Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Ψυχή - προσευχή (π. Πορφύριος)



porphy_flowers_bl.jpg

 Όταν η ψυχή είναι ταραγμένη, θολώνει το λογικό και δε βλέπει καθαρά. Μόνο, όταν η ψυχή είναι ήρεμη, φωτίζει το λογικό, για να βλέπει καθαρά την αιτία κάθε πράγματος.

Η ψυχή είναι πολύ βαθιά και μόνο ο Θεός τη γνωρίζει. Γιατί να κυνηγάμε τα σκοτάδια;

Να, θα ανάψουμε το φως και τα σκοτάδια θα φύγουν μόνα τους. Θα αφήσουμε να κατοικήσει σ' όλη την ψυχή μας ο Χριστός και τα δαιμόνια θα φύγουν μόνα τους.

Όταν έρθει μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση, να μείνουν.

Να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς το Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο  έτσι  γεμίζει η ψυχή.


Στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από το Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοικήσει ο διάβολος, όσο κι αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι' αυτόν.

Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί

Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. ΄Oταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα.

Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό.

Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό.
http://1myblog.pblogs.gr/2008/08/psyhh-prosefhh-p-porfyrios.html

Θεραπεία των παθών ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ




3. Θεραπεία των παθών

Έχοντας συνειδητοποιήσει την μεγάλη καταστροφή που προξενούν σε όλη την ύπαρξη τα πάθη, πρέπει να προχωρήσουμε στο θέμα της θεραπείας. Αυτό είναι το βασικό σημείο του παρόντος κεφαλαίου και θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή. Γιατί πολλοί από μας γνωρίζουμε ότι είμαστε ασθενείς, έχουμε την αίσθηση της πνευματικής ασθενείας, αλλ’ αγνοούμε παντελώς ή εν μέρει τον τρόπο θεραπείας. Νομίζω ότι η Ορθοδοξία, η οποία είναι θεραπευτική επιστήμη, πρέπει να αναπτύσση τέτοια θέματα που είναι πολύ σύγχρονα. Έχουμε την βεβαιότητα ότι ένα από τα μηνύματα που πρέπει να προσφέρη η Ορθόδοξη Εκκλησία στον σύγχρονο παραπαίοντα κόσμο είναι το μήνυμα της ασθενείας και συγχρόνως της θεραπείας. Με αυτά θα ασχοληθούμε στα επόμενα.

Κατ’ αρχάς πρέπει να κάνουμε μερικές διευκρινήσεις. Η μια ότι η θεραπεία των παθών είναι κυρίως η μεταμόρφωση των παθών, όπως προηγουμένως περιγράψαμε. Αφού τα απαθή πάθη, τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη, έχουν διαστραφή, είναι επόμενο, δεχόμενοι την θεραπευτική αγωγή, να τα μεταστρέψουμε. Αυτό είναι κυρίως η θεραπεία των παθών. Ο αββάς Ποιμήν ανέφερε στον αββά Ισαάκ «ημείς ουκ εδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι» (είναι)[73]. Το παθοκτόνοι πρέπει να το εννοήσουμε με την έννοια ότι μεταστρέφουμε τα πάθη. Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι οι Πατέρες στα έργα τους παρουσιάζουν πολλή θεραπευτική αγωγή. Διαβάζοντας κανείς τα κεφάλαια περί αγάπης του αγίου Μαξίμου θα δη ότι υπάρχει πολύ θεραπευτικό υλικό. Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν
θέλησα να διαβάσω το έργο αυτό νόμιζα ότι θα εύρισκα μερικούς κανόνες για την αγάπη και περιγραφή της αξίας της αγάπης. Αλλά αμέσως παρατήρησα ότι δίδει περισσότερη προσοχή ο άγιος Μάξιμος στο θέμα των λογισμών, των παθών και της θεραπείας των παθών. Δίδει μεγάλη βαρύτητα στην θεραπεία του ανθρώπου, γιατί η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο είναι «έκγονος απαθείας». Μια καρδιά που κυριαρχείται από πάθη είναι αδύνατον να αγαπά. Επίσης μια άλλη παρατήρηση είναι ότι οι άγιοι Πατέρες, ομιλούντες για την θεραπεία του ανθρώπου, εκθέτουν τις βασικές αρχές. Δηλαδή έχουν υπ’ όψη τους τον καθολικό άνθρωπο και δίδουν διάφορες συνταγές ή τρόπους θεραπείας. Εμείς στην συνέχεια θα τα αναφέρουμε αυτά, αλλά υπογραμμίζουμε ότι ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται την δική του θεραπευτική μέθοδο. Αυτήν την μέθοδο την δίδει ο διακριτικός και πεπειραμένος θεραπευτής σ’ αυτόν που προέρχεται να ρωτήση με ταπείνωση, υπακοή και διάθεση θεραπείας. Επομένως στο σημείο αυτό θα παρατεθούν οι γενικοί κανόνες θεραπευτικής αγωγής. Ο κάθε άνθρωπος την δική του θεραπεία πρέπει να εξασκήση κάτω από πνευματική καθοδήγηση συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών».

Η θεραπεία των ασθενειών της ψυχής μας, που είναι τα πάθη, είναι αναγκαία και απαραίτητη. Ήδη αυτό το είδαμε στα προηγούμενα. Εντοπίσαμε την παραμορφωτική κατάσταση που δημιουργούν τα πάθη μέσα μας. Σ’ αυτό αναφέρονται πολλά χωρία της Αγίας Γραφής.

Ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς δίδει την εξής παραγγελία: «νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρεία... νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών∙ μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. γ’, 5-10).

Κατά τον άγιο Μάξιμο, ο Απόστολος ονόμασε εδώ γη το φρόνημα της σαρκός. Πορνεία την κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Μια συγκατάθεση που πραγματοποιείται και γίνεται αμαρτία λέγεται κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Ακαθαρσία είναι η συγκατάθεση. Πάθος ονόμασε τον εμπαθή λογισμό. Κακή επιθυμία ονόμασε ο Απόστολος «την ψιλήν του λογισμού και επιθυμίας παραδοχήν». Πλεονεξία δε «την γεννητικήν τε και αυξητικήν του πάθους ωνόμασε ύλην». Αυτά που είναι μέλη του φρονήματος της σαρκός πρέπει να νεκρωθούν[74]. Όταν αυτά νεκρωθούν, και θα δούμε πιο κάτω με ποιο τρόπο, και μεταμορφωθούν, δηλαδή προσφερθούν στον Θεό, τότε αποβάλλεται ο παλαιός άνθρωπος με τις πράξεις και τις επιθυμίες και ενδύεται ο νέος άνθρωπος, που γίνεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, δηλαδή γίνεται πρόσωπο.

Σε άλλη επιστολή ο πνευματέμφορος Απόστολος δίδει τις ίδιες παραγγελίες: «πορνεία δε και πάσα ακαθαρσία ή πλεονεξία μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν, καθώς πρέπει αγίοις, και αισχρότης και μωρολογία ή ευτραπελία, τα ουκ ανήκοντα, αλλά μάλλον ευχαριστία» (Εφεσ. ε’, 3-5).

Και σε άλλη επιστολή γράφει: «μη γινώμεθα κενόδοξοι, αλλήλους προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες» (Γαλ. ε’, 26).

Όλα αυτά δείχνουν την αναγκαιότητα της θεραπείας. Οι Χριστιανοί, ως κατοικητήρια του Παναγίου Τριαδικού Θεού, δεν πρέπει να είναι ακάθαρτοι, ή μάλλον για να γίνουν ναός του Αγίου Πνεύματος και να κατοική μέσα ο Θεός πρέπει προηγουμένως να καθαρθούν πνευματικά και αφού γίνουν ναός του Αγίου Πνεύματος πρέπει να τον διατηρούν καθαρό.

Αυτό άλλωστε δείχνει και τον σκοπό της θεραπείας. Δεν αγωνιζόμαστε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, προσαρμοσμένοι στην κοινωνία. Δηλαδή ο σκοπός της θεραπευτικής αγωγής δεν είναι να κάνη τους ανθρώπους κοινωνικούς και να ικανοποιήση μια ανθρωποκεντρική αγωγή, αλλά να τους οδηγήση στην κοινωνία με τον Θεό και αυτή η θέα του Θεού να μη γίνη φωτιά που θα τους κατακαύση, αλλά φως που θα τους φωτίση. Οι Πατέρες γνωρίζουν σαφώς τον σκοπό αυτό της θεραπευτικής αγωγής, αλλά γνωρίζουν ακόμη και τον σκοπό που τοποθετούν διάφοροι άνθρωποι. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι άλλοι από τους ανθρώπους απομακρύνονται από τα πάθη «δια φόβον ανθρώπινον», άλλοι δια την εγκράτειαν, και άλλοι ελευθερώνονται από τα πάθη «δια θείων κριμάτων»[75]. Ακόμη ο αββάς Δωρόθεος εντοπίζει το θέμα στο ότι δεν πρέπει να θέλη κανείς την απαλλαγή του πάθους, «ως θέλοντα φυγείν την θλίψιν αυτού, αλλά ακριβώς μισούντα αυτό, ως λέγει «τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς»[76]. Οι άγιοι γνωρίζουν ότι μερικοί θέλουν να απαλλαγούν από τα πάθη γιατί αυτά προξενούν πολύ πόνο. Αλλά αυτό δεν είναι ο αληθινός σκοπός της ορθόδοξης θεραπευτικής αγωγής. Βασικός σκοπός είναι να φθάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό. Βέβαια γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία διάφορες πνευματικές ηλικίες και καταστάσεις. Μερικοί, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, τηρούν τον λόγο του Θεού από τον φόβο της Κολάσεως, άλλοι για να κερδίσουν τον Παράδεισο και άλλοι το κάνουν από αγάπη προς τον Χριστό. Οι πρώτοι είναι δούλοι, οι δεύτεροι μισθωτοί και οι τρίτοι είναι παιδιά του Θεού. Δεχόμαστε αυτές τις πνευματικές ηλικίες, αλλά τονίζουμε ότι αγωνιζόμαστε να φθάσουμε στην τρίτη κατηγορία. Απαιτείται μια συνεχής θεραπεία και του σκοπού της αγωγής.

Είναι ανάγκη να τονισθή ότι η θεραπεία των παθών δεν είναι έργο μόνον του ανθρώπου ή μόνον του Θεού. Πρέπει να συνεργήσουν και οι δυο. Δηλαδή και ο Θεός και ο άνθρωπος. Αυτή είναι η συνέργεια Θεού και ανθρώπου. Τα πάντα μέσα στην Εκκλησία μας είναι Θεανθρώπινα. Κατ’ αρχάς πρέπει να δοθή η Χάρη του Χριστού. Η κάθαρση του ανθρώπου, που είναι θεραπεία, γίνεται με την ενέργεια του Χριστού, η οποία προσφέρεται με όλη την πνευματική ζωή την οποία ζη ο Χριστιανός μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος συχνά στις επιστολές τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος που ζη εν σαρκί έχει μέσα του την ενέργεια των παθών. Όταν όμως δεχθή την Χάρη του Χριστού, τότε ελευθερώνεται από τον παλαιό αυτό κόσμο, τον κόσμο της αμαρτίας. «Ότε γαρ ήμεν εν τη σαρκί, τα παθήματα των αμαρτιών τα δια του νόμου ενηργείτο εν τοις μέλεσιν ημών εις το καρποφορήσαι τω θανάτω∙ νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος» (Ρωμ. ζ’, 5-6).

Μόνον οι άνθρωποι του Χριστού, οι ζώντες εν Χριστώ, απαλλάσσονται από την σάρκα και την επιθυμία της σαρκός, που συνιστούν τον κόσμο της αμαρτίας: «οι δε του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις. Ει ζώμεν πνεύματι, πνεύματι και στοιχώμεν» (Γαλ. ε’, 24-25). Όταν ο άνθρωπος περιπατή εν πνεύματι, δηλαδή όταν έχη την Χάρη του Τριαδικού Θεού, τότε θεραπεύεται εσωτερικά: «λέγω δε, πνεύματι περιπατείτε και επιθυμίαν σαρκός ου μη τελέσητε... ει δε Πνεύματι άγεσθε, ουκ εστέ υπό νόμον» (Γαλ. ε’, 16-18). Και ξέρουμε καλά ότι έργα της σαρκός είναι όλα τα πάθη, όπως σημειώσαμε προηγουμένως (βλ. Γαλ. ε’, 19-21).

Το να πολεμήσουμε με τα πάθη και την αμαρτία, το «αντιπαλαίσαι, το αντιμαχεσθήναι, δείραι, δαρήναι» είναι δικό μας έργο, αλλά το «εκριζώσαι» τα πάθη, ουσιαστικά το να μεταμορφώσουμε τα πάθη, είναι έργο του Θεού. Όπως δεν μπορεί ο άνθρωπος να δη χωρίς τον οφθαλμό και να μιλήση χωρίς την γλώσσα ή να ακούση χωρίς τα αυτιά ή να περιπατήση χωρίς πόδια ή να εργασθή χωρίς χέρια, έτσι δεν μπορεί «άνευ Ιησού σωθήναι ή εισελθείν εις βασιλείαν ουρανών»[77]. «Το μεν γαρ αντιλέγειν τη αμαρτία δύναται η ψυχή, άνευ δε Θεού νικήσαι ή εκριζώσαι το κακόν ου δύναται»[78].

Η αίσθηση της αγάπης του Θεού, που είναι κοινωνία με την Χάρη του Θεού, και η αγάπη η δική μας προς τον Θεό, που είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος, είναι εκείνα που μεταμορφώνουν και θεραπεύουν τα πάθη. Το να νεκρώσουμε το παθητικό της ψυχής δεν σημαίνει το να το κλείσουμε «αργόν και ακίνητον εν εαυτοίς», δηλαδή να μη διαπράττουμε την αμαρτία, αλλά να το μεταθέσουμε από την σχέση του προς την πονηρία «εις την προς Θεόν αγάπην»[79]. Αλλά αυτή η μετάθεση προς την αγάπη του Θεού δεν γίνεται χωρίς την βίωση της αγάπης. Πάντως όταν ο άνθρωπος φλέγεται από την αγάπη προς τον Θεό, που είναι θεία έμπνευση, τότε μεταμορφώνεται όλος ο εσωτερικός κόσμος, πυρούται από την θεία Χάρη και αγιάζεται. «Η του Θεού αγάπη κρατήσασα, λύει αυτόν (δηλ. τον νουν) των δεσμών, καταφρονείν πείθουσα ου μόνον των αισθητών πραγμάτων, αλλά και αυτής ημών της προσκαίρου ζωής»[80]. Με αυτά φαίνεται ότι η θεραπεία των παθών επιτυγχάνεται, όταν ενεργή η θεία Χάρη, η αγάπη του Θεού. Αυτή η θεία Χάρη προσφέρεται δια των αγίων Μυστηρίων. Ιδίως θέλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η θεία Ευχαριστία και η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού βοηθά αποτελεσματικά τον άνθρωπο στην προσπάθεια να καθαρίση την ψυχή του. Η θεία Κοινωνία είναι φάρμακο αθανασίας.

Αλλά πέρα από την δύναμη του Χριστού, που παίζει σπουδαιότατο ρόλο, πρέπει να συνεργήση και η ανθρώπινη θέληση. Αν δεν γίνη αυτό, τότε ο άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατον να νικήση τα πάθη, ουσιαστικά να νικήση τους δαίμονας, αφού «ο νικήσας τα πάθη, τιτρώσκει δαίμονας»[81], και «οίου πάθους περιγένηταί τις, τούτου και τον δαίμονα απελαύνει»[82]. Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε αυτήν την συνέργεια της ανθρωπίνης θελήσεως.

Χρειάζεται πρωτίστως η αυτογνωσία. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε την κατάστασή μας την πνευματική. Η άγνοια της ασθενείας μας καθιστά αιωνίως αθεραπεύτους. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α’ Ιω. α’, 8).

Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός περιγράφοντας τις οκτώ πνευματικές θεωρίες, από τις οποίες οι πρώτες επτά είναι αυτού του αιώνος, ενώ η ογδόη του μέλλοντος αιώνος, ως Δευτέρα γνώση θεωρεί «την γνώσιν των ημετέρων πταισμάτων και των του Θεού ευεργεσιών»[83]. Δηλαδή η αυτογνωσία, η γνώση των αμαρτιών μας και των παθών μας είναι θεωρία του Θεού.

Επειδή συμπλέκεται η υπερηφάνεια με την ανδρεία, γι’ αυτό «έργον ημίν έστω αένναον, μηδέ ψιλή εννοία λογίζεσθαι ημάς το οιονούν κεκτήσθαι αγαθόν», δηλαδή πρέπει συνεχώς να αποφεύγουμε και τον πιο μικρό λογισμό ότι αποκτήσαμε το αγαθό[84]. Οι Πατέρες γνωρίζουν, από την μεγάλη πνευματική πείρα που διαθέτουν, ότι τα «τεκμήρια» των παθών, δηλαδή τα σημάδια των παθών, δεν είναι εύκολο να διαγνώσουμε ακριβώς, επειδή είμαστε άρρωστοι και έχουν ενωθή με την φύση μας. Γι’ αυτό συνιστούν να ζητούμε επιμελώς την εύρεση των παθών. «Ζήτει και των παθών απαύστως τα τεκμήρια, και τότε πολλά τούτων ευρήσεις ενόντα σοι»[85]. Είναι αναγκαίο σε όλα τα πάθη και σε όλες τις αρετές, κυρίως όμως στα πάθη, να εξετάσουμε, «εαυτούς συζητούντες», «που τυγχάνομεν∙ εν αρχή, ή εν μεσότητι, ή εν τέλει»[86]. Είναι απαραίτητο να γίνεται αυτό γιατί η πνευματική ζωή είναι μια διαρκής πορεία και η θεραπεία είναι ατέλεστη. Διαρκώς καθαριζόμαστε για να φθάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό. Ακόμη είναι απαραίτητο, γιατί η στασιμότητα και η αυτάρκεια ελλοχεύουν διαρκώς στην πορεία μας την πνευματική.

Ακόμη η αυτογνωσία είναι απαραίτητη γιατί στον άνθρωπο υπάρχουν τρεις καταστάσεις∙ «έστιν ο ενεργών το πάθος και έστιν ο ιστών αυτό και έστιν ο εκριζών αυτό»[87]. Δηλαδή δεν φθάνει με διάφορα θεραπευτικά μέσα να σταματήσουμε το πάθος να ενεργή, αλλά πρέπει να το μεταμορφώσουμε σε αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Για να γίνεται καλή αυτογνωσία χρειάζεται ησυχία εξωτερική. Πρέπει να σταματήσουμε την κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Όσο λειτουργούν σαρκικά οι αισθήσεις είναι αδύνατη η αυτογνωσία. «Χρη ουν τηρείν τον νουν επί των πραγμάτων και γνώναι προς ποίον έχει το πάθος»[88].

Η αυτογνωσία των παθών μας συνδέεται στενώτατα με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Άλλωστε ο πρώτος βαθμός μετανοίας είναι η γνώση των αμαρτιών μας, η αίσθηση των ασθενειών της ψυχής και εξωτερίκευση της μετανοίας είναι η εξομολόγηση του πταίσματος. Ο λόγος εδώ είναι για την ιερά εξομολόγηση.

