πλήθος σχο­λίων εις τους λόγους του, οι οποίοι και επί την ελληνικήν υμνογραφίαν ασκούν ζωηράν επίδρασιν, αφού και τμήματα όλα εξ αυτών παραλαμβάνονται αυτολεξεί υπό των Ελλήνων υμνογράφων (Χριστός γεννάται δοξάσατε, Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει κ.λπ., Πεντηκοστήν εορτάζομεν κ.λπ.).
Ζωηρότατη εν γένει είναι η επίδρασις των έργων τού Γρηγορίου εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει κατά τον Μεσαίωνα και κατά τους νεωτέρους χρόνους. Άπαντα τα έργα του εκδίδονται μετά πολλής φιλοτιμίας εν τη Δύσει ελληνιστί. Και αρίστη μεν πασών παραμένει η έκδοσις των Μαυρίνων εν Παρισίοις (1778-1840), ήτις ανετυπώθη και εν τη ελληνική Πατρολογία τού Migne. Κατά δε τας παραμονάς τού β' παγκοσμίου πολέμου είχεν αναγγελθή η προπαρασκευή νέας εκδόσεως αυτών υπό της Ακαδημίας της Κρακοβίας. Αλλά και πολλαί μεταφρά­σεις των κυριωτέρων έργων τού Γρηγορί­ου εκυκλοφόρησαν εν τη Δύσει εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκάς γλώσσας και πλούσια βιβλιογραφία πέριξ πάντων των έργων του έχει δημιουργηθή και εξακο­λουθεί να πλουτίζεται μέχρι των ημερών ημών. Εξ αυτών αναφέρομεν το μάλιστα πρόσφατον και περισπούδαστον έργον τού Ρωμαιοκαθολικού καθηγητού του Στρασβούργου J. Plagnicux (1952).
Αρά γε θα ωνειρεύθη ποτέ, ότι τοσούτους και τηλικούτους έμελλε να εύρη θαυμαστάς και υμνητάς ο μελαγχολικός πως την διάθεσιν και φιλήσυχος πατήρ, όστις απευ­θυνόμενος προς τον Μ. Βασίλειον εν τω εις αυτόν επιταφίω του (κεφ. πβ') ως εξής κατέκλειε τον λόγον του; «Σοί μεν ουν ούτος παρ' ημών ο λόγος. Ημάς δε τις επαινέσεται μετά σε τον βίον απολίποντας, ει και τι παράσχομεν επαίνου τοις λόγοις άξιον
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήδη υπό μεν τού συγχρόνου του Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρρου χαρα­κτηρίζεται ως «μέγας διδάσκαλος της οικουμένης», υπό δε τού επίσης συγχρόνου του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Ιερωνύμου συγκαταλέγεται και αυτός μεταξύ των «επιφανών ανδρών» και θεωρείται ύπ' αυτού ως αυθεντία εκκλησια­στική. Μετά δε χρόνον όχι μόνον ο Αυγουστίνος επικαλείται τας μαρτυρίας του και τον χαρακτηρίζει ως «μέγαν άνδρα» και τον συγκαταλέγει μεταξύ των «αγίων», αλλά και ο Πάπας Ρώμης Καιλεστίνος λέγει περί αυτού, ότι «ο λόγος του εξεχύθη εις πάντα τον κόσμον», ενώ ο Κασσιανός τον παρέβαλε προς τον επιπεσόντα εις το στήθος τού Κυρίου απόστολον Ιωάννην.
Ήδη από της εν έτει 438 ανακομιδής τού ιερού του λειψάνου εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων εν Κωνσταντινουπόλει υπό τού αυτοκράτορος Θεοδοσίου τού Β' και τού οικουμενικού πατριάρχου Πρόκλου άρχεται ο εορτασμός της μνή­μης του εν τη Ανατολική Εκκλησία και έκτοτε πληθύνονται και οι προς αυτόν έπαινοι και τα εγκώμια.
Εν τη Δ' Οικου­μενική Συνόδω αναγνωρίζεται επισήμως ως «διδάσκαλος της Εκκλησίας» και εν ταίς λοιπαίς Οικουμενικαίς Συνόδοις αναφέρεται ως αυθεντικός μάρτυς της ορθής πίστεως. Τα έργα του διαδίδονται καταπληκτικώς ανά την Ανατολήν και την Δύσιν εις το πρωτότυπον και εις με­ταφράσεις, ο δε αριθμός των σωζόμενων ελληνικών χειρογράφων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος των άλλων εκκλησιαστικών πατέρων, υπερβαίνων τας 2000. Ανθολογίαι εκ των έργων του, ως και των άλλων δύο μεγάλων ιεραρχών, συντάσσονται προς εποικοδομήν είτε ιδιωτικήν είτε λειτουργικήν. Οι «Μαργαρίται» τού Χρυσο­στόμου αναγιγνώσκονται εν τη θεία Λει­τουργία αντί κηρύγματος. Ακόμη και σχολικαί ανθολογίαι συντάσσονται. Ο Χρυσόστομος είναι το κλασσικόν ανά­γνωσμα των Βυζαντινών.
