Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom (†) Σαμαρείτισσα: Ας διδαχτούμε από αυτή τη γυναίκα!



Ας διδαχτούμε από αυτή την γυναίκα! Γιατί κι εμείς στρεφόμαστε προς όλες  τις κατευθύνσεις, για να πάρουμε τροφή τούτου του κόσμου, για να χορτάσουμε, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να χορτάσουμε από τίποτα, γιατί ο άνθρωπος είναι πιο βαθύς από τον υλιστικό κόσμο, είναι αρκετά φαρδύς για την ψυχολογία. Μόνο ο Θεός μπορεί να γεμίσει αυτό το πλάτος και βάθος. Αν μόνο μπορούσαμε να το καταλάβουμε, θα βρισκόμασταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τη γυναίκα. Δεν χρειάζεται, όμως, να συναντήσουμε τον Χριστό σ΄ ένα πηγάδι. Επειδή το πηγάδι είναι το Ευαγγέλιο, μια πηγή από όπου κυλάει το νερό της ζωής.
Όταν η Σαμαρείτης βιάστηκε για να γυρίσει στο χωριό της και άρχισε να καλεί τους γείτονές της για να έρθουν και να δουν το Χριστό, είπε: Ελάτε! Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος μου τα είπε όλα όσα έκανα! Και ο κόσμος μαζεύτηκε και άκουγε όσα ο Χριστός είχε να τους πει.
Καμιά φορά σκεφτόμαστε: Τί απλά ήτανε τότε! Πόσο εύκολα η γυναίκα μπόρεσε να πιστέψει, και τί εύκολο ήταν για αυτήν, αφού μόλις είχε εντυπωσιαστεί από την θαυμάσια συνάντηση, στράφηκε στους άλλους για να τους πει: „Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μιλάει, όπως δεν μίλησε ποτέ ένας άνθρωπος. Να δείτε τον άνθρωπο ο οποίος χωρίς να πω καμία λέξη, με κοίταξε και είδε το βάθος της καρδιάς μου και το σκοτάδι της ζωής μου. Είδε και τα κατάλαβε όλα!“. Άραγε δεν συμβαίνει αυτό με καθέναν από μας?  Ο Χριστός δεν της είχε πει κάτι πολύ ιδιαίτερο. Της είπε μόνο, ποια είναι, πώς είναι η ζωή της, πώς τη βλέπει ο Θεός. Αυτό μπορεί να μας το πει κάθε μέρα και όχι μέσα από ένα μυστηριώδες βίωμα, όπως έχει συμβεί σε μερικούς αγίους, άλλα με πιο απλό τρόπο.
Αν στραφούμε στο Ευαγγέλιο και το διαβάζουμε κάθε μέρα ή το διαβάζουμε από καιρό σε καιρό με μια ανοιχτή καρδιά – την οποία δεν έχουμε πάντα – μπορούμε να φανταστούμε, πως ο Χριστός κρατάει μπροστά μας έναν καθρέπτη, στον οποίον βλέπουμε τον εαυτό μας, „ποιός είμαι“. Μπορούμε να χαιρόμαστε με αυτό που βλέπουμε ή,  αντίθετα, να τρομάξουμε, πόσο διαφορετικοί είμαστε από ότι φαινόμαστε ή από τις δικές μας αυταπάτες για τον εαυτό μας. Ο Χριστός είπε στη γυναίκα: „Πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου!“ Εκείνη αποκρίθηκε: „Δεν έχω άντρα.“ Και ο Χριστός της τότε απάντησε: «Σωστά είπες, γιατί πέντε άντρες πήρες, και αυτός που μαζί του τώρα ζεις, δεν είναι άντρας σου.» …