Βέβαια πρέπει να παρατηρηθή ότι στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων υπάρχουν δύο είδη εξομολογήσεως. Πρώτον είναι η νοερά εξομολόγηση που κάνουμε προσευχόμενοι προς τον Θεό και δεύτερον η εξομολόγηση που κάνουμε στον πνευματικό ιατρό, που είναι και θεραπευτής μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, μιλώντας για την κατάνυξη και οριοθετώντας την έννοιά της, λέγει ότι κατάνυξη είναι «αένναος συνειδότος βασανισμός, δια νοεράς εξαγορεύσεως την ανάψυξιν του πυρός της καρδίας πραγματευόμενος»[89]. Η νοερά εξομολόγηση δημιουργεί κατάνυξη και η κατάνυξη παρηγορεί την καρδιά του ανθρώπου. Πέρα από αυτά, η εξομολόγηση είναι μετάνοια ακράτητη και ολοκληρώνεται μέσα στην ατμόσφαιρα της μετανοίας. Είναι το πένθος της καρδιάς, που δημιουργεί «λήθη φύσεως». Εξομολόγησίς εστι, λήθη φύσεως∙ είπερ επελάθετό τις εκ τούτου του φαγείν τον άρτον αυτού»[90]. Πρέπει, κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής, να προσφέρουμε σύντονη και αδιάλειπτη εξομολόγηση στον Δεσπότη Χριστό και για τα ακούσια αμαρτήματα και να μη σταματήσουμε, έως ότου «πληροφορηθή η συνείδησις ημών εν δακρύω αγάπης περί της τούτων αφέσεως»[91]. Πέρα από αυτό ο άγιος προτρέπει να προσέχουμε πολύ μήπως η συνείδησή μας «ψεύσηται εαυτήν υπονοήσασα αρκούντως εξομολογήσασθαι τω Θεώ»[92]. Το γράφει αυτό γιατί, προσευχόμενοι στον Θεό και εξολογούμενοι τις αμαρτίες μας, πολλές φορές πράττουμε πλημμελώς αυτό το έργο και έτσι ζούμε σε μια αυτάρκεια, ότι εξομολογηθήκαμε τις αμαρτίες μας. Αυτό είναι ψευδαίσθηση του εαυτού μας. Χρειάζεται, επομένως, διαρκώς να είμαστε εν ετοιμότητι, γιατί εάν δεν εξομολογούμαστε πρεπόντως, τότε θα μας καταλάβη «δειλία άδηλος εν τω καιρώ της εξόδου ημών»[93].

Η εξομολόγηση στον Θεό δια της προσευχής δεν καταργεί την εξομολόγηση των αμαρτιών μας στον πνευματικό πατέρα, ούτε η εξομολόγηση στον πνευματικό θεραπευτή αναιρεί την εξομολόγηση δια της προσευχής. Είναι απαραίτητο να είναι συνδεδεμένοι και οι δύο τύποι εξομολογήσεως. Πάντως μετά την εξομολόγηση δια της προσευχής χρειάζεται και η προσέλευση σε πνευματικό. Σ’ αυτούς έχει δώσει ο Θεός το δικαίωμα της αφέσεως των αμαρτιών: «λάβετε Πνεύμα Άγιον∙ αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ’, 22-23). Από το χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά «όσης τους ιερείς τιμής η του Πνεύματος ηξίωσε χάρις»[94]. Οι ιερείς, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ζώντες στην γη, «τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν», αφού «άπερ αν εργάσωνται κάτω οι ιερείς, ταύτα ο Θεός άνω κυροί και την των δούλων γνώμην ο Δεσπότης βεβαιοί»[95]. Γι’ αυτό χρειάζεται να καταφεύγουμε για την θεραπεία μας στους πνευματικούς ιατρούς. «Προ πάντων εξομολογησώμεθα τω καλώ ημών δικαστή και μόνω». Ακόμη κι αν ο καλός δικαστής μας παραγγέλη να εξομολογηθούμε μπροστά σε όλους πρέπει να το  κάνουμε γιατί η βασική αρχή είναι ότι τραύματα που αναγγέλλονται θεραπεύονται. «Μώλωπες γαρ θριαμβευόμενοι, ου προκόψουσιν επί το χείρον, αλλ’ ιαθήσονται»[96]. Βέβαια για να επιτευχθή η θεραπεία είναι απαραίτητος ο καλός ιατρός. Όλοι οι πνευματικού μπορούν να τελέσουν το Μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, αλλά δεν μπορούν όλοι να θεραπεύσουν, επειδή δεν έχουν την πνευματική ιερωσύνη, όπως έχουμε αναπτύξει σε άλλο κεφάλαιο.

Αν «η των σωματικών νοσημάτων διάγνωσις» είναι σφαλερά και σε ολίγους «εύγνωστος», πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει με τις πνευματικές ασθένειες. «Σφαλερωτέρα και πολλώ μάλλον ή εκείνη, η των ψυχικών». Άλλωστε τα πάθη της ψυχής είναι «δυσκατανόητα»[97]. Όταν ένας ιερεύς προβάλη αδυναμία θεραπείας, τότε πρέπει να καταφεύγουμε σε άλλον, γιατί «χωρίς ιατρού σπάνιοι οι θεραπευόμενοι»[98].

Η αξία της εξομολογήσεως έχει επισημανθή και από πολλούς συγχρόνους ψυχιάτρους. Είναι πολύ βασικό ο άνθρωπος να ανοίγεται, να μη κλείνεται στον εαυτό του. Στην εκκλησιαστική γλώσσα λέμε ότι, όταν ο άνθρωπος ξέρη να ανοίγεται στον Θεό, δια του πνευματικού, μπορεί να αποφύγη πολλά ψυχικά νοσήματα και αυτήν ακόμη την τρέλλα. Αισθανόμαστε την αξία της εξομολογήσεως στην πράξη. Δηλαδή μια υπάρχουσα αμαρτία μας κουράζει και σωματικά. Βιώνουμε την αδυναμία ακόμη και του σώματος. Όταν αποφασίζουμε να εξομολογηθούμε, τότε αρχίζει το στάδιο της θεραπείας. Γαλήνη κατακλύζει την ψυχή και το σώμα. Αλλά βέβαια χρειάζεται να κάνουμε σωστή εξομολόγηση.

Επειδή ο διάβολος γνωρίζει την αξία της εξομολογήσεως, γι’ αυτό κάνει τα πάντα να μας πείση ή να μη εξομολογούμαστε ή να κάνουμε αυτό το έργο σαν να διέπραξε τις αμαρτίες κάποιος άλλος ή να επιρρίπτουμε σε άλλους την ευθύνη[99]. Απαιτείται όμως ανδρεία πνευματική για να αποκαλύψη ο άνθρωπος το τραύμα του στον πνευματικό ιατρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης παραγγέλλει: «Γύμνου, γύμνου σον μώλωπα τω ιατρώ». Και μαζί με την αποκάλυψη της ασθενείας να αναλαμβάνη όλη την ενοχή επάνω του, λέγοντας ταπεινά: «εμόν το τραύμα, Πάτερ, εμή η πληγή∙ εξ οικείας ραθυμίας, και ουκ εξ ετέρου προσγινομένη∙ ουδείς ταύτης αίτιος∙ ουκ άνθρωπος, ου πνεύμα, ου σώμα, ου τι έτερον, αλλ’ η εμή αμέλεια»[100]. Δεν πρέπει να αισχύνεται ή μάλλον πρέπει να υπερνικήση την αισχύνη εκ της αμαρτίας και της γυμνώσεώς της. Την ώρα της αποκαλύψεως στον πνευματικό των εσωτερικών πληγών πρέπει να μοιάζη στην συμπεριφορά, στην όψη και στον λογισμό με τον κατάδικο. Και μάλιστα συνιστά ο άγιος Ιωάννης «ει δυνατόν και τους του ιατρού και κριτού πόδας ως του Χριστού δάκρυσι βρέχων»[101]. Ο ίδιος άγιος βεβαιοί ότι είδε εξομολογουμένους που έδειξαν τέτοια ταπεινή διάθεση και εξομολογήθηκαν με όψη δακρυσμένη και κραυγές απελπισμένες και ικεσίες, και έτσι μαλάκωσαν την αυστηρότητα του δικαστού και μετέτρεψαν «τον θυμόν αυτού εις ευσπλαγχνίαν»[102].

Είναι φυσικό να αισθάνεται κανείς αισχύνη, όταν πρόκειται να εξομολογηθή το τραύμα του, αλλά πρέπει να το υπερνικήση. «Μη κρύπτε σην αισχύνην»[103]. Αμέσως μετά την εξαγόρευση, την φανέρωση, έρχεται γαλήνη εσωτερική. Διασώζεται πληροφορία ότι κάποιος μοναχός σπουδαίος, κυριευμένος από λογισμό βλασφημίας, έλυωσε την σάρκα του με νηστείες και αγρυπνίες και όμως δεν αισθανόταν καμμιά ωφέλεια. Όταν αποφάσισε να εξαγορεύση τον λογισμό αυτόν στον πνευματικό ιατρό, γράφοντάς τον σε χαρτί, τότε αμέσως θεραπεύθηκε. Και διαβεβαίωνε ο ίδιος, «ως ου πρώην της κέλλης εξεληλύθει του Γέροντος, πριν ή το πάθος γέγονεν άφαντον»[104]. Αυτό φανερώνει και την αλήθεια ότι η εξομολόγηση δεν είναι μια ανθρώπινη προσπάθεια, αλλά ενεργείται με την δύναμη του Θεού. Η ψυχή θεραπεύεται από την θεία Χάρη. Ούτε η νηστεία ούτε η αγρυπνία ωφελούν πολύ αν δεν συνδυασθούν με την εξαγόρευση.

Συνήθως οι πνευματικοί ιατροί δέχονται τις επιθέσεις των εξομολογουμένων, όταν οι τελευταίοι δεν εξομολογούνται με ταπείνωση και αυτογνωσία. Με την ιερά εξομολόγηση γίνεται εγχείρηση πνευματική και γι’ αυτό αντιδρά ο ασθενής. Αλλά η παραγγελία των Πατέρων είναι σαφής. «Μη τραχυνθής κατά του ακουσίως σε χειρουργήσαντος, αλλά προς την εκκενωθείσαν αηδίαν αποβλεψάμενος, ταλάνισον μεν σεαυτόν, μακάρισον δε το αίτιόν σοι ταύτης γενόμενον της ωφελείας, οικονομία Θεού»[105]. Η εξαγόρευση εξάγει όλη την αηδία της ψυχής και αυτό πρέπει να μας κινή αφ’ ενός μεν σε ταλανισμό του εαυτού μας, αφ’ ετέρου δε σε ευγνωμοσύνη προς τον πνευματικό ιατρό. Πάντως όποιος αποκρούει τον έλεγχο φανερώνει την ύπαρξη του πάθους, ενώ όποιος δέχεται τον έλεγχο «του δεσμού λέλυται»[106].

Είναι πάλι ανάγκη να τονίσουμε ότι η μετάνοια, συνδυασμένη με την ιερά εξομολόγηση, θεραπεύει την πληγή του ανθρώπου. Η μετάνοια, που είναι έμπνευση του Παρακλήτου, κατακαίει την καρδιά και εκεί που υπάρχει το πένθος θεραπεύονται όλες οι πληγές. Ο άνθρωπος σ’ αυτήν την κατάσταση αποκτά τον μεγάλο θησαυρό της παρθενίας. Ο Νικήτας ο Στηθάτος παραγγέλλει: «μη είπης εν τη καρδία σου, της παρθενίας την αγνείαν αδύνατόν μοι του λοιπού επικτήσασθαι, φθορά και μανία του σώματος ποικίλως υποπεσόντι». Έστω κι αν ο άνθρωπος έχασε την παρθενία του, μπορεί να την αποκτήση εκ νέου με τα δάκρυα του δευτέρου βαπτίσματος, που είναι η μετάνοια. Γι’ αυτό συνεχίζει ο ίδιος άγιος Πατήρ: «ένθα γαρ πόνοι μετανοίας εν κακοπαθεία και θέρμη καταβληθώσι ψυχής και δακρύων εκ κατανύξεως ποταμοί ρεύσουσιν, εκείθεν πάντα τα οχυρώματα κατασύρεται και πυρκαϊά πάσα παθών κατασβέννυται και τελείται η άνωθεν αναγέννησις δι’ επιδημίας του Παρακλήτου και πάλιν αγνείας και παρθενίας παλάτιον η ψυχή γίνεται»[107].

Η αναγέννηση του ανθρώπου δεν μπορεί να επιτευχθή, αν δεν υποταγή σε πνευματικούς πατέρας, που θα τον θεραπεύσουν εν Χριστώ: «Το μη υποταγήναι Πατρί Πνευματικώ», κατά μίμηση του Χριστού που έκανε υποταγή μέχρι θανάτου και σταυρού στον Πατέρα Του, ισοδυναμεί με «το μη γεννηθήναι άνωθεν»[108]. Διότι αυτή η γέννηση «εξ υποταγής πατέρων πνευματικών γίνεσθαι πέφυκεν»[109].

Αλλά πολλές φορές τα ελεεινά πάθη της ψυχής δεν θεραπεύονται αμέσως μετά την εξομολόγηση. Χρειάζεται αγώνας πολύς και μεγάλη άσκηση προκειμένου η ψυχή να ελευθερωθή από τα πάθη της. Ουσιαστικά η συγχώρηση των αμαρτιών δεν είναι μια τυπική εξομολόγηση, που κάνουμε ίσως κάτω από μεγάλες ψυχολογικές πιέσεις, αλλά είναι η ελευθερία εκ των παθών. Εκείνος που δεν ελευθερώθηκε από τα πάθη με την Χάρη του Χριστού, «συγχωρήσεως ούπω έτυχε»[110]. Όπως ένας άρρωστος που πάσχει από μακροχρόνια σωματική νόσο δεν μπορεί να αποκτήση υγεία «εν μια καιρού ροπή»,  «ούτως ουκ έστιν εξαίφνης παθών, ή πάθους περιγενέσθαι»[111]. Χρειάζεται χρόνος και μάλιστα άσκηση, γιατί τα «εμπράκτως τελούμενα πάθη, εμπράκτως και θεραπεύονται»[112]. Γι’ αυτό «στένωσις και εγκράτεια, πόνοι και αγώνες πνευματικοί» προσφέρουν την απάθεια[113].

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε πως θεραπεύονται το τριμερές της ψυχής, τα σωματικά και ψυχικά πάθη, ποια προηγούνται και ποια ακολουθούν. Εδώ θα περιγράψουμε τους γενικούς τρόπους θεραπείας της ψυχής.

Έχουμε σε άλλη παράγραφο υπογραμμίσει ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, χωρίζοντας την ψυχή σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και του επιθυμητικό, γράφει ότι με την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό νοσεί κάθε δύναμη της ψυχής, αλλά και ολόκληρη η ψυχή του ανθρώπου. Χρειάζεται λοιπόν θεραπεία. Η θεραπεία έγκειται στην πτωχεία την πνευματική την οποία μακάρισε ο Κύριος. «Πτωχεύσωμεν ουν και ημείς το πνεύμα ταπεινωθέντες και την σάρκα κακοπαθήσαντες και τον βίον ακτημονήσαντες», για να γίνουμε κληρονόμοι της επουρανίου Βασιλείας[114]. Το λογιστικό, όπου μαίνονται τα πάθη της φιλοδοξίας, θα το θεραπεύσουμε με την ταπείνωση. Το επιθυμητικό, όπου μαίνονται τα πάθη της φιλοκτημοσύνης και της φιλαργυρίας, θα το θεραπεύσουμε με την ακτημοσύνη και το θυμικό, που μαίνονται τα πάθη της σαρκός, θα το θεραπεύσουμε με την άσκηση και την εγκράτεια. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος στους τρόπους θεραπείας των παθών της φιλοδοξίας συμπεριλαμβάνει την αναχώρηση και την νοερά ησυχία. «Συνεργεί δε προς την τούτων ίασιν διαφερόντως και η αναχώρησις και το κατά μόνας πολιτεύεσθαι και τη κέλλη παραμένειν»[115]. Και τα πάθη της σαρκός «ουδέν έτερον ιάται ή κακοπάθεια σώματος και προσευχή εκ τεταπεινωμένης καρδίας ενεργουμένη, ο εστιν η εν πνεύματι πτωχεία»[116].

Η βίωση της τριπλής πτωχείας γεννά το κατά Θεόν πένθος που συνδέεται με την προσήκουσα παράκληση. Το πένθος γεννά τα δάκρυα. Η αξία του πένθους για την κάθαρση του νοός του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη. Η σωματική πτωχεία συντρίβει την καρδιά. «Συντρίβει δε καρδίαν η τριμερής εγκράτεια ύπνου και τροφής και σωματικής ανέσεως. Απαλλαγείσα δε ψυχή, δια της συντριβής ταύτης, κακίας και πικρίας, αντιλαμβάνει πάντως την πνευματικήν θυμηδίαν»[117]. Η αυτομεμψία, που παίζει μεγάλο ρόλο στην πνευματική ζωή του ανθρώπου, γεννιέται από αυτήν την ταπείνωση και το σωματικό πένθος.

Η υλική πτωχεία που εκφράζεται με την ακτημοσύνη, η οποία είναι συνημμένη με την πτωχία του πνεύματος, καθαρίζει τον νου. Όταν ο νους, κατά τον άγιο Γρηγόριο, ελευθερωθή από τα αισθητά και ανέλθη επάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης των γηΐνων και στραφή στον εαυτό του, τότε βλέπει «το προσγεγενημένον ειδεχθές προσωπείον εκ της κάτω περιπλανήσεως» και σπεύδει δια του πένθους να το αποπλύνη[118]. Έτσι επιτυγχάνει την κάθαρση του νοός και απολαμβάνει την ειρήνη των λογισμών. Όταν ο νους γεύεται της  χρηστότητος του Παναγίου Πνεύματος, τότε «άρχεται η χάρις, ώσπερ επιζωγραφείν εις το κατ’ εικόνα το καθ’ ομοίωσιν»[119]. Τότε ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο, αφού η βίωση του καθ’ ομοίωσιν μας καθιστά πρόσωπα. το πένθος στην αρχή είναι οδυνηρό, γιατί συνδέεται με τον φόβο του Θεού, αλλά έχει μεγάλη ωφέλεια. Όσο χρονίζει γεννιέται η αγάπη προς τον Θεό και ομοιώνεται ο άνθρωπος με αυτήν. Και όταν βιώση βαθέως το πένθος, τότε «την γλυκεράν και ιεράν παράκλησιν καρπούται της του Παρακλήτου χρηστότητος»[120]. Η αρχή του κατά Θεόν πένθους «οίόν τις είναι Θεού μνηστείας ζήτησις». Επειδή φαίνεται αδύνατη η μνηστεία με τον Θεό, γι’ αυτό οι ερασταί του Θεού κόπτονται και προσεύχονται. Το τέλος του πένθους είναι η τελεία ένωση της ψυχής με τον Θεό εν νυμφική αγνότητι, «νυμφική εν αγνεία συνάφεια τελεία»[121].