Αλλ' η επίδρασίς του δεν περιωρίσθη εις το Βυζάντιον. Τα βιβλία του μεταφρασθέντα εις τε τας γλώσσας των χριστια­νικών λαών της Ανατολής και εις την Λατινικήν εγένοντο λίαν ενωρίς κτήμα όλης της Εκκλησίας τόσον εις την Ανατολήν όσον και εις την Δύσιν. Δέκα περί­που έτη μετά τον θάνατόν του εφιλοτεχνήθη η πρώτη, ως φαίνεται, μετάφρασις χρυσοστομείων έργων, των επτά ομιλιών του εις τον απόστολον Παύλον, και επηκολούθησεν η μετάφρασις και άλλων έργων του και συν τω χρόνω και των απάντων αυτού εις την Λατινικήν.
Δια την έκδοσιν και ευρυτέραν διάδοσιν των συγγραμμάτων τού Χρυσοστόμου εν τω πρωτοτυπώ ημιλλήθησαν Άγγλοι και Γάλλοι λόγιοι. Εκ τούτων άξια μνείας μάλιστα τα ονόματα άφ' ενός τού Sir Savile, περί τού οποίου αναφέρε­ται ότι ελάτρευε κυριολεκτικώς τον Χρυσόστομον, μέχρι τού σημείου να προκαλέση την ζηλοτυπίαν της συζύγου του και την απόπειραν αυτής όπως πυρπολήση τα σχετικά χειρόγραφα αυτού, άφ' ετέρου δε τού Montfaucon και τού Bareille. Πο­λυάριθμοι είναι και αι μεταφράσεις πλεί­στων έργων του εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας, ως απέραντος είναι η περί αυτού σχηματισθείσα βιβλιογραφία και ανυπολόγιστος η επίδρασις αυτού ως ιεροκήρυκος και ηθικολόγου και εξηγητού και δογματικού επί την νεωτέραν σχετικήν θεολογικήν γραμματείαν, μάλιστα δε την ρωμαιοκαθολικήν.
Εν έτει 1908 επί τη συμπληρώσει 1500 ετών από τού θανάτου του εξεδόθη εν Ρώμη ειδικός αναμνηστικός τόμος περιέ­χων ποικίλας περί αυτού μονογραφίας υπό τον ελληνικόν τίτλον «Χρυσοστομικά» και κατά το αυτό έτος ανεκηρύχθη υπό τού Πάπα Πίου τού Χ εις «προστάτην των χριστιανικών ιεροκηρύκων». Πάντως αν δεν είναι ακριβές, διότι δεν ανταποκρίνεται προς τα πράγματα, το υπό τού αρίστου των συγχρόνων βιογρά­φων του ρωμαιοκαθολικών Χρυσοστ. Baur λεχθέν ότι «οι κράτιστοι των υπέρ τού ιερού ανδρός επαίνων ηκούσθησαν εν τη Δύσει», δύναται όμως να θεωρηθή ως λίαν εύστοχος ο ισχυρισμός αυτού ότι ο Χρυσόστομος «εξακολουθεί δια των συγ­γραμμάτων του να ζη και σήμερον ακό­μη», ότι «ο άμβων της Αντιοχείας και της Κωνσταντινουπόλεως επεξετάθη εις παγκόσμιον άμβωνα» και ότι «καθώς οι Απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντη­κοστής, ούτω και ο Χρυσόστομος λαλεί μέχρι σήμερον προς πάντας τους λαούς τη ιδία εκάστω αυτών διαλέκτω». Παρεμ­φερές τι (αν και ουχί βεβαίως το αυτό) θα ηδύνατο να λεχθή και περί των δύο προμνημονευθέντων μεγάλων πατέρων και διδασκάλων, οίτινες, ως ο Χρυσόστομος, αναγνωρίζονται ως τοιούτοι και υπό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά δε τους τελευταίους χρόνους στρέφεται προς αυτούς μετ' ιδιάζοντος σεβασμού και ο προτεσταντικός κόσμος, τουλάχι­στον ο συντηρητικώτερος και εκκλησιαστικώτερος, ως αποδεικνύει προς τοις άλλοις και η υπάρχουσα και διαρκώς πληθυνομένη σχετική γραμματεία.
