Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

τὸ Λουτρὸ τῆς Ψυχῆς

τὸ Λουτρὸ τῆς Ψυχῆς



ΙΣΩΣ νὰ ἔχῃς πλησιάσει καὶ μερικὲς ἄλλες φορὲς στὴν Ἐξομολόγησι καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἤθελες νὰ μάθης περισσότερα γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ Μυστήριο, ποὺ τόση ἀνακούφισι καὶ γαλήνη χαρίζει στὴν ψυχή σου. Θὰ ἐπιθυμῇς ἀκόμη νὰ ἐμάθαινες πὼς θὰ πλησίαζες καλύτερα καὶ πὼς θὰ ἐχρησιμοποιοῦσες ἀποδοτικώτερα τὴν ἁγία καὶ πολύτιμη εὐκαιρία, ποὺ σοῦ χαρίζει διὰ τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ ὁ Θεός.

Ἴσως ὅμως νὰ εἶσαι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἐγνώρισαν ὡς τώρα τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρὰ ποὺ χαρίζει ἡ Ἐξομολόγησις. Δὲν σοῦ ἐδόθη ἡ κατάλληλη εὐκαιρία. Δὲν γνωρίζεις τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Ἐξομολογήσεως. Δὲν γνωρίζεις πὼς πρέπει νὰ ἐξομολογηθῇς. Θὰ ἤθελες ὅμως νὰ πληροφορηθῆς, νὰ μάθης…

Τὸ βιβλιαράκι αὐτό, μέσα στὶς ὀλίγες γραμμές του, αὐτὸ ἀκριβῶς σκοπεύει. Νὰ δώσῃ, εἰς ὅσους ἔχουν τὴν δίψα νὰ μάθουν, τὴν εὐκαιρία, νὰ γνωρίσουν τὰ βασικὰ γύρω ἀπὸ τὸ μεγάλο Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, νὰ βοηθήση εἰς τὸ νὰ κάνουν καλὴ Ἐξομολόγησι, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνακούφισι καὶ τὴν χαρὰ ποὺ φέρνει ἡ Ἐξομολόγησις, χαρὰ ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἀντίλαλος τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ, διότι ὅπως εἶπε ὁ Χριστός: «Χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι».

Πρῶτα – πρῶτα θὰ ἀπαντήσουμε στὴν πρωταρχικὴ ἀπορία σου:
ΔΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΘΑ ἐξομολογηθῆς γιὰ νὰ βρῇς τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρά σου. Εἶσαι στενοχωρημένος καὶ λυπημένος. Πολλὲς σκέψεις καὶ ἀγωνίες βασανίζουν τὴν ψυχή σου. Νομίζεις ὅτι αἰτία τῆς ἀγωνίᾳς σου εἶναι ἡ ἀνέχει, ἡ ἀρρώστια, οἱ δυσκολίες ποὺ συναντᾷς… Πραγματικὰ ὅμως ἡ οὐσιαστικὴ ἀφορμὴ εὑρίσκεται ἀλλοῦ. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν πηγή της στὴν συνείδησί του. Ὅταν αὐτὴ εἰρηνεύῃ καὶ δὲν διαμαρτύρεται, τότε ὅση συννεφιὰ καὶ ἂν εἶναι ἄπ᾿ ἔξω, ὁ ἄνθρωπος χαίρεται τὴν ζωή του. Ὅταν ὅμως ἡ συνείδησις φωνάζῃ πὼς εἶσαι ἔνοχος, τότε καὶ μέσα στὴν πιὸ ζηλευτὴ ὑγεία καὶ στὰ μεγαλύτερα πλούτη καὶ στὶς ζωηρότερες ἀπολαύσεις, θὰ εἶσαι ὁ δυστυχής. Θὰ εἶσαι ἔνος ἄλλος Δαμοκλῆς, ποὺ θὰ βλέπῃς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου νὰ κρέμεται τὸ ξίφος τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἀπὸ τὴν κατάστασι αὐτὴ μόνο ἡ Ἐξομολόγησις ἔχει τὴν δύναμι νὰ σὲ λυτρώσῃ, διότι μόνο μὲ αὐτὴν ἐπιτυγχάνεται ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ ἄρα ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεώς σου.

Θὰ ἐξομολογηθῆς γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ καὶ πάλι ἡ ψυχή σου τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ὡραιότητα ποὺ τῆς ἔδωσεν ὁ Θεός. Οἱ παρεκτροπὲς καὶ οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μολύνουν καὶ ἀσχημίζουν τὴν ψυχήν σου, ποὺ τὴν κάνουν ἀγνώριστη, τόσο, ὥστε νὰ τὴν ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ σιγὰ-σιγὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι. Πρόσεξε καὶ θὰ ἰδῆς πόσο ἀποκρουστικὸς γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐγωϊστής, ὁ φθονερός, ὁ μέθυσος, ὁ ἐγκληματίας, ὅσο ὡραῖος καὶ ἂν εἶναι ἐξωτερικά.

Θὰ ἐξομολογηθῆς ἀκόμη, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ὁ Θεὸς διέταξε: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τᾶς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν». Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριος μας εἰς μετάνοιαν ἐκάλεσαν: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ δὲν ὑπάρχει χριστιανικὴ ψυχή, ποὺ νὰ μὴ συγκινῆται διαβάζοντας τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, τὸν ὁποῖον ἡ πραγματικὴ μετάνοια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἐξομολόγησις ὠδήγησαν στὸ νὰ ξαναπάρῃ τὴν πρώτη του θέσι στὸ πατρικὸ σπίτι.

Πρέπει λοιπόν, εἶναι ἀνάγκη, νὰ ἐξομολογηθῆς.
ΠΟΥ ΘΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΟΧΙ μπροστὰ στὴν εἰκόνα οὔτε ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό. Ἐφ᾿ ὅσον πῆρες ἀπόφασι νὰ ἐξομολογηθῆς, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμῃς Ἐξομολόγησι ὅπως τὴν ὤρισε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅπως νομίζεις σύ. Ὅσες φορὲς τὰ εἶπες στὴν εἰκόνα ἢ ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό, τί ἀπάντησι ἐπῆρες; Καὶ πῶς εἶσαι σίγουρος ὅτι ἔκαμες καλὴ Ἐξομολόγησι, ἀφοῦ γιὰ πολλὰ ἴσως σφάλματά σου δὲν ἐθεώρησες ἀνάγκη νὰ τὰ πῇς, διότι δὲν ἐγνώριζες πὼς εἶναι ἁμαρτίες; καὶ ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια Ἐξομολόγησι τί ὁδηγίες καὶ τί συμβουλὲς ἐπῆρες γιὰ τὴν διόρθωσι τῆς ζωῆς σου;

Ἂν αὐτὸ ποὺ λὲς εἶναι ὀρθό, τότε θὰ εἶναι σωστὸ κι᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ τώρα: Ὅταν εἶσαι ἄρρωστος, δὲν χρειάζεται νὰ πᾷς στὸν γιατρό. Πάρε μία φωτογραφία τοῦ γιατροῦ καὶ πές της ποῦ πονεῖς καὶ τί αἰσθάνεσαι!

Ὄχι λοιπόν! Γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇς, θὰ πᾷς στὸν Ἱερέα, στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιφορτισμένος ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἰδικὰ μὲ τὴν ἐργασία αὐτή. Ὁ Κύριος, μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του, τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως, ἔδωσε στοὺς Ἀποστόλους τὴν εἰδικὴ αὐτὴ ἐξουσία μὲ τὸ νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς αὐτοὺς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ μὲ τοὺς βαρυσήμαντους αὐτοὺς λόγους: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ´ 22-23).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει τὰ ἑξῆς, ἐρμηνεύοντας τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου: «Καίτοι κατοικοῦν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἐπετράπησαν νὰ διοικοῦν τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἔλαβον ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς οὔτε εἰς ἀγγέλους, οὔτε εἰς ἀρχαγγέλους ἔδωκε, διότι δὲν εἶπεν εἰς ἐκείνους «ὅσα ἂν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ». Ὅσα οἱ Ἱερεῖς ἐδῶ ἐπὶ τῆς γῆς ἐνεργοῦν (διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως), ταῦτα ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐπικυρώνει καὶ ὁ Δεσπότης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀπόφασιν τῶν δούλων τοῦ Ἱερέων…»

«Μετανοήσατε οἱ πεπλανημένοι, ἐπιστρέψατε τῇ καρδίᾳ» (Ἡσαΐας, μς´ 8)
ΟΧΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΑΡ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶναι μερικοί, ποὺ δικαιολογοῦνται πὼς δὲν ὑπάρχουν σήμερα καλοὶ Ἱερεῖς καὶ κατάλληλοι Ἐξομολόγοι. Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη ἀνακρίβεια. Σήμερα ὑπάρχουν καλοὶ Ἐξομολόγοι, περισσότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ψάξωμε νὰ τοὺς βροῦμε.

Ἂς κάνουμε γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς ὅτι κάνουμε καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος. Ὅταν ἀρρωστήσωμε, ἐρωτοῦμε νὰ μάθωμε ποὺ εἶναι ὁ καλὸς γιατρός. Καὶ εἴμεθα διατεθειμένοι νὰ φθάσωμε καὶ στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἀκόμη. Γιατί νὰ μὴν κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας; Θὰ σὲ ἐρωτοῦσα ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο: Μήπως ἐξετάζεις τί ἄνθρωπος εἶναι ὁ γιατρός, ὁ φαρμακοποιός, ὁ ἀρτοποιός σου; Δὲν πηγαίνεις μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πάρῃς ὅτι σου χρειάζεται, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν;

Ἔπειτα μὴ λησμονεῖς ὅτι ἡ χάρις τοῦ Μυστηρίου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἱερέως. Ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου, τὴν ὁποίαν πηγαίνεις νὰ λάβῃς στὴν Ἐξομολόγησι, δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἱερέα, ἄλλ᾿ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐὰν προσέξης, θ᾿ ἀκούσης, στὸ τέλος τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸν Ἱερέα, μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τῆς εὐχῆς, νὰ σοῦ λέῃ καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, (ὄχι ἐγώ), διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος, ἔχει σε συγκεχωρημένον καὶ λελυμένον».
ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;

ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ταχύτερο. Χωρὶς νὰ χάσῃς καθόλου καιρό. Μὴ πῇς: Ἐξομολογοῦμαι ἀργότερα. Ὁ καιρὸς δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία σου. Πόσους δὲν ἐγέλασε καὶ δὲν κατέστρεψε ἔτσι ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος! Ὅσο ἀναβάλλεις, τόσο συσσωρεύονται ὅλοι καὶ περισσότερες ἁμαρτίες. Ὅσο περνᾷ ὁ καιρός, τόσο οἱ ἁμαρτίες σου θὰ γίνωνται βαρύτερες καὶ χειρότερες. Μὴ φαντάζεσαι ὅτι οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ ἔφθασαν διὰ μιᾶς στὸ κατάντημά τους. Ἀπὸ μικρὲς ἁμαρτίες ἄρχισαν καὶ σιγὰ – σιγά, χωρὶς τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἐνίσχυσι τῆς Ἐξομολογήσεως, ἡ ψυχή τους συνήθισε στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι προχώρησαν ἀπὸ τὶς μικρότερες στὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν. Μὲ τὴν Ἐξομολόγησι βγάζεις ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σου τοὺς σπόρους τοῦ κακοῦ, ποὺ σπέρνει ὁ διάβολος, καὶ δὲν τοὺς ἀφίνεις νὰ ριζολογήσουν καὶ νὰ ἀναπτυχθοῦν. Ἐπὶ πλέον, ὅσο ἀναβάλλεις νὰ ἐξομολογηθῇς, τόσο δυσκολώτερο σοῦ φαίνεται νὰ πλησιάσῃς στὸν Πνευματικό. Μὴ πῇς μὲ τὸν νοῦ σου: Θὰ μετανοήσω καὶ θὰ ἐξομολογηθῶ, ὅταν θὰ γηράσω. Ποιὸς σοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ γηράσης; καὶ πὼς φαντάζεσαι ὅτι θὰ ἔχῃς τὴν ἀντοχὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μετανοήσῃς, ὅταν ξέρῃς πόσο ἀδύνατη γίνεται καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ σκέψις καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἡλικιωμένου ἀνθρώπου;

Μὴ σκεφθῇς: Τώρα εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός. Θὰ φροντίσω σιγὰ-σιγὰ νὰ διορθωθῶ καὶ μετὰ ἐξομολογοῦμαι. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ βαρειὰ ἄρρωστος ἔλεγε θὰ γίνω καλύτερα καὶ μετὰ θὰ πάω στὸν γιατρό. Μὴν ἀφήσης νὰ πᾷς στὸν Πνευματικὸ τὴν τελευταία στιγμή, τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων Ἑορτῶν. Τότε εἶναι τόσοι πολλοὶ ποὺ περιμένουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, ὥστε εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀπὸ μέρους σου καὶ ἀπὸ μέρους ἐκείνου νὰ κάνῃς μία καλὴ Ἐξομολόγησι.

Πότε λοιπὸν θὰ ἐξομολογηθῆς;

Κάθε πότε πλένεσαι; Κάθε πότε πλένεις τὰ ροῦχα σου; Μήπως μένεις ἄπλυτος καὶ μὰ ἀκάθαρτα ροῦχα, λέγοντας ὅτι θὰ καθαριστῇς τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα; Μήπως ὅταν πονᾷς ἢ ὅταν σὲ καίῃ ὁ πυρετός, ἀφίνεις, ἔστων καὶ ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, νὰ ζητήσῃς τὴν βοήθεια τοῦ γιατροῦ; Ὅτι κάνῃς γιὰ τὸ σῶμα σου, θὰ κάνῃς καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου. Μόλις αἰσθανθῇς τὸ πρῶτο λέρωμα, τὴν πρώτη πληγῆ, τὸ πρῶτο βάρος τῆς ἁμαρτίας, θὰ τρέξης ἀμέσως χωρὶς ἀναβολή.

Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. (Κοντάκιον Κυριακῆς Ἀσώτου)
ΠΩΣ ΘΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΟΠΩΣ γιὰ νὰ πᾷς στὸν γιατρὸ πρέπει νὰ καταλάβης ὅτι εἶσαι ἄρρωστος, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ ξεκινήσῃς νὰ ἐξομολογηθῆς πρέπει πρῶτα – πρῶτα νὰ συναισθανθῇς ὅτι εἶσαι ἕνας ἁμαρτωλός. Πολλοὶ νομίζουν πὼς δὲν ἔχουν ἁμαρτίες ἢ πιστεύουν πὼς οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι ἀσήμαντες καὶ ἐλαφρές, ἄλλωστε ἔχουν τόσες δικαιολογίες γιὰ τὰ σφάλματά τους. Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει κατηγορηματικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος «οὐδὲ εἷς» καὶ μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν». Ὅσες καὶ ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, εἶναι ἁμαρτίες, ποὺ γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν ἐχρειάσθη νὰ σταυρωθῆ ὁ Χριστός.

Ἐὰν λὲς ὅτι δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἢ ὅτι οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐλαφρὲς καὶ δικαιολογημένες, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν γνωρίζεις ὅσο πρέπει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ σὲ βοηθήσωμε σύντομα καὶ ἁπλὰ νὰ ἐξετάσης τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀνακαλύψῃς καὶ ἐξακριβώσῃς τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ κατάλογος τῶν ἐρωτημάτων αὐτῶν δὲν ἐξαντλεῖ καὶ δὲν περιλαμβάνει – διότι δὲν εἶναι ἔυκολο – ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἐγίναμε ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ θείου νόμου. Θὰ σοῦ εἶναι ὅμως μία καλὴ ἀρχὴ καὶ μία ἀρκετὴ βοήθεια γιὰ ἂν κάνῃς μία καλὴ ἐξέτασι τοῦ ἐαυτοῦ σου.

Μὴ ξεκινήσῃς, λοιπόν, ἀπροετοίμαστος γιὰ τὴν Ἐξομολόγησι. Διάλεξε ἕναν ἤρεμο τόπο καὶ σὲ μία ἥσυχη ὥρα, βάλε κάτω τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐξέτασε τὸν ἀμερόληπτα καὶ χωρὶς ἐλαφρυντικά.
Α´

Ἐξέτασέ τον πρῶτα ἐὰν εἶναι ἐντάξει στὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Θεό:

Ποιὰ εἶναι ἡ πίστις σου καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη σου πρὸς τὸν Θεό; Μήπως στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς σου ἀπελπίζεσαι καὶ γογγύζεις κατὰ τοῦ Θεοῦ; Μήπως πιστεύεις σὲ ὄνειρα καὶ δεισιδαιμονίες; μήπως διαφωτίζεις καὶ ὁδηγεῖς ἄλλους στὰ νὰ τηρήσουν διάφορες δεισιδαιμονίες καὶ προλήψεις; Κατέφυγες καμμιὰ φορὰ στὰ μάγια, τὸν πνευματισμὸ κλπ.; Μήπως παρεσύρθης ποτὲ ἀπὸ αἱρετικὲς διδασκαλίες; Μήπως συζητεῖς μὲ τοὺς μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ ἄλλους αἱρετικούς; Μήπως πηγαίνεις στὶς συναθροίσεις τους, ἢ διαβάζεις τὰ βιβλία τους; Ἀφίνεις τὸ στόμα σου ἐλεύθερο ὥστε νὰ βγαίνουν ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπρεπεῖς λόγοι, ὕβρεις, κακολογίες, κατάρες; Μήπως ὠρκίσθηκες χωρὶς λόγο ἤ, τὸ χειρότερο, ψευδῶς; Προσεύχεσαι καὶ ἐκκλησιάζεσαι τακτικά; Στέκεσαι στὴν προσευχὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀπαιτούμενη εὐλάβεια; Φυλάττεις τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, τὶς νηστεῖες (ἐφ᾿ ὅσον εἶσαι ὑγιής) καὶ τοὺς ἄλλους κανονισμοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας;
Β´

Ἐξέτασε ἔπειτα τῆς συμπεριφορά σου πρὸς τοὺς ἄλλους:

Δείχνεις τὴν ὑπακοὴ καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἐπιβάλλεται στοὺς Ἱερεῖς, τοὺς γονεῖς, τοὺς διδασκάλους σου καὶ γενικῶς πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους σου; Τοὺς τιμᾷς καὶ τοὺς βοηθεῖς στὶς ἀνάγκες τους; Μήπως συνηθίζεις νὰ κατακρίνεις ἢ νὰ κακολογῇς τοὺς Ἱερεῖς ἢ νὰ συμμετέχῃς σὲ συζητήσεις ὅπου διασύρεται καὶ σχολιάζεται ὁ κλῆρος;

Ἂν εἶσαι πατέρας ἢ μητέρα, μήπως ἀποφεύγεις τὴν τεκνογονία;

Φροντίζεις ὅπως πρέπει γιὰ τὰ παιδιά σου, φροντίζεις γιὰ τὶς ψυχές τους, προσέχεις νὰ τοὺς δίνῃς τὸ καλὸ παράδειγμα;

Μήπως ὑβρίζεις ἢ καταριέσαι τὰ παιδιά σου;

Μήπως ἐμποδίζεις τὰ παιδιά σου ἀπὸ τὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο ἢ τὰ σπρώχνεις στὴν κοσμικὴ ζωή;

Μήπως στενοχωρεῖσαι ἂν κάποιο παιδί σου ἐξεδήλωσε διάθεσι νὰ γίνῃ κληρικὸς ἢ νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Χριστὸ καὶ κάνῃς τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸ ἐμποδίσῃς;

Μήπως δημιουργεῖς σκηνὲς καὶ ἐπεισόδια, ἢ βάζεις λόγια καὶ δημιουργεῖς ψυχρότητα ἢ διχόνοια ἀνάμεσα στὴν νύφη, τὴν πεθερά, ἢ τοὺς συγγενεῖς σου;

Ἂν εἶσαι ἐργοδότης ἢ προϊστάμενος, πῶς συμπεριφέρεσαι πρὸς τοὺς κατωτέρους σου; Μήπως τοὺς ἀδικεῖς; Ἂν εἶσαι ἐργάτης ἢ ὑφιστάμενος, εἶσαι εὐσυνείδητος στὴν ἐργασία σου;
Γ´

Μήπως ἐμποδίζεις τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ ἢ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τους; Μήπως εἰρωνεύεσαι ἐκείνους, ποὺ ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν τακτικὰ καὶ γενικὰ ὅσους προσπαθοῦν νὰ ζήσουν τὴν χριστιανικὴ ζωή;

Ἐξέτασε ἀκόμη ἂν ἀγαπᾷς ὅλους, ἂν συγχωρῇς ἐκείνους ποὺ σὲ ἔβλαψαν, ἂν ὀργίζεσαι, ἂν ἐζημίωσες κανέναν, ἂν ἐφάνης ἀσυνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις σου, ἂν στὸ ἐπάγγελμά σου ἐργάζεσαι μὲ τιμιότητα, χωρὶς νοθεῖες, αἰσχροκέρδεια κλπ.