Επομένως, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η θεραπεία του τριμερούς της ψυχής επιτυγχάνεται με την τριμερή αντίστοιχη πτωχεία. Από την πτωχεία γεννιέται το πένθος, το οποίο ύστερα από πολλές εκφάνσεις οδηγεί τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό. Το πένθος είναι καθάρσιο του νου και της καρδιάς.

Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χωρίζει την ψυχή, όπως είδαμε προηγουμένως, σε τρεις δυνάμεις, στο λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Η θεραπεία και η ίαση του λογιστικού «η αδίστακτός εστι πίστις προς τον Θεόν και τα αληθινά και απλανή και ορθόδοξα δόγματα της ευσεβείας∙ η συνεχής μελέτη των λογίων του πνεύματος∙ η καθαρά προσευχή και αδιάλειπτος, και η προς Θεόν ευχαριστία». Του θυμικού μέρους της ψυχής η ίαση και η θεραπεία είναι «η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότης, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία, και η χρηστότης». Και του επιθυμητικού της ψυχής θεραπεία και ίαση είναι «η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, ο των χρημάτων προς πένητας σκορπισμός, η των μελλόντων εκείνων αθανάτων αγαθών έφεσις, η της βασιλείας του Θεού όρεξις και η της υιοθεσίας επιθυμία»[122].

Συνοπτική είναι η διατύπωση του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Τη Τριάδι τη αγία κατά των τριών δια των τριών οπλισώμεθα», δηλαδή με την συμμαχία της Αγίας Τριάδος να οπλισθούμε εναντίον των τριών, ήτοι φιληδονίας, φιλαργυρίας και φιλοδοξίας, δια των τριών, ήτοι εγκρατείας, αγάπης και ταπεινώσεως[123].

Έχουμε αναφέρει ότι το θυμικό και το επιθυμητικό οι Πατέρες το ονομάζουν παθητικό. Έτσι λοιπόν υπάρχει το λογιστικό και το παθητικό μέρος της ψυχής. Το λογιστικό το καθαρίζει η ανάγνωση και η προσευχή, το παθητικό η αγάπη και η εγκράτεια[124].Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής, όπως έχουμε παρατηρήσει, θεωρεί την λήθη, την άγνοια και την ραθυμία, ως τρεις μεγάλους γίγαντες των παθών. Προτρέπει ότι πρέπει να θεραπεύσουμε την λήθη «δια της αρίστης κατά Θεόν μνήμης», την ολέθρια άγνοια να εξαφανίσουμε «δια της πεφωτισμένης και ουρανίου γνώσεως», την δε ραθυμία να εκδιώξουμε «δια της παναρέτου και καλλίστης προθυμίας»[125].

Επίσης υπάρχει και η διαίρεση των ψυχικών και σωματικών παθών. Και αυτά τα πάθη θεραπεύονται με ανάλογες πνευματικές πράξεις. Τις σωματικές ορέξεις και τα σκιρτήματα της σαρκός σταματούν η εγκράτεια, η νηστεία και οι πνευματικοί αγώνες. Τις φλεγμονές της ψυχής και «τα οιδήματα της καρδίας καταψύχει των θείων γραφών η ανάγνωσις και ταπεινοί η αένναος προσευχή και ωδεί έλεον καθιλαρύνει αυτάς η κατάνυξις»[126].

Οι άγιοι Πατέρες στην θεραπευτική τους ασκητική παρουσιάζουν και την σειρά με την οποία πρέπει να πολεμούνται τα πάθη. Τα βασικά πάθη, κατά τον Νικήτα Στηθάτο, είναι η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία, που αντιστοιχούν στο τριμερές της ψυχής. Όπως τρία είναι τα γενικά πάθη έτσι τρεις είναι και οι τρόποι πολέμου αυτών. Ο εισαγωγικός, ο μέσος και ο τέλειος. «Ο προς τους αγώνας της ευσεβείας αποδυσάμενος και εισαγωγικός ων» αγωνίζεται  κατά του πνεύματος της φιληδονίας. Συντρίβει την σάρκα με την νηστεία, χαμευνία, αγρυπνία και νυκτερινές προσευχές, την δε ψυχή συντρίβει με την μνήμη των ποινών του άδου και με την μελέτη του θανάτου. Εκείνος που βρίσκεται στο μέσο των αγώνων, αφού δηλαδή καθαρίσθηκε από τα πάθη της φιληδονίας, «κατά του πνεύματος της απίστου φιλαργυρίας αίρει τα όπλα». Και «ο το μέσον δια θεωρίας και απαθείας περάσας» που εισήλθε στον γνόφο της θεολογίας πολεμά εναντίον του πνεύματος της φιλοδοξίας[127]. Επομένως πρώτα καταπολεμείται η φιληδονία, έπειτα η φιλαργυρία και τέλος η φιλοδοξία. Αυτή είναι η σειρά θεραπείας.

Μέχρι τώρα έχουμε απαριθμήσει τα θεραπευτικά μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να θεραπεύσουμε τις διάφορες δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή το τριμερές της ψυχής, τα σωματικά και ψυχικά πάθη, τους τρεις μεγάλους γίγαντες των παθών κ.λ.π. Τώρα πρέπει να εξετάσουμε γενικούς θεραπευτικούς τρόπους που είναι κατάλληλοι για όλα τα πάθη.

Πρώτα – πρώτα δεν χρειάζεται ταραχή σ’ αυτόν τον πνευματικό αγώνα. Η ταραχή δημιουργεί μεγάλο κακό στην αγωνιζομένη ψυχή. Όταν μας οχλήση ένα πάθος, τότε δεν πρέπει να ταρασσόμαστε: «το γαρ ταραχθήναί τινα οχλούμενον υπό πάθους, αγνωσίας εστί και υπερηφανίας, και εκ του μη ειδέναι την ιδίαν κατάστασιν, και εκ του φεύγειν τον κόπον». Πρέπει να υπομένουμε, να αγωνιζόμαστε και να παρακαλούμε τον Θεό[128].Έπειτα είναι απαραίτητο να μη έχουμε μεγάλη πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά να στρεφόμαστε προς τον Θεό. «Εμπαθείς όντες, ουκ οφείλομεν όλως πιστεύειν τη ιδία καρδία», γιατί στραβός κανών και τα ορθά τα κάνει στραβά[129].

Άλλος τρόπος είναι να πολεμήσουμε τα πάθη όσο είναι ακόμη μικρά. Όσο μικρό είναι το παράπτωμα «έκτιλον αυτό πριν πλατυνθή και περκάση». Αν αμελήση ο άνθρωπος θα συναντήση αργότερα «δεσπότην απάνθρωπον». Όποιος αγωνίζεται από την αρχή εναντίον του πάθους, «ταχέως αυτού κυριεύσει»[130]. Γιατί, ομολογουμένως, άλλο είναι το να αποσπάση κανείς «μικράν βοτάνην και άλλο το εκριζώσαι μέγα δένδρον»[131]. Στην αρχή η εκκοπή των παθών είναι εύκολη και απαιτείται μικρός κόπος, ενώ αν μεγαλώσουν, εάν περάση πολύς καιρός, τότε «πλείονος δέονται κόπου»[132]. Όσο είναι νεαρά, τόσο ευκολώτερος γίνεται ο αγώνας εναντίον τους.

Απαιτείται να περικόψουμε τις προσβολές και τα αίτια που προκαλούν τα πάθη. Έχουμε ήδη περιγράψει πως ένας λογισμός εξελίσσεται σε πάθος. Όταν προσέχουμε τους λογισμούς και αποβάλλουμε την πρόταση του πονηρού, τότε αποφεύγουμε την γέννηση και την έξαψη των παθών. Όποιος αποκρούει την προσβολή «πάντα τα έσχατα υφ’ εν περιέκοψεν»[133]. Όταν ο νους του ανθρώπου χρονίζη σε ένα αισθητό πράγμα, τότε είναι φυσικό να γεννηθούν ή να εξαφθούν τα πάθη. Χρειάζεται καταφρόνηση του πράγματος εκείνου στο οποίο αιχμαλωτίσθηκε ο νους. Εάν δεν καταφρονήση ο άνθρωπος αυτό το πράγμα, «του πάθους εκείνου ελευθερούσθαι ου δύναται»[134]. Χρειάζεται σ’ αυτό το πνευματικό άθλημα να απομακρυνόμαστε από τις φαύλες ορέξεις και πράξεις «και την απ’ αυτών φυγήν ανεπίστροφον επιδειξώμεθα»[135].

Είναι κοινή η πατερική διδασκαλία σχετικά με την εκκοπή των αιτίων και των αφορμών της αμαρτίας. Ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων Θεός δεν παραγγέλλει να εγκαταλείπουμε «τας των ανθρώπων συνδιατριβάς», «αλλά τας εν ημίν της κακίας εκκόπτειν αιτίας»[136]. Εκείνος που μισεί τα πάθη «περιαίρει τας τούτων αιτίας»[137]. Εάν ο αθλητής της πνευματικής ζωής εναντιωθή στον λογισμό, τότε «εξασθενεί το πάθος και ανίσχυρον γίνεται εις το πολεμείν και θλίβειν αυτόν» και έτσι «κατά μικρόν μικρόν, αγωνιζόμενος και βοηθούμενος υπό του Θεού, περιγίνεται και αυτού του πάθους»[138]. Συνοπτικά για το θέμα της εκκοπής των αιτίων και αφορμών μπορούμε να πούμε ότι είναι γενική η παραγγελία των Πατέρων, «οίαν ώραν έρχεται το πάθος, ευθέως κόψον αυτό»[139].

Χρειάζεται εντατικός αγώνας για να μειώσουμε τα πάθη, εν συνεχεία χρειάζεται νήψη πνευματική «ίνα μη αυξήσωσι», και πάλι πόλεμος για να αποκτήσουμε τις αρετές και νήψη για να διαφυλάξουμε τις αρετές[140]. Έτσι όλες μας οι προσπάθειες θα βρίσκωνται μεταξύ του πολέμου και της νήψεως.

Ο αγώνας είναι μεγάλος. Δεν είναι εύκολο πράγμα να μεταμορφώση κανείς τον εαυτό του, να τον καθαρίση από τα πάθη και να τον γεμίση με αρετές. Γιατί η κάθαρση του ανθρώπου είναι αρνητική και θετική. Κατά τους αγίους Πατέρας ο πόλεμος ο πνευματικός γίνεται με την τήρηση των εντολών του Χριστού και γνωρίζουμε καλά ότι, όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να υποτάξη το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό, τότε γεννώνται οι σωματικές και ψυχικές αρετές. Στον μεταπτωτικό άνθρωπο το σώμα τρέφεται από την ύλη, τα υλικά πράγματα, και η ψυχή από το σώμα. Τώρα πρέπει να γίνη το αντίθετο. Πρέπει να απαλλαγούμε από την παρά φύσιν κατάσταση. Η ψυχή πρέπει να μάθη να τρέφεται από την Χάρη του Θεού και το σώμα να τρέφεται από την «χαριτωμένη» ψυχή, οπότε θα επέλθη μια ισορροπία στον οργανισμό μας. Αυτό το επιτυγχάνουμε με την προσπάθεια να αποκτήσουμε αρετές, όπως την ταπείνωση, την αγάπη, την νηστεία, την άσκηση, την προσευχή, την υπακοή κ.λ.π. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε μερικές τέτοιες αρετές που είναι απαραίτητες για την μεταμόρφωση του εαυτού μας.

Η επιδίωξη της βιώσεως της αγάπης εκδιώκει όλα τα πάθη: «Αγώνισαι αγαπήσαι πάντα άνθρωπον εξ ίσου, και απελαύνεις συλλήβδην πάντα τα πάθη σου»[141].

Η αδιάλειπτη προσευχή, «το αδιαλείπτως ονομάζειν τον Θεόν, φάρμακόν εστιν αναιρετικόν, ου μόνον πάντων των παθών, αλλά και αυτής της πράξεως». Και καθώς ο ιατρός τοποθετεί το φάρμακον επάνω στο τραύμα του πάσχοντος και αυτό ενεργεί χωρίς να γνωρίζη ο ασθενής τον τρόπο, έτσι και το Όνομα του Θεού «ονομαζόμενον αναιρεί, και ημών μη ειδότων το πως, πάντα τα πάθη»[142].

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι αναιρέτης όλων των παθών είναι η ταπείνωση, «ην οι κτησάμενοι πάντα ενίκησαν»[143]. Ο Προφητάναξ Δαϋίδ (στον προοιμιακό ψαλμό) αναφερόμενος στα θηρία του δάσους λέγει, «ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται». Και ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ότι, όταν ανατέλη μέσα στην ψυχή μας ο ήλιος «δια σκοτεινής ταπεινώσεως», τότε «προς εαυτά τα θηρία συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών, ήγουν φιληδόνους καρδίας κοιτασθήσονται, και ουκ εν ημίν»[144]. Με την ταπείνωση ανατέλλει ο ήλιος της δικαιοσύνης και φυγαδεύονται όλα τα θηρία των παθών.

Η σύζευξη των δυνάμεων της ψυχής με τις αρετές θα μας ελευθερώση από την τυραννία των παθών[145].

Η υποταγή σε πνευματικό πατέρα, συνδυασμένη με την εγκράτεια, υποτάσσει τα θηρία των παθών[146].

Ο Χριστιανός αγωνίζεται «την μεν αίσθησιν αυτού εις την μονοειδή συστέλλειν τροφήν, τον δε νουν εις την μονολόγιστον προσευχήν» και έτσι «άσχετος γεγονώς εκ παθών, και επί το αρπάζεσθαι προς Κύριον ήξει εν τω προσεύχεσθαι»[147].

Όποιος θέλει να απαλλαγή από όλα τα πάθη πρέπει να αναλάβη «εγκράτειαν και αγάπην και προσευχήν»[148]. Υπάρχουν μερικά έργα που σταματούν τα πάθη και δεν τα αφήνουν να αυξηθούν, και υπάρχουν άλλα έργα που ελαττώνουν τα πάθη και τα μειώνουν. Π.χ. η νηστεία, ο κόπος και η αγρυπνία δεν αφήνουν την επιθυμία να αυξηθή και η αναχώρηση, η θεωρία, η προσευχή και ο έρως προς τον Θεό την ελαττώνουν και την αφανίζουν. Το πάθος του θυμού το σταματούν και δεν το αφήνουν να αυξηθή η μακροθυμία, αμνησικακία και πραότητα αλλά το μειώνει η αγάπη, η ελεημοσύνη, η χρηστότης και η φιλανθρωπία[149]. Ο αποταξάμενος γνησίως όλα τα πράγματα του κόσμου και υπηρετών ανυποκρίτως τον πλησίον δια της αγάπης, «παντός πάθους ταχέως ελευθερούται και της θείας αγάπης και γνώσεως μέτοχος καθίσταται»[150].

Η νήψη, η αντίρρηση και η προσευχή εκδιώκουν την προσβολή του πειρασμού και όλα μένουν αργά, δηλαδή δεν φθάνει η προσβολή να γίνη συγκατάθεση και πάθος: «εάν ουν προσέχη ο νους νήφων και δι’ αντιρρήσεως και επικλήσεως του Κυρίου Ιησού φυγαδεύη εξ αναδόσεως την προσβολήν, τα εξής αυτών αργά μένουσιν»[151].

Δύο μεγάλα χαρίσματα έδωκε ο Θεός στον άνθρωπο δια των οποίων δύναται να σωθή «και λυτρωθήναι πάντων των παθών του παλαιού ανθρώπου, ταπείνωσιν και υπακοήν»[152].

Βοηθητικά μέσα για την κάθαρση και την ελευθερία από τα πάθη είναι και ο λόγος του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας για την πανοπλία την πνευματική που πρέπει να έχη ο κάθε Χριστιανός, αναφέρεται στον λόγο του Θεού. «Αναλάβετε... και την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστι ρήμα του Θεού» (Εφεσ. στ’, 17). Χρειάζεται διαρκώς να έχουμε προ οφθαλμών τα ρήματα του Θεού. «Ρήμασι θείοις αδιαλείπτως σχόλαζε∙ η γαρ περί αυτά φιλοπονία, καταναλίσκει τα πάθη»[153]. Αλλού ο όσιος Θαλάσσιος παραγγέλλει να αγωνιζόμαστε υπέρ των εντολών, «ίνα παθών ελευθερωθώμεν»[154]. Οι εντολές του Θεού αναφέρονται στο τριμερές της ψυχής. Οι εντολές του Χριστού «το τριμερές της ψυχής δοκούσι νομοθετείν και υγιές ποιείν, δι’ ων προστάττουσιν. Μάλλον δε ουδέ δοκούσι μόνον, αλλά και αληθινώς αυτό υγιάζουσιν»[155]. Στην συνέχεια ο όσιος Φιλόθεος αναφέρει μερικά παραδείγματα για να γίνη αυτό φανερό. Στο θυμικό αναφέρεται η εντολή «ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει» (Ματθ. ε’, 22), στο επιθυμητικό η εντολή «πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. ε’, 28) και στο λογιστικό η εντολή «ο μη αρνησάμενος πάντα και ακολουθών μοι ουκ έστι μου άξιος» (πρβλ. Ματθ. ι’, 37-38). Ο Χριστός κατά τον άγιο, νομοθετεί το τριμερές της ψυχής δια των εντολών. Αλλά ο διάβολος πολεμεί το τριμερές της ψυχής, επομένως πολεμεί τις εντολές του Χριστού[156]. Οι εντολές του Χριστού πραγματοποιούμενες μας καθαρίζουν από τα πάθη, που είναι οι κακές διαθέσεις «του εντός ημών ανθρώπου»[157].

Τονίσαμε προηγουμένως ότι το πένθος, η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι από τα αποτελεσματικότερα όπλα εναντίον των παθών. Όσοι σκοτίσθηκαν από οίνο «ενίψαντο πολλάκις ύδατι∙ οι δε εκ παθών σκοτισθέντες, ενίψαντο δάκρυσιν»[158].

Συμπλήρωμα της μετανοίας είναι και οι διάφοροι πειρασμοί και δοκιμασίες στην ζωή μας, δηλαδή οι «ακούσιες επιφορές». Ο ιός της κακίας είναι πολύς και απαιτείται το πυρ το καθαρτικό της μετανοίας δια των δακρύων. Γιατί καθαριζόμαστε από τους μολυσμούς της αμαρτίας «ή δι’ εκουσίων πόνων» της ασκήσεως ή «δι’ ακουσίων επιφορών» των πειρασμών. Όταν προηγούνται οι εκούσιοι πόνοι της μετανοίας δεν ακολουθούν οι ακούσιοι, δηλαδή οι μεγάλοι πειρασμοί. Ο Θεός οικονόμησε ώστε, εάν η εκούσια άσκηση δεν ενεργήση την κάθαρση, τότε οι ακούσιες επιφορές «σφοδρότερον ενεργεί την ημετέραν προς το αρχαίον αποκατάστασιν»[159]. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί πειρασμοί που έρχονται στην ζωή μας είναι γιατί δεν έχουμε εκουσίως μετανοήσει. Η εκούσια και θεληματική άρση του σταυρού της μετανοίας έχει σαν συνέπεια να απαλλαγούμε από τον ακούσιο και αθέλητο σταυρό των πειρασμών και των δοκιμασιών.