Προς παντός όμως άλλου οι τρεις ιε­ράρχαι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι αυθεντικοί και οι προσφιλέστα­τοι πατέρες και διδάσκαλοι της Ορθοδό­ξου Εκκλησίας και μάλιστα τού ελληνι­κού λαού, όχι μόνον κατά τους βυζαντι­νούς χρόνους, αλλά και επί τουρκοκρα­τίας και μέχρι σήμερον. Τι άλλο εσήμαινε και ο επί Αλεξίου τού Κομνηνού θεσμός της κοινής αυτών εορτής αγομένης κατά την 30 Ιανουαρίου και η κατά τε τους Βυζαντινούς χρόνους και επί Τουρκοκρατίας και μετά την εθνικήν ημών παλιγγενεσίαν σύνταξις σχολικών Ανθολο­γιών ή «Χρηστομαθειών», εν ταις οποίαις -παραλλήλως προς τους λόγους τού Δημοσθένους και τού Λυσίου και τού Ισοκράτους και άλλων θύραθεν Ελλή­νων συγγραφέων- παρετίθεντο και λόγοι των Τριών Ιεραρχών, ίνα μη αναφέρω το πλήθος των νεοελληνικών μεταφράσεων μάλιστα έργων τού Βασιλείου και τού Χρυσοστόμου;
Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων τού Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεο­λαίας τού δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολι­κή και των γραμμάτων εορτή. Εντεύθεν δ' εξηγείται, ότι τέσσαρα έτη μετά την ίδρυσιν της εορτής ταύτης, ήδη το 1841, η πανεπιστημιακή τού Εθνικού ημών Πα­νεπιστημίου Σύγκλητος, ή το «Ακαδημαϊκόν Συμβούλιον», ως ελέγετο αύτη τότε, ώρισεν ίνα κατά την εορτήν ταύτην, συμφώνως προς παλαιόν έθος, τελήται και το μνημόσυνον υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των ευεργετών αυτού. Η ιστορική δε εκείνη απόφασις εγένετο και αφετηρία της παλινορθώσεως της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως πανελληνίου εορτής των σχολείων και των γραμμάτων όχι μόνον εν τω ελληνικώ κράτει, αλλά και εν τω υποδούλω και τω απανταχού της γης Ελληνισμώ. Και κατεβλήθησαν μεν προσπάθειαι εις ωρισμένην εποχήν απομακρύνσεως από την εθνικήν ημών παράδοσιν προς παραμερισμόν της εορ­τής ταύτης, άλλ' είναι ευχάριστον ότι κα­τά τα τελευταία έτη αναζωογονείται αύτη και πάλιν και τείνει εις την επαναφοράν τού παλαιού της μεγαλείου εν τη πνευμα­τική τού έθνους ημών ζωή, ως κατ' εξο­χήν εορτή των γραμμάτων, εορτή συμβολίζουσα τα ιδανικά τού ελληνοχριστιανι­κού πολιτισμού, τα οποία και εν τω 16ω άρθρω τού νέου Ελληνικού Συντάγματος ορίζονται ως τα ιδανικά της ελληνικής παιδείας


Read more: http://www.egolpion.com/3ierarxes_bratsiotis.el.aspx#ixzz3QAdVUnhh

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ήγουν, περί δικαιώματος και πάθους αδιαβλήτου.

 



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περί δικαιώματος καί πάθους ἀδιαβλήτου.
ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΑΥΤΗ ΞΕΚΙΝΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: "ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ". Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΑΥΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΗΘΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
«…Ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πα­θῶν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή στό βαθμό πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ Πα­τέ­ρες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τά πά­θη πού λει­τουρ­γοῦν μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο ὡς «ἀ­δι­ά­βλη­τα», δη­λα­δή ἀ­να­μάρ­τη­τα… Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­περ­βαί­νει αὐ­τό τό μέ­τρο, εἰ­σά­γει στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» τήν πο­νη­ρί­α, καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο καί με­τά τά πά­θη τοῦ κα­θί­σταν­ται ἁ­μαρ­τω­λά…Ἡ πο­νη­ρί­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» εἶ­ναι σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μέ τή φύ­ση μας. Γιαὐ­τό καί ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ μέ τίς δι­κές του δυ­νά­μεις νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α της στή ζω­ή μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μπο­ρεῖ νά τήν ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά…» «…Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Χρι­στό συν­τε­λεῖ­ται «μυ­στι­κῶς» στό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἀρ­χή τοῦ λό­γου μας ὁ­ρί­σα­με ὡς «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που λαμ­βά­νει ἀ­πό τό Θε­ό «φω­τι­σμόν γνώ­σε­ως», διά τοῦ ὁ­ποί­ου «πλα­τύ­νε­ται». Προσ­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, ἐ­ναρ­γέ­στε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη «γνώ­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί τοῦ κό­σμου, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α τῆς πο­νη­ρί­ας στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος», καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κτᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή «γνώ­ση» τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Ζω­ῆς καί Μα­κα­ρι­ό­τη­τας, πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἄ­ναρ­χη ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεί­ου Ὄν­τος, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας μπο­ρεῖ νά ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά ὅ­λες τίς μορ­φές τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος»…»
«...Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί, συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν. Ατοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, πὲρ μν ἀεὶ πρεσβεύουσιν...»