Μήπως ὑποκύπτεις στὰ σοβαρὰ ἁμαρτήματα τῆς χαρτοπαιξίας, τῆς συκοφαντίας, τῆς κατακρίσεως;…
Δ´

Ἐξέτασε ἀκόμη, μὲ ἰδιαιτέραν αὐστηρότητα τὴν ζωή σου ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως. Προσέχεις τί διαβάζεις, τί ἀκοῦς, τί συζητεῖς; Μήπως συχνάζεις σὲ θεάματα ποὺ προσβάλλουν τὴν ἠθική, σὲ διασκεδάσεις, χορούς κλπ.;

Μήπως σὲ παρασύρει ἡ μόδα, ὁ καλλωπισμὸς καὶ ἡ φιλαρέσκεια, ὥστε νὰ δημιουργῇς περιττὰ ἔξοδα, ἢ νὰ παραμελῇς ἄλλα σοβαρώτερα καθήκοντα, ἢ νὰ χάνῃς ἄσκοπα τὸν πολύτιμο χρόνο σου;

Μήπως διέπραξες ὁποιαδήποτε ἀνήθικη ἁμαρτία μὲ ὁποιοδήποτε πρόσωπο;

Ἂν εἶσαι νέος ἢ νέα, μήπως ἐκτίθεσαι σὲ συζητήσεις καὶ συναναστροφές, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσουν ἴσως σὲ ἠθικὲς παρεκτροπές;

Μήπως, μὲ τὴν ἐνδυμασία σου, μὲ τὰ βλέμματά σου, μὲ τὰ λόγια σου, γενικὰ μὲ τὴν ἀπρόσεκτη συμπεριφορά σου, γίνεσαι ἀφορμὴ σκανδάλου;

Ἂν εἶσαι μνηστευμένος, προσέχεις τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σου μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου σου;

Ἂν εἶσαι σύζυγος, ἐτήρησες κατὰ πάντα τὴν συζυγικὴ πίστι;

«Ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συντρίμματα ὑμῶν». (Ἱερεμίας, Γ´ 22)
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΙ

ΑΦΟΥ κάνῃς ὅσο μπορεῖς καλύτερα αὐτὴ τὴν ἐξέτασι τῆς συνειδήσεώς σου, θὰ πρέπῃ νὰ αἰσθανθῆς στὰ βάθη τῆς ψηχῆς σου λύπη καὶ συντριβή. Διότι μὲ τὶς ἁμαρτές σου ὕρβισες τὸν Θεό. Σὺ ὁ μικρὸς ἄνθρωπος τὸν μεγάλο Θεό. Σὺ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τὸν Ἅγιο Θεό. Τὸ πλάσμα τὸν Πλάστη του. Τὸ δημιούργημα τὸν Δημιουργό του. Ἐκεῖνον, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ χέρια εὑρίσκεται ἡ ζωή σου καὶ ἡ ὑπαρξίς σου. Ἐκεῖνον, εἰς ἕνα νεῦμα τοῦ ὁποίου ὑποτάσσεται τὸ σύμπαν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἀκόμη ἐφάνηκες ἀχάριστος στὸν μεγαλύτερό σου εὐεργέτη. Σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σοῦ χαρίζει ὅλα τὰ ἀγαθά. Σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σὲ ἀνέχεται καὶ δὲν σὲ τιμωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Σὲ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐσυλλογίσθηκε τὸν Υἱό Του, ἀλλὰ τὸν παρέδωκε στὸν σκληρὸ καὶ ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ Σταυροῦ γιὰ τὴν δική σου σωτηρία.

Θὰ λυπηθῇς καὶ θὰ στενοχωρηθῇς γιὰ ὅλα αὐτά. Τότε θὰ εἶναι πραγματικὴ ἡ μετάνοιά σου. Τότε θὰ δεχθῆ τὴν Ἐξομολόγησί σου ὁ Θεός. «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον ( καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Ὅλοι ὅσοι πραγματικὰ μετενόησαν, αὐτὸ ἔκαναν. Ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω». Ἡ πόρνη ἐκείνη γυναίκα μὲ τὰ δάκρυα τὴν ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ μόλις συναισθάνθηκε τὸ σφάλμα τοῦ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς».

Μὲ τὴν λύπη αὐτὴ καὶ τὴν κατάνυξι ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἐξομολογητήριο.

Δίδου μοι κατάνυξιν καὶ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσιν καὶ τοῦ βίου διόρθωσιν, εἰς πάθη τοῦ σώματος νῦν βεβυθισμένῳ καὶ μεμακρυσμένῳ ἐκ σοῦ, Θεὲ παμβασιλεῦ, καὶ μηδαμόθεν ἐλπίδα ἔχοντι καὶ σῶσόν με τὸν ἄσωτον διὰ πολλὴν ἀγαθότητα, Ἰησοῦ παντοδύναμε, ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. (Προσόμοιον κατανυκτικὸν γ´ ἤχου)
ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνεια. Γνώριζε ὅτι καὶ μία ἔστω ἁμαρτία ἂν δὲν ἐξομολογηθῇς, ὄχι μόνο δὲν συγχωρεῖσαι δι᾿ ὅσες ἐξομολογήθηκες, ἀλλὰ διέπραξες καὶ μία ἀκόμη σοβαρώτερη ἁμαρτία, διότι ἐνόμισες πὼς θὰ κρυφθῇς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τὰ γνωρίζει ὅλα. Μὴν ἀφίνης τὸν ἑαυτό σου νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἐντροπῆς ποὺ σοῦ δημιουργεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Διάβολος. Πρέπει κανεὶς νὰ ἐντρέπεται τὴν ὥρα ποὺ ἁμαρτάνει καὶ ὄχι τὴν ὥρα ποὺ ἐξομολογεῖται. Συλλογίσου πόση ἀγάπη δείχνει καὶ στὰ σημεῖο αὐτὸ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπαιτεῖ νὰ φανερωθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἐπιβάλλει τῶν ἀνθρώπων ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἐνώπιον μόνο του Ἱερέως, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος, ποὺ θὰ μάθῃ τὰ σφάλματά σου. Καὶ ὁ Πνευματικὸς εἶναι ἀπόλυτα ὑποχρεωμένος –ἐπὶ ποινῇ καθαιρέσεως– νὰ τηρήσῃ ἱερὰ καὶ ἀπαραβίαστα τὰ μυστικὰ τῆς Ἐξομολογήσεως, ὄχι μόνο στὶς ἰδιωτικές του συζητήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον οἱασδήποτε δικαστικῆς ἢ πολιτικῆς ἀρχῆς. Σκέψου ἄλλωστε ὅτι ὁπωσδήποτε οἱ ἁμαρτίες μας πρέπει μία φορᾷ νὰ φανερωθοῦν. Καὶ θὰ φανερωθοῦν ἢ ἐδῶ, στὸν Πνευματικό σου ὁπότε θὰ συγχωρηθοῦν, ἢ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐνώπιον δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων, χωρὶς ἐλπίδα συγχωρήσεως, ἀλλὰ μόνο πρὸς καταισχύνη καὶ αἰώνια τιμωρία μας. Ποῦ λοιπὸν εἶναι προτιμότερο νὰ φανερώσῃς τὶς ἁμαρτίες σου; συλλογίσου ἀκόμη, τί θὰ ἔλεγες γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ πῆγε στὸν γιατρό, ἐντρέπεται ἂν δείξη σὲ αὐτὸν τὶς πληγὲς καὶ τὰ ἄρρωστα μέλῃ του; Πῶς μπορεῖ νὰ περιμένῃ θεραπεία ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Γιὰ νὰ ἐξασφαλισθῇς καὶ νὰ νικήσῃς ἐξ ἀρχῆς τὸν θανάσιμο αὐτὸ κίνδυνο, ἐξομολογήσου πρώτη ἐκείνη τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία ἐντρέπεσαι περισσότερο.
ΠΡΟΣΕΧΕ ΟΤΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΑΙ

ΜΗ πῇς ἀόριστα καὶ γενικά: Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός. Ὅπως ὁ ἄρρωστος δὲν λέει στὸν γιατρὸ ἁπλῶς: Εἶμαι ἄρρωστος. Ἐξομολογήσου καθαρὰ τὸ εἶδος τὴν κάθε ἁμαρτίας σου καὶ ἂν μία ἢ πολλὲς φορὲς ἔπεσες σὲ αὐτή.

Μὴ περιμένεις τὸν Πνευματικὸ νὰ σὲ ἐρωτᾷ: «Λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῆς». Κατηγόρησε μόνο τὸν ἑαυτό σου. Μὴ ζητήσῃς νὰ ρίξης τὰ βάρος στοὺς ἄλλους, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα. Μὴ προσπαθήσης νὰ δικαιολογηθῇς.

Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν, τότε τί πρέπει νὰ ποῦμε ἐμεῖς:
ΑΦΟΥ ΟΜΙΛΗΣΗΣ, ΑΚΟΥΣΕ

ΑΚΟΥΣΕ μὲ μεγάλη προσοχὴ τί θὰ σοῦ πῇ ὁ Πνευματικός. Γράψε στὸ πλάτος τῆς καρδιᾶς σου τὶς ὑποδείξεις καὶ τὶς συμβουλές του, μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη προσοχή, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄρρωστος ἀκούει τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ, γιὰ τὰ φάρμακα ποὺ πρέπει νὰ πάρῃ καὶ τὴν δίαιτα ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ. Δέξου μὲ χαρὰ καὶ προσπάθησε νὰ ἐφαρμόσῃς μὲ ἀκρίβεια καὶ σχολαστικὰ τὸν «κανόνα» ποὺ θὰ σοῦ βάλῃ. Ἰδιαίτερα πρόσεξε μὴ τυχὸν καὶ προσέλθῃς στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ.

Ὅταν ἡ Ἐξομολόγησίς σου γίνῃ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐκθέσαμε ἕως τώρα, τότε θὰ δοκιμάσῃς προσωπικὰ καὶ ὁ ἴδιος τὰ μεγάλα ἀποτελέσματα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ χαρά, ποὺ φέρνει στὴν ψυχὴ ἡ καλὴ Ἐξομολόγησις.

Ὁ Ἀμνὸς ὁ τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων πάντων τᾶς ἁμαρτίας, ἄρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δὸς δάκρυα κατανύξεως. (Ἐκ τοῦ Μεγάλου Κανόνος)
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ

ΑΦΟΥ λοιπὸν ἐξομολογηθῇς, χρειάζεται νὰ προσέξῃς καλύτερα τὴν ζωή σου.

Τώρα ποὺ ὁ Κύριος σὲ συγχώρησε καὶ ἡ ψυχή σου καθαρίστηκε ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, πρόσεξε νὰ μὴν ξαναλυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες σου. Προφύλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ κάθε τί ποὺ μπορεῖ νὰ ξαναλερώσῃ τὴν ψυχή σου. Διότι πρέπει νὰ ξέρῃς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ χριστιανικὴ μόρφωσις καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις μιᾶς μέρας, ἀλλὰ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ σὲ ἀπασχολῇ σὲ ὅλη σου τὴν ζωή.

Μὲν ἐπαναπαυθῇς, λοιπόν, στὸν ὅτι μετενόησες καὶ ἐξομολογήθηκες, ἀλλὰ φρόντισε νὰ ἐξακολουθήσῃς τὸν καλὸ δρόμο, ποὺ σοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς καὶ ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήση στὴν ἀληθινὴ εὐτυχία.

«Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι» (Ψαλμ. ΛΑ´ 1)
ΑΓΩΝΙΖΟΥ ΤΟΝ ΚΑΛΟΝ ΑΓΩΝΑ

ΠΑΡΕ σταθερὴ καὶ ὁριστικὴ ἀπόφασι νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας καὶ νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ κάθε θυσία, προκειμένου νὰ τηρήσῃς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ εὐγενέστερος ἀγών. Ὁ ἀγὼν ποὺ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τοῦ δημιουργεῖ τὴν βαθύτερη χαρά. Ἀγωνίζου, ἐνθυμούμενος ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἀγωνίσθηκες γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό, ὕστερα ἀπὸ λίγο κόπο ἐδοκίμασες τὴν μεγαλύτερη ἱκανοποίησι, ἐνῷ ἐὰν ὑπεχώρησες στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἁμαρτίας, ὕστερα ἀπὸ λίγη εὐχαρίστησι ἐδοκίμασες τὴν μεγαλύτερη ἀπογοήτευσι καὶ ἀηδία. Ἀγωνίζου… Κι ἂν στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τραυματισθῇς, μὴν ἀποθαρρύνεσαι. Σπεῦσε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, σπεῦσε δὲ πάντοτε στὸ ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐξομολόγησι. Θὰ βρίσκῃς πάντοτε ἐκεῖ τὴν θεραπεία, τὴν συγγνώμη, τὴν δύναμι νὰ συνεχίσης τὸν ἀγῶνα σου.

«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμο ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». (Μάρκ. Η´ 36)
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΣΑ

ΦΡΟΝΤΙΣΕ νὰ μελετᾷς καὶ νὰ μαθαίνῃς καλύτερα τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Μὴ παραλείπεις μὲ τὴν προσευχὴ νὰ ζητῇς παρὰ τοῦ Θεοῦ δύναμι καὶ ἐνίσχυσι, ὥστε νὰ ἀγωνίζεσαι κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἰδιαιτέρως δὲ μὴ παραλείπεις τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν οὐράνια τροφὴ τῆς ψυχῆς μας, τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅποιος τρέφεται παίρνει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ χρειάζονται γιὰ νὰ συντηρηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ ἡ ψυχή του.

«Χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι». (Λουκ. ΙΕ´ 10)
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

ΕΞΕΥΓΕΝΙΖΕΙ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἰρηνεύει τὴν ψυχή του. Τοῦ δίνει ὁδηγίες καὶ κατευθύνσεις γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι πραγματικὴ εὐλογία τῆς ζωῆς μας, διότι εἶναι ἐκείνη ποὺ συμφιλιώνει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ἐπὶ πλέον τοὺς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν ἐντός τους τὴν μεγάλη δωρεὰ τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγάπησε τὴν μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, πήγαινε ὅσο μπορεῖς πιὸ συχνὰ σὲ αὐτὴν καὶ ἔτσι θὰ δοκιμάσης καὶ θὰ ἰδῆς καινούργιες ἡμέρες στὴν ζωή σου, ἡμέρες ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης.

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ



ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ
 
Η εισήγηση αυτή έχει αντικείμενο ένα σπουδαίο για τη ζωή των Χριστιανών θέμα, το θέμα που άφορα τα πάθη και την απάθεια, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξοδικά αναφέρεται σ’ όλους σχεδόν τους λόγους και τις ομιλίες του.

Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρω ότι ή πλούσια αποστολικό πατερική του πείρα δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε ότι ή διδασκαλία του για τα πάθη του ανθρώπου και την απεγκλωβίσει απ’ αυτά είναι προϊόν κάποιας ψυχολογικής γνώσεως ή καρπός στοχαστικών και φανταστικών επινοήσεων, αλλά μιάς βαθιάς Αγιοπνευματικής εσωτερικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την πολυχρόνια ασκητική βίωση και μοναχική παράδοση κυρίως στο Άγιο Όρος. Έτσι είναι έξω από την ηθικιστική εκείνη θεώρηση της πνευματικής ζωής που προσπάθησαν στην εποχή του, αλλά και μεταγενέστερα μερικοί να παρουσιάσουν στο χώρο της Ορθοδοξίας. Από τις προσωπικές του μάχες κατά των παθών και των δαιμόνων που τα υποκινούν, αλλά και από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή του ψυχή, μάς παρέδωσε την μαρτυρική πληροφορία ότι “μαρτυρίου στέφανον λήψεται ό τα πάθη δι’ αρετής τροπωσάμενος”.

Μέσα από τα κείμενα του λοιπόν θα παρακολουθήσουμε την φθοροποιό και θανατηφόρο ενέργεια των παθών που δι’ αυτών “τυπουται σκότος νοερόν” στην ψυχή, την απομακρύνει από τη ζωή, που είναι το θείο φως της, και τής επιφέρει τον θάνατο της, που είναι και ο πραγματικός θάνατος, που τον ονομάζει ό άγιος “σκότος πονηρόν” και προκαλεί λύπη αφόρητη.

Επίσης στα κείμενα του διδάσκει πώς να υπερβαίνει κανείς τα πάθη και τα θανατηφόρα αποτελέσματα τους και πώς να αποκτά με την συνεχή στροφή του λογισμού γύρω από τα θεία τις αρετές και εν συνεχεία πώς ή ενάρετη ψυχή παραλαμβάνεται από τη Χάρη του Αγίου πνεύματος και οδηγείται στα απόρρητα εκείνα αγαθά “α οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου τοιούτου ουκ ανέβει”.