Επίσης μεγάλο όπλο για την θεραπεία των παθών είναι η ησυχία, κυρίως η νοερά ησυχία, για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο. Ο Απόστολος Παύλος διαβεβαιοί ότι «ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις» (Β’ Τιμ. β’, 4). Και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής σχολιάζει ότι εκείνος που με εμπλοκή στα εγκόσμια θέλει να νικήση τα πάθη είναι όμοιος με εκείνον που θέλει να σβήση έναν εμπρησμό με άχυρα[160]. Βέβαια το θέμα της ησυχίας και της αναχωρήσεως είναι μεγάλο και πολύ λεπτό. Η αναχώρηση δεν είναι για όλους καλή. Γιατί, αν υπάρχη ένα κρυφό ψυχικό πάθος, στην έρημο δεν μπορεί να θεραπευθή, αφού δεν υπάρχει το αντικείμενο που θα το προκαλέση. Εκείνος, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που νοσεί από ένα ψυχικό πάθος και επιχειρεί την ησυχία ομοιάζει με εκείνον που πήδησε από το πλοίο στο πέλαγος και νομίζει πως θα φθάση στην ξηρά με ένα σανίδι[161].

Δεν είναι αντίθετες οι συμβουλές των αγίων Πατέρων για την ησυχία. Ησυχία είναι η «διαμονή εν Θεώ» και η καθαρότης του νοός. Αυτή είναι η λεγομένη νοερά ησυχία. Η προσπάθεια να περιορισθούν τα ερεθίσματα των αισθήσεων και η επίδοση στην προσευχή βοηθά στην ελευθερία από τα πάθη. Όταν όμως ο άνθρωπος, χωρίς ειδική προετοιμασία και ειδική ευλογία από τον διακριτικό πνευματικό, αποφεύγει τους ανθρώπους και ανάγεται στην έρημο, τότε είναι ενδεχόμενο να μη θεραπευθή. Γιατί η έρημος, για τον άνθρωπο εκείνον που δεν έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, καλύπτει τα πάθη και δεν τα θεραπεύει[162].

Μέχρι εδώ αναφέραμε διάφορα μέσα που θεραπεύουν γενικά τα πάθη. Τώρα θα θέλαμε να παρουσιάσουμε και μερικά ειδικά θεραπευτικά μέσα που θεραπεύουν ειδικά πάθη.

Κατά τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο υπάρχουν οκτώ λογισμοί της κακίας, ήτοι της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής, της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας, και της υπερηφανείας. Πως θεραπεύονται οι οκτώ αυτοί λογισμοί που ανταποκρίνονται στα οκτώ αντίστοιχα πάθη;

Η γαστριμαργία θεραπεύεται με την εγκράτεια της γαστρός, «το φεύγειν την πλησμονήν και αποστρέφεσθαι την χορτασίαν της γαστρός», με «την καθημερινήν νηστείαν», και «το μηδέ εξέλκεσθαι τη του λάρυγγος ηδονή»[163].

Η πορνεία θεραπεύεται με το να τηρή κανείς την καρδία του «από ρυπαρών λογισμών». Θεραπεύει την πορνεία ο συντριμμός της καρδίας, «και ευχή προς τον Θεόν εκτενής και πυκνή των Γραφών μελέτη και κάματος και εργόχειρον.. προ δε πάντων συμβάλλεται ταπείνωσις ψυχής»[164].

Η φιλαργυρία θεραπεύεται με την αποταγή και την ακτημοσύνη, όπως διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι θείοι Πατέρες[165].

Η οργή, που τυφλώνει τους οφθαλμούς της καρδίας, θεραπεύεται με την ανεξικακία προς τους συνανθρώπους μας. Η ειρήνη η εσωτερική που είναι αντίθετη του θυμού «ουκ εκ της πλησίον μακροθυμίας της προ ημάς γινομένης κατορθούται∙ αλλ’ εκ της ημετέρας προς τον πλησίον ανεξικακίας». Δεν αρκεί να μη οργιζόμαστε εναντίον των ανθρώπων, «αλλά μηδέ προς τα άλογα, μηδέ προς τα άψυχα πράγματα». Επίσης θεραπεύεται με το να εκδιώκουμε όχι μόνον την «κατ’ ενέργειαν οργήν... αλλά και την κατά διάνοιαν». Όχι μόνον να κρατούμε το στόμα μας κλειστό σε καιρό πειρασμού, αλλά «το καθαρίζειν την καρδίαν από μνησικακίας και μη αναστρέφειν εν τη ιδία διανοία πονηρούς λογισμούς κατά του αδελφού». Η τελεία θεραπεία είναι ΄όταν πιστεύσουμε «ότι ούτε επί δικαίοις, ούτε επί αδίκοις, έξεστιν ημίν κινείν τον θυμόν»[166].

Η λύπη θεραπεύεται με τον πόλεμο που πρέπει να γίνεται «κατά των ένδον παθών». Πρέπει να αγωνιζόμαστε «κατά του πνεύματος της λύπης, του εμβάλλοντος την ψυχήν εις απόγνωσιν, όπως απελάσωμεν αυτό της ημετέρας καρδίας». Να ασκήσουμε μόνον την λύπη «την επί μετάνοιαν των ημαρτημένων, μετ’ ελπίδος αγαθής γινομένην». Δηλαδή η λύπη εκδιώκεται και θεραπεύεται όταν με την Χάρη του Χριστού και την δική μας ανδρεία την μεταστρέψουμε σε πνευματική λύπη, λύπη μετανοίας. Αυτή η κατά Θεόν λύπη παρασκευάζει τον άνθρωπο και τον καθιστά πρόθυμο και υπήκοο σε κάθε αγαθή εργασία, «ευπρόσιτον, ταπεινόν, πράον, ανεξίκακον, προς πάντα πόνον αγαθόν και συντριβήν υπομονητικόν»[167].

Η ακηδία δεν θεραπεύεται με τίποτε άλλο «ει μη δια προσευχής και αποχής αργολογίας και μελέτης των θείων λογίων και της εν πειρασμοίς υπομονής». Χρειάζεται και σωματική εργασία. Οι «κατά την Αίγυπτον άγιοι πατέρες πεπαιδευμένοι, ουδένα καιρόν είναι αργούς τους μοναχούς επιτρέπουσι». Εργάζονται και έτσι προσφέρουν τροφή και στους εαυτούς τους και στους έχοντας ανάγκη. Και δεν εργάζονται μόνον για τον εαυτό τους, «αλλά και ξένοις και πτωχοίς και τοις εν φυλακαίς εκ του ιδίου έργου επιχορηγούσι∙ πιστεύοντες την τοιαύτην ευποιΐαν, θυσίαν αγίαν τω Θεώ ευπρόσδεκτον γενέσθαι»[168].

Η κενοδοξία είναι πολύμορφη και δυσκαταγώνιστη. Απαιτείται μεγάλη προσοχή. Πρέπει ο άνθρωπος να χρησιμοποιήση κάθε τρόπο για να νικήση «το πολύμορφον τούτο θηρίον». Να μη πράττη τίποτε αποβλέποντας στον έπαινο των ανθρώπων «και απορρίπτων αεί τους επερχομένους εν τη καρδία αυτού λογισμούς και επαινούντας αυτόν, εξουδενούτω εαυτόν ενώπιον του Θεού»[169].

Τέλος η υπερηφάνεια είναι αγώνας «χαλεπώτατος και πάντων των προτέρων αγριώτερος». Θεραπεύεται με την ταπείνωση, η οποία προέρχεται από πίστη και φόβο Θεού, πραότητα και τελεία ακτημοσύνη δια των οποίων κατορθούται η τελεία αγάπη[170].

Αλλά ο εχθρός της σωτηρίας μας, ο διάβολος, είναι πολυμήχανος. Γι’ αυτό και ο Χριστιανός, αγωνιζόμενος στον αγώνα αυτόν,  πρέπει να είναι και αυτός πολυμήχανος. Η εξυπνάδα στον άνθρωπο φαίνεται από τους τρόπους που μετέρχεται για να εμπαίξη τον διάβολο. Στα πατερικά συγγράμματα συναντούμε πολλές «έξυπνες» περιπτώσεις με τις οποίες αποφεύγεται ο διάβολος και θεραπεύεται η ψυχή.

Συνήθως τα πάθη είναι «φιλεπίστροφα»[171]. Ενώ φαίνεται ότι θεραπεύθηκαν ή έφυγαν, μετά από λίγο επανέρχονται ισχυρότερα. Είναι γνωστός ο λόγος του Κυρίου περί του ακαθάρτου πνεύματος: «όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και ουχ ευρίσκει, τότε λέγει∙ εις τον οίκόν μου επιστρέψω όθεν εξήλθον∙ και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα και σεσαρωμένον και κεκοσμημένον, τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Ματθ. ιβ’, 43-45). Αυτό το γνωρίζουν οι άγιοι και λαμβάνουν όλα τους τα μέτρα.

Μερικούς τρόπους και υποδείξεις των αγίων Πατέρων θα θέλαμε στην συνέχεια να παραθέσουμε.

Ο πόλεμος πρέπει να γίνεται κυρίως εναντίον του κυριοτέρου πάθους, «κατ’ αυτού και μόνου προ πάντων εαυτόν οπλισάτω».  Γιατί όταν δεν νικηθή το πάθος που πλεονεκτεί μέσα μας, «ουδέν εκ της των λοιπών ωφελούμεθα νίκης»[172].

Όταν πολεμούμαστε συγχρόνως από δυο πάθη, τότε πρέπει να προτιμούμε να υποχωρούμε στο πιο ελαφρότερο για να μη νικηθούμε από το ισχυρότερο πάθος. Αναφέρει δυο παραδείγματα ο άγιος Ιωάννης  ο Σιναΐτης. Μερικές φορές όταν προσευχόμαστε συμβαίνει να έρχωνται αδελφοί. Τότε πρέπει να κάνουμε ένα από τα δυο, ή να μη δεχθούμε τους αδελφούς ή να σταματήσουμε την προσευχή προς χάρη των αδελφών. Να προτιμήσουμε να σταματήση η προσευχή, γιατί «μείζων αγάπη προσευχής». Άλλοτε, περιγράφει ο ίδιος, βρισκόμενος σε μια πόλη, μόλις κάθησε σε τραπέζι δέχθηκε τους λογισμούς της γαστριμαργίας και της κενοδοξίας. Και προτίμησε να νικηθή από την κενοδοξία (δηλαδή να εγκρατευθή και να επαινεθή ως νηστευτής) γιατί φοβήθηκε περισσότερο την κοιλιοδουλεία: «τον απόγονον της κοιλιομανίας δεδοικώς (την πορνείαν) τη κενοδοξία μάλλον ηττήθην»[173].

Ο αββάς Ιωσήφ διδάσκει ότι άλλοτε είναι προτιμότερο να αφήσουμε να εισέλθουν τα πάθη μέσα μας και εκεί να τα πολεμήσουμε και άλλοτε να τα κόψουμε ευθύς εξ αρχής. Γι’ αυτό σ’ έναν αδελφό που τον ρώτησε σχετικά απήντησε «άφες αυτά εισελθείν και πολέμησον μετ’ αυτών», και αυτό για να γίνη δοκιμότερος. Σε άλλον όμως αδελφό που του απηύθυνε την ίδια ερώτηση, αν πρέπει να αφήνη τα πάθη να προσεγγίζουν ή να τα κόπτη απήντησε: «Μη αφήσης όλως εισελθείν τα πάθη, αλλ’ ευθέως έκκοψον αυτά»[174]. Αυτό δείχνει ότι ο πνευματικός θεραπευτής είναι εκείνος που θα μας καθορίζη το είδος του αγώνος και της πάλης, καθώς επίσης και τον τρόπο, γιατί κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να νικήση τους δαίμονας. Φαίνονται αυτοί οι τρόποι ακραίοι, πρέπει όμως να παρατηρηθή ότι δεν μπορεί ο κάθε άνθρωπος να τους εφαρμόση, αλλά «ο νικήσας τα πάθη». Δηλαδή ο καθαρός στην καρδιά μεταχειρίζεται πολλά μέσα προκειμένου να πληγώνη τους δαίμονες.

Κάποιος αδελφός ενώ υπέστη ατιμίες δεν ταράχθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν νοερώς. Έπειτα όμως άρχισε να διαμαρτύρεται και να οδύρεται για τις ατιμίες που υπέστη, ώστε με ένα επίπλαστο πάθος να κρύψη την απάθειά του.

Ένας άλλος αδελφός, ενώ ήταν ολοκληρωτικά ανόρεκτος για την πρωτοκαθεδρία, εν τούτοις υποκρινόταν ότι πολύ πονούσε για να την αποκτήση.

Ένας άλλος αδελφός που διακρινόταν για την αγνότητα εισήλθε στο πορνείο «τω δοκείν αμαρτίας ένεκεν» και ανέσυρε την πόρνη στην ζωή της ασκήσεως.

Σε κάποιον άλλο ασκητή έφεραν ένα σταφύλι. Και εκείνος μετά την αναχώρηση του αδελφού ενώ δεν είχε όρεξη κατεβρόχθησε με βουλιμία τον βότρυν, «γαστρίμαργον εαυτόν εμφανίζων τοις δαίμοσιν».

Τέτοιες πράξεις έκαναν οι λεγόμενοι κατά Χριστόν σαλοί για να εμπαίξουν τον διάβολο και να ωφελήσουν ποικιλοτρόπως τους αδελφούς. Αλλά αυτό απαιτεί μια ιδιαίτερη καθαρότητα, ιδιαίτερη ευλογία και Χάρη από τον Θεό. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, παρουσιάζοντας αυτά τα περιστατικά, γράφει:



Σε όσους επιχειρούν αυτήν την μέθοδο χρειάζεται πολλή νήψη «μήπως εμπαίζειν επιχειρήσαντες, εις εμπαιγμόν εαυτών καταλήξωσιν»[175].

Μετά από πολύ αγώνα κατορθώνει ο άνθρωπος με την Χάρη του Χριστού να θεραπεύση τα πάθη του, τις αλγηδόνες της ψυχής του και καθίσταται βασιλεύς. Πολλές φορές δοκιμάζει τέτοιες χαρές ο αθλητής του πνευματικού αγώνος, ώστε να επαναλαμβάνη το του αββά Ιωσήφ, «εγώ βασιλεύς ειμι σήμερον∙ εβασίλευσα γαρ επί τα πάθη»[176]. Απολαμβάνει τότε της ζωής του Χριστού, γιατί «εκ ζωής εις ζωήν εκείνος μεταβαίνει, ο τα πάθη νεκρώσας και της αγνοίας χωρισθείς»[177].

Αλλά όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν την ζωή και φορούμε την φθαρτότητα και την θνητότητα πρέπει συνεχώς να πολεμούμε. Γι’ αυτό και όταν ο άνθρωπος νικήση «σχεδόν άπαντα τα πάθη», τότε απομένουν δύο δαίμονες για να πολεμούν τον άνθρωπο του Θεού. Ο ένας πολεμά την ψυχή «από πολλής θεοφιλίας εις ζήλον αυτήν άκαιρον φέρων, ώστε μη θέλειν άλλον τινά κατ’ αυτήν αρέσαι τω Θεώ», δηλαδή τον ωθεί σε άκαιρο ζήλο να φθάση την τελειότητα και να μη αρέση άλλος περισσότερο στον Θεό από αυτόν. Ο άλλος δαίμων, κατά παραχώρηση του Θεού, κινεί το σώμα «εις επιθυμίαν συνουσίας αυτό εμπύρω». Ο Κύριος παραχωρεί αυτόν τον πειρασμό σε αυτόν που ακμάζει στο πλήθος των αρετών, «ίνα πάντων των του βίου ανθρώπων ευτελέστερον εαυτόν υπολαμβάνη» και έτσι δια της ταπεινώσεως και της αυτομεμψίας να αποκτήση την σωτηρία του. Σ’ αυτούς τους πειρασμούς πρέπει να αντιτάξουμε στον μεν πρώτον ταπεινοφροσύνη πολλή και αγάπη, στον δε άλλον εγκράτεια και αοργησία και βαθείαν έννοιαν του θανάτου[178]. Επιτρέπει ο Θεός να πολεμούμαστε σε όλη μας την ζωή από τον διάβολο για να ταπεινωνόμαστε.

Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα. «Το σώμα μου εξησθένησε και τα πάθη μου ουκ εξασθενούσι»[179]. Παρά ταύτα ο άνθρωπος στην προσπάθεια του να καθαρθή βιώνει την μακαρία κατάσταση της απαθείας. Γι’ αυτό ερχόμαστε τώρα να μελετήσουμε την ευλογημένη ζωή της απαθείας.

Οι ασθένειες και ο πιστός - Ιερομονάχου Γρηγορίου






Πρόλογος

«Παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα, εγώ δε ουκ απειθώ ουδέ αντιλέγω.»

Στις ημέρες μας, παρά την καταπληκτική πρόοδο της ιατρικής επιστήμης, οι άρρωστοι πληθαίνουν, και καινούργιες αρρώστιες εμφανίζονται. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει περάσει ή περνά τον πόνο και την δοκιμασία της αρρώστιας. Είναι λοιπόν χρήσιμο να εξετάσουμε που οφείλονται οι αρρώστιες, και πώς θα μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε πνευματικά, για να αποκομίσουμε κάποιο όφελος στην ψυχή μας. Όπως θα δούμε, η αρρώστια, είτε οφείλεται στην αμαρτία είτε σε κάποιον άλλο λόγο, είναι ένα μέσο θεραπείας και εξαγιασμού της ψυχής.

Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή · προς Σε καταφεύγω την Κεχαριτωμένην ελπίς απηλπισμένων, Σύ μοι βοήθησον.

1. Τα αίτια των ασθενειών



α. Η αμαρτίαΌταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, τα έκαμε όλα καλά λίαν. Από που λοιπόν προέρχονται οι ασθένειες και οι σωματικές αναπηρίες; Ποια Είναι ή αιτία πού ό άνθρωπος πολύ συχνά είναι άρρωστος;

Ο μέγας Βασίλειος αναφερόμενος στο θέμα αυτό λέγει: «Η ασθένεια δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Ό άνθρωπος και όλα τα ζώα πλάσθηκαν με την πρέπουσα κατασκευή, κατά φύσιν, και ο Θεός τα έφερε στην ζωή πλήρη και αρτιμελή. Όταν όμως παρεκτράπηκαν από την φυσική τους κατάσταση, αρρώστησαν». Το ίδιο συμπεραίνει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Οι αρρώστιες προέρχονται από την προγονική αμαρτία... Εξαιτίας της ενδυθήκαμε αυτό το αρρωστιάρικο και θνητό και πολύπαθο σώμα... Η αρρώστια είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας ανώμαλος και απότομος δρόμος, στον όποιο η αμαρτία εισήγαγε το ανθρώπινο γένος, και του οποίου ο τελευταίος σταθμός είναι ο θάνατος».