 
Σ
έ πα­λαι­ό­τε­ρη ὁ­μι­λί­α μας ἀ­να­φέ­ρα­με ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κή ζω­ή πα­ρα­μέ­νει πάν­τα κρυ­φή καί ἀ­θέ­α­τη, για­τί τε­λεῖ­ται στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Τόν πνευ­μα­τι­κό αὐ­τό χῶ­ρο ἡ σύγχρονη ψυχολογία τόν ὀ­νο­μά­ζει «ὑ­πο­συ­νεί­δη­το», ἐ­νῶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή καί οἱ νη­πτι­κοί πα­τέ­ρες τόν ὁ­ρί­ζουν, συ­νή­θως, ὡς «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Γιά τόν κρυ­φό, λοι­πόν, καί ἀ­θέ­α­το χῶ­ρο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, γιά ὅ­σα τε­λοῦν­ται στό βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, γιά το «ὑ­πο­συ­νεί­δη­το» καί τήν «καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ προ­κεί­με­νος λό­γος. Καί ἐ­πει­δή τό ἐγ­χεί­ρη­μά μας εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κά δύ­σκο­λο καί τολ­μη­ρό, πα­ρα­κα­λοῦ­με τό Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα νά χα­ρί­σει σέ ἐ­μᾶς μέν λό­γο γνώσεως καί σο­φί­ας, ὥ­στε νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με ἐπιτυχῶς ἕ­να ἔρ­γο πού ὑ­περ­βαί­νει κα­τά πο­λύ τό μέ­τρο τῶν πε­νι­χρῶν μας δυ­νά­με­ων, στούς δέ ἀ­κρο­α­τές μας  τήν φω­τι­στι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, ὥ­στε νά κατανοήσουν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Π
ο­λύς λό­γος γί­νε­ται σή­με­ρα γιά τά «δι­και­ώ­μα­τα» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί γιά νά ἀ­πο­φύ­γου­με κά­θε πι­θα­νή πα­ρε­ξή­γη­ση, δι­ευ­κρι­νί­ζου­με ἐξ ἀρ­χῆς ὅ­τι μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δέν ἐν­νο­οῦ­με τά ἀ­γα­θά πού εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀ­ναγ­καῖ­α γιά τήν ἀ­ξι­ο­πρε­πῆ ἐ­πι­βί­ω­σή μας. Δέν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε, γιά πα­ρά­δειγ­μα, στό δι­καί­ω­μα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἔ­χει ἄ­με­ση καί ἀ­κώ­λυ­τη πρό­σβα­ση στήν τρο­φή καί στό νε­ρό, στήν ὑ­γεί­α καί στήν παι­δεί­α, στήν ἐρ­γα­σί­α καί στή δι­και­ο­σύ­νη, στήν εἰ­ρή­νη καί στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δη­λώ­νου­με ὅ­σα ἀ­παι­τεῖ στό ὄ­νο­μα τῆς εὐ­τυ­χί­ας ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος καθ᾽ ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ὁ­ρί­ου τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς ἐ­πι­βί­ω­σης γιά τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν του πα­θῶν. Μέ τή λέ­ξη «δι­καί­ω­μα» δη­λώ­νου­με τήν ἐμ­πα­θῆ τά­ση τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που νά ἱ­ε­ρο­ποι­εῖ, ἤ καί νά θε­ο­ποι­εῖ, τήν ἀ­κό­ρε­στη ἐ­πι­θυ­μί­α του γιά τό χρῆ­μα, γιά τή δό­ξα καί γιά τήν πα­ρά φύ­ση ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν βι­ο­λο­γι­κῶν του ἐν­στί­κτων. Αὐ­τή ἡ πο­νη­ρή ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, πού συ­χνά ἐν­δύ­ε­ται ἀ­πα­τη­λά τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» στή ζω­ή, στόν ἔ­ρω­τα, στή χα­ρά καί, γε­νι­κό­τε­ρα, στήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς τρυφῆς καί τῶν ἡδονῶν τοῦ βί­ου, βρί­σκε­ται στό ἐ­πί­κεν­τρο τοῦ λό­γου μας.