Για να ανάλυση κανείς την διδασκαλία του Αγίου για το θέμα αυτό διεξοδικότερα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη διατριβή. Τόσο πλούσιο υλικό βγαίνει μέσα από τα κείμενα του. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, στο λίγο χρόνο που διατίθεται, να παρουσιάσουμε τα κεντρικότερα σημεία τής πνευματικής του εμπειρίας ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν τον τρόπο με τον όποιο διαδίδονται τα πάθη στον άνθρωπο και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζεται κανείς να φθάσει στη μακαριά απάθεια.

1. Πάθη

α) Προσδιορισμός και εμφάνιση παθών
Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ’ αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. “Διεστραμμέναι δε”, λέγει, “οδοί πάντως και σκολιαί, το μίσος, το ψευδός, ό δόλος, ό φθόνος, ή πλεονεξία, ή υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις”, τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και “‘αγαπώμενα” και “μελετώμενα κατά νουν” αξιώνουν τον άνθρωπο “της θείας αποστροφής”. Οι αιτίες δε που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι ή “αμετρία” και ή “παράχρηση”. Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι ή τροφή αίτια, “αλλά η αμετρία ταύτης ό εστίν ή τρυφή”. Δηλαδή ή γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ό άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει “παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του” απ’ όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη.

Επομένως ή “αμετρία” και ή “παράχρηση” έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του άνθρωπου μ’ αυτόν. Αυτή λοιπόν ή απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και ή εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ’ αυτόν και γεμίζει τη ζωή του πεπτωκότος άνθρωπου από εμπαθείς ενέργειες δημιουργώντας το νόμο τής αμαρτίας, τον όποιο ό Απόστολος ονομάζει “φρόνημα της σαρκός”.

Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ό άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας .Ή απάτη των πρωτοπλάστων ήταν αυτή που αναφέρει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: ήθελαν “προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν” να γευθούν τον καρπό τής ζωής, δηλαδή τη θέωση, αδιαφορώντας για την εντολή που τούς έδωσε ό Θεός. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος. Επήλθε ή σύζευξη του σωματικού και κοσμικού φρονήματος και “μυριοπαθείς ημάς ποιήσασα, πολυτρόπως δίιστησι του απαθούς”. Αυτός λοιπόν ό κόσμος έκτοτε “εν τω πονηρω κείται”, “δια της ημετέρας παραχρήσεως και σφαλεράς διοικήσεως”. Αυτός ό κόσμος “ου κοσμοκράτωρ εστίν ό σατανάς”, αυτός ό κόσμος που αποτελείται από πολυάριθμο “όχλο παθών”, ό οποίος “κτίζεται εκ της φιλαμαρτήμονος ημών γνώμης συνεργεία του πονηρού”, είναι ό απατηλός κόσμος, που προξενεί την οδύνη στη φύση μας και συσσωρεύει μύριες δυσχέρειες κατά καιρούς, στην εσωτερική και εξωτερική ζωή του ανθρώπου.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας τη διαίρεση της ψυχής του Πλάτωνα διακρίνει σ’ αυτή τρεις δυνάμεις: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Νοσεί ό άνθρωπος και στα τρία αυτά λέγει. Ή αρχή της νόσου προέρχεται από το επιθυμητικό, ανεβαίνει στο θυμικό και καταλήγει στο λογιστικό, όπου δια του εθισμού παγιώνεται και συντηρείται η νόσος. Οι επιθυμίες που δόθηκαν από τον Θεό να ζουν οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλώς υπαίτιες. Γι αυτό είναι σύμφυτες με εμάς εξ απαλών ονύχων. Ή φιλαργυρία όμως που φυτρώνει λίγο αργότερα φαίνεται ότι είναι ή αρχή όλων των κακών όχι από τη φύση αλλά από την προαίρεση. Ό Απόστολος Παύλος δε, την ονομάζει ρίζα όλων των κακών. Δημιουργεί δε μετατόπιση της λατρευτικής αναφοράς του ανθρώπου από τον Θεό στα ποιήματα του Θεού οπότε ό Απόστολος “δεύτερον ειδωλολατρίαν προσηγόρευσε”.

Τα πάθη που γεννώνται από την “φιλουλίαν” δεν έχουν καμιά δυνατότητα “προς αγαθοεργίαν”. Ή αδυναμία προσκτήσεώς τους ξεσηκώνουν το θυμικό και προκαλούν την οργή και το θυμό, οπότε θηριοποιούν τον άνθρωπο, ή δε συγκέντρωση υλικών αγαθών τον καθιστά άφρονα, επειδή δεν μπορούν να τον βοηθήσουν σε τίποτε ούτε να του εξασφαλίσουν τη ζωή. Του επιτείνουν την επιθυμία προς πλουτισμό προφασιζόμενος συνεχώς την “πτωχείαν” και παραχώνουν σε χρυσωμένο χώμα, πριν από το φυσικό θάνατο, τον νουν του ζωντανού ανθρώπου, όπου του αλλάξουν τα φρονήματα και τον καθιστούν αντί για φιλόθεον και φιλάνθρωπον, φίλαυτον. Και στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, λέγει ό άγιος, το πρώτο όργανο που άνοιξε τη θύρα των παθών στην ανθρώπινη υπόσταση είναι το επιθυμητικό της ψυχής.

Μετά λοιπόν την φιλοϋλία που είναι το πρώτο γέννημα της πονηράς επιθυμίας εμφανίζεται και το δεύτερον. Αυτό είναι ή φιλοδοξία. Τη χωρίζει σε δυο κατηγορίες: την πρώτη, την κοσμική κενοδοξία, που προσβλέπει “εις καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων”, και τη δεύτερη, τη θρησκευτική κενοδοξία, που επιτίθεται σ’ αυτούς που διακρίνονται στην αρετή. Δι’ αυτής συνεπάγεται “οιησίς τε και υπόκρισις δι’ ων συλήσαι και διασκεδάσαι τον πνευματικόν πλούτον ό εχθρός μηχανάται”.

Υπάρχει και τρίτο γέννημα της “κακώς εχούσης επιθυμίας” που είναι ή γαστριμαργία απ’ την οποία προέρχεται η σαρκική ακαθαρσία.

Οι προεκτάσεις λοιπόν της νοσηρότητας του επιθυμητικού τής ψυχής επιδρούν στο θυμικό και εν συνεχεία στο λογιστικό και επειδή ή ψυχή είναι ενιαία στη διαδικασία της θεραπείας πρέπει όλα να τύχουν θεραπευτικής αγωγής, αρχής γεννώμενης από του επιθυμητικού.

Ή κατ’ ενέργεια διάπραξη των πολυειδών παθών και ή εξωτερίκευση αυτών στηρίζεται στη νοσηρότητα του τρίμερους της ψυχής, οπότε μετά την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και τη θεραπεία του όλου άνθρωπου μπορεί ό άνθρωπος να κρατήσει σε ισόρροπη θέση τις τρεις λειτουργίες της ψυχής προσφέροντας την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό. Έτσι θα δειχθεί περίτρανα ή πείρα και διδασκαλία των Πατέρων ότι ή παρουσία των παθών σ’ ολόκληρη την ψυχή ή στις επιμέρους λειτουργίες της είναι μια συνάντηση με κάποιον ξένο που έρχεται προς αυτή προς αλλοτρίωση και κατεξουσιασμό της και δεν έχει καμιά σχέση ή δημιουργική ενέργεια του Θεού στην παραγωγή τους.

Β’ ΕΙΔΗ ΠΑΘΩΝ
Τα πάθη κατά την διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά αν και είναι ποικίλα και πολύμορφα ωστόσο έχουν μεταξύ τους μια αλληλουχία. Εξαρτώνται και συνδέονται και μεταβιβάζουν την ενεργητικότητα τους γεννώντας άλλα. Επί παραδείγματι το πάθος της κενοδοξίας γεννά το φθόνο και πολλές φορές καταλήγει και στο φόνο. Από τον εγωισμό γεννιέται ή οίηση, ή υπερηφάνεια και ή υποκρισία, ακόμη και ή φιληδονία.

Στα έργα του Αγίου ή πρώτη διάκριση γίνεται με βάση την προέλευση των παθών. Έχουμε λοιπόν πάθη που προέρχονται από τα “σωματικά αισθητήρια” που γεννούν όπως είδαμε “την φιλοκτημοσύνην και φιλαργυρίαν”. Οι σωματικές αισθήσεις υποκινούνται από “άλλην περιεκτικωτάτην αίσθησιν ένδοθεν, την φαντασία”, όπου γεννώνται άλλες ηδονές και πάθη, όπως ή φυσίωσι και ή αλαζονεία. Υπάρχουν δε και μικτά πάθη που είναι γεννήματα από την αίσθηση και τη φαντασία, όπως είναι ή ανθρωπαρέσκεια, ή κενοδοξία και ή υπερηφάνεια.

Από όλες τις σωματικές αισθήσεις στέκεται ό άγιος στη γεύση.
Αυτή, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της αναγκαίας για το σώμα τροφής, καταλήγει, όπως είδαμε, στην γαστριμαργία ή πολυποσία. Από τη γαστριμαργία σαν από βορβορώδη δεξαμενή αναδίδονται βδελυροί κρουνοί που αρδεύουν με πλούσιο υλικό τα σαρκικά και υπογάστρια πάθη, όπως είναι ή πορνεία, ή μοιχεία, ή ακολασία, ή ασέλγεια και “πάσα ή της σαρκός ακαθαρσία”. Αυτά αφού υποδουλώσουν και την ακοή και την δράση και την όσφρηση, καθιστούν ποθεινά τα μυσαρά πράγματα, τα αισχρά λόγια, τα πορνικά άσματα, τα σατανικά χορεύματα, τα μυραλείματα, που υποβοηθούν τις αισχρότητες, τα βδελυρά φτιασιδώματα, τους στολισμούς δια πολυτελών ενδυμάτων και αναδημάτων. Έτσι χάνει τη σοφία ο νους που χορηγεί το άγιο Πνεύμα και κυριεύεται από άνοια. Εγκαταλείπει τον Θεό και γίνεται πλέον κτηνώδης ή δαιμονιώδης. “Νους γαρ αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Ταις σαρκικαις έπιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί και μέτρον ηδονής ου γινώσκει”.

Τα πάθη της φαντασίας είναι εκείνα που υποδαυλίζονται από το διάβολο. Τις περισσότερες φορές δεν υποκινούνται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κατ’ ευθείαν ο διάβολος ενεργεί δια των οκτώ γνωστών πειρασμών στο χώρο της φαντασίας, χωρίς πολλές φορές να τα συνειδητοποιεί.

Σε μια άλλη κατηγορία ο άγιος εντάσσει τα λεγόμενα ελάχιστα και ασήμαντα πάθη που οδηγούν όμως σε άλλα σοβαρότερα. Π.χ. η ευτραπελία, ή μωρολογία, ή βωμολοχία είναι δυνατόν όχι μόνο να οδηγήσουν την ψυχή σε πιο σοβαρά ολισθήματα, επειδή είναι «υπέκαυμα και προτροπή προς πορνεία», αλλά και τα ίδια, όπως και τα μεγάλα, εμποδίζουν την πνευματική ανάπτυξη της ψυχής και την πορεία της προς την τεθλιμμένη οδό της σωτηρίας.
γ) Συνέπειες των παθών.
Μια οδυνηρή συνέπεια των παθών, που παρατηρείται στη ζωή του ανθρώπου, είναι ή στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό. Ή παράβαση της εντολής του Θεού που διέπραξε τον παλαιό καιρό έγινε πρόξενος παντός θανάτου, της ψυχής και του σώματος, “του κατά τον νυν αιώνα και του κατά την ατελεύτητων εκείνη κόλασιν”.
Και ο κυρίως θάνατος είναι το “διαζευχθήναι την ψυχήν της θείας Χάριτος και τη, αμαρτία συζηγήναι”. Αυτός δε ο θάνατος, ο θάνατος της ψυχής, είναι ή εγκατάλειψη του Θεού. Το αίτιο δε της θείας εγκαταλείψεως δεν έχει τη γένεσή του στον Θεό, αλλά στην αμαρτία. Δηλαδή στην αυτεξουσιότητα του ανθρώπου που ο Θεός ουδέποτε παραβιάζει. “Ημείς ούν έσμέν, φευ, οι του οικείου θανάτου γεννήτορες”, λέει χαρακτηριστικά. Έτσι τονίζεται στα κείμενα του Αγίου, όπως και σ’ όλους τους ανατολικούς Πατέρες, ότι ο θάνατος, ή αμαρτία και οι συνέπειες της δεν έχουν οντολογικό περιεχόμενο, ούτε είναι μία φύση έστω κακή φύση, αλλά ή λανθασμένη προαίρεση του ανθρώπου που έχει φθοροποιές και νεκροποιές συνέπειες στη φύση του, αφού αλόγως αυτονομείται από την αρμονία της καθολικής φύσεως, που διοικείται από τον Δημιουργό. Αλλά και ο σωματικός θάνατος σαν έσχατο καταγώγιο της τραχείας οδού “εις ην εισήγαγεν των ανθρώπων το γένος ή αμαρτία”, αφού προηγουμένως έκανε το σώμα πολύμοχθο, πολύπαθες και φθαρτό, είναι προέκταση της παραβάσεως και επακόλουθο της αμαρτίας. Και αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός, αλλά ως συνέπεια και αυτός της θείας ακοινωνησίας παραχωρήθηκε συντηρώντας ή πρόνοια του Θεού το αυτεξούσιο και καταργώντας ταυτοχρόνως την παγίωση και αθανασία του κάκου. Προανήγγειλε όμως αυτόν με το “γη ει και εις γήν απελεύση” και επέτρεψε να συμβεί μη εμποδίζοντας “το εκβησόμενον συν δίκη”.

Όχι μόνον ο θάνατος είναι συνέπεια της παραβάσεως και των απ’ αυτήν εκφυομένων παθών, αλλά και ή επίγειος ζωή. Λέγει χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της αμαρτίας “ενεδύθημεν τους δερμάτινους χιτώνας, το νοσηρόν τούτο και θνητό και πολυώδυνο σώμα” και μετοικήσαμε στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και καταδικαστήκαμε να ζούμε “πολύπαθη και πολυσύμφορον βίον”. Και όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αφού γυμνωθήκαμε από τα λαμπρά εκείνα ενδύματα “των θείων περιβολών”, ενδυθήκαμε τις εφήμερες τρυφές, τιμές και δόξες της σαρκός.

δ) Ο ρόλος του Σατανά
Κατά τον άγιο ο διάβολος, ο νοητός αρχέκακος όφις, όπως τον ονομάζει, έχοντας αυτομολήσει στην κακία, στερείται της αληθινής ζωής και αφού δικαιως απωθήθηκε απ ‘ αυτήν, γίνεται νεκρό πνεύμα όχι κατ ‘ ουσία, επειδή ή νεκρότης δεν έχει ουσία, αλλά “κατ ‘ αποβολή της όντως ζωής”. Και επειδή “ου κόρον λαμβάνει” την προς την κακία ορμή, καθίστα τον εαυτό του “νεκροποιόν πνεύμα”. Και έτσι απ αρχής είλκυσε με δόλο τον άνθρωπο προς την “οικείαν νέκρωσιν”. Ό ρόλος λοιπόν του διαβόλου έκτοτε είναι να προσεγγίζει τον άνθρωπο και με απατηλές υποσχέσεις να τον απομακρύνει από την αγαθότητα του Θεού και στο μέτρο που τον πείθει να του μεταδίδει στο σώμα και στην ψυχή του τα στοιχεία της νεκροποιού ενεργείας του, που είναι τα πάθη, και δι’ αυτών να οδηγεί τη φύση του στη πολυσύμφορη και νεκροποιό κατάληξη.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς από τις προσωπικές του εμπειρίες που έχει για την πολεμική του διαβόλου λέγει, ότι ό σατανάς δεν υπαγορεύει απ ‘ ευθείας την αμαρτία, μάλιστα όταν ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την Εκκλησία και τα μυστήρια, αλλά υποκλέπτει “πανούργος” την διάθεση του λέγοντας του ψιθυριστά: Και συ ζώντας μόνος σου χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού, ούτε να προσεχής τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς να αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μην απομακρύνεσαι από το αγαθό. Έτσι ,σιγά- σιγά τον αποσπά από την θεία επίβλεψη παραδίδοντας τον στα πονηρά έργα και στις πονηρές συνήθειες του κόσμου, όπου οι δαίμονες είναι “κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου”. Αυτό το κάνει με μεγαλύτερη βία και μανία στους αγωνιζόμενους, ακόμη και στους υψηλά πνευματικός ισταμένους. Μόνον όταν ασφάλιση κανείς την ψυχή του με ύμνους και προσευχές προς τον Θεό, διδάσκει στον 51ο λόγο του ό άγιος, ό αντίπαλος δεν θα έχει θέση μέσα του. Θα απομακρυνθεί μαζί μ ‘ αυτόν ” και πάσα ή περί αυτόν φατρία των κακών”. Θα κοσμηθεί ή ψυχή από τη συμμετρία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση και θα συνδέεται δια της αγάπης με τον Χριστό τον βασιλέα της ειρήνης και τους ανθρώπους, ζώντας ειρηνική και αστασίαστη ζωή.

2. ΑΠΑΘΕΙΑ
α) Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.
Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της “ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού”, χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ‘ αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το “Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών”.
Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ‘ Αυτόν. Λέγει σ ‘ ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό”. Απέχει όμως από την τελική σωτηρία “τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων”. Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά “την άνωθεν ευσπλαγχνίαν”. Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.

Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ‘ τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι “πολλά πταίομεν” και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου “του ειδεχθούς προσωπείου”. Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις “θεοφιλούς ενεργείας” που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.

β) Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.
Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη.
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. “εις μεν τους αρχαρίους”, λέγει, “επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησης του θείου φωτός”.

Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ‘ αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο “πρώτη απάθεια”, ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον “κεκαθαρμένον” άνθρωπο ονομάζεται “δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ‘ ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, “όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν”, κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία “το πολυπόρευτον τής διανοίας”, όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης”.

Ξεχωρίζει ό άγιος εδώ την αντίληψη των στωικών για την απάθεια που τη βλέπει ενσαρκωμένη στις φιλοσοφικές απόψεις του Βαρλαάμ. Ό Βαρλαάμ δεν έχει ασκητική εμπειρία και πατερική γνώση για την απάθεια, αλλά σαν ψυχρός φιλόσοφος εξάγει την έννοια της απαθείας από την ετυμολογική της σημασία. Απάθεια θεωρεί τη νέκρωση του παθητικού, οπότε προβαίνει σε φυσιολογικό ευνουχισμό των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Ό άγιος Γρηγόριος όμως αναιρώντας την αντίληψη αυτή απαντά ως έξης: “ό φιλόσοφος δια μεν την απάθεια ήκουσε και εφαντάσθη δια δε την αναλγησία (νέκρωσιν) του επιθυμητικού δεν ήκουσε ότι τείνει προς το κακόν και ότι κακίζετε από τούς Πατέρας”. Και αφού αποδεικνύει το γεγονός με πλήθος γραφικών και πατερικών χωρίων προσδιορίζει την ορθόδοξη απάθεια με το εξής απαράμιλλων χωρίον: “Εμείς, φιλόσοφε, δεν διδαχθήκαμε την απάθεια κατ’ αυτόν τον τρόπον, δηλαδή την νέκρωσιν του παθητικού, αλλά την από χειρόνων επί τα κρείττω μετάθεσιν αυτού και την επί τα θεία καθ’ έξιν ενέργεια, αποστρεφομένου (του παθητικού) τελείως τα πονηρά και εστραμμένου προς τα καλά. Και αυτός είναι δι’ ημάς απαθής, ό απομακρύνας τάς πονηράς εξείς και πλουτήσας με τας αγαθάς”.