Η προπατορική αμαρτία έφερε στον κόσμο την φθορά, τις σωματικές ασθένειες και τον ίδιο τον θάνατο. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι είμαστε ευάλωτοι στην φθορά, στον πόνο και στις αρρώστιες, «οφείλεται στην αμαρτία των πρωτοπλάστων». Στην συνέχεια η αμαρτία πλήθυνε και οι ασθένειες πολλαπλασιάσθηκαν.

Οι ασθένειες πού μας βρίσκουν είναι συνήθως καρπός των αμαρτιών μας. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από τον λόγο πού είπε ο Χριστός στον παράλυτο της Βηθεσδά, αφού τον θεράπευσε: "Πρόσεξε· έγινες υγιής, μην αμαρτάνης πλέον". «Από αυτό μαθαίνουμε ότι το νόσημα του ο παράλυτος το απέκτησε από τις αμαρτίες του». Την ίδια σημασία έχει ο λόγος του Κυρίου και στον άλλο παράλυτο της Καπερναούμ: "Έχε θάρρος παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου". Ο Κύριος, επειδή γνώριζε καλά ότι η ασθένεια του σώματος ήταν συνέπεια της ασθένειας της ψυχής, δηλαδή της αμαρτίας, θεράπευσε πρώτα την ψυχή του παραλύτου, δίδοντας την άφεση των αμαρτιών του, για να ακολουθήση στην συνέχεια η θεραπεία του σώματος.

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει τον Κάιν σαν ένα από τα πρώτα παραδείγματα πού η ασθένεια συνδέεται με την αμαρτία. Διότι μετά τον φόνο του αδελφού του, άρχισε να τρέμη το σώμα του. «Πραγματικά», συμπεραίνει ο Άγιος, «πηγή και ρίζα και μητέρα όλων των κακών είναι η φύση της αμαρτίας. Αυτή παραλύει τα σώματα μας, αυτή φέρνει τις αρρώστιες».

Σε άλλο σημείο ο χρυσορρήμων Πατήρ μας εξηγεί αναλυτικότερα: «Η αμαρτία είναι φοβερό πράγμα, και καταστρέφει την ψυχή. Πολλές φορές μάλιστα το κακό ξεχειλίζει, και επεκτείνεται και στο σώμα. Αυτό συμβαίνει για τον εξής λόγο: Συνήθως όταν η ψυχή μας υποφέρει, εμείς παραμένουμε αναίσθητοι, ενώ όταν το σώμα πάθη έστω και μικρή βλάβη, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να θεραπεύσουμε την αρρώστια, επειδή ακριβώς την αισθανόμαστε. Γι' αυτό πολλές φορές ο Θεός τιμωρεί το σώμα για τα αμαρτήματα της ψυχής, ώστε με την πληγή του κατωτέρου (δηλαδή του σώματος) να τύχη κάποιας θεραπείας και το ανώτερο, δηλαδή η ψυχή». Πραγματικά, η αρρώστια θλίβει τον άνθρωπο, τον ταπεινώνει και τον κάμνει να θυμηθή τον θεό. Καταφεύγοντας δε στον Θεό, βρίσκει μαζί με την υγεία του σώματος και την υγεία της ψυχής.

Ο ιερός Χρυσόστομος, τονίζει ότι «αιτία των σωματικών κακών είναι ή κακία της ψυχής. Και αυτό το φανέρωσε ο επί τριανταοκτώ έτη παράλυτος και ο άλλος πού τον κατέβασαν από την στέγη». Άλλωστε «εάν το σπουδαιότερο από όλα, δηλαδή ο ίδιος ο θάνατος, έχει την ρίζα και την αιτία του στην αμαρτία, πολύ περισσότερο ισχύει αυτό και για τις περισσότερες από τις αρρώστιες».

Θα αναρωτηθή ίσως κανείς: «Και τότε γιατί δεν τιμωρούνται όλοι οι αμαρτωλοί; Βλέπουμε πολλούς ασεβείς να καλοπερνούν και να σφύζουν από υγεία». Ό Ιερός Χρυσόστομος, απαντώντας στην απορία αυτή, λέγει ότι πρέπει να θρηνούμε περισσότερο γι' αυτούς τους ανθρώπους, πού ενώ αμαρτάνουν δεν τιμωρούνται. «Διότι το ότι δεν έπαθαν τίποτε σ' αυτή την ζωή γίνεται αιτία μεγαλύτερης τιμωρίας στην άλλη ζωή. Όσα λυπηρά συμβαίνουν στην παρούσα ζωή είναι νουθεσία, ενώ στην άλλη ζωή είναι τιμωρία».

β. Ον αγαπά Κύριος παιδεύει
Άραγε όλες οι αρρώστιες οφείλονται στις αμαρτίες μας; Αν και συνήθως αυτή είναι η αιτία, όμως δεν είναι η μοναδική. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι.

Κάποιες φορές ο Θεός παραχωρεί μια αρρώστια, για να παιδαγωγήση και να εξαγιάση τα αγαπημένα παιδιά Του. Κατά τους Αγίους, «υπάρχει αρρώστια πού παραχωρείται για να δοκιμασθούμε. Και η δοκιμασία αυτή δίδεται για να αναδειχθούμε άξιοι (να είμαστε παιδιά του Θεού). Διότι, άνθρωπος πού δεν δοκιμάζεται από πειρασμό παραμένει άπειρος και ανώριμος... Ενώ αυτός πού δοκιμάζεται μέσα στους κινδύνους γίνεται δόκιμος και επιτυχημένος, όπως γίνεται με τον χρυσό πού καθαρίζεται και λαμπικάρεται μέσα στη φωτιά. Επειδή, η δοκιμασία δημιουργεί την ελπίδα στον Θεό, και η ελπίδα δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει » . Στις περιπτώσεις αυτές, ο άνθρωπος με την υπομονή πού δείχνει αποθηκεύει ουράνιο μισθό.

Ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι κάθε πιστός, όταν έχει πνευματικό καρπό, κλαδεύεται όπως το κλήμα, για να φέρει ακόμη περισσότερο καρπό. Και «εάν γίνη κάποιο κλάδεμα στα κλήματα της νοητής αμπέλου, δεν θα συμβή αυτό χωρίς πόνο... Άλλωστε με πόνο και θλίψεις μας παιδεύει ο φιλάρετος Θεός μας... Άλλα η μικρή αυτή θλίψη μας κάμνει μακάριους, καθώς προσφέρει θεϊκή παιδαγωγία. Και μάρτυς ο προφήτης Δαυίδ πού λέγει: Μακάριος άνθρωπος ον αν παίδευσης, Κύριε».

Ο Θεός είναι αγάπη, και οι τρόποι της παιδαγωγίας Του προς τον άνθρωπο είναι θαυμαστοί και ανεξερεύνητοι. Ό γέροντας Παΐσιος έδωσε μια παραστατική εικόνα, όταν τον ρώτησαν, γιατί ο Θεός σε μερικούς ανθρώπους δίνει πολλές δοκιμασίες, ενώ σε άλλους δεν δίνει: «Τι λέγει η Αγία Γραφή; Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, (δηλαδή, εκείνον πού αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγέι με θλίψεις). Ένας πατέρας έχει λ.χ. οκτώ παιδιά. Τα πέντε μένουν στο σπίτι, κοντά στον πατέρα τους, και τα τρία φεύγουν μακριά του και δεν τον σκέφτονται. Σ' αυτά πού μένουν κοντά του, αν κάνουν καμμιά αταξία, τους τραβάει το αυτί, τους δίνει κανένα σκαμπιλάκι ή αν είναι φρόνιμα τα χαϊδεύει, τους δίνει και καμμιά σοκολάτα. Ενώ αυτά πού είναι μακριά, ούτε χάδι ούτε σκαμπίλι έχουν. Έτσι κάνει και ο Θεός. Τους ανθρώπους πού είναι κοντά Του και έχουν καλή διάθεση, αν σφάλουν λίγο, τους δίνει ένα σκαμπιλάκι και εξοφλούν ή, αν τους δώση περισσότερα σκαμπίλια, αποταμιεύουν. Σ' εκείνους πάλι πού είναι μακριά του δίνει χρόνια για να μετανοήσουν».

γ. Άλλες αιτίες των ασθενειών

Εξετάζοντας τις αιτίες των ασθενειών δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας: την στενοχώρια και το άγχος.

Η ζωή μας είναι γεμάτη θλίψεις. Ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής του χωρίς πίστη και ελπίδα στον Θεό ζει μέσα σε ένα διαρκές άγχος. Αντίθετα, εκείνος πού εμπιστεύεται την ζωή του στην αγάπη του Θεού ζει μέσα στην ειρήνη. Οι Άγιοι λέγουν ότι «η ταραχή δεν οφείλεται στην ξαφνική αλλαγή των (εξωτερικών) καταστάσεων, άλλα σε μας και στους λογισμούς μας. Εάν αυτοί είναι σωστοί, και αν ακόμη ξεσηκώνονται από παντού τρικυμίες, θα ησυχάζουμε διαρκώς μέσα στην γαλήνη και την ηρεμία».

Είναι φυσικό, λοιπόν, ο άνθρωπος που δεν καταφεύγει στον Θεό, να αγωνία, να βασανίζεται, να του φταίνε όλα, να τα βάζη με όλους, και στο τέλος αυτή η κατάσταση να εκδηλωθή με κάποια σωματική ή ψυχική ασθένεια.
Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει επίσης, ως αιτία σωματικών ασθενειών, «την γαστριμαργία, την μέθη και την αργία». Αυτά όλα «γεννούν τις αρρώστιες». Πραγματικά είναι παρατηρημένο, πώς ο άνθρωπος πού ζή μέσα στην μαλθακότητα και την χλιδή είναι φιλάσθενος, και ζει λιγώτερα χρόνια από εκείνον πού αγαπά την εργασία και ζει με τον ιδρώτα του προσώπου του. Έτσι Είναι φυσικό στην εποχή μας, πού χαρακτηρίζεται από το κυνήγι της εύκολης ζωής και της καλοπέρασης, να έχουν αυξηθεί σημαντικά οι διάφορες αρρώστιες.
Τέλος, υπάρχουν και οι περιπτώσεις αγίων ανθρώπων πού ζήτησαν οι ίδιοι από τον Θεό να τους δώση μια αρρώστια. Και το ζήτησαν, ή για "να ξοφλήσουν" για τις αμαρτίες τους ή για να ανταποκριθούν στην μεγάλη αγάπη του Θεού ή, τέλος, για να βοηθηθούν κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Όσοι ζήτησαν αυτή την χάρι από τον Θεό, κινήθηκαν με μεγάλη αγάπη προς Αυτόν και προς τους ανθρώπους. Και η αγάπη τους αυτή τους έκαμε να είναι τα αγαπημένα παιδιά του Θεού. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή εκ μέρους μας μήπως επιχειρήσουμε να τους μιμηθούμε, ενώ βρισκόμαστε σε πολύ χαμηλότερα πνευματικά επίπεδα. Διότι τότε υπάρχει κίνδυνος να γογγύσουμε εναντίον του Θεού πού παρεχώρησε την δοκιμασία μας, ενώ εμείς οι ίδιοι την είχαμε ζητήσει.
Έλεγε ο μακαριστός γέροντας Πορφύριος: «Ευχαριστώ τον Θεό, πού μου έδωσε πολλές αρρώστιες.
Πολλές φορές του λέω: "Χριστέ μου, η αγάπη σου δεν έχει όρια". Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση... Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι όμως σηκώνοντας τον Σταυρό του Χρίστου με υπομονή... Πονάω πολύ, υποφέρω, άλλα Είναι πολύ ωραία η αρρώστια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χρίστου. Κατανύγομαι και ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίση. Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών παρακαλούσα τον Θεό να μου δώση μια βαριά αρρώστια, έναν καρκίνο, για να πονάω για την αγάπη Του και να Τον δοξάζω μέσα από τον πόνο... Ο Θεός δεν λησμόνησε το αίτημα μου, και μου έδωσε αυτήν την ευεργεσία μετά από τόσα χρόνια! Τώρα δεν παρακαλώ τον Θεό να μου πάρη αυτό πού Του ζήτησα. Χαίρομαι πού το έχω, για να γίνω κι εγώ συμμέτοχος στα πάθη Του από την πολλή μου αγάπη. Έχω την παιδεία του Θεού. Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει. Η αρρώστια μου είναι μία ιδιαίτερη εύνοια του Θεού πού με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του... Γι' αυτό δεν προσεύχομαι να με κάνη ο Θεός καλά. Προσεύχομαι να με κάνη καλό».

2. Ο σκοπός και η ωφέλεια των ασθενειών
Εξετάσαμε έως εδώ τις βασικές αιτίες των ασθενειών. Ας δούμε στην συνέχεια την ωφέλεια που μας προξενούν.

Η ασθένεια είναι μία επίσκεψη του Θεού προς τον άνθρωπο. Είναι μία εκδήλωση της αγάπης Του, πού έχει ως σκοπό την θεραπεία της ψυχής μας από την αρρώστια της αμαρτίας. «Ο Θεός δίνει τις αρρώστιες για την υγεία της ψυχής», λένε οι άγιοι Πατέρες.

Ο ιερός Χρυσόστομος μιλώντας για τον παράλυτο, πού επί τριάντα οκτώ χρόνια περίμενε την θεραπεία του, λέγει ότι η αρρώστια του «έδειξε την φιλανθρωπία του Θεού. Διότι πραγματικά, το να τον παραδώση ο Θεός σε τέτοια αρρώστια, και το να παρατείνη την αρρώστια τόσο πολύ καιρό, είναι απόδειξη πολύ μεγάλης φροντίδος. Όπως ο χρυσοχόος βάζει το χρυσάφι στο χωνευτήρι και το αφήνει να δοκιμάζεται στην φωτιά μέχρις ότου το ιδεί να γίνεται τελείως καθαρό, έτσι κάμνει και ο Θεός: Επιτρέπει να δοκιμάζωνται οι ανθρώπινες ψυχές στις συμφορές τόσο, όσο να γίνουν καθαρές και διάφανες, και να αποκομίσουν πολλή ωφέλεια από την δοκιμασία αυτή. Επομένως και αυτό είναι ένα είδος ευεργεσίας, και μάλιστα το μεγαλύτερο», καταλήγει ο Άγιος.

Εάν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου μας φαίνονται υπερβολικοί, θα πρέπει να εξετάσουμε γιατί η αρρώστια θεωρείται ευεργεσία του Θεού. Η απάντηση, σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, βρίσκεται στην πατρική φιλανθρωπία του Θεού, πού με αγάπη και σοφία βρίσκει τον τρόπο να θεραπεύση την άρρωστη ψυχή μας. Οι αρρώστιες, όπως και οι άλλες θλίψεις πού παραχωρεί ο Θεός στην ζωή μας, είναι, κατά τους αγίους Πατέρες, «φάρμακα πού θεραπεύουν την ψυχή μας, και την πολυχρονισμένη κακία πού βρίσκεται στο βάθος της, καθώς έχουν μέσα τους το πικρό και δηκτικό, και μπορούν να δώσουν στην ψυχή την υγεία ευκολότερα από τα άλλα μέσα», δηλαδή την νηστεία, την αγρυπνία, κλπ.

Η πνευματική ωφέλεια πού προξενεί η σωματική ασθένεια Είναι μία πραγματικότητα πού βίωσαν όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό ακριβώς, όταν ο Κύριος τους επισκεπτόταν με την ασθένεια, δεν ζητούσαν να απαλλαγούν από αυτήν, άλλα να τους δώση δύναμη να υπομείνουν. Ένας Γέροντας, πού υπέφερε από υδρωπικία, έλεγε στους αδελφούς πού πήγαιναν να τον περιποιηθούν: "Πατέρες εύχεσθε, ώστε να μην προσβάλη παρόμοια ασθένεια την ψυχή μου. Όσο για την σωματική ασθένεια, παρακαλώ τον Θεό να μην με θεραπεύση αμέσως, διότι αν και ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, ο εσωτερικός όμως ανακαινίζεται μέρα με την ημέρα"». Αισθανόταν δηλαδή ο Άγιος αυτός, κατά το πρότυπο του αποστόλου Παύλου, την αυξανόμενη ωφέλεια στην ψυχή του από την οδυνηρή αυτή ασθένεια.
Ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος μιλώντας από την εμπειρία της μεγάλης δοκιμασίας του έλεγε: «Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται... Μεγάλη τιμή θα μου έκαμε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο για την αγάπη Του, αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω... Όσο ωφελή-θηκα από την αρρώστια δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση πού είχα κάνει μέχρι τότε». «Μεγάλο πράγμα η υγεία, άλλα και το καλό πού προσφέρει η αρρώστια, η υγεία δεν μπορεί να το δώση!
Πνευματικό καλό! Είναι πολύ μεγάλη ευεργεσία, πολύ μεγάλη! Καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία, και μερικές φορές του εξασφαλίζει και μισθό. Η ψυχή του ανθρώπου Είναι σαν το χρυσάφι και η αρρώστια είναι σαν την φωτιά πού την καθαρίζει. Βλέπεις, και ο Χριστός είπε στον απόστολο Παύλο: Η δύναμις μου εν ασθένεια τελειούται. Οσο περισσότερο ταλαιπωρηθή με κάποια αρρώστια ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο εξαγνίζεται και αγιάζεται, αρκεί να κάμνη υπομονή και να την δέχεται με χαρά... Η σωματική αρρώστια βοηθά στην θεραπεία της πνευματικής αρρώστιας. Την εξουδετερώνει με την ταπείνωση που φέρνει».

Αξίζει να αναφερθή εδώ η μαρτυρία μιας εκλεκτής ψυχής πού έπασχε από μυασθένεια πάνω από 30 χρόνια, και εκοιμήθη πριν από λίγο καιρό σε άσυλο ανιάτων:
«Η καρδιά μου αγαπούσε δυνατά τον Πλαστουργό της. Αυτός ήταν ο πλούτος και η τροφή μου! Άλλα αν όλα τα χρόνια ήμουν κάτω από την προστασία και την αγάπη Του, το 1980... βρέθηκα σε καταιγισμό αγάπης!... Από το κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μου ήμουν ακίνητη... Τα μάτια δεν άνοιγαν για να δουν, άλλα και όταν άνοιγαν τα έβλεπα ή θαμπά ή διπλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου,... τα πνευμόνια δεν λειτουργούσαν από μόνα τους. Είχα πάντα οξυγόνο, μερικές φορές και αναπνευστήρα... Είχα για 3 συνεχή χρόνια όρο χωρίς να παίρνω από το στόμα ούτε μια κουταλιά γάλα. Έτσι δοκίμασα στον τέλειο βαθμό της την πείνα και την δίψα... Η δόση των καθημερινών μου φαρμάκων έφθανε τα 60-70 χάπια με άδειο τελείως στομάχι. Πολλές φορές πλησίασα την γεύση του θανάτου.

Όλα αυτά φαίνονταν σαν ταλαιπωρίες, όμως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ποτέ δεν θα μπορέσω να περιγράψω την γλυκύτητα και την εσωτερική ανάπαυση και χαρά... Βυθίζομαι σε ωκεανούς χαράς και ευτυχίας. Και αιτία αυτών η μακροχρόνια ασθένεια μου».