Γ
ιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με τή σχε­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρέ­πει νά ἀ­να­τρέ­ξου­με, ὅ­πως πάν­τα, στό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ, πού ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρό­τυ­πο καί τόν κα­νό­να τῆς ἀνυπέρβλητης τε­λει­ό­τη­τας. Ὁ Χρι­στός, λοι­πόν, στά εὐ­αγ­γέ­λια ἀρ­νεῖ­ται μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τήν πο­νη­ρή ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» καί ἀ­κο­λου­θεῖ ἑ­κού­σια τήν ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τί­θε­τη πο­ρεί­α. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, «…οὔχ ἁρ­παγ­μόν ἡγή­σα­το τό εἶ­ναι ἴ­σα Θε­ῷ, ἄλλ Ἑ­αυ­τόν ἐ­κέ­νω­σε μορ­φήν δού­λου λα­βών…» (Φιλ. 2,6) καί προσέλαβε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση γιά νά τήν ἀ­να­πλά­σει καί νά τή σώ­σει ἀ­πό τό θά­να­το. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, γεν­νι­έ­ται σέ μί­α σπη­λιά καί ζεῖ ἀ­φα­νῶς ὡς «…ὁ τοῦ τέ­κτο­νος υἱ­ός…» (Μτ. 13,55) μέ­χρι τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς δη­μό­σιας δρά­σης Του. Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, ἐ­πι­λέ­γει τήν ὁ­δό τῆς παρ­θε­νί­ας καί γί­νε­ται πτω­χό­τε­ρος ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τά ἄ­λο­γα ζῶ­α, πού ἔ­χουν φω­λι­ές, ἐ­νῶ ὁ Ἴ­διος «…οὐκ ἔ­χει ποῦ τήν κε­φα­λήν κλί­νῃ…» (Μτ. 8,20). Πλού­σιος ὤν, ὡς Θε­ός, ἀ­νε­βαί­νει στό φρι­κτό Γολ­γο­θά καί πε­θαί­νει στό Σταυ­ρό, ἐ­νῶ μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ὡς ὑ­πε­ρα­σπι­στές Του «…πλεί­ους ἤ δώ­δε­κα λε­γε­ῶνας ἀγ­γέ­λων…» (Μτ. 26,53).
Α
ὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν ὁ­δό, τήν ὁ­δό τῆς ἑ­κού­σιας πα­ραί­τη­σης ἀ­πό κά­θε ἔν­νοι­α πο­νη­ροῦ «δι­και­ώ­μα­τος», πο­ρεύ­ον­ται ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τό Χρι­στό, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νά προ­σαρ­μό­σουν τή ζω­ή τους πρός τό ἀ­νυ­πέρ­βλη­το πρό­τυ­πο τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐν οἷς καί οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες. Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά χρι­στια­νός, ἄν δέν ἀ­γω­νί­ζε­ται νά φτά­σει «…εἰς ἄν­δρα τέ­λει­ον, εἰς μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ…» (Ἐφ. 4,13). Για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά χρι­στια­νός, «…ἄ­χρις οὗ μορ­φω­θῇ Χρι­στός ἐν αὐ­τῷ…» (Γαλ. 4,19).
­
τσι, οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, μι­μού­με­νοι τό Χρι­στό, ἐ­νῶ ἦ­ταν πλού­σιοι, μοί­ρα­σαν τήν πε­ρι­ου­σί­α τους στούς πτω­χούς καί ἐ­πέ­λε­ξαν νά γί­νουν οἱ ἴ­διοι πτω­χοί. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πο­λαύ­σουν τίς ἡ­δο­νές καί τίς χα­ρές τῆς ζω­ῆς, τίς πε­ρι­φρό­νη­σαν καί προ­τί­μη­σαν τά πι­κρά χόρ­τα καί τόν ἄ­ζυ­μο ἄρ­το τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου. Ἐ­νῶ ὑ­πε­ρεῖ­χαν δι­α­νο­η­τι­κά ἔ­ναν­τι τῶν συγ­χρό­νων τους καί μπο­ροῦ­σαν νά δι­α­πρέ­ψουν στό χῶ­ρο τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς τέ­χνης, ἀρ­νή­θη­καν τίς σχε­τι­κές κτή­σεις τους καί ἔ­θε­σαν τόν ἑ­αυ­τό τους στό πε­ρι­θώ­ριο τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ βί­ου. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἔ­χουν τή δό­ξα καί τόν ἔ­παι­νο τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀρ­νή­θη­καν κά­θε τι­μή καί ἀ­πο­δέ­χθη­καν τήν ὀ­δύ­νη τοῦ κα­τα­τρεγ­μοῦ καί τῆς συ­κο­φαν­τί­ας. Ἐ­νῶ μπο­ροῦ­σαν νά ἰ­δι­ο­ποι­η­θοῦν τά φυ­σι­κά καί πνευ­μα­τι­κά τους χα­ρί­σμα­τα, τά ἔ­θε­σαν στήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ δι­α­κο­νί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους. Ἐν ὀ­λί­γοις, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τή λα­ϊ­κή ρή­ση, ἐ­νῶ εἶ­χαν τό μέ­λι στό δά­κτυ­λό τους, δέν θέ­λη­σαν πό­τε νά τό βά­λουν στό στό­μα τους.