Δεν μπορούμε επομένως όταν μιλάμε για απάθεια να μιλάμε για καταστροφή των παθών ή κάποια αποβολή ουσιαστικών πραγματικοτήτων, αλλά για μεταστροφή και μετασκευή λειτουργιών των δυνάμεων της ψυχής και αισθήσεων του σώματος του ανθρώπου.

Την απάθεια ό άγιος την ονομάζει “μακάριον πάθος”. “Υπάρχουν”, λέγει, “και πάθη μακάρια και κοιναί ενέργειαι τής ψυχής και σώματος, αι οποίαι δεν προσηλώνουν το πνεύμα εις την σάρκα, αλλά ανυψώνουν την σάρκα πλησίον τής αξίας του πνεύματος και πείθουν και αυτήν να κοιτάξει προς τα άνω. Ποίαι είναι αύταί; Αί πνευματικαί αι οποίαι δεν προχωρούν από το σώμα εις τον νουν, αλλά διαβαίνουν από τον νουν εις το σώμα και δια των ενεργημάτων και παθημάτων τούτων το μετασχηματίζουν προς το καλύτερον και το θεουργούν”. Έχουμε εδώ τη γνωστή έκφραση του Αγίου ότι πραγματικός γνώστης του Θεού είναι εκείνος που “πάσχει τα θεία” και οπωσδήποτε έχει επιθυμητικών “επαινετόν και θείον”.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι ή απάθεια δεν είναι εύκολο έργο του καθενός. Κυρίως όταν δεν υπάρχει ένταση και επιμονή στην άσκηση και την προσευχή. Επειδή ό Θεός είναι το “άκρως εφετόν” του καθενός άνθρωπου χρειάζεται ο καθένας μας με μια σοβαρότερη και πιο ενσυνείδητη πνευματική ζωή να αποκτά σταδιακά τις καλές έξεις οδηγούμενος προς την ευαγγελική αγάπη. Ή δε επιμονή των Πατέρων της Εκκλησίας αυτή είναι: το να εργάζεται κανείς έντονα την πρακτική και θεωρητική ζωή που τη μια τη λένε “πρακτική φιλοσοφία” και την άλλη “θεία θεωρία”. Και στο μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός και της εργασίας που θα καταβάλει θα ελκυστεί ή Χάρις του Πανάγαθου Θεού για να μεταμόρφωση το εσωτερικό του καθενός και να χαρίσει την μακαριά απάθεια, που ως γνωστόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταστήσει τον άνθρωπο δεκτικών της τελείας αγάπης και χωρητικών δοχείων της θεώσεως

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΓΙΟΛΟΓΙO 2004
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΆΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Κολλυβάδες και Θεία Λατρεία



 Κολλυβάδες και Θεία Λατρεία

του Αρχιμ. Νικόδημου Σκρέττα,

Επίκουρου Καθηγητή του Α.Π.Θ.

Α΄. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ.

Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας1, ἐποχὴ ἐντόνων ζυμώσεων καὶ ἀνατρο-πῶν, ὡς πρὸς τὶς πολιτικὲς καταστάσεις καὶ τὰ φυλετικὰ ζητήματα παγκοσμίως, ὑπῆρξε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Γένος καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς» ἡ μεγάλη καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη δοκιμασία, ὡς πρὸς τὴ συνέχεια καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ πρώτου καὶ ὡς πρὸς τὶς ἐνίο-τε καταλυτικὲς καὶ νεκρωτικὲς τυποποιήσεις στὸν χῶρο τῆς δευτέρας, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὰ θέματα τῆς λατρείας γενικὰ καὶ τῆς λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ πληρώματός της εἰδικότερα2.

Ὁ κοινωνικός, πνευματικὸς καὶ ἠθικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σχοινοβατεῖ ἀνάμεσα στὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο, ἀνάμεσα στὴ διαφύλαξη τῆς παράδοσης καὶ τὴν ἀνατρεπτικὴ νεοτερικότητα3, ἐνῶ οἱ αἰῶνες τῆς δουλείας ἐμετρῶντο μέσα στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀγωνιώδους πορείας διατηρήσεως τῶν πνευματικῶν ζωπύρων τοῦ Γένους4.

Παράλληλα μὲ μιὰ ἔντεχνα ἐξιδανικευόμενη κίνηση ἐπιστροφῆς, μέσῳ τῆς θεωρίας τῆς «μετακένωσης»5, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὴν κοιτίδα του6, μετὰ ἀπὸ τὴ δυτική του μετανάστευση, ἐπιχειρήθηκε δυστυχῶς ἡ ἄκριτη εἰσροὴ καὶ ἀποδοχὴ τῶν δυτικῶν προτύπων, ἰδεῶν καὶ θεωριῶν τοῦ λεγομένου «δυτικοῦ διαφωτισμοῦ» στὴ χειμαζόμενη ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὡς θρυλλούμενος «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός»7. Ἡ κίνηση αὐτή, ἀλλοτριωμένη ἀπὸ ὑφέρπουσα ἀρχαιολατρία, ἀναζητεῖ δυτικοὺς φωτιστές, ποὺ θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραὴ ὡς κληρονόμοι τῆς βαρύτιμης προίκας τῶν προγόνων μας8. Τὴ θεανθρωποκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης πρόβαλαν, ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θέασης τοῦ κόσμου, στὴν καιριότερη χρονικὴ στιγμὴ τῶν ζυμώσεων, τὸν ιη΄ αἰώνα, οἱ φιλοκαλικοί, νηπτικοὶ καὶ νεοησυχαστὲς Κολλυβάδες πατέρες9. Στὴ θέση ὅτι ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἡ νοησιαρχία εἶ-ναι ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀφηρημένο στοχαστικὸ-φιλοσοφικὸ σχολαστικισμό, ἀντέταξαν τὰ ἐμπειρικὰ-ἀσκητικὰ γνωσιολογικὰ κριτήρια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ πλαίσιο κυρίως τῆς κολλυβαδικῆς ἔριδας, ὅπως εἶχε γίνει καὶ παλαιότερα στὶς ἀντιθέσεις περὶ τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ-ἀντιησυχασμοῦ10.

Ἡ σύγκρουση τοῦ παραδοσιακοῦ μὲ τὸ εἰσαγόμενο ἀλλότριο νεοτερικὸ ἦταν ἀναπόφευκτη. Ἡ μία μερίδα, μπολιασμένη μὲ στοιχεῖα ἀναιρετικὰ τῆς ταυτότητας τοῦ Γένους, κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἁπλὴ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία μέχρι τὶς ἀπροκάλυπτες ἀθεϊστικὲς τάσεις11. Ὅσοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μὲ τὴν πατερικὴ καὶ ριζωμένοι στὴ ρωμαίϊκη παράδοση ἀποτίμησαν

ψυχραιμότερα καὶ νηφαλιότερα τὶς νέες εὐρωπαϊκὲς προοδευτικὲς ζυμώσεις12 καὶ μὲ κόπους πολλοὺς συγγραφικοὺς καὶ ἐκδοτικούς, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔπραξαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, δημιούργησαν ἕναν ὀρθόδοξο, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ ἑλληνότροπο διαφωτισμό13. Ἔτσι, ὡς ἀπάντηση συγκροτημένη στὴν πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὸ β΄ μισὸ τοῦ ιη΄ αἰώνα, ἐκδηλώθηκε τὸ μεταμορφωτικό, ἡσυχαστικὸ καὶ φιλοκαλικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐνεργῶς διακόνησαν, μὲ ἔργο καὶ λόγο, μὲ γραφίδα καὶ βίο, μὲ συγγραφὲς καὶ ἐκδόσεις, μὲ μεταφραστικὸ πλουτισμὸ καὶ πρωτότυπη θεολογικολειτουργικὴ καὶ κανονικὴ παραγωγή, μὲ συναξαριστικὲς συλλογὲς καὶ νεομαρτυρικὲς προαλείψεις, μὲ ἄσκηση καὶ μαρτύριο συνειδήσεως, μὲ ἔνσταση ὑπὲρ τῆς παραδόσεως (καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνόθευτη πίστη, καὶ ὡς πρὸς τὸ ἀπαραχάρακτο ἦθος, καὶ ὡς πρὸς τὶς καταλυτικὲς τῆς θείας λατρείας τυποποιήσεις καὶ ἀνατροπές), τὸν ἀληθὴ ἁγιοπατερικὸ καὶ ρωμαίϊκο διαφωτισμὸ τοῦ Γένους.

Οἱ πρωτοστάτες τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἀθανάσιος Πάριος, Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ἀλλὰ καὶ οἱ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Χριστόφορος Προδρομίτης, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Ἀγάπιος Κύπριος κ.ἄ., ἐκ τῆς εὐρυτέρας χορείας τῶν Κολλυβάδων, ἀντέταξαν στὰ δυτικὰ «φῶτα» τοῦ Διαφωτισμοῦ τὸ φῶς τῆς βιούμενης στὴ ζωντανὴ λατρεία ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς παραδόσεως, στὸν δρόμο τῆς ἀλαζονικῆς καὶ νοησιαρχικῆς πολυγνωσίας τὸν ἁγιοπατερικὸ δρόμο τῆς καθαιρόμενης, φωτιζόμενης καὶ θεούμενης χαρισματικὰ ὕπαρξης, στὰ πρόσωπα τῶν σοφῶν κατὰ κόσμον καὶ σπουδαγμένων ἀνθρώπων τοὺς θεουμένους ἁγίους καὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς νεομάρτυρες, τῶν ὁποίων διὰ ποικίλων μέσων κατεστάθησαν πνευματικοὶ πρὸς τὸ μαρτύριο ἀλεῖπτες.

Ἡ ἔνσταση λοιπὸν τῶν φιλοκαλικῶν ἦταν ὑπὲρ τῆς παραδόσεως μὲ ἐπίγνωση καὶ βίωμα. Τὸ κίνημά τους, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικό, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στὴ σεβάσμια ἀρχαία παράδοση καὶ τοὺς ἀκατάλυτους λειτουργικοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὰ βιώθηκαν καὶ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ διδαχή, τῆς ὁποίας ἦταν βαθεῖς γνῶστες καὶ μελετητὲς καὶ πάντως ὄχι εὐκαιριακοὶ ἐπιφανειακὰ ἐνασχολούμενοι ἐρασιτέχνες.

Ὡς οἱ πιὸ λόγιοι καὶ μορφωμένοι διδάσκαλοι καὶ πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὴν περίοδο αὐτή14, ἐκφραστὲς τῆς ἀνόθευτης λειτουργικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν καινοτομοῦν ἀντορθοδόξως, ἀλλὰ προβάλλουν θεόσοφα τὸν ἐμπειρικὸ δρόμο τῆς βιούμενης Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς πιὸ καθαρὲς πηγές της, τοὺς βίους τῶν θεουμένων, τὰ συγγράμματα τῶν ἐξεχόντων θεολόγων πατέρων, τὶς ἑρμηνεῖες τῶν μυσταγωγῶν τῆς λατρείας, τὶς προαιώνιες προβλέψεις τῶν Τυπικῶν καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τὸν ταπεινὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ μυστήριο τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν ἄκρα τιμὴ πρὸς τὴν κανονικὴ παράδοση. Μία πορεία ὄχι καινοφανής, πείσμων, ἐριστική, στασιαστική, ἀντιδραστικὴ καὶ ἰδιογνωμική, ἀλλὰ ἕνας δρόμος ἁγιοπατερικός, ἡσυχαστικός, φιλοκαλικός, μυσταγωγικός, ἱεροκανονικὸς καὶ λειτουργικός, ὁ ὁποῖος καταλήγει μὲ ἀδιάρρηκτη συνέχεια σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐκφράζεται ἀπλανῶς

Το αντίδοτο στο φόβο

Το αντίδοτο στο φόβο

Το αντίδοτο στο φόβο δεν είναι το θάρρος ή το θράσος αλλά η αγάπη.
Ο φόβος καλλιεργείται από τις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, προκειμένου το υποκείμενο να χειραγωγείται εύκολα, να καθίσταται υπήκοον και όχι πολιτικόν ζώον, να μην μπορεί να στοχαστεί, αλλά να εφευρίσκει «αόρατους εχθρούς», να μην έχει πραγματική ελευθερία.

φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ' ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει• ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς. ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν• ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ' αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. (πηγή)

Α' Ιωάννου, 4, 18-21

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Μαξίμου Ομολογητού:Προς Θαλάσσιον περὶ Διαφόρων Απόρων της Θείας Γραφής

Μαξίμου Ομολογητού:Προς Θαλάσσιον περὶ Διαφόρων Απόρων της Θείας Γραφής



  
 
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ
ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
ΠΡΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΝ, ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΩΝ
(ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α' - ΝΓ')
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