3. Η πνευματική αντιμετώπιση της ασθενείας

Η προϋπόθεση για να ωφεληθεί ο άνθρωπος από την δοκιμασία της αρρώστιας του είναι να την αντιμετώπιση πνευματικά. Τότε ευχαριστεί τον Θεό, ο οποίος σαν καλός πατέρας τον αξίωσε της παιδείας Του, ενθυμούμενος τον προφητικό λόγο: 0ν αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται. Ενθυμείται ακόμη τον λόγο του Αποστόλου Τι εστίν υιόν ον ου παιδεύει πατήρ, και αφήνεται στην πρόνοια του θεού, του μοναδικού Ιατρού της ψυχής και του σώματος. Ας δούμε αναλυτικότερα ποια είναι η πνευματική αντιμετώπιση της ασθενείας.

α. Με προσευχή
Ο πιστός χριστιανός ασκεί σε όλη του την ζωή το έργο της προσευχής. Πολύ περισσότερο όμως
αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει με την προσευχή στον Θεό, κατά την περίοδο της ασθενείας του. Εν ήμερα θλίψεώς μου τον Θεόν εξεζήτησα, λέγει και ό προφήτης Δαυίδ

Αναφέρεται στο Γεροντικό για κάποιον άρρωστο μοναχό που ζήτησε την προσευχή του αγίου
Βαρσανουφίου για να θεραπευθή. Κι εκείνος του απάντησε: «Αδελφέ, γιατί φωνάζεις; Γιατί στέλνεις μακριά δεήσεις, ενώ έχεις πολύ κοντά σου τον Ιησού να στέκη και να ποθή να Τον καλέσης σε βοήθεια σου; Φώναξε Του: "Κύριε, Ιησού ελέησε με!", και θα σου αποκριθή. Άγγιξε την άκρη του ιματίου Του και θα σου θεραπεύση, 'οχι μόνο την μία, την σωματική αρρώστια, άλλα όλες σου τις αρρώστιες... Μην θλίβεσαι, είναι κοντά το έλεος του Θεού».

Η προσευχή, έστω και αν δεν έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση θεραπεία, πολύ ωφελεί τον άρρωστο. Τον ενισχύει πνευματικά και τον δυναμώνει στην πίστη. Τον ανανεώνει ολόκληρο και τον βοήθα να αντιμετώπιση σωστά την αρρώστια του και να ωφελείται από αυτήν.

Είναι σημαντικό βέβαια να τονίσουμε ότι ο πιστός θα πρέπει από υγιής να ασκηθεί και να αγαπήσει την προσευχή. «Πριν αρρωστήσης αναζήτησε τον θεραπευτή», μας προτρέπουν οι Άγιοι. Διότι όταν η αρρώστια συνοδεύεται από αβάσταχτο πόνο, είναι πολύ δύσκολο ο νους, και ειδικά ο αγύμναστος, να συγκεντρωθή και να υψωθή προς τον Θεό. Ο πόνος του σώματος αναγκάζει τον νου να προσηλωθή στο σημείο του πόνου.
Ρώτησαν τον γέροντα Παΐσιο πώς αντιμετωπίζει κανείς έναν ανυπόφορο πόνο, κι εκείνος απάντησε: «Αν (ο άρρωστος) είναι κοσμικός, με το τραγούδι, αν είναι πνευματικός άνθρωπος, με την ψαλμωδία». Και συνέχισε ο Γέροντας: «Μια μέρα κρύωσα και είχα έναν πονοκέφαλο, πού πήγαινε να σπάση το κεφάλι μου. Άρχισα λοιπόν μια πολύ ωραία ψαλμωδία, και μου έφυγε ο πονοκέφαλος. Πραγματικά η ψαλμωδία μαζί με την ευχή πολύ βοηθάει σ' αυτές τις περιπτώσεις· απαλαίνει την ψυχή, την γλυκαίνει».

β. Με υπομονή και ευχαριστία
Η προσευχή μας βοήθα να αντιμετωπίσουμε σωστά την ασθένεια μας. Και η σωστή και πνευματική αντιμετώπιση της ασθενείας βρίσκεται στην υπομονή και την ευχαριστία. οι άγιοι Πατέρες παρομοιάζουν την αρρώστια με φωτιά πού δοκιμάζει το μέταλλο του αρρώστου, και γι' αυτό καλούν τον πιστό να δείξη μεγαλοψυχία και να ευχάριστη τον Θεό. Ωστε, «αν μεν είναι σίδηρος, δηλαδή αμαρτωλός, θα αποβάλη την σκουριά με την φωτιά της ασθενείας. Και αν είναι χρυσάφι, μένει καθαρός και λαμπρός δια της υπομονής, της ανδρείας, της ταπεινώσεως και ελπίδος» πού δείχνει. «Αν υπομένης την ασθένεια με ευχαριστία, εκείνη γίνεται για σένα αφορμή στεφάνων», μας λένε οι Άγιοι.

Ο ιερός Χρυσόστομος μας βοηθά να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι στην δοκιμασία της ασθενείας, στην ιατρική αυτή του Θεού: «Ας μην δυσανασχετούμε, ούτε να δειλιάζουμε όταν μας συμβή κάτι απροσδόκητο, άλλα ας αφήνουμε Αυτόν πού τα γνωρίζει καλά αυτά, να δοκιμάζη στην φωτιά την ψυχή μας, όσο καιρό θέλει. Διότι αυτό το κάμνει για το συμφέρον και την ωφέλεια των δοκιμαζόμενων... Ένας γιατρός είναι γιατρός όχι μόνον όταν λούζη και τρέφη τον άρρωστο... αλλά και όταν καυτηριάζη και κόβη... Γνωρίζοντας λοιπόν ότι ο Θεός είναι περισσότερο φιλόστοργος από όλους τους γιατρούς, μην εξετάζης με περιέργεια, ούτε να ζητάς από Αυτόν λόγο για την θεραπεία».
Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε άρρωστο φίλο του: «Να φιλοσοφής την αρρώστια... και να την θεωρής παιδαγωγία για το συμφέρον σου... Άφησε το σώμα να πάσχη τα δικά του, αφού οπωσδήποτε, ή τώρα ή αργότερα, θα διαλυθή σύμφωνα με τον φυσικό νόμο. Την ψυχή όμως κράτα την ψηλά, και με τους λογισμούς να βρίσκεσαι μαζί με τον Θεό». Ο ίδιος Άγιος, αναφερόμενος στην δική του περίπτωση, γράφει: «Πονώ στην αρρώστια μου, άλλα χαίρομαι». Η χαρά αυτή είναι η χαρά του Χρίστου πού γεμίζει την ψυχή του δοκιμαζόμενου πιστού· γι' αυτό είναι ανεξήγητη για τον άνθρωπο πού δεν πιστεύει στον Χριστό.
Όταν ο πιστός βλέπει την ασθένεια του με καλό λογισμό, παίρνει πνευματική δύναμη. Βλέπει π.χ. σε πόσο χειρότερη θέση βρίσκονται άλλοι ασθενείς, και νοιώθει να αλαφρώνει το βάρος της δικής του ασθενείας. Βλέπει με πόση καρτερία αντιμετωπίζουν άλλοι την ασθένεια τους και παραδειγματίζεται. Φέρνει στον νου του τα πάθη του Χρίστου και το μέγεθος της θείας αγάπης, και συντρίβεται. Χαρακτηριστική είναι η ευχή του γέροντος Παϊσίου σε ασθενή: «Καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σου αυξάνη την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ο πόνος σου». Για την αντιμετώπιση των ασθενειών έλεγε επιγραμματικά: «Ο πνευματικά υγιής γλεντά την αρρώστια του. Ο άρρωστος (πνευματικά), υποφέρει»!
Οι Άγιοι όχι μόνο χαίρονται στην αρρώστια τους, αλλά, επειδή γνωρίζουν την ωφέλεια πού προξενείτε από αυτήν, ανησυχούν όταν μένουν πολύ καιρό υγιείς! Διαβάζουμε στο Γεροντικό:
Ήταν ένας Γέροντας πού συνεχώς κακοπαθούσε και αρρώσταινε. Κάποτε λοιπόν πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να πάθη κακό, και γι' αυτό στενοχωριόταν υπερβολικά και έκλαιγε, λέγοντας:
Μ' εγκατέλειψε ό Θεός και δεν μ' επισκέφθηκε!

4. Η θεραπεία της αρρώστιας και η Ιατρική
Μετά από όσα αναφέραμε για την πνευματική αντιμετώπιση της ασθενείας, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε λίγο και την ιατρική αντιμετώπιση της. Πώς βλέπει την ιατρική επιστήμη ο πιστός χριστιανός;
Όταν μιλούμε για την θεραπεία κάποιας αρρώστιας δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο μοναδικός Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων είναι ο Χριστός. Όπως κατά την επί γης παρουσία Του, έτσι και τώρα, δύναμις παρ Αυτού εξέρχεται και ιάται πάντας. Εάν Εκείνος πού δημιούργησε την ψυχή και το σώμα μας θέληση να μας θεραπεύση, μπορεί να το κάμη, έστω και αν είμαστε καταδικασμένοι από την ιατρική επιστήμη. Και πάλι, εάν ο Κύριος κρίνη ότι χρειάζεται να παραταθή ο ασθένεια μας, κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να μας θεραπεύση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα υποτιμήσουμε την ιατρική επιστήμη.

Ο χριστιανός πού πιστεύει ακράδαντα στην θαυματουργική χάρι του Χρίστου καταφεύγει στους γιατρούς με την πεποίθηση ότι και αυτοί ενεργούν με φωτισμό Θεού. Ο λόγος της Σοφίας Σειράχ είναι σαφής: «Να τιμάς τον γιατρό όπως αρμόζει,.., διότι ο Κύριος τον έκαμε (γιατρό) . Βέβαια, η θεραπεία προέρχεται από τον ύψιστο Θεό... Ο Κύριος όρισε να φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα από την γη, και ο συνετός άνθρωπος δεν τα αποστρέφεται... Ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους την ιατρική επιστήμη, ώστε να δοξάζεται με τα θαυμαστά έργα Του. Με τους γιατρούς και τα φάρμακα ο Θεός θεραπεύει και αφαιρεί τους πόνους του ασθενούς».

Ο λόγος της Αγίας Γραφής τοποθετεί σωστά τον πιστό απέναντι στην ιατρική επιστήμη. Την βλέπει ως δώρο Θεού προς τον άνθρωπο. Οι χριστιανοί «πού προστρέχουν στους γιατρούς έχουν την ελπίδα τους στον Θεό, και το κάμνουν λέγοντας: "Στο όνομα του Κυρίου εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας στους γιατρούς, διότι μέσω αυτών μας δίνει την θεραπεία". Ο πιστός έχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι καταφεύγοντας στους γιατρούς γίνεται το θέλημα του Θεού και τίποτε άλλο. Αυτό το αισθάνεται συχνά και ο γιατρός, ιδιαίτερα δε ο πιστός. Υπάρχουν μαρτυρίες χειρούργων πού ένοιωθαν να καθοδηγή κάποιος άλλος το χέρι τους στην διάρκεια δύσκολων εγχειρήσεων.

Βέβαια, «η καταφυγή στην ιατρική επιστήμη δεν αναιρεί την επίκληση της θείας βοηθείας. Οι Χριστιανοί, χωρίς να αρνούνται την ιατρική βοήθεια, πρέπει να προσεύχωνται ώστε να φώτιση ό Θεός τους γιατρούς να κάμνουν την σωστή διάγνωση, να προβούν στις απαραίτητες εξετάσεις και να καθορίσουν την κατάλληλη θεραπεία». Όταν ο Θεός παρέχει την θεραπεία της ασθενείας μέσω της ιατρικής επιστήμης, η θεραπεία ακολουθεί τους φυσικούς νόμους πού Εκείνος καθώρισε. Μπορεί βέβαια ο Θεός, το ίδιο εύκολα, να δώση την θεραπεία με έναν θαυματουργικό τρόπο, παρακάμπτοντας τους φυσικούς νόμους. Θα πρέπει όμως να υπάρχη σοβαρός λόγος, και ο άνθρωπος να έχει πολύ πίστη και ταπείνωση.

5. Η θεία παρηγοριά
Στις δύσκολες ώρες της ασθενείας ο Θεός δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο αβοήθητο. Στέλνει κάποιον άλλον άνθρωπο για συμπαράσταση και ενίσχυση του ασθενούς, η επεμβαίνει με υπερφυσικό τρόπο όταν λείπη η ανθρώπινη παρηγοριά. Ας δούμε πώς παρηγορούσαν οι Άγιοι, μέσα από την πείρα τους και την χάρη του Θεού.

Ο άγιος Βαρσανούφιος στηρίζοντας έναν αρχάριο Μοναχό, πού δεν μπορούσε να σήκωση το βάρος της αρρώστιας του, έλεγε: «Ας υπομείνουμε, παιδί μου, με ευχάριστη διάθεση αυτή την θλιβερή ασθένεια, για να μας επισκίαση πλούσια το έλεος του Θεού, και ας μην χάσουμε το θάρρος μας, για να μην βρεθούμε αιχμαλωτισμένοι από την ακηδία, από την οποία γίνεται η αρχή της απώλειας μας. Θυμήσου, παιδί μου, ότι αυτός πού θα ύπομείνη ως το τέλος, εκείνος θα σωθή. Παιδί μου, μην αδιάφορης για την ωφέλεια πού φέρνει η παιδαγωγία του Κυρίου... Ο απόστολος Παύλος μας λέγει: "Αν είστε χωρίς παιδαγωγία, στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα γνήσια παιδιά, αποδεικνύετε με αυτό ότι είστε νόθα και όχι παιδιά του Θεού". "Αν λοιπόν κι εσύ σήκωσης την αρρώστια σου με ευχαριστία, γίνεσαι υιός» γνήσιος.

Η αγία Συγκλητική, η οποία έκτος από το οσιακό πήρε και το μαρτυρικό στεφάνι της ασθενείας, έλεγε: «Η αρρώστια είναι το καλύτερο και αποτελεσματικότερο φάρμακο για την ολοκληρωτική εξάλειψη του σαρκικού φρονήματος. Και η μεγαλύτερη άσκηση είναι τούτη, το να έχει κανείς εγκαρτέρηση στις αρρώστιες και να ευχάριστη τον Θεό... Ας μην αδημονούμε λοιπόν όταν αρρωσταίνουμε, άλλ' ας ευχαριστούμε τον Θεό πού όλα τα οικονομεί για το συμφέρον μας, και πολλές φορές, με την πρόσκαιρη αρρώστια του φθαρτού σώματος, χαρίζει στην αθάνατη ψυχή υγεία και σωτηρία αιώνια».

Η φιλανθρωπία του Θεού χαρίζει ένα μέρος από την ουράνια απόλαυση σ' εκείνους πού στερούνται την ανθρώπινη παρηγοριά πάνω στο κρεβάτι του πόνου:

Πριν από μερικές δεκαετίες ζούσε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους ένας πολύ απλός Γέροντας, ο π. Γεώργιος. έμενε μόνος του ηλικιωμένος και εγκαταλελειμμένος. Κάποτε αποφάσισε να τον επισκεφθεί γνωστός του μοναχός. Όταν πλησίασε στην γειτονική καλύβη, ρώτησε για τον Γέροντα, αλλά δεν τον είχαν ιδεί...

Έφθασε λοιπόν στην καλύβη με αγωνία και, όταν είδε ησυχία μεγάλη έξω και μέσα, ανησύχησε περισσότερο. Άρχισε να φωνάζη δυνατά και να χτυπάη την πόρτα, αλλά τίποτε. Τελικά πίεσε την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει τον Γέροντα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του λέει:

Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις; Ηρθα να σε ιδώ.

Εκείνος απήντησε πολύ στενοχωρημένος: - Ευλογημένε μου, καλύτερα να μην ερχόσουν, γιατί μόλις μπήκες, μου έδιωξες τον άγιο Άγγελο που με υπηρετούσε. Γι' αυτό δεν σου άνοιγα. Άλλη φορά να μην έρθης, ευλογημένε μου, γιατί μου διώχνεις τον άγιο Άγγελο!

Έφυγε ο αδελφός για το Κελλί του, και έμεινε ο Γέροντας ξαπλωμένος στα σανίδια του κρεβατιού, τελείως μεν εγκαταλελειμμένος από τους ανθρώπους, αλλά για να έχη εγκαταλείψει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ο Θεός τον αξίωσε να υπηρετήται από Αγγέλους.

Ό γέροντας Παΐσιος είχε και ο ίδιος ανάλογη εμπειρία. Διηγείται:

Κάποτε ήμουν επί δεκαπέντε μέρες άρρωστος με πυρετό, ρίγος, χωρίς σόμπα, μόνος, δεν μπορούσα να κάνω ένα τσάϊ, ούτε να βγω έξω. Πίστευα ότι θα πέθαινα, και έρριξα επάνω μου το Σχήμα του γέροντα μου, του παπα-Τύχωνα. Τότε αισθάνθηκα τέτοια χάρι! Βρέθηκα έξω από το Κελλί μου μέσα σε φως, και έβλεπα με άλλα μάτια τα πάντα. Τα πουλιά, τα ψάρια, τους πλανήτες, τον κόσμον όλον. Και όλα αυτά μιλούσαν και έλεγαν ότι, όλα τα έκανε ο Θεός για σένα, τον άνθρωπο.

Παρακαλούσα τον Θεό, όταν πεθάνω να είμαι μόνος, και μόνο μ' αυτή τη σκέψη πλημμύριζα από χαρά και αγαλλίαση. Η ανθρώπινη εγκατάλειψη και η στέρηση της ανθρώπινης παρηγοριάς φέρνει πλούσια την θεϊκή παρηγοριά .

Επίλογος

Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος αναφέρει για έναν Άγιο πού ζούσε στην Ρώμη:

Ήταν φτωχός σε υλικά αγαθά, άλλα πλούσιος σε αρετές. Το σώμα του παρέλυσε από μία πολύχρονη αρρώστια ώστε να μην μπορή να μετακίνηση καθόλου ούτε πόδι ούτε χέρι. Για τις ανάγκες του του παραστεκόταν η μητέρα του με τον αδελφό του, και ό,τι δεχόταν από ελεημοσύνη το έδινε σε άλλους φτωχούς. Όσο για τον πόνο τον υπέμεινε με ευχαριστία, υμνολογώντας νύχτα-μέρα τον Θεό.

Σαν έφθασε ο καιρός να ανταμειφθεί η τόση του υπομονή, το σώμα του σταμάτησε να πονάη. Και καθώς κατάλαβε πώς πλησίαζε στον θάνατο, παρακάλεσε αυτούς πού φιλοξενούσε, να σηκωθούν και να ψάλουν μαζί του ύμνους στον Θεό...
Ξαφνικά, και ενώ κι ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος έψαλλε μαζί τους, τους σταμάτησε λέγοντας:
- Σωπαστε! Δεν ακούτε πώς αντηχούν οι ύμνοι στον ουρανό;

Προσέχοντας σ' αυτούς τους ύμνους, πού άκουγε μυστικά με τ' αυτιά της καρδίας, λύθηκε από τα δεσμά του σώματος η αγία εκείνη ψυχή. Και καθώς έβγαινε, τόση ευωδία σκορπίστηκε στον τόπο εκείνο, πού όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από ανέκφραστη γλυκύτητα, ώστε και μ' αυτό το σημείο να γίνη φανερό ότι την ψυχή υποδέχθηκαν οι Άγγελοι πού έψαλλαν εκείνους τους ουράνιους ύμνους.

"Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ' όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους." παπά Τύχων

Λόγος 13, περὶ Ἀκηδίας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος




ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ἕνας ἀπὸ τοὺς κλάδους τῆς πολυλογίας, ὅπως τὸ εἴπαμε καὶ προηγουμένως, εἶναι καὶ ὁ παρών, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀποτελεῖ καὶ τὸ πρῶτο τέκνο της. Ἐννοῶ τὴν ἀκηδία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τῆς ἐδώσαμε τὴν θέσι ποὺ τῆς ἁρμόζει μέσα στὴν ἀθλία ἁλυσίδα τῶν παθῶν.

Ἀκηδία σημαίνει παράλυσις τῆς ψυχῆς καὶ ἔκλυσις τοῦ νοῦ, ὀκνηρία καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὴν ἄσκησι, μίσος πρὸς τὶς μοναστικὲς ὑποσχέσεις. (Ἡ ἀκηδία εἶναι ἀκόμη) αὐτὴ ποὺ μακαρίζει τοὺς κοσμικούς, ποὺ κατηγορεῖ τὸν Θεὸν ὅτι δὲν εἶναι εὐσπλαγχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος, ποὺ φέρνει ἀτονία τὴν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας καὶ ἀδυναμία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτὴ ποὺ μᾶς κάνει σιδερένιους στὰ διακονήματα, ἀόκνους στὸ ἐργόχειρο, σπουδαίους στὴν πρακτικὴ ζωὴ τῆς ὑπακοῆς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρητικὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας).

2. Ἄνδρας ποὺ ἀσκεῖ τὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς δὲν γνωρίζει τί σημαίνει ἀκηδία, διότι φθάνει στὰ πνευματικὰ μέσῳ τῶν αἰσθητῶν, (τὰ ὁποῖα αἰσθητὰ δὲν φέρνουν ἀκηδία).

3. Τὸ κοινόβιο εἶναι ἐχθρός της ἀκηδίας, ἐνῷ σ᾿ ἕναν ἡσυχαστὴ ἡ ἀκηδία γίνεται σύζυγος αἰώνιος· δὲν θὰ τὸν ἀποχωρισθῆ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, καὶ πρὶν ἔλθη τὸ τέλος του θὰ τὸν πολεμᾶ καθημερινά. Μόλις ἀντίκρυσε τὸ κελλὶ τοῦ ἡσυχαστοῦ ἐμειδίασε καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε ἔστησε κοντὰ τὴν σκηνή της.

4. Ὁ ἰατρὸς ἐπισκέπτεται τοὺς ἀσθενεῖς τὸ πρωί, ἐνῷ ἡ ἀκηδία τοὺς ἀσκητὰς τὸ μεσημέρι. Ἡ ἀκηδία προτρέπει τὸ ἔργο τοῦ ξενοδόχου καὶ παρακαλεῖ νὰ γίνωνται ἐργόχειρα γιὰ νὰ προσφέρωνται ἐλεημοσύνες. Παρακινεῖ νὰ γίνωνται μὲ προθυμία ἐπισκέψεις στοὺς ἀσθενεῖς, ὑπενθυμίζουσα τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἠσθένησα καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. κε´ 36). Μᾶς παρακαλεῖ νὰ πηγαίνωμε στοὺς λυπημένους καὶ στοὺς ὀλιγοψύχους. «Παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους» (Α´ Θέσ. ε´ 14) μᾶς λέγει αὐτὴ ἡ ὀλιγόψυχη. Ἐνῷ ἱστάμεθα στὴν προσευχή, μᾶς ὑπενθυμίζει διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα καὶ χρησιμοποιεῖ κάθε τέχνασμα, ὥστε νὰ μᾶς ἀποτραβήξη ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν μὲ ἕνα καπίστρι, μὲ κάποια αἰτία εὔλογη, αὐτὴ ἡ παράλογη.

5. Ὁ δαίμων τῆς ἀκηδίας στὸν μοναχό, τὸν ὁποῖο ἔχει καταλάβει, δημιουργεῖ τὶς τρεῖς πρῶτες ὧρες -πρώτη, τρίτη καὶ ἕκτη- μία κατάστασι φρίκης, πονοκέφαλο καὶ πυρετὸ καὶ ἀνακάτωμα τοῦ στομάχου. Μόλις φθάση ἡ ἐνάτη ὥρα παρατηρεῖται κάποια μικρὴ βελτίωσις. Μόλις στρωθῆ ἡ τράπεζα, ἀναπηδᾶ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ στρῶμα του. Μόλις ἔλθη ἡ ἑπομένη ὥρα τῆς προσευχῆς, αἰσθάνεται πάλι βεβαρημένο τὸ σῶμα του. Μόλις σταθῆ νὰ προσευχηθῆ, ἡ ἀκηδία τὸν βυθίζει πάλι στὸν ὕπνο καὶ μὲ ἄκαιρα χασμουρητὰ τοῦ ἁρπάζει ἀπὸ τὸ στόμα τὸν στίχο τῆς προσευχῆς.

6. Ὅλα τὰ ἄλλα πάθη καταπολεμοῦνται μὲ μία ἀντίστοιχη ἀρετὴ τὸ καθένα. Ἡ ἀκηδία ὅμως εἶναι γιὰ τὸν μοναχὸ ἕνας ψυχικὸς θάνατος ποὺ περιέχει ὅλα τὰ κακά.

7. Ἡ ἀνδρεία ψυχὴ κατώρθωσε νὰ ἀναστήση τὸν νοῦ ποὺ ἦταν νεκρός. Ἡ ἀκηδία ὅμως καὶ ἡ ὀκνηρία κατώρθωσαν νὰ σκορπίσουν ὅλον τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

8. Ἐφ᾿ ὅσον καὶ ἡ ἀκηδία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὀκτὼ πρωταρχικὰ πάθη τῆς ψυχῆς, καὶ μάλιστα τὸ βαρύτερο, ἂς τὸ ἀντιμετωπίσωμε καὶ αὐτὸ ἀναλόγως, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα. Πλὴν ἂς προσθέσωμε καὶ τοῦτο: Ὅταν δὲν γίνεται ψαλμῳδία καὶ ἀκολουθία, ἡ ἀκηδία δὲν παρουσιάζεται. Καὶ ὅταν τελείωσε ὁ κανὼν τῆς προσευχῆς, τότε ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί.

9. Τὸν καιρὸ τῆς ἀκηδίας φαίνονται οἱ βιασταί. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν προξενεῖ στὸν μοναχὸ τόσους στεφάνους ὅσο ἡ ἀκηδία. Πρόσεξε καλὰ καὶ θὰ τὴν ἀντιληφθῆς νὰ μὴν ἀφίνη τὰ πόδια σὲ ὀρθία στάσι, καὶ νὰ μᾶς σπρώχνη, ὅταν καθώμαστε, νὰ γέρνουμε στὸν τοῖχο. Μᾶς προτρέπει ἐπίσης νὰ κοιτάζωμε ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικὰ κτυπήματα καὶ βήματα ποδιῶν. Ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ τὸν ἑαυτό του δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ ἀκηδία.

10. Ἂς δένεται καὶ αὐτὸς ὁ τύραννος μὲ τὴν μνήμη τῶν πταισμάτων, καὶ ἂς δέρνεται μὲ τὸ ἐργόχειρο. Καὶ ἀφοῦ συρθῆ μὲ τὴν σκέψι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ σταθῆ ἐμπρός μας, ἂς ἐρωτᾶται καταλλήλως:

«Λέγε μας λοιπὸν καὶ σύ, παράλυτε καὶ ἔκλυτε, ποιὸς εἶναι ὁ κακὸς γονεύς σου; Ποιὰ εἶναι τὰ τέκνα σου; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σὲ πολεμοῦν; Καὶ ποιὸς ὁ φονευτής σου»;

Αὐτὸς δὲ ἀναγκαζόμενος θὰ μᾶς ἀποκρινόταν:

«Ἐγὼ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν πραγματικὰ τὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, «οὐκ ἔχω ποὺ τὴν κεφαλὴν κλῖναι». Σὲ ὅσους ἔχω τόπο, τοὺς εὑρίσκω στὴν ἡσυχία καὶ συζῶ μαζί τους. Οἱ ἰδικές μου μητέρες εἶναι πολλὲς καὶ διάφορες: Ἄλλοτε ἡ ψυχικὴ ἀναισθησία, ἄλλοτε ἡ λησμοσύνη τῶν ἄνω, καὶ μερικὲς φορὲς ἡ ὑπερβολικὴ κόπωσις (εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική). Τὰ ἰδικά μου τέκνα εἶναι: Οἱ μετακινήσεις ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο ποὺ γίνονται μαζί μου, ἡ παρακοὴ στὸν πνευματικὸ πατέρα, ἡ λησμοσύνη τῆς Κρίσεως, καὶ μερικὲς φορὲς ἡ ἐγκατάλειψις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἰδικοί μου ἀντίπαλοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τώρα ἔχω δεθῆ, εἶναι ἡ ψαλμῳδία καὶ τὸ ἐργόχειρο. Ἐχθρικὴ σ᾿ ἐμένα εἶναι καὶ ἡ σκέψις τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ μὲ θανατώνει τελείως εἶναι ἡ προσευχή, ἑνωμένη μὲ τὴν βεβαία ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Γιὰ τὸ ποιὸς ὅμως ἐγέννησε τὴν προσευχὴ ἐρωτήσατε τὴν ἴδια».

(Πρόκειται γιὰ) νίκη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε, εἶναι δόκιμος γιὰ κάθε καλὸ ἔργο.

Περί ακηδίας



Εικόνα

Σκέφτηκα ν’ αναφερθώ σ’ αυτό το θέμα, προσδιορίζοντάς το ως βαριεστιμάρα, αδιαφορία για οτιδήποτε πνευματικό, δηλαδή προσευχή, μελέτη, εκκλησιασμό. Φαίνεται να μην είναι σοβαρό, αφού δεν υπάρχει αμαρτία συγκεκριμένη που να ταράσσει τη συνείδηση και να μας αναστατώνει ολόκληρους. Μοιάζει σαν το σκουλήκι που τρώει σιγά-σιγά το ξύλο, αφήνοντάς το εξωτερικά ανέπαφο, ώστε να νομίζουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Κάποια στιγμή όμως διαπιστώνουμε την εύκολη διάλυσή του.

Ο άνθρωπος δεν είναι αυτός που φαίνεται πάντα. Ο μέσα μας κόσμος μπορεί ν’ αρρωσταίνει και να οδεύει στο θάνατο και η εξωτερική συμπεριφορά, με τις κοινωνικές εκδηλώσεις, να σφύζει από ζωή. Όπως και τ’ αντίθετο.

Γι’ αυτό η ακηδία, ως εσωτερική κατάσταση, δεν κατανοείται πάντα από τους άλλους ανθρώπους. Εδώ βιώνεται πιο εύκολα η μοναξιά. Από τη μια η απουσία της εσωτερικής ζωής- της χαράς, της ειρήνης, της επιθυμίας για επικοινωνία και σχέση, της ανυπόκριτης αγάπης- κι από την άλλη η απουσία της συμπόρευσης. Σιγά-σιγά διευρύνεται το χάσμα με τους συνανθρώπους μας, διακόπτεται η σχέση με το Θεό, αυξάνεται η σύγχυση με τον εαυτό μας.

Είναι μια δύσκολη περίοδος για τον άνθρωπο που έχει γευτεί την εμπειρία της χαράς της Θεανθρώπινης κοινωνίας. Ξέρει τι έχασε…

Νομίζω είναι σημαντικό να καταλάβουμε το λόγο που οδηγηθήκαμε μέχρις εδώ. Οι πατέρες, που μιλούν από πείρα, μας λένε ότι η ακηδία προέρχεται από την κατάκριση, την αργολογία, την εύκολη συγκατάθεση στους ανεξέλεγκτους και ανούσια πράγματα. Γιατί έτσι η καρδιά χάνει την εγρήγορση, διασπάται και χάνεται και δεν συμμαζεύεται.

Τι πρέπει να γίνει, αφού εσωτερικά δεν υπάρχουν δυνάμεις για να ενεργοποιήσουμε τον αδύνατο εαυτό μας; Η εξωτερική βοήθεια είναι αναγκαία. Η συνάντησή μας δηλαδή με αδελφούς και πατέρες πνευματικούς, που δεν βρίσκονται στην ίδια με μας κατάσταση, και η συνομιλία μαζί τους πάνω σε πνευματικά θέματα, θα μεταγγίσουν σε μας κάτι από τη δύναμη της ψυχής τους και θα μας βοηθήσει ΄να πάρουμε μπρος΄. Εφόσον «εν σώμα οι πολλοί εσμεν», είναι φανερό ότι επηρεάζουμε ο ένας τον άλλο. Πραγματοποιείται έτσι η δύναμη της Εκκλησίας- του λαού του Θεού, που, είτε δια του λόγου είτε δια της προσευχής, παίρνουμε την πνευματική δύναμη ν’ αρχίσουμε πάλι την προσπάθεια για την προσευχή, την τήρηση των εντολών του Χριστού, τη συνειδητή μυστηριακή ζωή.

Το πέρασμα από την ακηδία στη ζωντάνια, με τη βοήθεια των πνευματικών αδελφών, μητέρων και πατέρων, είναι ένα εσωτερικό πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, δηλαδή μετάνοια. Γι’ αυτό και ακολουθεί η χαρά, η ελευθερία, η ανεκλάλητη αγαλλίαση της ψυχής και του σώματός μας. Δεν είναι ωραία τέτοια εμπειρία, ώστε ν’ αξίζει να παλαίψουμε για να τη ζήσουμε πάλι;

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Πηγή: agiosgeorgiosmakris.com

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ, ΙΑΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ.



 
Γράφει ο εφημέριος του Ιερού Ναού γενεθλίου Τιμίου Προδρόμου Βόλου,
Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος.
Picture
ΠΡΟΟΙΜΙΟ.

Στό κείμενο αὐτό, γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική πατρότητα, τά χαρίσματα τῶν πνευματικῶν πατέρων καί τήν ἐν Χριστῷ θεραπευτική τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας - ἐξομολογήσεως μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Τά ὅσα ἐδῶ ἀναφέρονται, εἶναι σέ ἁπλή γλώσσα καί κάπως ἐπιγραμματικά, χωρίς μεγάλες καί διεξοδικές ἀναλύσεις καί ἐμβαθύνσεις, βοηθοῦν ὅμως στήν κατανόηση ἀπό ὅλους, τοῦ θειοτάτου καί ἱεροτάτου ἔργου τῆς «ἰατρικῆς ἐν Πνεύματι ἐπιστήμης» ὅπως ἐπί λέξει ἀναφέρεται ἡ ποιμαντική τέχνη μέ ἰατρική ὁρολογία, στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας.1 Θά ἀναφερθοῦν καί χωρία Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπόψεις συγχρόνων καθητῶν, γιά νά καταδειχθεῖ το μέγιστο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν το ὁποῖο ἀρχίζει ὁ Τριαδικός Θεός καί τό συνεχίζουν τα ἐντεταλμένα πρόσωπα, πάντοτε μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωστική κιβωτός, ἡ ταμειοῦχος τῆς Χάριτος, τό «πνευματικόν ἰατρεῖον» κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἡ «κοινωνία θεώσεως» κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τον Παλαμᾶ.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ. ΓΝΩΣΗ, ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗ. ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. ΠΑΡΕΚΛΙΣΕΙΣ.

Ὅπως μέ τήν κατά σάρκα πατρότητα μεταδίδεται ἡ φυσική ζωή, ἔτσι καί μέ τήν κατά πνεῦμα πατρότητα μεταδίδεται ἡ πνευματική καί κατά Θεόν ζωή. Ὀρθά ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα, μιά βασική ἀρχή τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀπεικονίζει τη φανέρωση τοῦ δεσμοῦ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ ἐκείνη τοῦ Υίοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται στούς ἀνθρώπους ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Μέγας Βασίλεις προσδιορίζει στά «Ἀσκητικά» του ὡς ἑξῆς τόν πνευματικό πατέρα, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στήν πνευματική διακονία μετά τόν ἕνα Πατέρα τον οὐράνιο: «Πατήρ γάρ ἐστίν ἀληθέστατος, πρῶτος μέν ὁ τῶν ἁπάντων Πατήρ∙ ὁ δεύτερος δέ μετ᾿ ἐκεῖνον ὁ τῆς πνευματικῆς καθοδηγούμενος πολιτείας».2

Ἡ πνευματική πατρότητα βιώνεται ὡς ἕνα γήινο ὄργανο, μέσῳ τοῦ ὁποίου βιώνουμε τήν ἐμπειρία τῆς οὐράνιας πατρότητας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστική πατρότητα ἔχει ὡς σκοπό τή γέννηση τῶν πνευματικῶν τέκνων γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τήν καθοδήγησή τους πρός τή σωτήριο κοινωνία μέ τήν Ἁγία Τριάδα, μέ ἀπόλυτο σεβασμό τῆς ἐλευθερίας καί τῆς προσωπικότητάς τους.

Πρῶτος πνευματικός Πατέρας ὁ Ὁποῖος «ἐγέννησε» ἄνωθεν τούς ἀποστόλους Του εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Ἐκεῖνος πρῶτος ὁμίλησε καί εἶπε στόν κρυφό μαθητή Του Νικόδημο ὅτι ἄν κάποιος δέν γεννηθεῖ ἄνωθεν, δέν μπορεῖ νά δεῖ την βασιλεία τοῦ Θεοῦ!3

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ τή σειρά τους ἀναγεννοῦν τούς δικούς τους πνευματικούς υἱούς καί αὐτοί ἄλλους μέσα στήν ἱστορία. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναγεννήθηκε «ἐν Πνεύματι» ἀπό τόν «πολιστήν τῆς ἐρήμου», Μ. Ἀντώνιο καί στή συνεχεια ἐκεῖνος ἀναγέννησε δικά του πνευματικά τέκνα κοκ. Ὁ πνευματικός πατέρας ὀνομάζεται στην παράδοσή μας καί «Γέροντας», τίτλος πού σήμερα κυρίως ἀποδίδεται σέ ἱερομονάχους καί καθηγουμένους ἱερῶν μονῶν.