Μερικοί πατέρες σχολίαζαν αυτή την κουβέντα με τα εξής: Ο Χριστός της είπε μεταφορικά: Ναι, ήσουν παντρεμένη με όλα όσα μπορούσαν να σου προσφέρουν οι πέντε αισθήσεις και έχεις καταλάβει ότι δεν μπορείς να βρεις ολοκληρωμένη ικανοποίηση από καμία από αυτές. Τώρα απόμεινες μόνο εσύ η ίδια: το σώμα σου και ο νους σου. Και αυτά δεν μπορούν να σε χορτάσουν περισσότερο από τις πέντε αισθήσεις, ούτε να σου δώσουν εκείνη την πληρότητα, που χωρίς αυτή δεν μπορείς να ζεις. …
Άραγε, δεν μας λέει ο Χριστός αυτό, όταν διαβάζουμε το Ευαγγέλιο, όταν βάζει μπροστά μας την εικόνα, ποιός θα μπορούσαμε να είμαστε, όταν μας καλεί σ΄ εκείνο το μεγαλείο, για το οποίο μας προόρισε? Για εκείνο το μεγαλείο, το οποίο ο απόστολος Παύλος περιγράφει σαν ώριμη ηλικία του Χριστού: Να είμαστε ανθρώπινοι, όπως Εκείνος. Επειδή είναι γνήσιος άνθρωπος που έφτασε την πληρότητα της ολόκληρης, ατελείωτης κοινότητας με το Θεό.
Ας διδαχτούμε από αυτή την γυναίκα! Γιατί κι εμείς στρεφόμαστε προς όλες  τις κατευθύνσεις, για να πάρουμε τροφή τούτου του κόσμου, για να χορτάσουμε, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να χορτάσουμε από τίποτα, γιατί ο άνθρωπος είναι πιο βαθύς από τον υλιστικό κόσμο, είναι αρκετά φαρδύς για την ψυχολογία. Μόνο ο Θεός μπορεί να γεμίσει αυτό το πλάτος και βάθος. Αν μόνο μπορούσαμε να το καταλάβουμε, θα βρισκόμασταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τη γυναίκα. Δεν χρειάζεται, όμως, να συναντήσουμε τον Χριστό σ΄ένα πηγάδι. Επειδή το πηγάδι είναι το Ευαγγέλιο, μια πηγή από όπου κυλάει το νερό της ζωής. Το Ευαγγέλιο δεν είναι υλιστικό πηγάδι. Είναι πηγάδι για το άλλο νερό, το οποίο πρέπει να πίνουμε.
Ας ακολουθήσουμε αυτή τη γυναίκα! Ας συνειδητοποιήσουμε και ας καταλάβουμε, ότι όλα αυτά με τα οποία είμαστε δεμένοι σαν να τα είχαμε παντρευτεί, δεν μπορούν να μας ικανοποιήσουν. Ας αναρωτηθούμε: Ποιός είμαι μέσα σε εκείνη τη εικόνα, όπου με βλέπει ο Θεός? Και τότε μπορούμε να πάμε στους άλλους για να τους πούμε: „Συνάντησα έναν άνθρωπο που έβαλε έναν καθρέπτη μπροστά μου, και είδα τον εαυτό μου, όπως είμαι. Μου έχει πει τα πάντα για μένα. Έλα να δεις! Πάμε να τον ακούσεις!“  Και οι άνθρωποι θα έρθουν και θα ακούσουν και τότε θα στραφούν σε μας και θα πουν: „Η πίστη μας δεν στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια, γιατί εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε τώρα ακούσει, και ξέρουμε πως πραγματικά Αυτός είναι ο Χριστός και σ΄Αυτόν πιστεύουμε.“
Αμήν
Πηγή: http://apantaortodoxias.blogspot.com/2012/05/anthony-bloom-metropolitan-of-sourozh.html