ΕΡΩΤΗΣΗ 1
Τα πάθη είναι κακά καθεαυτά ή ανάλογα με τη χρήση τους; Εννοώ την ηδονή και τη λύπη, την επιθυμία και το φόβο και όσα ακολουθούν.
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Αυτά τα πάθη, όπως και τα λοιπά, δεν συνδημιουργήθηκαν μαζί με τη φύση των ανθρώπων, γιατί θα συντελούσαν και στον ορισμό της φύσης του ανθρώπου. Υποστηρίζω αντίθετα, αυτό που έμαθα από το μεγάλο Γρηγόριο Νύσσης, ότι εισήλθαν μετά την έκπτωση από την τελειότητα και προσκολλήθηκαν στο αλογότερο μέρος του άνθρωπου, με τα οποία, αντί της θείας και μακάριας εικόνας, ευθύς αμέσως με την παράβαση έγινε φανε­ρή κι ευδιάκριτη στον άνθρωπο η ομοίωση του με τα άλογα ζώα. Γιατί έπρεπε, αφού κατακαλύφθηκε η αξία του λόγου από τα γνωρίσματα της αλογίας που με τη γνώμη του τράβηξε στον εαυτό του, δίκαια να τιμωρείται η ανθρώπινη φύση, οικονομώ­ντας σοφά έτσι ο Θεός να συναισθανθεί ο άνθρωπος το λογικό μεγαλείο του νου του.
Ωστόσο γίνονται καλά και τα πάθη στους σπουδαίους αν­θρώπους, όταν, αποχωρίζοντας τα σοφά από το σώμα, τα μετα­χειρίζονται προς απόκτηση του ουρανού. Για παράδειγμα την επιθυμία θα τη μετατρέψουν σε κίνηση που ορέγεται την νοερή έφεση των θείων, ενώ την ηδονή θα την κάνουν αγαθή ευφρο­σύνη της θελητικής ενέργειας του νου για τα θεϊκά χαρίσματα. Επίσης το φόβο θα τον κάνουν φροντίδα που προφυλάγει από τη μελλοντική τιμωρία εξαιτίας πλημμελημάτων, ενώ τη λύπη μεταμέλεια που διορθώνει ένα υπάρχον κακό, και μ' ένα λόγο, σύμφωνα με τους σοφούς γιατρούς που αφαιρούν με το δηλητηριώδες σώμα του ερπετού της έχιδνας τη λέπρα που πράγματι υπάρχει η υποθέτουν, χρησιμοποιούν αυτά τα πάθη για την αναίρεση μιας παρούσας η αναμενόμενης κακίας για την απόκτηση και τη φύλαξη της αρετής και της γνώσης. Είναι λοιπόν αυτά τα πάθη καλά, όπως είπα, σύμφωνα με τη χρήση τους σε εκείνους που αιχμαλωτίζουν κάθε σκέψη και την κά­νουν να υπακούει στο Χριστό.
Αν κάτι από αυτά λέγεται και για το Θεό από τη Γραφή ή για τους αγίους, για το Θεό για χάρη μας, επειδή κατάλληλα με τα δικά μας πάθη αποκαλύπτει τις σωτήριες για μας κι αγαθοποιές εκδηλώσεις της πρόνοιας, και για τους άλλους, επειδή δεν μπορούν μ' άλλο τρόπο να προσφέρουν τις νοερές σχέσεις τους και διαθέσεις προς το Θεό με σωματική ζωή, χωρίς τα γνωστά πάθη της φύσης μας.
ΣΧΟΛΙΑ
1. Τις διάφορες εκδηλώσεις της πρόνοιας, σχετικά μ' εμάς, τις διαμορφώνει η Γραφή ανάλογα με τα γνωστά σ' εμάς πάθη.
2. Την όποια σχέση των αγίων με το Θεό η Γραφή τη δηλώνει με τούτα τα ονόματα.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 2
Αν ο Δημιουργός δημιούργησε όλα τα είδη που αποτε­λούν τον κόσμο μέσα στις έξι μέρες, τι κάνει ο Πατέρας στη συνέχεια; Γιατί λέει ο Σωτήρας ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα, και εγώ εργάζομαι. Μήπως εννοεί τάχα τη συντήρηση των ειδών που έχουν δημιουργηθεί;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Αφού ο Θεός ολοκλήρωσε τους πρώτους λόγους των Ιω. 5,17 δημιουργημάτων και τις γενικές ουσίες των όντων με μιας, όπως αυτός γνωρίζει, εργάζεται ακόμη όχι μονάχα για τη συ­ντήρηση αυτών των ίδιων των δημιουργημάτων στο είναι, αλλά και για την πραγματική δημιουργία των μερών που υπάρχουν δυνάμει σ' αυτά, αλλά και την εξέλιξη και τη σταθεροποίηση και ακόμα και την εξομοίωση με την πρόνοια των επιμέρους προς τα γενικά, ώσπου, ενώνοντας την αυτόγνωμη ορμή των μερικών με το γενικότερο φυσικό λόγο της λογικής ουσίας μέσω της κίνησης των μερικών προς το αγαθό είναι, τα κάνει σύμφωνα μεταξύ τους και με το όλο και ταυτοκίνητο, χωρίς να έχουν τα επιμέρους προς τα καθόλου τη διαφορά της γνώμης, αλλά να επικρατήσει σε όλα ο ίδιος λόγος και χωρίς να διαιρεί­ται ως προς τις εκδηλώσεις εκείνων στα οποία αποδίδεται εξί­σου, και να παρουσιάσει έτσι πραγματοποιούμενη την θεοποιητική χάρη των όλων, αυτήν για την οποία έγινε άνθρωπος ο Θεός και Λόγος και λέει ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα κι εργάζομαι κι εγώ. Ο ένας δηλαδή εργάζεται ευδοκώντας κι ο άλλος πράττοντας ως αυτουργός και το άγιο Πνεύμα συμπλη­ρώνει κατ' ούσίαν την ευδοκία του Πατέρα για όλα και την αυτουργική πράξη του Υιού, για να γίνει δια μέσου όλων και μέσα σε όλα ένας ο τριαδικός Θεός, ανάλογα ολόκληρος στον καθέ­να σύμφωνα με τη χάρη που αξιώνονται και να θεωρείται μέσα σε όλα, έτσι όπως μέσα σε κάθε μέλος του σώματος ενυπάρχει η ψυχή φυσικά και χωρίς μείωση.
ΣΧΟΛΙΑ
1. Μέσα στην ύλη, δηλαδή την καθολική ουσία των όντων, υπάρχουν δυνάμει τα μερικά που γίνονται από την ύλη ανάλογα με το μέρος, τη γένεση των οποίων, λέει, κάνει πρόδηλα ο Θεός.
2. Εξομοίωση των μερικών προς το καθόλου λέει την ένωση όλων των ανθρώπων με μια κίνηση της γνώμης τους προς το λόγο της φύσης, ένωση που κάνει ο Θεός με την πρό­νοια του, για να πραγματοποιηθεί έτσι και μία γνώμη, όπως είναι μία η φύση όλων, καθώς θα είναι ενωμένοι όλοι μεταξύ τους και με το Θεό μέσω του Πνεύματος.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 3
Ποιός είναι αυτός που κατά το Ευαγγέλιο κρατάει το κανάτι με το νερό και γιατί με νερό, και τον οποίο συναντούν οι μα­θητές που στέλνει ο Χριστός και παίρνουν την εντολή να τον ακολουθήσουν; Και ποιος είναι ο οικοδεσπότης; Και γιατί οι ευαγγελιστές αποσιωπούν αυτό το όνομα; Τι είναι επίσης το ανώγι το μεγάλο και στρωμένο, όπου εκτελείται το φρικτό μυστήριο του θείου δείπνου;[Λουκά 22,7-13]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Η Γραφή δεν αποσιώπησε μόνο το όνομα του άνθρωπου στον οποίο ο Σωτήρας έστειλε τους δύο μαθητές για την προε­τοιμασία του Πάσχα, αλλά και το όνομα της πόλης όπου είχαν σταλεί. Έτσι κατά μία πρώτη ερμηνεία, υποθέτω ότι με την πόλη δηλώνεται ο αισθητός κόσμος και με τον άνθρωπο στο σύνολο του το γένος των ανθρώπων στο οποίο αποστέλλονται, ως μαθητές του Θεού και Λόγου και πρόδρομοι του για να ετοι­μάσουν τη μυστική ευωχία του με τη φύση των ανθρώπων, οι δύο νόμοι, ο νόμος της πρώτης διαθήκης και ο νόμος της Και­νής, ο ένας αποκαθαίροντας τη φύση μας με την πρακτική φι­λοσοφία από κάθε μολυσμό, και ο άλλος ανυψώνοντας με τη θεωρητική μυσταγωγία από τα σωματικά το νου με τη γνώση στα συγγενή του νοητά θεάματα. Απόδειξη γι' αυτό είναι το γε­γονός ότι οι μαθητές που στάλθηκαν ήταν ο Πέτρος και ο Ιω­άννης. Γιατί ως γνωστόν ο Πέτρος είναι σύμβολο της πράξης και ο Ιωάννης της θεωρίας.
Γι' αυτό τους συναντά πρώτος όπως πρέπει αυτός που κρα­τεί το κανάτι με το νερό, σημαίνοντας με τον εαυτό του όλους όσοι βαστάζουν κατά την πρακτική φιλοσοφία των αρετών στους ώμους τους, όπως μέσα στο κανάτι, με τη νέκρωση των επίγειων μελών του σώματος τη χάρη του Πνεύματος που με την πίστη τους καθαιρεί από τους μολυσμούς. Έπειτα από αυ­τόν, δεύτερος, ο οικοδεσπότης που παρουσιάζει το στρωμένο ανώγι, διδάσκοντας επίσης με τον εαυτό του όλους όσοι έχουν στρώσει με γνωστικά νοήματα και δόγματα το θεωρητικό ύψος της καθαρής και μεγαλόπλαστης διάνοιας τους, όμοια με ανώγι, για να υποδεχθούν θεοπρεπώς το μεγάλο Λόγο. Το σπίτι πάλι είναι η απόκτηση της ευσέβειας, προς την οποία ο πρακτικός νους πορεύεται επιδιώκοντας την αρετή και της οποίας ευσέ­βειας αυτός είναι Κύριος και την έχει αποκτήσει ως δική του καταφύση, ο νους που καταλάμπεται από το θειο φως της μυστικής γνώσης και γι' αυτό μαζί με τον πρακτικό αξιώνεται την υπερφυή παρουσία και ευωχία του Σωτήρα Λόγου.
Έγινε λοιπόν λόγος για έναν άνθρωπο και για δύο, αν βέ­βαια έχει γραφεί ότι ο ένας κρατάει κανάτι με νερό κι ο άλλος έχει ονομαστεί οικοδεσπότης· γράφτηκε ότι ήταν ένας ίσως, όπως είπα, εξαιτίας της μιας φύσης, και δύο επειδή αυτή η μία φύση χωρίστηκε στους πρακτικούς και τους θεωρητικούς ανά­λογα με την ευσέβεια τους, τους οποίους πάλι ενώνοντας τους με το Πνεύμα ο Λόγος τους καλεί και τους κάνει ένα.
Αν όμως θέλει κάποιος να εφαρμόσει όσα ειπώθηκαν και στον καθένα άνθρωπο, δεν απομακρύνεται από την αλήθεια. Πόλη δηλαδή είναι η ψυχή του καθενός, στην οποία αποστέλ­λονται πάντοτε, σαν μαθητές του Θεού και Λόγου, οι λόγοι περί αρετής και γνώσης. Αυτός που κρατεί το κανάτι με το νερό είναι ο καρτερικός τρόπος και λογισμός που σηκώνει στους ώμους της εγκράτειας χωρίς να την πετάξει κάτω τη χάρη της πίστης που του δόθηκε στο βάπτισμα. Το σπίτι πόλι είναι η κα­τάσταση και η απόκτηση των αρετών που οικοδομήθηκε, σαν από πέτρες, από πολλά σταθερά και ανδρικά ήθη και λογι­σμούς. Το ανώγι είναι η πλατιά και ευρύχωρη διάνοια και η ικανότητα για γνώση που έχει κατακοσμηθεί από τα θεϊκά θεά­ματα των μυστικών κι απόρρητων δογμάτων. Ο οικοδεσπότης είναι ο νους που διαπλατύνεται με το λαμπρό ύψος, το κάλλος και μέγεθος της γνώσης του σπιτιού που έφτιαξε η αρετή· στον οικοδεσπότη μαζί με τους μαθητές του, δηλαδή με τα πρώτα πνευματικά νοήματα περί φύσεως και χρόνου ενδημώντας ο Λόγος μεταδίδει τον εαυτό του. Γιατί Πάσχα αληθινά είναι η διάβαση του Λόγου προς τον ανθρώπινο νού, κατά την όποια χαρίζει σ' όλους τους άξιους την πληρότητα με τη μετοχή των αγαθών του ερχόμενος σ' αυτή μυστικά ο Λόγος του Θεού.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 4
Πως ο Κύριος έδωσε εντολή στους μαθητές του να μην απο­χτήσουν δύο χιτώνες, [Ματθ 10,10·  Μάρκ. 6,9·  Λουκά 9,3] ενώ αυτός, σύμφωνα με τον ευαγγελι­στή Ιωάννη, είχε πέντε, [Ιω. 19,23] όπως είναι φανερό από τον αριθμό εκείνων που τους μοιράστηκαν, και ποια είναι αυτά τα φορέ­ματα;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Σωτήρας δεν είχε πέντε χιτώνες, αλλά ένα που το φορούσε κατάσαρκα και το εξωτερικό φόρεμα, που το πρώτο το λένε χιτώνιο και το εξωτερικό φόρεμα το ονομάζουν ιμάτιο. Αλλά μυστικά με τα λόγια της διήγησης του φανέρωσε με το Πνεύμα ο μέγας Ιωάννης το άρρητο της θεωρίας, για να οδηγή­σει με τα ιστορούμενα το νου μας στην αλήθεια των νοουμέ­νων. Ο άνωθεν λοιπόν υφαντός εξολοκλήρου χιτώνας του Σωτήρα, που δεν τον έσχισαν οι σταυρωτές του, μολονότι τους επιτράπηκε να του τον βγάλουν, είναι η στενή συνοχή και συμ­πλοκή των αρετών μεταξύ τους και κάλυμμα φτιαγμένο από μας με το λόγο κατάλληλο και πρέπον, ή η χάρη του η υφασμέ­νη κατάλληλα για το νέο άνθρωπο από το Πνεύμα. Ενώ το εξω­τερικό φόρεμα είναι ο αισθητός κόσμος χωρισμένος σε τέσσε­ρα στοιχεία, κι αυτόν, σα να ήταν τέσσερα ιμάτια, τον μοιράζο­νται όσοι νοητά ανάμεσα μας σταυρώνουν τον Κύριο. Μοιράζονται λοιπόν οι δαίμονες την ορατή κτίση των τεσσάρων στοιχείων προετοιμάζοντάς μας να βλέπομε με την αίσθηση προς κάποιο πάθος όσοι αγνοήσαμε μέσα σ' αυτήν τους θείους λό­γους. Ενώ τον χιτώνα των αρετών, ακόμα κι αν τον παίρνουν από εμάς με την απραξία των καλών, όμως δεν μπορούν να πεί­σουν ότι η αρετή είναι κακία.
Ας μην θεωρήσομε λοιπόν τα πέντε ενδύματα του Σωτήρα αφορμή πλεονεξίας, αλλά ας κατανοήσομε τι απαιτεί η Γραφή και πως με τη δική μας αμέλεια σταυρώνεται ο Κύριος και ξε­γυμνώνεται με την δική μας απραξία για τα καλά, και υπηρετώ­ντας εμείς τα πάθη μοιράζονται, σαν φορέματα, οι δαίμονες την κτίση του, και ας γίνομε φύλακες ασφαλείς των αγαθών που μας χάρισε ο Θεός και την κτίση να τη βλέπομε καλώς για τη δόξα μόνο αυτού. Επίσης το χιτώνα του λόγου της γνώσης, εν­νοώ τις αρετές, να τον φυλάξομε αναφαίρετο με την επιμέλεια των αγαθών έργων.
Αν πάλι θέλετε, εκτός από τα όσα είπαμε, να εννοήσετε ως χιτώνα υφαντό τον ουράνιο κόσμο των ασωμάτων και νοη­τών ουσιών, ενώ εξωτερικό φόρεμα, που το χώρισε ο λόγος μας σε τέσσερα μέρη ως στοιχεία, να θεωρήσετε τη σωματική φύση, δε θ' αστοχήσετε την αλήθεια. Το σώμα των ανθρώπων το διέλυσαν με τη φθορά, παίρνοντας εναντίον μας ισχυρή αφορμή την παράβαση της εντολής του νόμου, ενώ την ψυχή τους δεν την καταξέσχισαν επειδή έχει συγγένεια με τον ουρά­νιο κόσμο.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 5
Ποια είναι μεταφορικά η καταραμένη γη στην εργασία του Αδάμ και τι σημαίνει το θα τη λάβεις αυτήν ως τροφή σου με λύπες; Επίσης τι σημαίνει το θα τρως χόρτο αφού φυ­τρώσουν αγκάθια και τριβόλια και τι το τελευταίο, θα φας το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου; [Γεν. 3,17-19] Και όμως ποτέ δεν θεάθηκε άνθρωπος να τρώει γη ούτε χόρτο, ούτε όσοι τρώνε ψωμί το τρώνε σύμφωνα με την απόφαση της ιε­ράς ιστορίας με τον ίδρωτα του προσώπου τους.
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Η γη η καταραμένη στην εργασία του Αδάμ είναι η σάρκα του Αδάμ, που γίνεται πάντοτε με τα έργα του Αδάμ, εννοώ τα πάθη του νου που έγινε γη, καταραμένη για την ακαρπία των αρετών ως έργων του Θεού, που τρώει με πολλή οδύνη και λύπη απολαμβάνοντας μικρή ηδονή από αυτήν. Γι' αυτή την φθαρτή απόλαυση γεννά για τον άνθρωπο φροντίδες και μέρι­μνες, όμοια μ' αγκάθια, και μεγάλους πειρασμούς και κινδύνους ωσάν τριβόλια, που τον κατατρυπούν επώδυνα από παντού στο λόγο και στο θυμό και την επιθυμία, ώστε, μόλις μπορέσει να περιποιηθεί την υγεία και την ευεξία της σαν χόρτο που μαραί­νεται και να τη φάει, δηλαδή να επιτύχει, και τότε έπειτα από πολλή επανακύκληση των δεινών με τον ιδρώτα του προσώπου του, δηλαδή με τον σωματικό κάματο και τον μόχθο της φιλοπερίεργης παρατήρησης των αισθητών, να έχει σαν ψωμί το μέσο για τη συντήρηση της παρούσας ζωής ή με την τέχνη ή με κάποιαν άλλη σοφή μεθόδευση για τή ζωή.
Ή καλύτερα, γη του Αδάμ είναι η καρδιά, που δέχτηκε την κατάρα της αφαίρεσης των ουράνιων αγαθών εξαιτίας της παράβασης. Τη γη αυτή είναι που τρώει κατά την πρακτική φι­λοσοφία με πολλές θλίψεις καθαρμένη από την κατάρα των έρ­γων της αισχύνης που βαραίνει τη συνείδηση. Και πάλι τους λογισμούς που όμοια μ' αγκάθια φυτρώνουν σ' αυτή για τη γέ­νεση των σωμάτων και όμοια με τριβόλια τους λογισμούς πρό­νοιας και κρίσης για τα ασώματα αποκαθαίροντάς τους με το λόγο θερίζει πνευματικά σαν χόρτο τη φυσική θεωρία. Και έτσι, σαν με τον ιδρώτα του προσώπου, με τον επιστημονικό κατά την γνώση τρόπο της διάνοιας τρώγει τον άρτο της θεολο­γίας, τον μόνο πραγματικά ζωτικό και που συντηρεί τη γένεση προς την αφθαρσία όποιων τον τρώνε. Γη λοιπόν είναι, που τρώγεται καλά, η κάθαρση της καρδίας με την πράξη, ενώ χόρ­το η γνώση των δημιουργημάτων που δίνει η φυσική θεωρία, και άρτος η αληθινή μυσταγωγία με τη θεολογία.
ΣΧΟΛΙΟ
1. Έργα του Αδάμ λέει τα πάθη της ατιμίας· γιατί τις αρε­τές τις πραγματοποιεί μόνο ο Θεός σ' οποίους θέλουν, λαμβάνοντας ως όργανο για τη φανέρωση των αρετών την πρόθεση μόνο όσων θέλουν.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 6
Αν, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη, όποιος έχει γεννηθεί από το Θεό δεν κάνει αμαρτία, γιατί το σπέρμα του Θεού που τον γέννησε μένει μέσα του και δεν είναι δυνατό να συνεχίσει ν' αμαρτάνει, και όποιος έχει γεννηθεί από νερό και Πνεύμα αυτός έχει γεννηθεί από το Θεό,[Ιω. 3,9·   Ιω. 3,5.] πως εμείς που γεννηθήκαμε από το Θεό με το βάπτισμα μπορούμε ν' αμαρτάνομε;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο τρόπος της γέννησης μας από το Θεό είναι διπλός- ο ένας δίνει δυνάμει παρούσα σ' αυτούς που γεννιούνται όλη τη χάρη της υιοθεσίας, ενώ ο άλλος την εισάγει ενεργεία όλη πα­ρούσα να μεταπλάθει εκούσια σύμφωνα με το Θεό που την γεν­νά όλη την προαίρεση αυτού που γεννιέται. Και ο ένας πιστεύει μόνο πως έχει δυνάμει παρούσα τη χάρη, ενώ ο άλλος έκτος από την πίστη δημιουργεί και τη θεϊκότατη ομοίωση του γνωσθέντος που ενεργεί κατ' επίγνωση σ' αυτόν που τη γνώρι­σε. Σε όποιους λοιπόν παρατηρείται ο πρώτος τρόπος της γέν­νησης, επειδή η γνώμη τους δεν έχει αποεξαρτηθεί τέλεια από την προσκόλληση στη σάρκα και δεν έχουν διαποτιστεί πλήρως με το πνεύμα κατά τη μέθεξη στη ν πράξη των θειων μυστηρίων, που είναι γνωστά τους, σ' αυτούς δεν είναι απούσα η ροπή σε κάποια στιγμή προς την αμαρτία, σε όποιους το επι­θυμούν. Γιατί δε γεννά γνώμη που δεν θέλει το Πνεύμα, αλλά εάν αυτή θέλει την μεταπλάθει για τη θέωση· αυτήν όποιος με­ταλάβει με την πείρα του συνειδητά δεν μπορεί από αυτό που κυρίως στ' αλήθεια εγνώρισε μια φορά στην πράξη, να μεταπέ­σει σε κάποιο άλλο κι αυτό να προσποιείται πως είναι το πρώτο, όπως και το μάτι που μια φορά είδε τον ήλιο, δεν μπο­ρεί να παραγνωρίσει έπειτα ως ήλιο τη σελήνη ή κάποια άλλα αστέρια στον ουρανό. Από όποιους όμως κατά τη γέννησή τους το Πνεύμα το άγιο έλαβε ακέρια την προαίρεση τους, αυτούς τους μετέθεσε εξολοκλήρου από τη γη στους ουρανούς και με την ενεργεία αληθινή επίγνωση άλλαξε το ποιο του νου τους με τις μακάριες ακτίνες του Θεού και Πατέρα, ώστε να νομιστεί πως είναι άλλος Θεός, μετέχοντας κατά την έξη με τη χάρη αυτό που όχι μετέχοντας αλλά υπάρχοντας στην ουσία του είναι ο Θεός. Σ' αυτούς η προαίρεση τους αποχτά σαφώς αναμάρτητη έξη της αρετής και της γνώσης, επειδή δεν μπορούν ν' αρνη­θούν αυτό που στην πράξη γνώρισαν με την πείρα. Κι αν ακόμα έχομε λοιπόν το Πνεύμα της υιοθεσίας, που είναι ζωτικό σπέρ­μα και που δίνει σ' αυτούς που γεννιούνται μορφή όμοια μ' αυ­τόν που τους γέννησε, ωστόσο δεν του δίνομε τη γνώμη μας καθαρή από τη ροπή και τη διάθεση για κάτι άλλο και αυτός εί­ναι ο λόγος που αμαρτάνομε με τη θέληση μας και μετά τη γέν­νηση μας με το νερό και το Πνεύμα. Αν όμως προετοιμάζομε τη γνώμη μας να δέχεται μ' επίγνωση την ενέργεια αυτών, εν­νοώ του νερού και του Πνεύματος, τότε με τις πράξεις μας το μυστικό νερό θα πετύχαινε την κάθαρση της συνείδησης και το ζωοποιό πνεύμα θα πραγματοποιούσε μέσα μας την άτρεπτη ολοκλήρωση του καλού με τη βίωση της γνώσης. Λείπει επο­μένως από τον καθένα από εμάς που μπορούμε ακόμα ν' αμαρτήσομε η βούληση να παραχωρήσομε στο Πνεύμα ολόκληρο τον εαυτό μας καθαρά και με τη θέληση μας.
1. Με τον ένα τρόπο δίδεται δυνάμει μόνο η χάρη της υιοθε­σίας, επειδή σ' όλους γενικά τους βαπτισμένους δίνεται η δυνατότητα να γίνουν υιοί του Θεού. Γιατί είπε˙ αν δε γεν­νηθεί κάποιος από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Επίσης λέει· σε όσους τον δέ­χτηκαν, τους έδωσε το δικαίωμα να γίνουν υιοί του Θεού. [Ιω. 3,5 και 1,12] Πως ενώ με τον άλλο τρόπο, με την εκτέλεση των εντολών και τη γνώση της αλήθειας, δίνεται η τελειότητα της ίδιας υιο­θεσίας, δηλαδή η αδυναμία γι' αμαρτία, με τη θέωση που δεν υπάρχει στον πρώτο τρόπο. Γιατί σ' αυτόν δεν αφαιρείται η δυνατότητα της αμαρτίας με την ελεύθερη θέληση του άν­θρωπου, επειδή δεν στρέφεται ακόμα στο Θεό όλος ο πόθος κατά χάρη.
2. Η αργή πίστη, λέει, έχει τη χάρη της υιοθεσίας δυνάμει, επειδή αυτοί που την έχουν δεν κινούνται με τις εντολές.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 7
Τι σημαίνει ο λόγος, γι' αυτό κήρυξε το ευαγγέλιο και στους νεκρούς, για να κριθούν βέβαια κατά σάρκα σαν άν­θρωποι, να ζουν όμως κατά Θεόν ως προς το πνεύμα. [Α' Πέτ. 4,6]οι νεκροί κρίνονται κατά σάρκα;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Είναι συνηθισμένο στη Γραφή να μεταλλάσσει τους χρό­νους και να παίρνει τον ένα στη θέση του άλλου και να εκφω­νεί τον μέλλοντα σαν χρόνο περασμένο και τον περασμένο σαν μέλλοντα και τον ενεστώτα στον πριν από αυτόν χρόνο και στον έπειτα από αυτόν, πράγμα που είναι φανερό σε όσους γνωρίζουν τη Γραφή. Λένε λοιπόν μερικοί ότι εδώ η Γραφή νε­κρούς ονομάζει τους ανθρώπους που απεβΙωσαν πριν από τον ερχομό στον κόσμο του Χριστού, όπως οι άνθρωποι του κατα­κλυσμού, της εποχής της κατασκευής του πύργου, οι νεκροί των Σοδόμων, της Αιγύπτου και οι άλλοι που σε διάφορους καιρούς και με διάφορους τρόπους δέχτηκαν την πολύτροπη εκδίκηση και τις φοβερές επιβουλές των θεΙων αποφάσεων. Αυτοί δεν τιμωρήθηκαν τόσο για την άγνοια του Θεού, όσο για το μεταξύ τους λυσσαλέο μίσος. Σ' αυτούς λέει ότι ευαγγελίσθηκε το μέγα κήρυγμα της σωτηρίας, και κρίθηκαν ήδη κατά σάρκα σαν άνθρωποι, δηλαδή έλαβαν την τιμωρία για το έγκλημα του ενός προς τον άλλο κατά την ένσαρκη ζωή τους, για να ζήσουν κατά Θεόν ως προς το πνεύμα, δηλαδή δεχόμενοι στην ψυχή τους, ενώ βρίσκονταν στον Άδη, το κήρυγμα της θεογνωσίας, πιστεύοντας μέσω του Σωτήρα που κατέβηκε στον άδη για να σώσει και τους νεκρούς. Για να κατανοήσομε λοι­πόν το χωρίο ας το εξηγήσομε ως εξής. Γι' αυτό ευαγγελίσθηκε και στους νεκρούς, για να κριθούν κατά σάρκα σαν άνθρω­ποι, να ζουν όμως κατά Θεόν ως προς το πνεύμα.
Ή πάλι νεκρούς ίσως λέει συγκεκαλυμμένα εκείνους που περιφέρουν στο σώμα τους τη νέκρωση του Ιησού, στους οποίους εύλογα έχει δοθεί, πραγματικά, εξαιτίας των έργα τους, το θειο Ευαγγέλιο, αφού βέβαια το Ευαγγέλιο διδάσκει την άρ­νηση της σαρκικής ζωής και την παραδοχή της πνευματικής, σ' αυτούς που σαν άνθρωποι, εννοώ την ανθρώπινη μέσα στη σάρ­κα ζωή κατά τον αιώνα τούτο, αποθνήσκουν και ζούνε μόνο κατά Θεόν ως προς το πνεύμα, σύμφωνα με τον θειο Απόστολο και τους γύρω του, που δεν ζούνε καθόλου δική τους ζωή, αλλά μόνο έχουν μέσα τους το Χριστό να ζει μέσα στην ψυχή τους. Έτσι οι νεκροί για χάρη του Θεού στον κόσμο τούτο κρίνονται κατά τη σάρκα ταλαιπωρούμενοι από θλίψεις και βάσανα πολ­λά και στενοχώριες και υπομένοντας με χαρά διωγμούς και μύ­ρια είδη πειρασμών.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 8
Επειδή πάλι ο άγιος Ιωάννης λέει ότι ο Θεός είναι φως και εάν περπατούμε μέσα στο φως, όπως αυτός είναι μέσα στο φώς [Α' Ιω 1,7], πως και φως λέγεται ο ίδιος, και είναι μέσα στο φως, σαν άλλος μέσα σε κάποιον άλλο;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Θεός, που είναι στην ουσία του αληθινά φως, υπάρχει μέσα σ' εκείνους που περπατούν μέσα του με τις αρετές, που έγιναν φως αληθινό. Όπως λοιπόν όλοι οι άγιοι εξαιτίας της φιλοθεΐας τους γίνονται το κατά μέθεξη φως, μέσα στο κατ' ου­σίαν φως, έτσι το κατ' ουσίαν φως από φιλανθρωπία έρχεται μέσα στο κατά μέθεξη φως. Αν λοιπόν είμαστε με την αρετή και τη γνώση μας μέσα στον Θεό όπως σε φως και ο ίδιος ο Θεός ως φως υπάρχει μέσα σ' εμάς που είμαστε φως. Ο Θεός δηλαδή, το φύσει φως, έρχεται στο κατά μίμηση φως, όπως το αρχέτυπο μέσα στην εικόνα. Ή καλύτερα ο Θεός και Πατέρας είναι φως μέσα στο φως, δηλαδή μέσα στον Υιό και το άγιο Πνεύμα, χωρίς να είναι άλλο φως (ο Πατέρας) και άλλο (ο Υιός) και άλλο (το άγιο Πνεύμα), αλλά στην ουσία είναι ένα και το αυτό φως, τριπλόφωτο όμως ως προς τον τρόπο της ύπαρ­ξης·
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 9
Γιατί λέει πάλι ο άγιος Ιωάννης, αδελφοί, τώρα είμαστε παιδιά του Θεού και δεν φανερώθηκε ακόμα τι θα γίνομε [Α' Ιωάν. 3,2]; Αν δεν φανερώθηκε ακόμα τι θα γίνομε, πως ο άγιος Παύ­λος λέει, σ' εμάς όμως ο Θεός τα αποκάλυψε μέσω του Πνεύματος- γιατί το πνεύμα έρευνα τα πάντα και τα βάθη του Θεού;[ Α' Κορ. 2,10] Πως διατυπώνει και τέτοιες σκέψεις για το τι θα γί­νομε;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι αγνοεί τον τρόπο της μελλοντικής θέωσης όσων έγιναν εδώ παιδιά του Θεού με τις αρετές που ορίζει η πίστη, επειδή δεν έχει ακόμα φανερω­θεί η αυθύπαρκτη κατά την όψη υπόσταση των μελλοντικών αγαθών. Γιατί εδώ περπατούμε με την πίστη και όχι με το ίδωμα. Β' Κορ. 5,7 Ο άγιος Παύλος όμως λέει ότι πληροφορήθηκε με αποκάλυψη το θειο σκοπό για τα μελλοντικά αγαθά.Γαλ. 1,12., αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο της θέωσης σύμφωνα με το θείο σκοπό. Γι' αυτό λέει ερμηνεύοντας τη σκέψη του με σαφήνεια˙ προχωρώ επιδιώκοντας το σκοπό μου, το βραβείο της κλήσης μου στον ουρανό.Φιλιπ. 3,14, θέλοντας δηλαδή να μάθει από την πείρα τον τρόπο της εκπλήρωσης με την πράξη του θείου σκοπού, που έγινε εδώ γνωστός σ' αυτόν με αποκάλυψη, της θεοποιητικής δύναμης όποιων το αξιώνονται. Συμφωνούν λοιπόν οι απόστολοι, ομοφωνώντας μεταξύ τους στη φαινομενικά αντικρουόμενη διδα­σκαλία τους, επειδή κινούνται από το ένα και αυτό Πνεύμα. Ο ένας ομολογεί την άγνοια του τρόπου της μελλοντικής κατά χάρη θέωσης, ενώ ο άλλος παρουσιάζει μεγαλόπνευστα τη γνώση του σκοπού. Ότι έχει αυτή τη γνώμη ο μέγας Απόστο­λος, έγινε ο ίδιος μάρτυρας του εαυτού του με όλους τους θείους λόγους του, άλλοτε λέγοντας ότι θα καταργηθεί κάθε γνώση και προφητεία Α' Κορ. 13,8, άλλοτε δεν έχω ακόμα για τον εαυτό μου την ιδέα ότι το έκανα δικό μου Φιλιπ. 3,13, άλλοτε πάλι λέγει πως βλέπει τα μελλοντικά σαν μέσα σε καθρέφτη και μ' αινίγματα και ότι είναι καιρός ν' απολαύσει πρόσωπο με πρόσωπο τη μεγάλη και πάνω από νόηση χάρη Α' Κορ. 13,12, άλλοτε ομολογεί ότι γνωρίζει κατά ένα μέρος και ότι προφητεύει κατά ένα μέρος.  Β' Κορ. 13,9, κι άλλοτε φωνάζει δυνατά ότι πρέπει να γνωρίσει αυτόν όπως έχει γνωστεί,  Α' Κορ. 13,12 γιατί δηλαδή δεν έχει μάθει ακόμα αυτό που είναι να μάθει. Και μ' ένα λόγο, αυτό που είπε ο Απόστολος ότι όταν έρθει το τέλειο, θα καταργηθεί το μερικό, μου φαίνε­ται πως είναι το ίδιο μ' αυτό που είπε ο Θεολόγος, δε φανερώ­θηκε ακόμα τι θα γίνομε.
ΕΡΩΤΗΣΗ 10
Αν αυτός που φοβάται δεν είναι τέλειος στην αγάπη [Α' Ιω. 4,18], πως δεν υπάρχει υστέρημα σ' αυτούς που τον φοβούνται;[Ψαλμ. 33,10] Αν δεν υπάρχει υστέρημα, είναι φανερό ότι έγινε τέλειος. Πως λοιπόν οποίος φοβάται δεν έχει γίνει τέλειος;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Η καλή διάταξη των θείων Γραφών, που ορίζει τους βαθ­μούς εκείνων που βαδίζουν προς τη θεία ενότητα βγαίνοντας από το πλήθος των παθών σύμφωνα με τον σωτήριο νόμο του Πνεύ­ματος, όσους εισάγονται και βρίσκονται ακόμα κάπου στα πρό­θυρα της θείας αυλής των αρετών τους κάλεσε 'φοβουμένους', ενώ όποιους απόκτησαν τη σύμμετρη έξη των λόγων και των τρόπων της αρετής τους ονομάζει 'προκόπτοντας', κι όποιους έχουν ήδη φτάσει γνωστικά την ίδια την κορυφή της αλήθειας της αποκαλυπτικής των αρετών τους αποκαλεί 'τελείους'. Ούτε λοιπόν όποιος φοβάται τον Κύριο, έχοντας αποστραφεί τελείως την παλαιά του αναστροφή μέσα στη φθορά των παθών κι έχο­ντας από φόβο παραδώσει όλη του τη διάθεση στα θεία προσ­τάγματα υστερεί σε κάποιο καλό από όσα αρμόζουν σε όσους εισάγονται στην πίστη, κι αν ακόμα δεν αποκτήσει την έξη των αρετών και δεν έγινε μέτοχος της σοφίας που διαθέτουν οι τέ­λειοι. Ούτε όμως 'ο προκόπτων' υστερεί από κάποιο καλό που απαιτεί ο βαθμός του, κι αν ακόμα δεν έχει αποκτήσει την ίδια με τους τέλειους υπερέχουσα γνώση των θείων.
Και πάλι όσοι ασκούν ανδρικά την πρακτική φιλοσοφία, αλλά δεν έχουν ακόμα απαλλάξει την ψυχή τους από το φόβο και τη μνήμη των μελλοντικών θείων κολαστηρίων να εννοήσομε πως είναι οι φοβούμενοι, που δεν υστερούν γενικά, σύμ­φωνα με τον μακάριο Δαβίδ, σε τίποτε από όσους αγωνίζονται για χάρη της αλήθειας κατά της εχθρικής δύναμης, υπολείπο­νται όμως ακόμα στην κατά νου καθάρια παραχώρηση των μυστικών θεαμάτων στους τέλειους. Όσοι όμως έχουν ήδη αξιω­θεί μυστικά τη θεωρητική θεολογία και έκαναν το νου τους από κάθε υλική φαντασία καθαρό και εικόνα που αποδίδει όλη τη μίμηση της θείας ωραιότητας χωρίς έλλειψη, αυτοί ας είναι για μας 'όσοι αγαπούν'
Δεν έχουν λοιπόν υστέρημα οι φοβούμενους κατά τον μα­κάριο Δαβίδ, ως φοβούμενοι, κι αν ακόμα δεν έχει ο φοβούμε­νος την πλήρη και τέλεια άμορφη ένωση με το λόγο σε ίσο βαθμό με όσους αγαπούν τον Κύριο. Γιατί καθένας έχει την τε­λειότητα της τάξης του και της καθορισμένης γι' αυτόν θέσης, [Α' Κορ 15,23] κι αν ακόμα είναι ένας ψηλότερος από ένα άλλο κατά το ποιο ή το ποσό της πνευματικής ηλικίας.
Και επειδή είναι διπλός ο φόβος σύμφωνα με το λόγο να φοβηθείτε περισσότερο αυτόν που μπορεί και το σώμα και την ψυχή να οδηγήσει στην απώλεια της γέεννας,[Ματθ. 10,28] και με το λόγο ο φόβος του Κυρίου είναι αγνός και παραμένει στον αιώνα του αιώνα [Ψαλμ. 18,10] και είναι μέγας και φοβερός για όλους όσοι τον περι­κυκλώνουν,[Ψαλμ. 88,8] πρέπει να εξετάσομε πως η αγάπη εκδιώκει το φόβο,[Α' Ιω. 4,18] αν αυτός παραμένει στον αιώνα του αιώνα, και πως θα είναι φοβερός ο Θεός στους άπειρους αιώνες για όσους είναι ολόγυρα του.
Ή καλύτερα όπως είπα, ο φόβος είναι διπλός, ο ένας αγνός και ο άλλος όχι αγνός. Για παράδειγμα- ο φόβος που γεννιέται από την προσδοκία της κόλασης για αμαρτήματα μας έχοντας την αμαρτία ως αιτία της γένεσης του, επειδή δεν είναι αγνός, δε θα παραμείνει για πάντα, αφού συναφανίζεται μαζί με την αμαρτία με τη μετάνοια. Ενώ ο αγνός φόβος που μας συνέχει πάντα χωρίς θύμηση αμαρτημάτων, δε θα διαλυθεί ποτέ, επειδή έχει φυτευθεί κατά κάποιο τρόπο μέσα στην ουσία του κτίσμα­τος από το Θεό που κάνει έτσι έκδηλο σ' όλους πόσο ο φυσι­κός σεβασμός σ' αυτόν ξεπερνά κάθε βασιλεία και δύναμη. Όποιος λοιπόν δεν φοβάται το Θεό ως κριτή αλλά τον σέβεται για την υπερβολική υπεροχή της άπειρης δύναμής του, δικαιο­λογημένα δεν έχει υστέρημα, αφού έχει τέλεια αγάπη, κι αγαπά το Θεό με συστολή και τον πρέποντα σεβασμό, αυτός είναι που έχει αποκτήσει το φόβο που παραμένει στην αιώνα του αιώνα και δεν έχει απολύτως κανένα υστέρημα.
Συμφωνούν επομένως μεταξύ τους ο προφήτης κι ο ευαγγε­λιστής, ο ένας λέγοντας ότι, όσοι φοβούνται τον Κύριο δεν έχουν κανένα υστέρημα και ο άλλος οποίος τον φοβάται σαν κριτή εξαιτίας της ρυπωμένης συνείδησης του δεν είναι τέλειος στην αγάπη. Ίσως σύμφωνα μ' αυτή την εκδοχή, είναι και φο­βερός ο Θεός για όσους στέκονται ολόγυρα του, γιατί κάνει αναμιγμένη με φόβο την αγάπη όσων τον αγαπούν και όσων θα τον αγαπήσουν. Γιατί η αγάπη όταν χωριστεί από το φόβο μεταπίπτει πολλές φορές από τη φύση της σε περιφρόνηση, αφού ο φόβος δεν θέτει φραγμό κατά κάποιο τρόπο στην παρρησία που η αγάπη από τη φύση της γεννά.
Ας προσπαθήσομε να κατανοήσομε τώρα, εάν νομίζεις, τι θέλει να πει αυτό το ολόγυρα του [Ψαλμ. 88,8] που λέει ο προφήτης. Όποιος περικυκλώνεται έχει όσους τον περικυκλώνουν εμπρός και πίσω και δεξιά κι αριστερά. Επειδή λοιπόν και ο Κύριος έχει αυτούς που τον περικυκλώνουν, ας εννοήσομε ως πίσω του όσους πορεύτηκαν πίσω από τον Κύριο και Θεό μας άμεμπτα εφαρμόζοντας τις εντολές του με τις πράξεις τους· ως από τα αριστερά του, όσους κατόρθωσαν τη φυσική πνευματική θεω­ρία με την ευσεβή κατανόηση των κριμάτων του γιατί το βι­βλίο των Παροιμιών λέει για τη σοφία˙ στ' αριστερά της υπάρχει πλούτος και δόξα·[Παρμ. 3,16] ως από τα δεξιά του, όσους δέχτη­καν την άυλη γνώση των νοητών καθαρή από την αισθητή ει­κόνα· γιατί λέει, στα δεξιά της (της σοφίας) υπάρχουν χρόνια ζωής˙ ως εμπρός του, όσους από υπερβολική ερωτική θέρμη της νοερής επιθυμίας τους για τη θεία ομορφιά αξιώθηκαν να την απολαύσουν πρόσωπο με πρόσωπο.  Αν πάλι υπάρχει για το θέμα αυτό κι άλλος λόγος μεγαλύ­τερος κι ανώτερος, εξετάστε τον εσείς και οι θείοι άνδρες που είναι κοντά σας.
ΕΡΩΤΗΣΗ 11
Ποια είναι η αρχή (το αξίωμα) που δε φύλαξαν οι άγγελοι, ποιο είναι το κατοικητήριο που εγκατέλειψαν, ποια είναι τα αιώνια δεσμά, ποιος είναι ο ζόφος που μέσα σ' αυτόν φυλακίστηκαν και τι θα πάθουν κατά την κρίση της μεγά­λης ημέρας; [Ιούδα 6.]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο λεπτομερής λόγος γι' αυτά τα ερωτήματα ας φυλαχθεί γι' αυτού μόνο που έχουν αποστολική διάνοια, που διδάχτηκαν κατ' ευθείαν από το Λόγο τόσο την αψευδή γνώση των όντων όσο και την αγαθή και δίκαιη εκδήλωση της σοφής πρόνοιας επάνω στα όντα, επειδή δεν έχουν αφήσει κανένα νοερό διατεί­χισμα ανάμεσα σ' αυτούς και το Λόγο.
Όσο λοιπόν φθάνει η δική μου σκέψη, εμένα που βρίσκο­μαι χαμηλά και υπάρχουν πολλά εμπόδια να φτάσει σ' έμενα ο λόγος, αρχή των αγγέλων που δεν τη φύλαξαν είναι ίσως ο λό­γος σύμφωνα με τον οποίο κτίστηκαν ή η δυνατότητα που τους έδωσε η χάρη για τη θέωσή τους η πάλι η θέση της τάξης στην οποία τους αξΙωσε η χάρη. Το κατοικητήριο είναι ο ουρανός ή η σοφία σύμφωνα με την κατοχή των πάνω από έννοια αγαθών που δημιουργήθηκαν για να κατοικούν -γιατί συχνά ο Λόγος μιλάει και για οίκο σοφίας [Παρμ. 9,1] - ή είναι η φρουρητική εποπτεία των φυσικών κι επίκτητων αγαθών της άχρονης Θεότητας που τους δόθηκε και που την έχασαν επειδή την άσκησαν τυραννι­κά. Αιώνιοι δεσμοί είναι η αυτόγνωμη πλήρης και συνεχής αδράνεια τους στο καλό, που δε θα τους αφήσει ν' απολαύσουν ποτέ την παραμικρή θεία άνεση. Ή πάλι η προνοητική δύναμη του Θεού που για χάρη της σωτηρίας μας εμπόδιζε την ενα­ντίον μας μανία τους, μη επιτρέποντας να ευοδωθούν οι ενα­ντίον μας επινοήσεις της κακίας τους. Ζόφος είναι η πλήρης και ολοκληρωτική άγνοια της θείας χάριτος, σύμφωνα με την οποία, έχοντας μεταβληθεί τελείως στη γνώμη, στερήθηκαν την πάμφωτη και ακήρατη μετάδοση σ' αυτούς του φωτός και ξόδεψαν όλη τη φυσική νοερή δύναμη που τους δόθηκε στο μη ον. Το τι θα πάθουν όμως κατά τη φοβερή ημέρα της κρίσης, το γνωρίζει μόνο ο δίκαιος κριτής [ Β' Τιμ. 4,8] που καθορίζει στον καθένα κατά την αξία του τη δίκαιη αμοιβή και που απονέμει το είδος της τιμωρίας όπως πρέπει ίσο με το μέτρο της κακίας τους και που βγάζει δίκαια την απόφαση του για τους ατελεύτητους αιώ­νες, σύμφωνα με τις αγαθές αποφάσεις του.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 12
Ποιος είναι ο χιτώνας ο σπιλωμένος από τη σάρκα; [Ιούδα 23]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο χιτώνας ο σπιλωμένος είναι η ζωή η κηλιδωμένη με πολλά πλημμελήματα από τα παθήματα της σάρκας. Γιατί κα­θένας άνθρωπος διακρίνεται φυσικά από τη συμπεριφορά του στη ζωή είτε ως δίκαιος είτε ως άδικος, ο ένας έχοντας καθαρό χιτώνα τον ενάρετο βίο κι ο άλλος έχοντας ζωή σπιλωμένη από έργα πονηρά.
Ή καλύτερα, σπιλωμένος από τη σάρκα χιτώνας είναι η έξη και η διάθεση που σφραγίζει συνειδητά την ψυχή με τη μνήμη των πονηρών κινημάτων και ενεργημάτων. Αυτήν βλέ­ποντας για πάντα σαν ένα χιτώνα που έχει περιβληθεί γεμίζει από τη δυσωδία των παθών. Όπως δηλαδή το πνεύμα με τις αρετές που συνυφαίνονται κατά λόγον μεταξύ τους φτιάχνει το χιτώνα της αφθαρσίας για την ψυχή, που όταν τον ντυθεί γίνε­ται ωραία και λαμπρή, έτσι και η σάρκα, με τη συνύφανση των παθών κατά αλογία, φτιάχνει κάποιο χιτώνα ακάθαρτο και σπι­λωμένο που καθιστά την ψυχή γνωστή από τον εαυτό του, βά­ζοντας μέσα της μορφή και εικόνα άλλη από αυτήν που έβαλε ο Θεός.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 13
Τι σημαίνει ο λόγος, τα αόρατα του Θεού από τότε που χτί­στηκε ο κόσμος γίνονται ορατά καθαρά μέσω των δημιουργη­μάτων με τα μάτια της διάνοιας, καθώς και η αΐδια δύναμη και η Θεότητά του; [Ρωμ. 1,20] Ποια είναι τα αόρατα του Θεού και ποια η αΐδια δύναμη και Θεότητά του;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Οι λόγοι των όντων που προετοιμάστηκαν πριν από τους αιώνες μέσα το Θεό, όπως αυτός γνωρίζει, -αυτούς οι θείοι άν­δρες συνηθίζουν να τους καλούν και αγαθά θελήματα-, ενώ εί­ναι αόρατοι, γίνονται καθαρά ορατοί διαμέσου των δημιουργη­μάτων με τα μάτια της διάνοιας. Όλα δηλαδή τα δημιουργήμα­τα του Θεού εξεταζόμενα από εμάς κατά τη φύση τους με τη δέουσα επιστήμη, μας μαρτυρούν μυστικά τους λόγους για τους οποίους έγιναν και αποκαλύπτουν όλα μαζί το θειο σκοπό που αφορά κάθε δημιούργημα, σύμφωνα με το λόγο- οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού και το στερέωμα αναγγέλλει τη δημιουργία των χεριών του. [Ψαλμ. 18,2] Αΐδια δύναμη και Θεότητα είναι η πρόνοια που συγκρατεί τα όντα σε συνοχή και η σύμφωνη μ' αυτή θεοποιητική ενέργεια όσων δέχονται αυτή την πρόνοια.
Ή ίσως τα αόρατα του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η αΐδια δύναμη και Θεότητά του, που έχουν διαπρύσιους κήρυκες τους την υπερφυσική μεγαλοπρέπεια των δημιουργη­μάτων. Όπως δηλαδή από τα όντα πιστεύομε πως υπάρχει αυ­τός ο κυρίως Θεός, έτσι από την ουσιώδη διαφορά των όντων κατά το είδος, διδασκόμαστε την σοφία που υπάρχει έμφυτη στην ουσία του και συνεκτική των όντων. Και πάλι- από την κατά το είδος κίνηση της ουσίας των όντων πληροφορούμαστε την ζωή που υπάρχει έμφυτη στην ουσία του και συμπληρώνει τα όντα, παίρνοντας το λόγο για την αγία Τριάδα -εννοώ τον Πατέρα και τον Υιό και το άγιο Πνεύμα -από τη σοφή θεωρία της κτίσης. Γιατί η αΐδια δύναμη του Θεού είναι ο Λόγος ως ομοούσιος του και αΐδια Θεότητα το ομοούσιο άγιο Πνεύμα.
Είναι λοιπόν κατάκριτοι οποίοι δε συνδιδάχθηκαν την αι­τία των όντων από τη θεωρία των όντων και όσα προσιδιάζουν κατά φύση στην αιτία, εννοώ τη δύναμη και τη Θεότητα. Φωνά­ζει λοιπόν η κτίση με τα δημιουργήματα της και κατά κάποιο τρόπο διακηρύσσει σε οποίους μπορούν ν' ακούσουν νοερά την ίδια αιτία να υμνείται τριαδικά, εννοώ το Θεό και Πατέρα, και την άφατη δύναμη και Θεότητα του, δηλαδή τον μονογενή Λόγο και το άγιο Πνεύμα. Γιατί αυτά είναι τα αόρατα του Θεού που από την αρχή της δημιουργίας γίνονται ορατά με τα μάτια της διάνοιας.
ΣΧΟΛΙΟ
1. Από τα όντα, λέει, μαθαίνομε τον αίτιο των όντων, από τη διαφορά των όντων πληροφορούμαστε την ενυπόστατη σο­φία του όντος, και από τη φυσική κίνηση των όντων διδα­σκόμαστε την ενυπόστατη ζωή του όντος, τη ζωοποιό δύνα­μη των όντων, δηλαδή το Πνεύμα το άγιο.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 14
Τι σημαίνει ο λόγος, και σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτί­ση και όχι τον κτίστη; [Ρωμ. 1,25] Τι είναι σέβας και τι είναι λατρεία;
 