Δ
έν χρει­ά­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρα λό­για γιά νά φα­νεῖ ὁ ρι­ζο­σπα­στι­κός καί ἀ­να­τρε­πτι­κός χα­ρα­κτή­ρας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους. Στή συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τῶν πολ­λῶν ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ὡς ἡ ὕ­ψι­στη μορ­φή ἀ­φρο­σύ­νης καί ἰ­δι­ω­τεί­ας. Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά τή σο­φί­α νά θαυ­μά­σει τό με­γα­λεῖ­ο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν τους; Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά τή δύ­να­μη νά μι­μη­θεῖ τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τους; Ποι­ός, ἆ­ρα­γε, ἀ­πό ἐ­μᾶς, πού ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε χρι­στια­νοί, θέ­λει πραγ­μα­τι­κά νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σει τή στιγ­μή πού μα­ζί μέ τό Χρι­στό ἀ­νε­βαί­νουν στό Γολ­γο­θά; Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τά δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση. Ἀ­νή­κουν στήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν λε­γό­με­νων «ρη­το­ρι­κῶν ἐ­ρω­τη­μά­των». Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας δι­α­κα­ῶς ἐ­πι­θυ­μοῦ­με ὅ­σα οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες ἀρ­νή­θη­καν καί πε­ρι­φρό­νη­σαν. Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας ζη­λεύ­ου­με αὐ­τούς πού κα­τέ­χουν ὅ­σα οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες ἀρ­νή­θη­καν καί τούς ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὡς ἠ­θι­κά πρό­τυ­πα. Δέν πε­ρι­μέ­νουν ἀ­πάν­τη­ση, για­τί ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στό βά­θος τῆς «καρ­διᾶς» μας ἀ­πο­τι­μᾶ­με τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ὡς με­γά­λη βλα­κεί­α καί σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν θά θέ­λα­με –ἐ­μεῖς καί, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, τά παι­διά μας– νά ἀ­κο­λου­θή­σουμε τό πα­ρά­δειγ­μά τους. Καί ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε ἡ δύ­να­μη τῆς συ­νή­θειας πού τρό­πον τι­νά ἐ­πι­βά­λλει τήν τι­μή τους, σέ μί­α ἐ­πο­χή πού οἱ ἴδιοι οἱ χρι­στια­νοί ἔμ­πρα­κτα τήν ἀρ­νοῦν­ται, τό­τε ἀ­κό­μη καί ἡ ἑ­ορ­τή τους θά ἦ­ταν, γιά νά εἴ­μα­στε τί­μιοι καί εἰ­λι­κρι­νεῖς, ἐ­νο­χλη­τι­κή. Μί­α νέ­α ἑ­ορ­τή ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη, γιά πα­ρά­δειγ­μα, στήν τυ­χάρ­πα­στη καί πα­ρακ­μια­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ περιβόητου Ἀ­λέ­ξη Ζορ­μπᾶ θά ἦ­ταν σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­μο­φι­λής καί οἰ­κεί­α στό χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο, θά ἄγ­γι­ζε, ἴ­σως, πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς «καρ­διές» τῶν σύγχρονων χριστιανῶν.
λ­λά τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι κε­φα­λαι­ῶ­δες. Αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει δέν εἶ­ναι ὁ σχο­λια­σμός τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­πο­τί­μη­σης τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους, ἀλ­λά ἡ ἀ­νά­δει­ξη τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ ἀ­γώ­να πού ἀ­παι­τεῖ ἡ συμ­μόρ­φω­ση πρός τό ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­δει­ξη τῆς δι­α­λε­κτι­κῆς πού ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο σέ ἠ­θι­κές ἐ­πι­λο­γές ἀ­σύμ­βα­τες μέ τή λε­γό­με­νη κοι­νή λο­γι­κή, σέ ἠ­θι­κές ἐ­πι­λο­γές πού ὑ­περ­βαί­νουν κα­τά πο­λύ τό σύ­νη­θες μέ­τρο τοῦ κοι­νω­νι­κά ἀ­πο­δε­κτοῦ. Πῶς, λοι­πόν, εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τό θε­σμό τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τίς ἡ­δο­νές καί τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ζω­ῆς, τή στιγ­μή μά­λι­στα πού σέ με­γά­λο βαθμό εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νες μέ τήν ἴ­δια του τή φύ­ση; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τό μέ­λι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δό­ξας καί ἀ­να­γνώ­ρι­σης; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀρ­νη­θεῖ τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές καί τίς καλ­λι­τε­χνι­κές του κτή­σεις;
Σ