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Φώτιος Κόντογλου - Βιογραφικὰ στοιχεῖα



Ὁ Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς 8 Νοεμβρίου 1895, ὡς τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλη καὶ τῆς Δέσποινας Κόντογλου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ τὴν κηδεμονία του ἀναλαμβάνει ὁ θεῖος του ἱερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ἡγούμενος τοῦ οἰκογενειακοῦ μονυδρίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου του, ἔλαβε ὡς ἐπώνυμο, τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τῆς μητέρας του. Τὸ 1906 τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς Κάτω Χώρας καὶ ἐνεγράφη στὸ γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλί. Πρὶν ἀκόμα τελείωσει τὸ γυμνάσιο μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητές του Στρατῆ Δούκα καὶ Πάνο Βαλσαμάκη, ἐξέδωσε τὸ πολυγραφημένο περιοδικὸ «Μέλισσα». Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1913 ὁ θεῖος του τὸν ἐγγράφει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάζεται νὰ τοῦ διακόψει τὸ ἐπίδομα σπουδῶν καὶ μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἐργάζονται σὲ φωτογραφεῖα καὶ βάφουν θεατρικὰ σκηνικά. Μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀϊβαλίου (1914–1917) χάνει τὴ μητέρα καὶ τὸ θεῖο του, διακόπτει τὶς σπουδές του καὶ μεταβαίνει στὴν Εὐρώπη ὅπου ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Παραμένει στὸ Παρίσι καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν ἐφημερίδα Illustration. Τὸ 1919 ἐπιστρέφει στὸ Ἀϊβαλὶ ὅπου διδάσκει γαλλικὰ στὸ Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα. Ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ὀργανώνει τὶς πρῶτες ἐκθέσεις ἔργων του.
Τὸ 1927 παντρεύεται τὴ συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη καὶ τὸν ἴδιο χρόνο ἀναλαμβάνει τὴν ἐπιμέλεια τοῦ περιοδικοῦ «Φιλικὴ Ἑταιρεία». Δυὸ χρόνια μετὰ γεννιέται ἡ κόρη του Δέσπω καὶ ἀρχίζει συνεργασία μὲ τὰ περιοδικὰ «Ἑλληνικὰ Γράμματα» καὶ «Νέα Ἑστία», ἐνῷ συνεχίζει τὴ φιλοτέχνηση σκηνικῶν. Τὸ 1930 προσελήφθη ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ὡς τεχνικὸς ἐπόπτης τῶν συλλογῶν του. Τὸ 1932 κτίζει τὸ σπίτι του στὴν ὁδὸ Βιζυηνοῦ 16 (περιοχὴ Κυπριάδου), ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του Γιάννη Τσαρούχη καὶ Νίκο Ἐγγονόπουλο ζωγραφίζουν μὲ νωπογραφίες ἕνα δωμάτιό του. Τὸ 1933 τὸν βρίσκει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἐργάζεται γιὰ τὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο καὶ τὸ 1934 συμμετέχει στὴν 19η Biennale τῆς Βενετίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς ἀναγκάζεται νὰ πουλήσει τὸ σπίτι του γιὰ ἕνα σακὶ ἀλεύρι! Τὰ πρῶτα μετακατοχικὰ χρόνια (1944–1950) εἶναι χρόνια λογοτεχνικῆς καὶ εἰκαστικῆς δημιουργίας. Συμμετέχει σὲ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς, ἐκδίδονται πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του, ἐνῷ τὴ δεκαετία 1950-60 βρίσκεται στὴ κορύφωση τῆς ἁγιογραφικῆς του δραστηριότητας.
Ἐπιστέγασμα τοῦ πλούσιου λογοτεχνικοῦ καὶ καλλιτεχνικοῦ του ἔργου, ἦταν ἡ ἀπονομὴ τοῦ παρασήμου, τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος (1960). Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 24 Μαρτίου 1965, τοῦ ἀπένειμε τὴν ἀνώτατη διάκρισή της, τὸ «Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν». Ἦταν μέλος τοῦ Καλλιτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐπέστρεψε στὸ Δημιουργό, στὶς 4 τὸ μεσημέρι τῆς 13ης Ἰουλίου 1965, στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου νοσηλευόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου, μετὰ ἀπὸ σοβαρὸ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα στὴ περιοχὴ τοῦ Φαλήρου. Τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του τέλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος, τὸ ἀπόγευμα τῆς 14ης Ἰουλίου, στὸν ἱερὸ κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Α´ Νεκροταφείου Ἀθηνῶν, ὅπου ἔγινε καὶ ἡ ταφή του. Ἐπικηδείους λόγους ἐκφώνησαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Ἠλίας Βενέζης. Μετὰ τὴν ἐκταφή του ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν του ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Μάκρης.