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Σέβας είναι η προσκύνηση του θείου με πίστη, ενώ λατρεία είναι η διακονία του με έργα. Αυτό το σέβας, δηλαδή την πίστη, μεταβιβάζοντας το οι άνθρωποι στην κτίση αντί στον κτίστη, πίστευαν και προσκυνούσαν και λάτρευαν δαιμόνια, προσφέροντας τους υπηρεσία με τα πονηρά τους έργα. Ενώ εμείς, που σεβόμαστε το Θεό με την πίστη μας σ' αυτόν, ας φροντίσομε να του προσφέρουμε και λατρεία καθαρή την πολι­τεία μας που γίνεται τέλεια με τις αρετές.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 15
Τι σημαίνει ο λόγος, γιατί το άφθαρτό σου Πνεύμα υπάρχει μέσα σε όλα, γι' αυτό και όποιους ξεκλίνουν λίγο τους ελέγ­χεις;[Σοφ. Σολ. 12,1] Αν το λέγει για το άγιο Πνεύμα, τότε πως σε καρ­διά ασύνετη δε θα εισέλθει σοφία και δε θα κατοικήσει σε σώμα καταχρεωμένο από αμαρτίες; [Σοφ. Σολ. 1,4] Το εσημεΙωσα αυτό επειδή λέγεται για όλα γενικά.
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Το Πνεύμα το άγιο δεν απουσιάζει από κανένα ον και μά­λιστα από όσα έχουν οπωσδήποτε προικισθεί με λόγο. Γιατί εί­ναι στοιχείο συνεκτικό της γνώσης του καθενός, διότι όντας Θεός και Πνεύμα Θεού προχωρεί ανάμεσα από όλα δυναμικά προνοώντας και ανακινεί το φυσικό λόγο του καθενός και έτσι οδηγεί σε συναίσθηση όσων πράχτηκαν πλημμελώς έξω από το νόμο της φύσης αυτόν που αισθάνεται και έχει προαίρεση που υποχωρεί εύκολα στην υποδοχή των ορθών λογισμών που προκαλούνται από τη φύση. Και πράγματι βρίσκομε πολλούς ακόμα και από τους εξαιρετικά βάρβαρους και νομάδες να εκ­δηλώνουν αισθήματα καλοκαγαθίας και ν' αθετούν τους θηριώ­δεις νόμους που επικράτησαν ανέκαθεν σ' αυτούς.
Έτσι λοιπόν σ' όλα γενικά υπάρχει το άγιο Πνεύμα προσ­διορισμένο όμως και με άλλη έννοια υπάρχει σε όλους εκείνους που ακολουθούν το Νόμο ως νομοθετικό και προαγγελτικό των μελλοντικών μυστηρίων, που τους προκαλεί αίσθηση της κατα­πάτησης των εντολών και γνώση της τελειότητας που έχει προ­αγγελθεί από το Χριστό. Γι' αυτό βρίσκομε κι από αυτούς πολ­λούς να εγκαταλείπουν την παλαιά και σκιώδη λατρεία [Εβρ. 8,5] και ν' αλλάζουν πρόθυμα στη νέα και μυστική.
Υπάρχει εκτός από τους τρόπους που προανέφερα και σ' όλους που κληρονόμησαν με την πίστη τους το θείο και θεοποιό πράγματι όνομα του Χριστού, όχι μόνο επειδή φρουρεί και ανακινεί προνοητικά τον καταφύση λόγο και αποδεικνύει την παράβαση των εντολών ή τη φύλαξη τους και μηνύει την προεξαγγελία του Χριστού, αλλά και επειδή δημιουργεί την υιοθε­σία που δόθηκε κατά χάρη με την πίστη. Επειδή δηλαδή παρέ­χει σοφία πηγαίνει σ' εκείνους μόνο που έχουν καθαρθεί και στην ψυχή και στο σώμα με την ακριβή συνάσκηση των εντο­λών, συναναστρεφόμενο αυτούς σα να είναι οικείοι του με την απλή και άυλη γνώση και διαπλάθει το νου τους για τη θέωση με τ' άχραντα νοήματα των απορρήτων πραγμάτων.
Βρίσκεται λοιπόν σε όλα γενικά, επειδή συνέχει όλα και προνοεί για όλα και ανακινεί τα φυσικά σπέρματα, ενώ προσ­διορισμένο βρίσκεται και σε όλους που υπακούουν στο Νόμο, επειδή υποδεικνύει την παράβαση των εντολών και φωτίζει την προαναγγελμένη υπόσχεση για την έλευση του Χριστού, ενώ σε όλους τους πιστούς του Χριστού εκτός από τα παραπάνω εί­ναι και πρόξενο της υιοθεσίας. Ως αυτό που παρέχει σοφία δεν βρίσκεται γενικά σε κανένα από όσους αναφέρθηκαν, εκτός από εκείνους που κατανόησαν και έκαναν τον εαυτό τους με την ένθεη πολιτεία τους άξιο για τη θεοποιό ενοίκησή του. Για­τί καθένας που δεν κάνει τα θεία θελήματα, κι αν ακόμα είναι πιστός, έχει ασύνετη καρδιά, επειδή είναι εργαστήρι πονηρών λογισμών και το σώμα καταχρεωμένο από αμαρτίες, επειδή εί­ναι συνεχώς ένοχο για μολυσμούς παθών που πάντοτε διασκορπίζεται και διασκορπίζει μαζί της το νου που τη διαπράττει και που τον χωρίζει από την ενική ταυτότητα γύρω από την αλήθεια και διασκορπίζοντας τον σε πολλές αθεμελίωτες φαντασίες και δοξασίες για τα μη όντα δημιουργεί μιαν αλόγιστη έξη. Αυτήν την λεπταίνει και τη σπέρνει κάτω από νερό η παρουσία του θείου λόγου, απαλύνοντας με τη λε­πτότητα της θεωρίας το πάχος της διάνοιας που διαπιστώνεται με την αίσθηση στην επιφάνεια των παθών και διαστέλλοντας ευκρινώς τη μεταβολή και τη σύγχυση των φυσικών δυνάμεων που προκαλεί το πάθος και επαναφέροντας έτσι πάλι την οι­κεία αρχή της γνώσης. Αυτό το νόημα έχει, νομίζω, η σπορά κάτω από το νερό.
Όλη την εξήγηση λοιπόν όσων ιστορούνται στο οικείο μέρος της Γραφής, συντομευμένη στα παραπάνω, την παρέθεσε ο λόγος μου. Για να γίνει όμως το χωρίο σαφέστερο, ας εξετάσομε, αν νομίζεις, κάθε σημείο με ένα ορισμό.
Μοσχάρι χυτό είναι η σύγχυση και η ανάμειξη μεταξύ τους των φυσικών δυνάμεων ή καλύτερα η εμπαθής και αλόγιστη συγκέντρωση των παρά φύση παθών που δημιουργεί την αλόγι­στη ενέργεια. Και είναι ένα το μοσχάρι, επειδή η έξη της κα­κίας είναι μία, που διασπάται σε πολλά είδη κακίας. Και είναι μοσχάρι, επειδή το μοσχάρι είναι καρτερικό και φιλόπονο και ικανό στη γεωργία και κατά κάποιο τρόπο είναι αναδοτικό και επινοητικό της κακής διάθεσης γύρω από τα πάθη, όπως συμ­βαίνει με το μηρυκασμό. Και είναι χυτό, επειδή η έξη των πα­θών και η ενέργεια σχηματίζεται σύμφωνα με το είδος της προτεθειμένης μέσα στη διάνοια κακής φαντασίας. Το αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ λέγεται σε πληθυντικό αριθμό, επειδή το κακό από τη φύση του απλώνεται και είναι άστατο και πολύ­μορφο και χωριστικό. Αν δηλαδή το καλό ως από τη φύση του ενοποιεί και συνδέει τα χωρισμένα, το κακό είναι φανερό ότι διαίρει και φθείρει τα ενωμένα.
Ενώτια είναι οι λόγοι περί θεολογίας που ενυπάρχουν φυ­σικά μέσα στο νου προϊόντα της ευσεβούς κατανόησης των όντων. Τα περιδέρεια είναι τα ορθά διδάγματα για τα όντα. Τα ψέλλια είναι η πράξη και ενέργεια των αρετών. Ή αλλιώς ενώτια είναι ο έμφυτος λόγος -γιατί σύμβολο του νου είναι το αυτί-και περιδέραια είναι το θυμικό -γιατί ο τράχηλος είναι τύπος εξουσίας και τυραννίας-. Ψέλλια των χεριών είναι η επιθυμία που την δείχνει η πράξη της ηδονής. Όλη αυτά ανάλογα με την έννοια που δόθηκε στο καθένα ρίχνοντάς τα ο νους στη φωτιά των παθών χτίζει την άλογη κι ανόητη έξη της άγνοιας, τη μητέρα όλων των κακών. Τη λεπτύνει όμως, όταν ο νους, εξετάζοντας διανοητικά το πάχος του πάθους όπως φαίνεται εξωτερικά με την αίσθηση, αναγάγει διαιρώντας στην οικεία αρχή το καθένα από όσα συντελούν στη σύνθεση του πάθους. Και έτσι σπέρνει κάτω από το νερό, εννοώ τη γνώση της αλή­θειας, όσα διακρίθηκαν και απαλλάχτηκαν από την μεταξύ τους κακή συμπλοκή και σύνθεση.
Το εννοώ αυτό κάπως έτσι˙ κάθε πάθος συνίσταται οπωσ­δήποτε με τη συμπλοκή κάποιου αισθητού και κάποιας αίσθη­σης και κάποιας φυσικής δύναμης, εννοώ το θυμό και την επι­θυμία ή το λόγο που έχει παρεκτραπεί από το καταφύση. Αν λοιπόν μπορέσει ο νους, αφού θεωρήσει την τελική σύνθεση με­ταξύ τους, του αισθητού, της αίσθησης και της σχετικής φυσι­κής δύναμης, να ξεχωρίσει καθένα από αυτά και να το επαναφέ­ρει στον οικείο φυσικό του λόγο και να θεωρήσει καθεαυτό το αισθητό έξω από τη σχέση του με την αίσθηση και την αίσθη­ση έξω από την οικειότητα του αισθητού προς αυτήν και την επιθυμία, ας πούμε, ή κάποια άλλη από τις φυσικές δυνάμεις χωρίς την εμπαθή διάθεση προς την αίσθηση και το αισθητό, όσο η όποια κίνηση του πάθους προετοιμάζει να γίνει η θεωρία, λείανε και λέπτυνε τη σύσταση του μοσχαριού, του οποιουδή­ποτε δηλαδή πάθους που προκύπτει και το έσπειρε κάτω από το νερό της γνώσης, αφανίζοντας εντελώς κι αυτήν ακόμα την κούφια φαντασία των παθών με την αποκατάσταση στον εαυτό τους των πραγμάτων που καταφύση το αποτελούν. Είθε και εμείς να λεπτύνομε και να αφανίσομε το χυτό μοσχάρι της ψυχής και να της μείνει μόνη η ανόθευτη θεία εικόνα που να μην μολύνεται με τίποτε γενικά από τα έξω.
Και αυτό που λέγεται στο τέλος, και ο Μωυσής έδωσε να το πιουν οι υιοί του Ισραήλ,[Εξ. 32,20] σημαίνει τον τρόπο της διδασκα­λίας που παρέχουν οι δάσκαλοι στους μαθητές τους, ο οποίος καθαρίζει τα πάθη.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 17
Αν έστειλε ο Θεός το Μωυσή στην Αίγυπτο, για ποιο λόγο ο άγγελος του Θεού ζητούσε να φονεύσει τον απεσταλμένο του Θεού, και θα τον φόνευε, αν δεν προλάβαινε η γυναίκα να κάνει περιτομή στο παιδί και να σταματήσει με την ενέρ­γειά της την ορμή του αγγέλου; [Εξ. 4,24έ.] Κι αν ήταν ανάγκη να γίνει η περιτομή του παιδιού, γιατί πριν στείλει ο Θεός τον άγγελο δεν τον πρόσταξε με ήμερο τρόπο να κάνει περιτομή στο παι­δί; Και γιατί, κι όταν ακόμα ήταν τιμωρία, ο αγαθός άγγελος δεν νουθέτησε ήμερα τον απεσταλμένο του Θεού σε μια τέ­τοια διακονία;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Όποιος έρευνα με φόβο Θεού τα της Γραφής και μόνο για τη θεία δόξα, αφαιρώντας το γράμμα το ωσάν προκάλυμμα του Πνεύματος, θα βρει τα πάντα εμπρός του,[Παρμ. 8,9.] σύμφωνα με το λόγο της σοφίας και δε θα βρεθεί κανένα εμπόδιο για την άψο­γη πορεία της διανοίας προς τα θεία. Την ιστορία λοιπόν που πραγματοποιήθηκε ήδη σωματικά στα χρόνια του Μωυσή ας την αφήσομε κι ας προσπαθήσομε να κατανοήσομε με τα μάτια του νου το πνευματικό νόημα της ιστορίας που πραγματοποιεί­ται συνεχώς και που με την πραγματοποίηση της δυναμώνει όλο και περισσότερο.
Έρημος λοιπόν, από την οποία στέλνεται ο Μωυσής στην Αίγυπτο για να βγάλει τους υιούς του Ισραήλ, είναι η ανθρώπινη φύση ή αυτός εδώ ο κόσμος ή και η έξη που είναι στερημέ­νη από πάθη. Με αυτήν και μέσα σ' αυτόν μαθαίνοντας ο νους με τη θεωρία τη γνώση των όντων, δέχεται από το Θεό προτρο­πή κρυφή και μυστική στα άφαντα της καρδιάς να βγάλει από την Αίγυπτο, εννοώ από τη σάρκα και την αίσθηση, σαν Ισ­ραηλίτες, τις θείες έννοιες των όντων, που υποφέρουν ανώφελα μέσα στον πηλό, δηλαδή τα πάθη της σάρκας. Μ' αυτή τη θεία διακονία εμπιστευμένος ο νους, με τη δεμένη μαζί του με τη γνώση σοφία, σα να 'ταν συμβία του, και με τον ευγενικό τρόπο και λογισμό που γεννήθηκε από αυτήν πορεύεται οπωσδήποτε το δρόμο των αρετών της σεμνής πολιτείας του, που δεν δέχε­ται με κανένα τρόπο τη στάση όσων τον περπατούν, αλλά θέλει να τρέχουν ασταμάτητα και δυνατά σύμφωνα με το στόχο της ψυχής προς το βραβείο της άνω κλήσης,[Φιλιπ. 3,14.] επειδή το σταμάτημα της αρετής είναι αρχή κακίας, καθώς ο νους ασχολήθηκε εμπαθώς με κάποιο υλικό από όσα βρίσκονται από τη μια και την άλλη πλευρά του δρόμου και καθώς κάνει απερίτμητο και βέβη­λο τον καθαρό και ολότελα περιτμημένο τρόπο και λογισμό της ευσεβούς αγωγής.
Γι' αυτό θεωρεί ευθύς τον ελεγκτικό λόγο ως άγγελο που απειλεί θάνατο στη συνείδηση και διαβεβαιώνει ότι αιτία της απειλής είναι το σταμάτημα της αρετής, το οποίο δημιουργεί την ακροβυστία του λογισμού, τον οποίο η σύνοικος του νου σοφία ικετεύει, με πέτρα περιτομής το λόγο της πίστης, όπως η Σαπφείρα, περιτέμνοντας την υλική φαντασία που γεννήθηκε στο παιδί λογισμό και αποξεραίνοντας κάθε έννοια της αισθη­τής ζωής. Γιατί λέει, σταμάτησε το αίμα της περιτομής του παιδιού,[Εξ. 4,25] δηλαδή έληξε η ζωή των παθών και η φαντασία και η κίνηση, αφού καθάρθηκε με τη σοφία της πίστης ο μολυσμένος λογισμός. Μετά την κάθαρση αυτήν σταματά, σαν κάποιος άγ­γελος, ο λόγος που με τη συνείδηση χτυπά το νου που αμαρτάνει και διαβάλλει κάθε υπέρμετρο νόημα του που κινείται πέρα από εκεί που πρέπει. Γιατί στ' αλήθεια με πολλούς αγίους αγ­γέλους γέμισε ο δρόμος των αρετών, που ενεργούν κάθε μια αρετή ξεχωριστά, εννοώ τους λόγους και τους τρόπους και τους αγγέλους που συνεργούν μ' εμάς αόρατοι προς τα καλά και που ανακινούν μέσα μας τους λόγους αυτού του είδους.
Είναι καλά λοιπόν και με μεγαλοφυΐα διατυπωμένος ο λό­γος της αγίας Γραφής, που παριστάνει πάντοτε σε όσους έχουν υγιή τα μάτια της ψυχής όσα νοούνται πριν από όσα ιστορεί και δεν κρύβει καμμιά κατηγορία του Θεού ή των αγΙων αγγέλων του. Ο Μωυσής δηλαδή όταν τον έστειλε ο Θεός δεν είχε, σύμφωνα με το νόημα της Γραφής, ακρόβυστο υιό, δηλαδή λο­γισμό, γιατί θα τον έστελνε, αφού θα τον είχε προστάξει πρώτα να κάνει περιτομή. Ούτε ο θείος άγγελος ήταν σκληρός, μηνύο­ντας στο Μωυσή το θάνατο που του συνέβηκε από το λανθα­σμένο σταμάτημα των αρετών, θάνατο που ίσως τον προκάλεσε η ατονία των αρετών κατά την πορεία.
Εξετάζοντας και σεις λεπτομερέστερα την ιστορία, θα δια­πιστώσετε με σαφήνεια ότι ούτε στην αρχή ούτε στη μέση ούτε στο τέλος του δρόμου, αλλά ο άγγελος τον συνάντησε στο κα­τάλυμα και τον απείλησε με θάνατο για το πάθος που εισήλθε κρυφά στη διάνοια του.[Εξ. 4,24.] Γιατί, αν δεν είχε διακόψει το δρόμο του και δεν είχε σταματήσει την οδοιπορία του, δεν θα είχε κα­τηγορηθεί και δε θα είχε δεχτεί μέσω του αγγέλου την αγανά­κτηση (του Θεού) για την ακροβυστία του παιδιού.
Ας παρακαλέσομε το Θεό, αν βαδίζομε το δρόμο των εντολών, σε κάθε παραπάτημα μας, να μην παύσει να μας στέλ­λει, σαν κάποιο άγγελο, τον μηνυτή του θανάτου στη συνείδη­ση μας λόγο, ώστε, αφού λάβομε συναίσθηση, να μάθομε με την έμφυτη φρόνηση μας να κάνομε περιτομή στην ακροβυστία της ακαθαρσίας των παθών που μας συμβαίνει χωρίς να το νιώθομε κατά το δρόμο της ζωής μας.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 18
Αν όσοι εφαρμόζουν το νόμο θα δικαιωθούν,[Ρωμ2,13.] σύμφωνα με τον Απόστολο, πως πάλι λέει ότι όσοι λαμβάνετε δικαίωση από το νόμο, έχετε εκπέσει από τη χάρη;[Γαλ. 5,4]
 