τά ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τά ὁ Χρι­στός ἀ­παν­τᾶ: «…πα­ρά ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρά δέ Θε­ῷ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι…» (Μτ. 19,26). Ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῶν πα­θῶν δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή στό βαθμό πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καία γιά τήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Οἱ Πα­τέ­ρες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τά πά­θη πού λει­τουρ­γοῦν μέ­σα σέ αὐ­τό τό πλαί­σιο ὡς «ἀ­δι­ά­βλη­τα», δη­λα­δή ἀ­να­μάρ­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος γιά νά ἐ­πι­βι­ώ­σει πρέ­πει νά φά­ει. Γιά νά προ­στα­τεύ­σει τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­πό τούς φυ­σι­κούς κιν­δύ­νους χρει­ά­ζε­ται κα­τοι­κί­α καί ἐν­δύ­μα­τα. Γιά τήν ἀ­να­πα­ρα­γω­γή τοῦ εἴ­δους του πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τό γε­νε­τή­σιο ἔν­στι­κτο. Γιά νά κά­νει τίς οἰ­κο­νο­μι­κές του συ­ναλ­λα­γές χρει­ά­ζε­ται χρή­μα­τα. Ὅ­λα αὐ­τά δέν εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως ἁ­μαρ­τω­λά στό μέ­τρο πού εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­α. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τα ὑ­περ­βαί­νει αὐ­τό τό μέ­τρο, εἰ­σά­γει στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» τήν πο­νη­ρί­α καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο καί με­τά τά πά­θη του κα­θί­σταν­ται ἁ­μαρ­τω­λά. Ἔ­τσι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος τρώ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται, ἡ πρόσ­λη­ψη τῆς τρο­φῆς παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πά­θους τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας. Ἄν ἐ­πι­θυ­μεῖ νά κα­τέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρα σπί­τια ἤ τρό­φι­μα ἤ ἐν­δύ­μα­τα ἤ χρή­μα­τα ἀ­πό ὅ­σα χρει­ά­ζε­ται, ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ πά­θους τῆς ἀ­πλη­στί­ας, τῆς φι­λο­κτη­μο­σύ­νης καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας. Ἄν, τέ­λος, ἀ­πο­κό­πτει τό γε­νε­τή­σιο ἔν­στι­κτο ἀ­πό τό φυ­σι­κό του προ­ο­ρι­σμό, με­τα­τρέ­πον­τας σέ αὐ­το­σκο­πό τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση πού προ­σφέ­ρει, ἡ κα­τά πάν­τα φυ­σι­κή αὐ­τή λει­τουρ­γί­α παίρ­νει τό χα­ρα­κτή­ρα φο­βε­ρῶν καί ἀ­πο­τρό­παι­ων πα­θῶν, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α, σε­βό­με­νοι τήν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ χώ­ρου, ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κά μό­νον αὐ­τά τῆς πορ­νεί­ας καί τῆς μοι­χεί­ας. Θά ἄ­ξι­ζε, ἴ­σως, τόν κό­πο νά ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρα γιά τό ζή­τη­μα τῆς χρή­σης τοῦ γε­νε­τη­σί­ου ἐν­στί­κτου καί τή φύ­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ ἔ­ρω­τα. Ὁ χρο­νι­κός, ὅ­μως, πε­ρι­ο­ρι­σμός δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ σπου­δαί­ου αὐ­τοῦ ζη­τή­μα­τος, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἐλ­πί­ζου­με ὅ­τι κά­πο­τε θά μι­λή­σου­με.
 
πο­νη­ρί­α, λοι­πόν, τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» εἶ­ναι σέ πο­λύ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μέ τήν ἴδια μας τή φύ­ση. Γι᾽ αὐ­τό καί ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ μέ τίς δι­κές του δυ­νά­μεις νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α της στή ζω­ή μας, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μπο­ρεῖ νά τήν ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γω­νί­ζε­ται σθε­να­ρά νά τη­ρή­σει τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί με­τέ­χει συ­νει­δη­τά στά σω­στι­κά μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἑ­νώ­νε­ται πραγ­μα­τι­κά μέ τό Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό καί ἑλ­κύ­ει τήν ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη. Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Χρι­στό, ἡ ἕ­νω­ση τοῦ λο­γι­κοῦ κτί­σμα­τος μέ τή Φυ­σι­κή Ἐ­νέρ­γεια τῆς ἄ­κτι­στης ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ συν­τε­λεῖ­ται «μυ­στι­κῶς» (δη­λα­δή μέ τρό­πο ἀ­φα­νῆ καί ἀ­θέ­α­το, ἄ­γνω­στο καί ἀ­κα­τα­νό­η­το σέ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν τή δύ­να­μη τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς) μέ­σα στό ἔ­σχα­το βά­θος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, τό ὁ­ποῖ­ο στήν ἀρ­χή τοῦ λό­γου μας ὁ­ρί­σα­με ὡς «ὑποσυνείδητο»«καρ­διά» τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που λαμ­βά­νει ἀ­πό τό Θε­ό «φω­τι­σμόν γνώ­σε­ως», διά τοῦ ὁ­ποί­ου «πλα­τύ­νε­ται». Προσ­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, ἐ­ναρ­γέ­στε­ρη καί βα­θύ­τε­ρη «γνώ­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καί τοῦ κό­σμου, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νός νά δι­α­κρί­νει τήν πα­ρου­σί­α τῆς πο­νη­ρί­ας στήν ἔν­νοι­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος», καί ταυ­τό­χρο­να ἀ­πο­κτᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή «γνώ­ση» τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Ζω­ῆς καί Μα­κα­ρι­ό­τη­τας, πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἄ­ναρ­χη ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεί­ου Ὄν­τος, δυ­νά­μει τῆς ὁ­ποί­ας μπο­ρεῖ νά ὑ­περ­βεῖ ἠ­θι­κά ὅ­λες τίς μορ­φές τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος».