Ὁ τρόπος τῆς πνευματικῆς γεννήσεως περιγράφεται σέ μία φράση τοῦ ἀποστόλου Παῦλου: «Ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Εὐαγγελίου». Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ ἄνωθεν «γέννηση» συντελεῖται μέ συγκεκριμένο τρόπο, «ἐν Χριστῷ» καί μέ τή ζωή πού ὑποδεικνύεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πνευματική πατρότητα, τότε ἐπιτυγχάνει τοῦ σκοποῦ της, ὅταν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἕνωσή του μετά τοῦ Θεοῦ, ὅταν τόν φθάνει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».4

Ὁ πνευματικός πατέρας, σέ σχέση τώρα μέ τό ἱερό ἔργο τῆς ἐξομολογήσεως πού ἀποτελεῖ ἕνα ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς μετανοίας, θά πρέπει κατά πρῶτο λόγο νά ἔχει τή συναίσθηση ὅτι ὁ προσερχόμενος σ᾿ αὐτόν πιστός εἶναι ἤδη πνευματοκίνητος, ἔχει δεχθεῖ ἐντός του τη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει μιλήσει μυστικά στήν καρδιά του ὁ Παράκλητος καί στή συνέχεια σπεύδει στό ὁρατό ὄργανο τῆς Χάριτος πού εἶναι ὁ πνευματικός πατήρ, ὥστε νά διευθετήσει τά τῆς ψυχῆς του. Ἄρα λοιπόν, «Ἀρχιτέκτων» αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ὁ Παράκλητος, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, καί συνεχιστής τοῦ ἔργου γίνεται ὁ πνευματικός. Αὐτό θα πρέπει να το τονίσει ὁ πνευματικός στόν ἐξομολογούμενο, ὥστε νά ἐξαρθεῖ ἡ συναίσθησή του ὅτι ἤδη τόν ἔχει ὁ Θεός στά χέρια Του καί στήν Πατρική ἀγκάλη Του, ὅτι «ἤδη εἶναι προσειλημένος στή Θεανδρική Προσωπικότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».5

Τό ὁρατό ὄργανο τῆς Χάριτος, ὁ πνευματικός, ἐργάζεται στή συνέχεια πάνω στήν ἐξιχνίαση τῆς βουλητικῆς καταστάσεως τοῦ ἐξομολογουμένου, στήν ἐντόπιση τῆς ὑπαρκτῆς ἤ ἀνύπαρκτης θελήσεώς του νά σωθεῖ. Ὁ πνευματικός πατέρας, πρέπει, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, «νά ἀναμορφώσει ἤ νά ἐνδυναμώσει ἤ νά ἐπαναπροσανατολίσει τή βούληση μέσα σέ μιά γνήσια χριστοκεντρική βιωματική λειτουργικότητα».6

Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τή λειτουργία τῆς βουλήσεως. Ὁ Κύριος ρώτησε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδᾶ: «Θέλεις ὑγιῆς γεννέσθαι»; Ἀπαιτεῖται πρίν ἀπ᾿ ὅλα ἡ θέληση! Μή λησμονοῦμε τό χρυσοστομικό πού ἐκφράζει ὅλη ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική Παράδοση περί τῆς σωτηρίας, ὅτι αὐτούς πού δέν θέλουν νά σωθοῦν δέν τούς ἀναγκάζει ὁ Θεός: «μή βουλομένους οὐ βιάζεται ὁ Θεός, ἀλλά βουλομένους ἕλκει». 7

Στή συνέχεια, ὡς ἰατρός ὁ πνευματικός, προχωρεῖ στή διάγνωση τῆς νόσου καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὀρθή διάγνωση εἶναι τό ἥμισυ τῆς θεραπείας, ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ γιατροί.

Αὐτό βεβαίως - πέραν τῆς συνεργούσης Χάριτος -, ἀπαιτεῖ ἱκανότητα, δεξιότητα καί ἐπιστημοσύνη ἀπό πλευρᾶς τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ἄν γιά κάθε ἐπιστήμονα ἀλλά ἀκόμη καί γιά κάθε τεχνίτη ἰσχύει το ἀξίωμα ὅτι πρέπει νά γνωρίζει εἰς βάθος τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας ἤ τῆς τέχνης του καί νά κατέχει τά «μυστικά» της, προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ ἐπάξια σ᾿ αὐτήν, πόση γνώση χρειάζεται γιά τήν πνευματική ἐπιστήμη τοῦ «δεσμεῖν τε καί λύειν τάς τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας»8;… Αὐτό τό «δεσμεῖν τε καί λύειν», τό δέσιμο καί λύσιμο τῶν ἁμαρτιῶν, στηρίζεται στήν ὀρθή διάγνωση τοῦ βαθμοῦ ποιότητος9, ὅπως ἀναφέρεται στά Πατερικά κείμενα. Πρόκειται γιά τήν ψυχολόγηση και ἀνάλυση δεδομένων και φαινομένων καί ἀποτίμηση παραγόντων καί συντελεστῶν ἁμαρτίας καί μετανοίας, ὅπως ἀναφέρεται στό Ἐξομολογητάριον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου10, τό ὁποῖο πρέπει νά γνωρίζουν καλά οἱ πνευματικοί πατέρες καί νά τό μελετοῦν συχνά!

Ἐπισημαίνεται ἐπίσης ἀπό εἰδικούς καθηγητές, ὅτι ὁ πνευματικός πατήρ, περέπει νά γνωρίζει καί τίς λανθάνουσες ψυχολογικές διαδικασίες στόν ἄνθρωπο καί αὐτό τό ἀποκτᾶ με κάποιες γνώσεις ψυχολογίας πού θα πρέπει νά διαθέτει.11 Πρέπει ἐν προκειμένῳ νά προσέξουμε τοῦτο τό σημεῖο, κυρίως οἱ πνευματικοί πατέρες. Ὁ μακαριστός καθηγητής τῆς Θεολογίας Ἰω. Κορναράκης, ἔγραφε σχετικά: «Δέν πρέπει νά λησμονηθεῖ ὅτι ἡ σύγχρονη ψυχολογία καί ψυχοθεραπευτική καί κατανοεῖ καί ἑρμηνεύει καί προσπαθεῖ νά θεραπεύση τόν ψυχικό προβληματισμό τοῦ ἀνθρώπου μέ βάσι τίς ψυχοτραυματικές ἐμπειρίες τοῦ ἀτόμου, κατά τή διάρκεια τῆς κυήσεώς του, κατά τόν τοκετό καί κατά τά πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς του, τόσο στό οἰκογενειακό ὅσο καί στό εὑρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ἡ παροχή ὑπηρεσιῶν ἀπό ψυχιάτρους ὑπόπτου ἤ ἀμφιβόλου προσανατολισμοῦ, ὄχι μόνο φορτώνει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο μέ δυσβάστακτα οἰκονομικά βάρη, ἀλλά τόν ἀναγκάζει νά ζητῆ «τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ - ἐξομολόγου. Καί μόνο ἡ συνειδητοποίησις τῆς πραγματικότητος αὐτῆς δικαιώνει τήν ἀναντίρρητη σχέση τῆς ψυχολογίας μέ τήν πνευματική ζωή». 12

Καλό εἶναι λοιπόν, ἄν γίνεται, νά γνωρίζει καί λίγη Ψυχολογία ὁ πνευματικός πατέρας. Δέν θά τόν βλάψει, ἀντίθετα θά τόν ὁφελήσει στό ἔργο τῆς πνευματικῆς ἰατρείας13, τήν ὁποία θά ἐπιμεληθεῖ καί μέ τή βοήθεια τῆς θύραθεν γνώσεως, ἄν εἶναι μάλιστα καλός καί ἱκανός δύτης τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Νά ὑπογραμμιστεῖ ἐδῶ ὅτι μόνον ἐπικουρικά χρησιμοποιεῖται ἡ ψυχολογία στήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς (ἐκτός ἄν συνυπάρχουν καί οἱ δύο ἰδιότητες, τ.ἔ. τοῦ ποιμένος καί τοῦ ψυχολόγου ἤ ψυχιάτρου σέ ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἐνίοτε συμβαίνει καί αὐτό καί ἔτσι ἡ βοήθεια παρέχεται συνδιαστικά), ὡς ἐργαλεῖο καί μόνο! Καί τοῦτο διότι ἡ Ψυχολογία, ναί μέν βοηθεῖ καί ἀνακουφίζει, ἀλλά δέν παρέχει τήν διά Χριστοῦ ψυχική θεραπεία στόν ἄνθρωπο ἀπό μόνη της! Διαφορετικά ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ἀσθένεια καί τή θεραπεία καί διαφορετικά τοποθετεῖται σ᾿ αὐτά ἡ Ψυχολογία. Ἑπομένως, ἀφοῦ διαφέρει ὁ στόχος καί τό ἀντικείμενο, διαφέρει καί ἡ πρόταση ἀπό πελυρᾶς τῶν δύο παραγόντων! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς γνωστόν, ὁμιλεῖ περί πνευματικῆς ἀσθενείας λόγῳ τῆς ἁμαρτίας καί προτείνει ὡς θεραπεία τόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τή μετοχή στά θεῖα Μυστήρια. Ἡ Ψυχολογία καί ἡ Ψυχιατρική, ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἀσθένεια ἐκείνη ἡ ὁποία ὑπάρχει στίς ψυχικές δομές καί λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή με ὅτι ἔχει να κάνει μέ τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, τά συναισθήματά του, τίς ἐπιθυμίες, τό ἀσυνείδητο, τή συμπεριφορά γενικῶς. Ἡ ἀσθένεια αὐτή, ὅπως τή θεωρεῖ ἡ Ψυχολογία δέν συνδέεται ἄμεσα μέ τά πάθη, ἀλλά ἔμεσα, καί ὡς τούτου, προτείνεται ἀνάλογη θεραπεία. Ἡ κατάθλιψη λ.χ. μπορεῖ μέν νά ἀντιμετωπιστεῖ ἀπό τήν Ψυχολογία ἤ τήν Ψυχιατρική, μέ μία συζήτηση, ἤ μέ κάποιο φάρμακο (τά λεγόμενα ἀντικαταθλιπτικά), ὅμως μπορεῖ να ἀντιμετωπιστεῖ και πνευματικά, ὅταν ἡ κατάθλιψη δέν ὀφείλεται σέ ὀργανικές ἤ συναισθηματικές καταστάσεις ἀλλά συνδέεται μέ πάθη συγκεκριμένα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ὅπως ὁ ἐγωισμός, ἡ ἄρνηση τῆς συγχωρητικότητας κ.ἄ.

Πρέπει πάντως νά γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ Ψυχολογία, στίς περί ἀνθρώπου ἀντιλήψεις της κατά πολύ διαφέρει ἀπό τή Θεολογία καί τήν Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Ἡ Ψυχολογία ἀγνοεῖ τήν ψυχή! Δέν τήν ὁρίζει ὡς οὐσία συγκεκριμένη μέσα στόν ἄνθρωπο, ὡς τό ἕνα ἐκ τῶν δύο συστατικῶν πού τόν ἀπαρτίζουν. Ἡ Ψυχολογία ἁπλῶς προσπαθεῖ νά θεραπεύσει τίς νοσηρές συμπεριφορικές ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ. Ἀγνοεῖ τήν Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, ὅπως ἐκφράζεται στήν Πατερική μας Παράδοση.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἐπιστῆμες πού ἀσχολοῦνται μέ τόν ἄνθρωπο, «στηρίζονται κατά βάση στή μελέτη τοῦ «πεπτωκότος» ἀνθρώπου καί ἀγνοοῦν τίς ἀνθρωπολογικές καί ψυχολογικές πού στηρίζονται στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ «ἀνισταμένου» ἀνθρώπου, ὅπως διασώζονται στήν πατερική καί ἀσκητική γραμματεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Παράδοσης».14

Γιά τό λόγο αὐτό, ἡ Ψυχολογία χρησιμοποιεῖται ὡς ἐργαλεῖο, ὅπως εἴπαμε, ὡς μέσον κατά τήν ἐνάσκηση τῆς Ποιμαντικῆς.

Διαφορετικές, βεβαίως, εἶναι οἱ περιοχές, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τίς μεθόδους τῆς θεραπείας, ἀλλά κάποιες φορές, Ἐκκλησία καί ἐπστήμη συναντῶνται καί συνεργάζονται γιά τό καλό τοῦ ποικιλοτρόπως πάσχοντος ἀνθρώπου. Οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης (ἐν προκειμένῳ Θεολογίας καί Ψυχολογίας), ἀλλά ὄπως εἶναι γνωστό, οἱ σχέσεις τους διέπονται ἀπό τή λεγομένη ἀλληλοσυμπληρωματικότητα.

Αὐτά πρέπει νά γνωρίζουν σήμερα οἱ πνευματικοί πατέρες, ὥστε νά διακονοῦν ὅσο γίνεται καλύτερα τόν ἄνθρωπο στά ὅρια τῆς ποιμαντικῆς. Ὅταν τά γνωρίζει ἕνας ἱερεύς –ποιμήν, πνευματικός, θά σπεύσει στόν πάσχοντα ἐκ τῆς νόσου τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, θά τόν συναντήσει στή δική του συνθήκη, στό ἐπίπεδο τῆς ἀνάγκης του, θά τοῦ μιλήσει στή γλώσσα του καί θά τοῦ δείξει μέ πολλούς τρόπους τήν κρυμμένη πίσω ἀπό αὐτόν Ἀγάπη τοῦ Μεγάλου ἰατροῦ, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ…

Ὁ σημερινός ἄνθρωπος βάλλεται πανταχόθεν. Γενικά ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ δραματική διελκυστίνδα μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου, εἴτε τό γνωρίζει αὐτό, εἴτε τό ἀγνοεῖ. Τί εἶναι ἡ «διελκυστίνδα»; Πρόκειται γιά ἕνα ἀρχαῖο παιχνίδι, ἕνα ἄθλημα στό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἕνα σχοινί. Τό παλαιό αὐτό ἄθλημα, παίζεται μεταξύ δύο ὁμάδων, οἱ ὁποίες τραβοῦν ἕνα μεγάλου μῆκους σχοινί καί ἡ κάθε ὁμάδα προσπαθεῖ νά τό ἐλκύσει στό μέρος της. Ἡ «διελκυστίνδα», ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἐγκυκλοπαίδειες (βλ. Βικιπαίδεια), διεξαγόταν στούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες ἀπό τό 1900 -1920 ἐνῶ συμπεριελήφθη και στούς Β΄ Διεθνεῖς Ὀλυμπικούς ἀγῶνες στήν Ἀθήνα τό ἔτος 1906, στή λεγομένη μεσοολυμπιάδα.

Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τή μία πλευρά ἔλκεται ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀρετή, τή μέθεξη τοῦ ἀκτίστου, τήν πραγμάτωση τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τήν ὑπαρξιακή μετοχή στό «ὄν» καί στό «Εἶναι» καί ἀπό τήν ἄλλη, τόν ἔλκει τό ἀκάθαρτο - ὑπαρκτό - πνεῦμα τῆς πονηρίας, ὁ «πεσών Ἐωσφόρος» πρός τή δική του κατάσταση, πρός τό μή ὄν, πρός τήν τῶν πάντων ἀπογέννεσιν, ὅπως θά πεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Ὁ πνευματικός πατέρας, πέραν αὐτῶν πού ἀκροθιγῶς τονίστηκαν ὡς πρός τίς γνώσεις, θά πρέπει νά εἶναι ἄνθρωπος ἀρετῆς (τό κατά δύναμιν), ἄνθρωπος προσευχῆς καί ἀγάπης, ταπεινοφροσύνης καί ὑπομονῆς.

Ἄν δέν διαθέτει τά ἀνωτέρω, ἔστω καί σέ μικρό βαθμό, πῶς θά τά ἐμπνεύσει στα πνευματικά του παιδιά; Πῶς θά τά ἀναγεννήσει ἐν Χριστῷ; Πῶς θά μεταδώσει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔχει νά κάνει μέ ἐμπειρία ἐσωτερική καί ὄχι μέ κατάκτηση διανοητική, ἄν ὁ ἴδιος δέν μετέχει σέ ὅσα διδάσκει καί ἐπαγγέλεται; Πῶς θά θεραπεύσει ἄλλους ὅταν ὁ ἴδιος νοσεῖ βαρύτατα καί ἔχει ἀνάγκη θεραπείας;

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐν προκειμένῳ λέγει ὅτι στήν πνευματική ἰατρεία τῶν ψυχῶν ἀπαιτεῖται ἡ ὑγεία τοῦ θεραπευτοῦ, κάτι πού δεν ἰσχύει στήν ἐνασκηση τῆς θεραπείας τῶν σωμάτων. Μέ ἄλλα λόγια, μπορεῖ ἔνας ἰατρός νά θεραπεύσει κάποιον ἀσθενῆ, ὄντας ὁ ἴδιος ὁ ἰατρός ἀσθενῆς καί αὐτό δέν ἐμποδίζει τή θεραπεία τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Στήν θεραπεία, ὅμως, τῶν ψυχῶν δέν πρέπει αὐτό νά συμβαίνει, ἀλλά θά πρέπει ὁ ἰατρός –πνευματικός πατήρ – νά εἶναι ὑγιής πνευματικά, νά ἔχει θεραπευθεῖ -κατά το δυνατόν - ἀπό τη ωόσο ταῆς ἁμαρτίας, ἤ τουλάχιστον να ἀγωνίζεται ἐντατικά για την θεραπεία του, ὥστε νά μπορεῖ ἐπιτυχῶς νά ὁδηγεῖ ἄλλους στήν ἴαση καί τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ, μέσῳ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Διαφορετικά θά ἀκούσει τό εὐαγγελικόν: «ἰατρέ, θεράπευσον πρῶτον σεαυτόν»

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ……………..

1 Στήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στόν ρβ΄, (102) ἱερό Κανόνα ἀναφέρεται ἀκριβῶς ἡ φράση αὐτή, «ἰατρική ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη».
2 Μ. Βασιλεύου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 20, 1, MPG. 31, 1389D.
3 Ἰω, 3, 3: «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
4 Ἐφ, 4, 13.
5 πρακτικά Α΄Συμποσίου Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί Ἐξομολογητικῆς, εἰσήγηση καθηγητοῦ Ἰ. Κορναράκη, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 29.
6 ὅπου π. σελ. 30.
7 MPG. 51, 144, Λόγος περί τῶν λέξεων «Σαῦλε, Σαῦλε…».
8 Βλ. Συγχωρητική εὐχή Β΄ Εἰς τήν Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν, «Δέσποτα Κύριε…»
9 «Κατά τήν ποιότητα τοῦ προσώπου», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτής.
10 Βλ. τά εἰδικά Κεφάλαια στό Ἐξομολογητάριον.
11 ὅπου π. Πρακτικά Συμποσίου, εἰσήγηση καθηγητοῦ Ἰ. Κορναράκη, σελ. 125.
12 ὅπου π. σελ. 23.
13 Σήμερα, ὑπάρχει στίς θεολογικές σχολές καί ὁ κλάδος τῆς λεγομένης «Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μιά ἐξειδικευμένη προσπάθεια γιά τούς συγχρόνους κληρικούς καί ὁ κλάδος αὐτός λειτουργεῖ «στά πλαίσια τῆς ἀναγκαιότητος τῆς συμβολῆς τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος στό ἔργο τῆς πνευματικῆς ὁλοκληρώσεως καί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου». Ἰω. Κορναράκη, Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, τεῦχος Α΄, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 202.
14 Βλ. π. Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη, Ποιμένας καί θεραπευτής, ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 95.