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Δεν θα δικαιωθούν γενικά όσοι εφαρμόζουν το νόμο, αλλά θα δικαιωθούν όσοι εφαρμόζουν πνευματικά τον πνευματικό κανόνα του πνευματικού νόμου που νοείται πνευματικά και κατά τον εσωτερικό άνθρωπο, μη εκπίπτοντας από τη χάρη, επειδή ο λόγος έχει διαβεί στα μύχια της ψυχής τους με την κά­θαρση. Όσοι όμως ασκούν σωματική λατρεία κατά το φαινό­μενο του νόμου, εκπίπτουν οπωσδήποτε από τη θεία χάρη, επειδή αγνοούν την τελείωση του πνευματικού νόμου, που κα­θαιρεί το νου από κάθε κηλίδα με τη βοήθεια της χάριτος, και το τέλος είναι ο Χριστός.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 19
Τι σημαίνει το, όσοι αμάρτησαν χωρίς (γραπτό) νόμο, θα καταδικασθούν σε απώλεια χωρίς κατήγορο το νόμο αυτόν και όσοι αμάρτησαν ενώ είχαν νόμο, θα κριθούν με βάση το νόμο αυτόν.[Ρωμ. 10,4]Και πως πάλι ο ίδιος λέει, όταν ο Θεός θα κρίνει μέσω του Ιησού Χριστού όσα κρύβουν οι άνθρωποι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο μου; Αν θα κριθούν με το νόμο, πως θα κριθούν μέσω του Ιησού Χριστού;
 