Α
 ὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός μέ τίς σύν­το­μες, ἀλ­λά ἀ­νυ­πέρ­βλη­τες σέ ἀ­ξί­α, πα­ρα­βο­λές τοῦ «κρυμ­μέ­νου θη­σαυ­ροῦ» καί τοῦ «πο­λύ­τι­μου μαρ­γα­ρί­τη» (Μτθ. 13,44-46). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» ἀ­παι­τεῖ ἀ­πό ἐ­μᾶς ὁ Κύ­ριος, ὅ­ταν ζη­τᾶ νά μή σπα­τα­λᾶ­με τό χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας «…με­ρι­μνῶν­τες καί τυρ­βά­ζον­τες πε­ρί πολ­λά…», ἀ­φοῦ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «…ἑ­νός ἐ­στι χρεί­α…» (πρβ. Λκ. 10,42). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τή δι­ά­κρι­ση καί ὑ­πέρ­βα­ση τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» κα­ταγ­γέλ­λει τό ἀ­ψευ­δές στό­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που, λέ­γον­τας: «…τί γάρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον, ἐ­άν κερ­δή­σῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ;…» (Μκ. 8,36). Αὐ­τήν ἀ­κρι­βῶς τήν πο­νη­ρί­α τοῦ «δι­και­ώ­μα­τος» δι­έ­κρι­ναν μέ τό θε­ο­φώ­τι­στο νοῦ τους οἱ σή­με­ρα τι­μώ­με­νοι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί αὐτήν, μι­μού­με­νοι τό ὑ­πό­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἀρ­νή­θη­καν ἔμ­πρα­κτα μέ τίς ὑ­πέρ­λο­γες καί ἀ­να­τρε­πτι­κές ἠ­θι­κές τους ἐ­πι­λο­γές.
Κ
αί ἄν σή­με­ρα, ὡς ἀ­ναί­σθη­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νά Ἀ­γα­θοῦ,  ἀ­δυ­να­τοῦμε νά κα­τα­νο­ή­σουμε τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἤ­θους τῶν Ἁγίων, οἱ ψυχές μας ἀ­κοῦν κα­θα­ρά μέ τή δύ­να­μη τῆς πί­στης τή φω­νή τοῦ γέ­ρον­τος Ἰω­σήφ τοῦ Ἡ­συ­χα­στῆ, νά λέει ἐξ ὀνόματός τους: «…Ναί, ὤ γλυ­κεί­α Ἀ­γά­πη, Ἰ­η­σοῦς ὁ Σω­τήρ ἡ­μῶν· ὁ Ἔ­ρως καί ἡ Ζω­ή, ἡ Ἐλ­πίς καί ἡ Δύ­να­μις, ἡ Γνῶ­σις καί ἡ Ἀ­λή­θεια, τό Φῶς, τό ὑ­πέρ πᾶν Φῶς, τό ἐξ Ἀ­νάρ­χου Φω­τός τοῦ Πα­τρός καί Γεν­νή­το­ρος, τό φω­τί­ζον νε­φρούς καί καρ­δί­αν, νευ­ράς καί ὀ­στέ­α, νοῦν καί δι­ά­νοι­αν, καί πᾶ­σαν τήν σύ­στα­σιν τοῦ ἡ­με­τέ­ρου σκη­νώ­μα­τος, δι Ἀ­γά­πην Σου ἐ­σταυ­ρώ­θη­μεν καί τά πάν­τα ἐ­βα­στά­σα­μεν….». Ἄς ἐ­πι­τρα­πεῖ, τέ­λος, καί σέ ἐ­μᾶς νά προ­σθέ­σου­με: «…Για­τί, ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Δι­και­ο­σύ­νη. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ἀ­γά­πη. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ἀ­λή­θεια. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν ὑ­πάρ­χει Ζω­ή. Ἄν δέν ὑ­πάρ­χεις Ἐ­σύ, δέν μᾶς δό­θη­κε ἀ­λη­θι­νή ὕ­παρ­ξη…».
Ο
 
ἱ θε­ό­δε­κτες πρε­σβεῖ­ες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν εἴ­θε νά σκέ­πουν γιά πάν­τα τό γέ­νος τῶν ὀρ­θο­δό­ξων, τήν πα­τρί­δα καί τό λα­ό μας. Ἀ­μήν.
 
 
 
Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ.
Θε­ο­λό­γος – Ἐκ­παι­δευ­τι­κός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 06/01/2015.


Read more: http://www.egolpion.com/58F92C11.el.aspx#ixzz3QAd0jKrd