Τὸ λογοτεχνικό του ἔργο

Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε τὸ 1919, μὲ τὸ βιβλίο του «Πέδρο Καζάς». Ἀκολούθησε πλούσια λογοτεχνικὴ παραγωγὴ μὲ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων του: «Βασάντα» (1923), «Ταξίδια» (1928), «Ὁ ἀστρολάβος» (1934), «Φημισμένοι ἄνδρες καὶ λησμονημένοι» (1942), «Ὁ Θεὸς Κόνανος καὶ τὸ Μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση» (1943), «Τὰ Δαιμόνια της Φρυγίας, Ἓξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα» (1943), «Ἕλληνες θαλασσινοὶ στὶς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς, Ἡ Ἀφρικὴ καὶ οἱ θάλασσες τῆς Νοτιᾶς» (1944), «Ἱστορία ἑνὸς καραβιοῦ ποὺ χάθηκε ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα» (1944), «Ἱστορίες καὶ περιστατικά» (1944), «Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς» (1945), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκὰλ τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ» (1947), «Βίος καὶ ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ» (1947), «Ἄνθος ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπὸ τοὺς πατέρας» (1949), «Πηγὴ ζωῆς» (1951), «Τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐξηγημένον» (1952), «Τὸ θρηνητικὸ συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου» (1953), «Εἰκόνες τῆς Παναγίας» (1953), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ» (1955), «Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα» (1957), «Ὄρη ἅγια» (1958), «Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ καὶ Νικόλαος καὶ ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εὑρέθη εἰς τὴν Καρυὰν τῆς Θέρμης» (1961), «Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τὴν θρησκευτικὴν ζωγραφικὴν τῆς Δύσεως καὶ ἡ εἰρηνόχυτος καὶ πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία» (1961), «Σημεῖον Μέγα» (1961), «Ἔργα Α´ Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου» (1961), «Ἔργα Β´ Ἀδάμαστες ψυχές» (1961) καὶ τέλος ἡ «Ἔκφρασις» (1961) ποὺ βραβεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.

Τὸ ἁγιογραφικό του ἔργο

Ὁ Κόντογλου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, φιλοτέχνησε φορητὲς ἁγιογραφίες, τοιχογραφίες, τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικῶν, ποιητικῶν συλλογῶν, πορτραῖτα καὶ ἁγιογράφησε τοὺς ἱεροὺς ναούς: Ἁγίας Λουκίας τῆς οἰκογένειας Ζαΐμη στὸ Ρίο Πατρών, Ζωοδόχου Πηγῆς Παιανίας, Εὐαγγελισμοῦ Ρόδου, Ἁγίας Παρασκευῆς Παιανίας, Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, Ἁγίου Ἀνδρέα Κάτω Πατησίων, Ἁγίου Χαραλάμπους Πολυγώνου, Ἁγίου Γεωργίου Κυψέλης, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Καμπάνη στὴν Παιανία, τὸ παρεκκλήσιο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Γουλανδρῆ στὴν Ἐκάλη καὶ τὰ παρεκκλήσια τῶν Ἱερῶν Ναῶν Ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας καὶ Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγάλεω.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ.7, Ἀθήνα 1965
  2. Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικὸ «ΠΑΠΥΡΟΣ, ΛΑΡΟΥΣ», τ. 35, Ἀθήνα 1989
  3. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 14, Ἀθήνα 1930
  4. «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ἐπίσημον δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔτος ΜΒ´, τ. 15, Ἀθήνα 1965
  5. Νίκος Ζίας, «Φώτης Κόντογλου», ἔκδοση τῆς Ἐμπορικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1991
  6. Ἰωσὴφ Βιβιλάκης «Φώτης Κόντογλου, ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος», ἐκδόσεις «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1995
  7. Ἰωάννης Μ. Χατζηφώτης, «Φώτιος Κόντογλου», ἐκδόσεις «Γραμμή», Ἀθήνα 1978
  8. «Ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ οἱ μαθητές του», κατάλογος ἔκθεσης (Βίλλα Bianca 5/10 – 3/11/2002), ἔκδοση τῆς Δημοτικῆς Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2002
Συντάκτης Βιογραφικοῦ: Παν. Ριζόπουλος