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ως δημιουργός όλων είναι και του φυσικού νόμου δημιουργός, και ως προνοητής και νομοθέτης είναι σαφώς χορηγός και του γραπτού νόμου και του πνευματικού, δηλαδή του νόμου της χάριτος. Γιατί τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, δηλαδή του γραπτού νόμου που τον νοούμε πνευματικά. Αν λοιπόν και ο φυσικός και ο γραπτός και ο νόμος της χάριτος συνενώνονται στο Χριστό ως δημιουργό και προνοητή και νομοθέτη και εξιλαστή, αληθεύει ο θείος απόστολος λέγοντας ότι ο Θεός πρόκειται να κρίνει όσα κρύβουν οι άνθρωποι σύμφωνα με το ευαγγέλιο του, δηλα­δή όπως ευαγγελίζεται μέσω του Ιησού Χριστού του μονογε­νούς, που είναι κατά την ουσία ο δικός του Λόγος, που προχω­ρεί διαμέσου όλων και άλλους ελέγχει, άλλους δέχεται πρόθυ­μα και σε εκείνους που ζούνε κατά φύση και κατά το νόμο και κατά τη χάρη απονέμει ό,τι τους αξίζει μέσω του μονογενούς άφραστου Λόγου. Γιατί κάθε φύσης και κάθε νόμου και θεσμού και τάξης ποιητής είναι ο Λόγος του Θεού και κριτής όσων υπόκεινται στη φύση, στο νόμο, στο θεσμό και την τάξη. Γιατί χωρίς τον λόγο που υπαγορεύει δεν υπάρχει νόμος. Είτε λοιπόν κάποιος κρίνεται σύμφωνα με το νόμο, στο όνομα του Χριστού θα κριθεί, είτε χωρίς νόμο, πάλι στο όνομα του οπωσδήποτε θα κριθεί. Γιατί όλων όσα υπάρχουν και λέγονται και νοούνται αρχή και μέση και τέλος είναι ως δημιουργός ο Λόγος.
 
ΕΡΩΤΗΣΗ 20
Ποια είναι η συκιά του Ευαγγελίου που ξεράθηκε φαινομενικά παράλογα; Και ποια είναι η ακρότατη πείνα που ζητού­σε καρπό πριν από την ώρα; Και τι σημαίνει η κατάρα για ένα αναίσθητο πράγμα.[Μάρκ. 11,12-14.,Ματθ. 21,18ε]
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ο Θεός Λόγος που οικονομεί τα πάντα για χάρη της σωτηρίας των ανθρώπων, αφού παιδαγώγησε πρώτα τη φύση μας με το νόμο που περιέχει σωματικότερη λατρεία -γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί την αλήθεια γυμνή από τυπικά προκαλύμματα εξαιτίας της άγνοιας και της αλλοτρίωσης που της προ­κλήθηκε προς τα αρχέτυπα θεία πράγματα- ύστερα, ερχόμενος στον κόσμο αφού έγινε φανερά από τον εαυτό του άνθρωπος παίρνοντας σάρκα που είχε νοερή, και λογική ψυχή, κι αφού ως Λόγος μετέφερε τη φύση μας στην άυλη, γνωστική, πνευματική λατρεία, δεν ήθελε, αφού πια φάνηκε στη ζωή η αλήθεια, να εξουσιάζει η σκιά, που τύπος της ήταν η συκιά.
 
Γι' αυτό λέει· επιστρέφοντας από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα,[Ματθ. 21,18· Μάρκ. 11,11ε.] δηλαδή μετά την τυπική και σκιώδη και που ήταν κρυμμένη μέσα στο νόμο παρουσία του, ερχόμενος ξανά στους ανθρώπους με τη σάρκα -γιατί έτσι πρέπει να εκληφθεί το επιστρέφοντας-είδε στο δρόμο μια συκιά που είχε μόνο φύλλα,[Ματθ. 21,18· Μάρκ 11,13] που υπήρχε στη σκιά και στους τύπους, δηλαδή τη σωματική λατρεία του νόμου κατά την άστατη και παροδική -επειδή ήταν δίπλα στο δρόμο- παράδοση, τη λατρεία των τύπων μόνο και των θεσμών που περνούν.
 Όταν ο Λόγος την είδε σαν συκιά ωραία και με­γαλοπρεπή και στολισμένη, ωσάν με φύλλα, με τα εξωτερικά περιβλήματα των σωματικών παραγγελμάτων του νόμου και μη βρίσκοντας καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη, την καταράστηκε επει­δή δεν έδινε τροφή στο Λόγο, η καλύτερα πρόσταξε να μη κα­λύπτει πια δυναστεύοντας την αλήθεια με τους νομικούς τύ­πους, πράγμα που αποδείχτηκε στη συνέχεια με τα έργα, αφού καταξεράθηκε εντελώς η νομική ωραιότητα που είχε την ύπαρ­ξή της στα σχήματα μόνο και έσβησε η έπαρση των Ιουδαίων γι' αυτή.
Γιατί δεν ήταν εύλογο αλλά ούτε κι επίκαιρο, αφού πια είχε φανεί λαμπρή η αλήθεια των καρπών της δικαιοσύνης να παρασύρεται και να ξεγελιέται από τα φύλλα η όρεξη όσων παράτρεχαν σαν δρόμο την παρούσα ζωή και να αφήνουν τους πλούσιους φαγώσιμους καρπούς του Λόγου. Γι' αυτό λέει δεν ήταν ο καιρός των σύκων·[Μάρκ. 11,13] ο χρόνος δηλαδή κατά τον οποίο κυριαρχούσε στην ανθρώπινη φύση ο νόμος, δεν ήταν καιρός καρπών της δικαιοσύνης, αλλά εικόνιζε τους καρπούς της δι­καιοσύνης και μυούσε κατά κάποιο τρόπο τη μέλλουσα θεία κι απόρρητη και σωτήρια όλων χάρη, στην οποία δεν είχε φτάσει από την απιστία του ο παλαιός λαός και γι' αυτό χάθηκε.
 
Γιατί ο Ισραήλ, λέει ο θείος απόστολος, με το να επιδιώκει το νόμο της δικαιοσύνης, δηλαδή το νόμο της σκιάς και των τύπων, δεν έφτασε στο νόμο της δικαιοσύνης,[Ρωμ. 9,31] δηλαδή το νόμο που ολοκληρώνεται με το Πνεύμα του Χριστού.
Ή πάλι˙ επειδή το πλήθος των ιερέων και γραμματέων και νομικών και Φαρισαίων, άρρωστοι από την κενή δόξα με την επίδειξη της πλαστής ευλάβειας των ηθών, φαινόμενοι ότι ασκούσαν δικαιοσύνη, έτρεφαν την έπαρση της οίησης, ο Λό­γος λέει ότι η οίηση αυτών που αναφέρθηκαν είναι συκιά άκαρ­πη πλούσια μόνο σε φύλλα, την οποία, αυτός που επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και πεινά τη θέωσή τους, την κα­ταριέται ως άκαρπη και την ξεραίνει, ώστε, προκρίνοντας από το να φαίνονται το να είναι δίκαιοι, αφού ξεντυθούν το χιτώνα της ηθικής υπόκρισης και φορέσουν το γνήσιο χιτώνα της αρετής, όπως θέλει ο θείος Λόγος, να περάσουν μ' ευσέβεια τη ζωή τους παρουσιάζοντας στο Θεό της ψυχής μάλλον τη διάθε­ση, παρά την πλαστότητα των ηθών στους ανθρώπους.
Αν τώρα και μερικοί από τους Χριστιανούς είμαστε τέ­τοιοι, πλάθοντας την ευλάβειά μας με τους τρόπους χωρίς έργα δικαιοσύνης, αν δεχτούμε το Λόγο ως φιλάνθρωπο που πεινά τη σωτηρία μας, αποξηραίνει το σπέρμα της κακίας μέσα στην ψυχή, την οίηση, για να μη μας δίνει πια την ανθρωπαρέσκεια, καρπό της φθοράς.
Έχετε, σύμφωνα με τις δικές μου πενιχρές δυνάμεις, το νόημα του λόγου, που κατά την αφήγηση που έκανα έδειξε τον Κύριο να πεινά ορθά και χρήσιμα να καταριέται τη συκιά και να την ξεραίνει σε κατάλληλη ώρα, γιατί ήταν εμπόδιο στην αλήθεια, και που ήταν είτε η σύμφωνη με το νόμο παλαιά παρά­δοση των σωματικών τύπων είτε και η επαρμένη συμπεριφορά των Φαρισαίων και η δική μας.

ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
ΠΡΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΝ, ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΩΝ


Read more: http://www.egolpion.com/pros_thalassion_apories_grafhs.el.aspx#ixzz2rPAQMWG3